Christian Moueix | της Θάλειας Καρτάλη | τεύχος 8

H ηρεμία στη φωνή και στην έκφρασή του μαρτυρούν έναν άνθρωπο πολύ ιδιαίτερο. Τόσο ιδιαίτερο, όσο τα κρασιά που παράγει τα τελευταία 40 χρόνια και στα οποία συγκαταλέγεται το θρυλικότερο ίσως κρασί του κόσμου, το Château Petrus.

Ιδιοκτήτης μερικών από τα πιο ονομαστά châteaux του Pomerol, μεταξύ των οποίων τα Château La Fleur Petrus, Trotanoy, Magdalaine, Belair Hosana κ.ά., ο Christian Moueix είναι μέλος μιας οικογένειας που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς μία από τις σημαντικότερες της οινικής Γαλλίας, αν όχι του πλανήτη. H παρουσία του στην Αθήνα τον Οκτώβριο –φιλοξενούμενος του WSPC και της ΑΙΟΛΟΣ Α.Ε., για μια μοναδική κάθετη γευστική δοκιμή του Château La Fleur Petrus, με συντονιστή τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη ΜW– μας έδωσε μια σπάνια ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά έναν από  τους διασημότερους οινοπαραγωγούς του κόσμου και να γευτούμε τα υπέροχα κρασιά του. Κρασιά τυπικά της Δεξιάς Όχθης του Μπορντό, όπου μεγάλος πρωταγωνιστής είναι το Merlot.

Ο ίδιος επέλεξε να παρουσιάσει τα κρασιά του χωρίζοντας τις εσοδείες σε τρεις διαφορετικές περιόδους: Τα Χρόνια της Κομψότητας, Château La Fleur Petrus 2008 και 2012, Οι Μεγάλες Εσοδείες, Château La Fleur Petrus 2009 και 2010 και οι Νέοι Ορίζοντες, Château La Fleur Petrus 2015 και 2016.

Όση ώρα μιλούσε, παρατηρούσα τα χέρια του. Χέρια εκφραστικά, τα οποία κρύβουν μέσα τους όλη τη δύναμη του ανθρώπου που έχει περάσει ατελείωτες ώρες στα αμπέλια του, φροντίζοντας, αγωνιώντας, αναζητώντας καινούργιους δρόμους και τελικά δημιουργώντας μια ολόκληρη σχολή στον τομέα της αμπε- λοκαλλιέργειας με την εισαγωγή πρωτοπόρων πρακτικών, όπως ο πράσινος τρύγος και η αποστράγγιση εδαφών. Το πάθος του Christian Moueix είναι το αμπέλι. Εκεί συμβαίνουν όλα, εκεί γεννιούνται τα μεγάλα κρασιά.

O Christian Moueix συνδυάζει τέλεια τη γαλλική παράδοση και κουλτούρα με την πρακτικότητα που χαρακτηρίζει τους Αμερικανούς. Τα χρόνια που πέρασε στο UC Davis, ένα από τα διασημότερα πανεπιστήμια οινολογίας και αμπελουργίας στον κόσμο, έχουν αφήσει σαφώς το αποτύπωμά τους. Εκεί άλλωστε οφείλεται και η αγάπη του για τη Napa Valley, η οποία τον οδήγησε στην απόκτηση δύο οινο- ποιείων στην Καλιφόρνια, του Dominus και του Ulysses, όπου παράγει κρασιά που αντικατοπτρίζουν τη γαλλική φινέτσα προσαρμοσμένη στις πιο ξηρές συνθήκες της διάσημης οινοπαραγωγού ζώνης της Καλιφόρνια.

Ως παραγωγός ενός εκ των ακριβότερων κρασιών στον κόσμο, αισθάνεται ότι οι τιμές σε πολλές περιπτώσεις έχουν ξεφύγει, με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που είναι σε θέση να εκτιμήσουν σπουδαία κρασιά να στερούνται την ευκαιρία να τα γευτούν. «Εκείνοι που αντιμετωπίζουν το κρασί ως επενδυτικό προϊόν ευθύνονται κατά κύριο λόγο και για την εκτόξευση των τιμών. Φυσικά και ο κάθε παραγωγός θα ήθελε να πουλάει ακριβά το κρασί του, όμως αυτό που γίνεται σήμερα δείχνει ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο των παραγωγών», μας λέει. Παράλληλα αποκαλύπτει ότι δεν τρέφει καμία εκτίμηση για τους συλλέκτες που υπερηφανεύονται για τα κρασιά που διατηρούν στο κελάρι τους χωρίς καμία πρόθεση να τα ανοίξουν και να τα απολαύσουν, παρά μόνο να τα πουλήσουν σε αστρονομικές τιμές σε δημοπρασίες.

Αν και βρίσκεται στο τιμόνι του Châteaux Petrus για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ο Christian Moueix μοιάζει να έχει κλείσει αυτό το κεφάλαιο της ζωής του οριστικά. «Θεωρώ πως ό,τι είχα να δώσω στο κρασί αυτό το έδωσα, το να συνεχίζω εκεί ήταν σαν να αδικώ τα υπόλοιπα κρασιά που δημιουργώ».

Άλλωστε, η επιθυμία του ήταν να παραδώσει τα σκήπτρα στις νεότερες γενιές, κάτι που φαίνεται ότι εφαρμόζει ήδη και στο Château La Fleur Petrus. «Η σύντομη απουσία μου λόγω του ταξιδιού μου στην Αθήνα δίνει την ευκαιρία στον γιο μου να αναλάβει πρωτοβουλίες. Πρέπει να επιτρέπουμε στη νέα γενιά να τολμά και να κάνει και τα δικά της λάθη».

Ποια είναι η συμβουλή του σε έναν νέο οινοποιό; «Το κρασί απαιτεί χρόνο και υπο- μονή. Χωρίς αυτά δεν μπορείς να πετύχεις τίποτε. Χρειάζεσαι εσωτερική δύναμη. Είναι η συμβουλή που μου έδωσε πριν από χρόνια ο μέντοράς μου, Αντρέ Τσελίτσεφ. Βλέπω τους νέους οινοποιούς που φθάνουν σήμερα στην Καλιφόρνια και μέσα σε έναν χρόνο θεωρούν ότι θα κάνουν το καλύτερο κρασί επειδή δια- θέτουν τα χρήματα. Απελπισία».

1946
Γεννιέται στη Λιμπούρν της Γαλλίας.

1969
Ολοκληρώνει τις σπουδές Αμπελοκαλλιέργειας και Οινολογίας στο πανεπιστή- μιο UC Davis.

1970
Αναλαμβάνει το Château Petrus, το οποίο επί των ημερών του εξελίσσεται σε ένα από τα κορυφαία κρα- σιά του κόσμου, φθάνοντας σήμερα να κοστίζει 3.000 δολάρια η φιάλη.

1973
Εισάγει την επαναστατική για την τότε εποχή πρακτι- κή του πράσινου τρύγου, δημιουργώντας νέα σχολή στην αμπελοκαλλιέργεια.

1991
Αναλαμβάνει πρόεδρος της οικογενειακής επιχείρησης Etablissements Jean Pierre Moueix.

1995
Aποκτά εξ ολοκλήρου τον έλεγχο του Dominus Estate στην Καλιφόρνια, όπου παράγει κρασιά που συνδυ- άζουν τη γαλλική φινέτσα με το ιδιαίτερο terroir της Νapa.

2008
Εγκαταλείπει το τιμόνι του Château Petrus, στο οποίο παραμένει ως σύμβουλος έως το 2011, και αποκτά ένα ακόμη οινοποιείο στην Καλιφόρνια●

ΜΥΡΤΩ ΣΑΛΛΑ | ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 7

Σύμφωνα με τον μύθο, η Σεμέλη ήταν μητέρα του Διoνύσου, καρπού του κρυφού γάμου της με τον Δία. Όταν δε η Ήρα έμαθε ότι ο Δίας ήταν κρυφά παντρεμένος με τη Σεμέλη, οργίστηκε και έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει. Μια μέρα εμφανίστηκε σε αυτήν με τη μορφή της παραμάνας της και δολερά την παρότρυνε να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή του μορφή. Όταν η Σεμέλη τού το ζήτησε, αυτός απερίσκεπτα, θέλοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία της, εμφανίστηκε ως θεός, προκαλώντας εκτυφλωτικό φως και κεραυνούς οι οποίοι τη σκότωσαν. ‏Ο Δίας τότε, πικραμένος από τον άδικο χαμό της, πήρε τον αγέννητο ακόμα Διόνυσο από την κοιλιά της και τον έραψε στον μηρό του, για να τρέφεται από το αίμα του ώσπου να γεννηθεί.

Κουβαλώντας έναν βαρύ μύθο στην πλάτη της, η ΣΕΜΕΛΗ αφήνει το δικό της αποτύπωμα στον οινικό χάρτη της χώρας μας, έχοντας στο τιμόνι της τη Μυρτώ Σάλλα. ‏Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια όπου οι επιχειρήσεις βρίσκονται στο επίκεντρο, η νεαρή –τότε– κοπέλα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα αντικείμενο το οποίο δεν γνώριζε. Είχε σπουδάσει οικονομικά και κόσμημα στη Φλωρεντία και, όταν το 2007 κλήθηκε να αναλάβει τα ηνία της «Σεμέλη», η προσέγγισή της είχε ξεκάθαρα επιχειρηματική κατεύθυνση. Ακούγοντάς την όμως να μιλάει σήμερα, δυναμική γυναίκα για το επάγγελμά της, επιβεβαιώνεται ότι τελικά το κρασί δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.

«Την περίοδο που θα αποφάσιζα τι θα κάνω επαγγελματικά, ο πατέρας μου, που  συνεργαζόταν με τον Γιώργο Κοκκοτό, δημιούργησε το οινοποιείο και, ενώ δεν είχα ειδικές γνώσεις για το κρασί, αλλά το αγαπούσα πολύ ως καταναλώτρια, αποφάσισα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο εγχείρημα. Αρχικά με τράβηξε το οικονομικό κομμάτι, η πρόκληση του να αναλάβω μια επιχείρηση, στη συνέχεια όμως διαπίστωσα ότι και το ίδιο το αντικείμενο αποτελούσε τεράστια πρόκληση για μένα.

»Όταν αντίκρισα το οινοποιείο στη Νεμέα –το οποίο μόλις είχε φτιαχτεί–, ενθουσιάστηκα. Δεν είμαι οινολόγος ούτε θα γίνω, εξάλλου υπάρχουν εξειδικευμένα στελέχη στο οινοποιείο, όπως ο οινολόγος και διευθυντής παραγωγής της Semeli, Λεωνίδας Νασιάκος, που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμένα το αντικείμενο. Παρ’ όλα αυτά όμως, η συνεχής ενασχόλησή μου και η στενή συνεργασία μαζί τους όλα αυτά τα χρόνια με έχει μυήσει στα μυστικά ολόκληρης της διαδικασίας παραγωγής κρασιών και μπορώ πλέον να παρακολουθώ τη λειτουργία του οινοποιείου. Ωστόσο, έχω αγαπήσει ακόμη περισσότερο το κρασί και έχω αποκτήσει σωστή κρίση, ενώ έχω διαίσθηση για το τι ζητάει ο καταναλωτής, και όλο αυτό το απολαμβάνω».

– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στη δουλειά σου;

Το κομμάτι της δουλειάς μου που με ευχαριστεί περισσότερο είναι το ότι μπορώ να αναγνωρίζω τι θα αρέσει πιο πολύ στον κόσμο, χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου απαραίτητα το τι αρέσει σε εμένα. Όπως ανέφερα και παραπάνω, πιστεύω πως έχω τη διαίσθηση για τη ζήτηση. Σίγουρα το να πάρεις τέτοιου είδους αποφάσεις δεν είναι εύκολο, αλλά στον τομέα αυτόν συνεργάζομαι στενά με τον άντρα μου, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο, που είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, ενώ η εξαιρετική συνεργασία μου με τον Λεωνίδα είναι πραγματικά πολύτιμη. Πρέπει όμως να σου αρέσει και να πιστεύεις πραγματικά αυτό που παράγεις, μόνο έτσι μπορείς να το προωθήσεις σωστά.

– Πού θα ήθελες να δεις τη ΣΕΜΕΛΗ τα επόμενα χρόνια;

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα ΕΜΕΙΣ να είμαστε αυτοί που θα δημιουργούμε τη μόδα. Ας μη γελιόμαστε όμως, λόγω της οικονομικής κατάστασης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, δεν μπορούμε να μιλάμε για μακροπρόθεσμα σχέδια. Είναι γεγονός πως υπάρχουν ξεκάθαροι στόχοι και όραμα στην εταιρεία, αλλά αντίστοιχα έχουμε αναπτύξει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να προσαρμοζόμαστε ανάλογα με το εκάστοτε οικονομικό περιβάλλον και τις συνθήκες που επικρατούν. Στα άμεσα σχέδιά μας είναι να επενδύσουμε σε τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό στο τμήμα της παραγωγής και οινοποίησης, να διπλασιάσουμε τους ιδιόκτητους αμπελώνες μας και να γίνει αναδιάρθρωση, δημιουργώντας ιδανικά terroir για την καλλιέργεια ελληνικών, ξένων, αλλά και σπάνιων γηγενών ποικιλιών. Αυτά τα terroir θα εξελιχθούν σε αμπελοτόπια,  που θα παράγουν ξεχωριστές ετικέτες κρασιού (single vineyard – single cru). Στόχος μας είναι σε ένα μικρό βάθος χρόνου όλη η καλλιέργεια να είναι βιολογική, κάτι το οποίο προσφέρει την καλύτερη δυνατή ποιότητα στην πρώτη ύλη.

Η ανάδειξη του ποιοτικού δυναμικού του αμπελώνα της Νεμέας, καθώς και η στήριξη της τοπικής οικονομίας, είναι βασικό μας μέλημα. Παράλληλα, επενδύουμε στον Οινοτουρισμό, με στόχο να προσφέρουμε μια ολοκληρωμένη οινική εμπειρία στον επισκέπτη, τόσο μέσα στον χώρο παραγωγής και στο κελάρι, όσο και στους χώρους φιλοξενίας και στον ξενώνα μας. Ειδικά προνόμια και παροχές θα έχουν την ευκαιρία να απολαμβάνουν τα μέλη του Semeli Wine Club.
Είναι ένα club ειδικών προνομίων, τα μέλη του οποίου θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάζουν πρώτοι τις νέες παραγωγές, να ενημερώνονται για εξελίξεις στο οινοποιείο, ενώ θα απολαμβάνουν και προνομιακές τιμές τόσο στα κρασιά όσο και στις υπηρεσίες του οινοποιείου. Πρέπει να σημειώσω εδώ, πως με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, η Semeli είναι ένα από τα πρώτα οινοποιεία στην Ελλάδα που έδωσαν από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερη έμφαση στον αναπτυσσόμενο τομέα του Οινοτουρισμού.

Η Μυρτώ Σάλλα στις προσωπικές στιγμές της πίνει λευκά και ροζέ. Αγαπημένη της ετικέτα τον τελευταίο καιρό είναι το Semeli THEA Mantinia, ενώ, όπως χαρακτηριστικά λέει, αγαπά το AETHERIA.

«Από κόκκινα αγαπούσα πολύ τα Château Semeli και τώρα τα ΝΕΜΕΑ. Bρίσκω ότι έχει εξελιχθεί και βελτιωθεί πολύ.
Επίσης, δεν θέλω να το παινευτώ, αλλά η Σεμέλη έχει τις ωραιότερες ετικέτες και πολύ πρωτότυπα καψύλλια. Αγαπημένη μου ετικέτα; Ήταν μία από παλαιότερη εσοδεία του Semeli Nemea Grande Reserve, όμως η καθεμία ετικέτα για μένα είναι ξεχωριστή, αφού τις επιμελούμαι με τον art director μας προσωπικά. Πολύ μου αρέσουν, ωστόσο, οι ετικέτες των μονοποικιλιακών Semeli Collection, αυτές με τα Κλειδιά, οι οποίες την επόμενη χρονιά γίνονται ακόμη ωραιότερες».

Με την ειλικρίνεια που τη διακρίνει μιλάει και για τον ανταγωνισμό, ενώ δεν διστάζει να χαρακτηρίσει υπερβολική την εμμονή κάποιων για το food and wine pairing.

«Άλλα ελληνικά κρασιά που αγαπώ είναι οι Ακακίες του Κυρ-Γιάννη, το Ροζέ από το Κτήμα Άλφα και ο Άσπρος Λαγός του Δουλουφάκη. Το κρασί είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση και δεν αντέχω τις αγκυλώσεις που λένε ότι το κόκκινο είναι μόνο για κρέας. Το λέω και στους φίλους μου: Εάν θέλετε να πιείτε λευκό κρασί με το κρέας σας, να το κάνετε. Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες σε πράγματα που απολαμβάνω. Ο καθένας να πίνει αυτό που του αρέσει».

Το πιεσμένο της πρόγραμμα και ο χρόνος που αφιερώνει στις κόρες της δεν της επιτρέπουν συχνές επισκέψεις στο οινοποιείο της Νεμέας, αλλά δουλεύει κυρίως από τα γραφεία της «Σεμέλη» στο Σύνταγμα. Δεν μπορεί να είναι παντού όλες τις ώρες, αλλά με λίγο προγραμματισμό τα καταφέρνει.

Το οινοποιείο της «Σεμέλη» στο Κούτσι της Νεμέας προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικά ή πολιτιστικά μνημεία με παγκόσμια εμβέλεια, όπως:

  • ο ναός του Δία
  • το αρχαίο Στάδιο της Νεμέας
  • το Αρχαιολογικό Μουσείο
  • το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
  • η ακρόπολη των Μυκηνών
  • η Στυμφαλία και το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας
  • και φυσικά η γοητευτική νεοκλασική πόλη του Ναυπλίου.

 

PAOLO DE MARCHI | TΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 5

Ως γνήσιος Ιταλός, ο Paolo de Marchi, εκτός από τα υπέροχα κρασιά του, μας άνοιξε και το σπίτι του. Με τη γυναίκα του Μάρτα και την ξαδέλφη του –που ετοίμασε την ωραιότερη μακαρονάδα– φάγαμε στην κουζίνα του σαν να ήμασταν φίλοι χρόνια. Είναι ποτέ δυνατόν αυτός ο γενναιόδωρος άνθρωπος να μη φτιάχνει ωραίο κρασί;

«Ανέλαβα το Isole e Olena το 1976. Επομένως, έχω στην πλάτη μου 41 σοδειές. Δεν μπορεί, κάτι θα έχω μάθει», λέει με σεμνότητα αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος που φτιάχνει το Cepparello ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά κρασιά του Κιάντι. Από τον τρόπο που μιλάει ο Paolo –θεωρείται ένας από τους δέκα καλύτερους μικρούς παραγωγούς παγκοσμίως– καταλαβαίνεις αμέσως ότι συγκεντρώνει τις σωστές δόσεις παιδείας, εμπειρίας αλλά και πάθους γι’ αυτό που κάνει.

«Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από το Piemonte. Εκεί είχαν ένα μικρό οινοποιείο, αλλά δεν ήταν οινοποιοί, ήταν γιατροί και δικηγόροι. Ο πατέρας μου αγόρασε το Isole e Olena το 1956, επομένως εγώ είμαι δεύτερη γενιά και ελπίζω ότι και τα αγόρια μου θα ασχοληθούν με τη μεγάλη μου αγάπη. Ήδη ο γιος μου Luca “τρέχει” το οινοποιείο μας στο Piemonte Proprieta Sperino και ελπίζω κάποια στιγμή να αναλάβει και την εδώ δουλειά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εγώ θα βγω στη σύνταξη», μας λέει γελώντας ο Paolo. Σε αυτή τη δουλειά διαρκώς πρέπει να σκεφτόμαστε το μέλλον, οτιδήποτε κάνουμε εμείς επηρεάζει την επόμενη γενιά.

Ο Paolo de Marchi σπούδασε οινολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και δούλεψε τόσο στην Καλιφόρνια όσο και στη Γαλλία. Από την αρχή βρήκε έναν τρόπο να ισορροπήσει την παράδοση με την εξέλιξη και έβαλε σε εφαρμογή το βασικό του σχέδιο, να ασχοληθεί και με διεθνείς ποικιλίες.  «Το 1976 που ξεκίνησα ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά εδώ, όπως και αλλού. Είχε πάρα πολλή βροχή και χαλάζι. Είπα δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Στη δεύτερη προσπάθειά μου, το 1977, αποφάσισα –επειδή νόμιζα ότι είχα καταλάβει το αμπέλι– να κάνω μια προσπάθεια μόνο με Sangiovese. Ήταν η αρχή του κρασιού που αργότερα ονόμασα Cepparello.  »Στη συνέχεια, αρχές του ’80, άρχισα να κρατώ στην άκρη μέρος από τα λευκά κρασιά και έφτιαξα ένα κρασί από Τrebbianο και Μalvazia. Εκεί φύτεψα και λίγο Chardonnay για να δω πώς θα βγει και βγήκε πολύ καλό. Στην πορεία και επειδή δεν έβρισκα καλό Sangiovese, αποφάσισα να φτιάξω το δικό μου.

Δημιουργήσαμε τους δικούς μας κλώνους και τώρα χρησιμοποιούμε στην παραγωγή των κρασιών μας αποκλειστικά δικά μας αμπέλια.

»Η πορεία μου μέχρι τώρα ήταν δύσκολη, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Οι δυσκολίες τις περισσότερες φορές σού δίνουν την ευκαιρία να λύσεις προβλήματα και να βελτιώσεις πράγματα. Έκανα πολλά λάθη, αυτά τα λάθη όμως μου επιτρέπουν να έχω δική μου άποψη για το πως πρέπει να γίνουν τα πράγματα».

Πόσο έχει αλλάξει το Chianti

«Το Chianti είναι μια εξαιρετικά σημαντική και ιστορική περιοχή και συνάμα εξαιρετικά νεαρή. Άλλαξε ριζικά και δραματικά στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και αργότερα τη δεκαετία του ’80 με τα Super Tuscans. Επί 600 χρόνια τίποτα δεν έχει αλλάξει στην περιοχή. Υπήρχε σχέση με τους φεουδάρχες, οι οποίοι έδιναν στους αμπελουργούς κομμάτια της γης για να τα καλλιεργήσουν και τα εκμεταλλεύονταν. Οι αγρότες καλλιεργούσαν τα πάντα εκεί. Η τυπική μορφή του κτήματος ήταν 5 εκτάρια, στα οποία καλλιεργούσαν ζωοτροφές, αμυγδαλιές, ελιές, αμπέλια. Στο τέλος της χρονιάς έπρεπε να γίνει ένας απολογισμός και να στείλουμε στον ιδιοκτήτη ό,τι του ανήκει, από ζώα μέχρι το κρασί.

»Το σύστημα αυτό δεν κατέρρευσε μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, γιατί δεν ήταν δυνατό στην Ιταλία του ’60 να υπάρχει αυτή η σχέση. Έτσι οι αγρότες άρχισαν να μετακινούνται προς τον βιομηχανικό Νότο, όπου βρίσκονταν τα πολλά χρήματα.

»Όταν ο πατέρας μου αγόρασε το οινοποιείο το 1956, εδώ δούλευαν 120 άνθρωποι. Λειτουργούσε με μια απαρχαιωμένη λογική, αλλά δεν ήταν μόνο το δικό μας οινοποιείο, αυτό συνέβαινε σε όλη την περιοχή, σε όλο το Chianti. Η αλλαγή ήταν δραματική: μετά από  μόλις πέντε χρόνια εδώ δούλευαν 40 άνθρωποι και αυτό γιατί έσπευσαν να κυνηγήσουν την τύχη τους στα αστικά κέντρα. Εξάλλου η Ιταλία εκείνη την περίοδο είχε πανίσχυρη οικονομία. Οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα χωράφια και απλώς έφυγαν. Η Ευρώπη αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την περιοχή.

»Τέθηκε σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: να ξαναφυτευτούν αμπέλια. Το 1967 είναι επίσης μια πολύ σημαντική χρονιά, καθώς εφαρμόστηκε και επίσημα η ονομασία προέλευσης. Ο πατέρας μου βρέθηκε αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις, γεγονός που επέφερε μεγάλη αναστάτωση στην οικογένεια για το πώς θα συνεχίσουμε. Ήταν όμως τολμηρός άνθρωπος και αποφάσισε να ακολουθήσει τη ροή των πραγμάτων, να μη μείνει πίσω.

»Μέχρι τότε οι άνθρωποι που δούλευαν εδώ αναμείγνυαν το λευκό κρασί που είχαν με το Sangiovese. Έτσι, ήταν υποχρεωτικό να βάζεις ένα ποσοστό περίπου 30% λευκό κρασί, συνήθως Trebbiano.

»Κάτι που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι, όταν βγήκε η πρώτη ονομασία, υπήρχε ανάμειξη με κρασί εκτός περιοχής. Τα πέντε πρώτα χρόνια υπήρχε πολύ μικρή παραγωγή από το Chianti. Η Ευρώπη έδινε τα χρήματα, έπρεπε όμως να καθαριστεί πρώτα το έδαφος. Ξεριζώθηκαν τα παλιά αμπέλια και φυτεύτηκαν καινούργια, γεγονός που οδήγησε τις τιμές πολύ ψηλά.

Οι περιορισμοί, ήταν πολύ σκληροί. »Η παραγωγή όμως ήταν πολύ φτωχή, αφού τα νέα μηχανήματα, και κυρίως τα τρακτέρ, προκάλεσαν φθορά στο έδαφος. Η ποιότητα έπεσε πολύ, φύτευαν μεν Sangiovese, αλλά χρησιμοποιούσαν φθηνούς κλώνους από φυτώρια.

»Αυτή τη δύσκολη εποχή έρχεται ένα πολύ μεγάλο οινοποιείο, το Antinori, και παρουσιάζει ένα κρασί υψηλής ποιότητας, το Τignanello.

Ήταν εκτός ονομασίας προέλευσης και πήρε την ονομασία Super Tuscan. O Antinori συνειδητοποίησε ότι οι κανονισμοί μάς περιορίζουν και αποφάσισε να φτιάξει κρασί με έναν άλλο τρόπο. Το κρασί αυτό ήταν απλώς vino da tavola. Η κίνηση αυτή άλλαξε όμως τον χάρτη του κρασιού στην Ιταλία».

Και η συνταγή της επιτυχίας του…

«Όλη η δουλειά γίνεται στο αμπέλι. Ό,τι ακολουθεί μετά τον τρύγο είναι δευτερεύον. Μόνο το σταφύλι μετράει. Πάντα πίστευα ότι η ποιότητα δεν κρύβεται στη δύναμη ενός κρασιού, αλλά στη φινέτσα, στην ισορροπία και στην περιπλοκότητα της μεγάλης του παλέτας.

»Αν έχω μία χρονιά η οποία είναι και δυνατή, ακόμα καλύτερα. Αλλά ποτέ ένα δυνατό κρασί δεν πρέπει να καταπίνει την ισορροπία και τη φινέτσα.

»Όταν δεν έχω και τόσο δυνατές χρονιές, προσπαθώ να αναδείξω άλλες πλευρές του. Πιστεύω ότι οι έντονα παρεμβατικές μέθοδοι θα έπρεπε να απαγορευτούν ιδιαίτερα στις περιοχές με ονομασία προέλευσης όπως η δική μας, γιατί αλλάζουν το κρασί. Και ένα αλλαγμένο κρασί απλώς δεν με ενδιαφέρει.

 

ΓΑΙΑ | TΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 5

Συμφωνούν διαφωνώντας. Μιλούν διακόπτοντας ο ένας τον άλλο, συμπληρώνουν ο ένας τις απόψεις του άλλου, διαφωνούν, αλλά τελικά συμφωνούν… Εντάξει, όχι πάντα. Όποιος δεν τους γνωρίζει θα μπορούσε εύκολα να αναρωτηθεί: Μα τι κάνουν αυτοί οι δύο άνθρωποι μαζί; Πώς συνυπάρχουν; Ακόμη και η γλώσσα του σώματος αποκαλύπτει δύο πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Ο ένας, καθισμένος απέναντί μου καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, αναλύει με την αυστηρότητα του επιχειρηματία που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενό του. Ο άλλος, υπερκινητικός, χειρονομεί, κάθεται, σηκώνεται, βηματίζει, παρεμβαίνει, μιλάει με πάθος για τη δουλειά του.

Μοιράζονται, ωστόσο, το ίδιο πάθος. Λέγεται Γαία Οινοποιητική και είναι η εταιρεία που ίδρυσαν πριν από 23 χρόνια ο Λέων Καράτσαλος και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος. Με κοινό σημείο εκκίνησης τη Γεωπονική Σχολή, οι δρόμοι τους χώρισαν για να συναντηθούν ξανά μετά από χρόνια σε ένα πάρτι και, τελικά, πάνω σε ένα λιφτ σε κάποια πίστα του σκι και με ενάμισι εκατομμύριο δραχμές ο καθένας στην τσέπη να αποφασίσουν να ιδρύσουν μια εταιρεία που σήμερα κατέχει κορυφαία θέση στον κόσμο του ελληνικού κρασιού.

«Ο Λέων τα χρήματα, εγώ το κρασί», απαντά ο Γ. Παρασκευόπουλος στην ερώτησή μου για τη μεταξύ τους σχέση. «Είμαστε το ίδιο προβληματικοί άνθρωποι, δυσλειτουργικοί με παρόμοιους τρόπους. Έχουμε στιγμές έντασης, αλλά έχουμε γίνει και οι δύο καλύτεροι άνθρωποι», συμπληρώνει ο Λ. Καράτσαλος κι εκεί καταλαβαίνω ότι έχω απέναντί μου ένα σπάνιο δίδυμο που, παρά τους εντελώς διαφορετικούς και μάλλον αντικρουόμενους χαρακτήρες, έχουν μεταξύ τους μια χημεία που δύσκολα συναντάς σε συνεταίρους. Πρόκειται για δύο ανθρώπους με βαθιά γνώση του αντικειμένου τους, που δεν διστάζουν να παραδεχτούν ότι «γηράσκουν αεί διδασκόμενοι», κάτι που άλλωστε αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη της ποιότητας των κρασιών τους. Η γνωριμία τους ξεκινά από τα φοιτητικά τους χρόνια στη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης. «Εγώ φοιτητοπατέρας, ο Λέων, αναρχοαυτόνομος πάνω σε μια παλιά Moto Gucci, με έφτυνε ως κομματόσκυλο, τον έφτυνα ως αναρχοαυτόνομο». Λίγα χρόνια αργότερα και έχοντας και οι δύο πλέον επιλέξει διαφορετική καριέρα, ο ένας οινολόγος με πτυχίο από το Bordeaux και ο άλλος στέλεχος φαρμακευτικής εταιρείας, οι δρόμοι τους ξανασμίγουν. Εγκαταλείπουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, τις δουλειές τους –ο Γ. Παρασκευόπουλος, όπως λέει, απολύθηκε από την Μπουτάρης Οινοποιητική και ο Λ. Καράτσαλος παραιτήθηκε από τη Φαρμακευτική– και εκεί κάπου, τον Φεβρουάριο του 1994, ξεκίνησε η περιπέτεια της Γαίας Οινοποιητικής. Πρώτη ετικέτα του οινοποιείου που έφτιαξαν στη Σαντορίνη, ο Θαλασσίτης, «τον οποίο πουλήσαμε πόρτα πόρτα. Ήταν ένα κρασί που τάραξε τότε τα νερά με μια οινοποίηση πολύ διαφορετική από οποιαδήποτε Σαντορίνη μέχρι τότε», θυμάται ο Λ. Καράτσαλος. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και η Γαία Οινοποιητική εξελίχθηκε σε μια εταιρεία με σοβαρή παρουσία όχι μόνο εντός Ελλάδος, αλλά και εκτός, μια παρουσία για την οποία και οι δύο είναι ιδιαίτερα περήφανοι.

Ας μιλήσουμε για το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό.

Γ. Π. Στο εξωτερικό πέφτουμε πάντα πάνω στην Α΄ Εθνική του ελληνικού κρασιού. Είναι όσοι πριν από 20 χρόνια πήραμε την τσάντα μας και χτυπήσαμε πόρτες εκτός συνόρων. Ως ομάδα είχαμε πολλά κοινά, ίδιες αντιλήψεις και μπορέσαμε να το εκμεταλλευτούμε. Και καταφέραμε ως κλάδος να αλλάξουμε την κακή αντίληψη που υπήρχε στο εξωτερικό για το ελληνικό κρασί.

 Λ. Κ. Αν και δεν μου αρέσει ο όρος «Α΄ Εθνική», συμφωνώ με τον Γιάννη ότι η διαφορά είναι πως αυτοί οι άνθρωποι καταλάβαμε ότι δεν έχει σημασία να πάρω χώρο εγώ από τον διπλανό μου, ότι ο ανταγωνιστής μου δεν ήταν ο διπλανός Έλληνας. Οι διεθνείς αγορές είναι τόσο μεγάλες, αυτό που παράγουμε εμείς είναι τόσο λίγο, δεν υπάρχει περίπτωση να συναντηθούμε πουθενά. Και αυτό έκανε τη διαφορά. Επίσης αντιληφθήκαμε νωρίς ότι έπρεπε να βασιστούμε σε οργανωμένα δίκτυα διανομής, ούτως ώστε να μπορέσουμε να δουλέψουμε σωστά.

Υπάρχει πάντως μια αντίληψη ότι το ελληνικό κρασί είναι ακριβό.

Γ. Π. Υπάρχει η περιρρέουσα αίσθηση ότι τα entry level ελληνικά κρασιά είναι ακριβά. Παραδέχονται όμως παράλληλα ότι το ελληνικό high end κρασί είναι φθηνό σε σχέση με την ποιότητά του. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό μεταξύ των δύο. Θεωρώ ότι οι Έλληνες δεν θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε ποτέ τα entry level κρασιά, θα πρέπει να στραφούμε στα κρασιά υψηλής ποιότητας.

 Λ. Κ. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει value for money κρασί. Τα ακριβά κρασιά είναι φθηνά και τα φθηνά ακριβά.

 Υπάρχει κάποια ποικιλία στην οποία ως χώρα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση;

Λ. Κ. Όσοι έρχονται και ψάχνουν για να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα δεν είναι απαραίτητο να σταθούν μόνο στη γηγενή ποικιλία. Ωστόσο, εμείς στην Ελλάδα πρέπει να εξελίξουμε τις εγχώριες ποικιλίες τεχνικά, κάτι που δεν έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια. 

Γ. Π. Κάθε χώρα έχει μια ευκαιρία να τοποθετήσει στην παγκόσμια αγορά μια ποικιλία. Π.χ. η Αυστρία με το Grunevertliner, η Γερμανία με το Riesling κ.λπ. Εμείς, ως μικρή χώρα, μία ποικιλία θα τοποθετήσουμε και αυτή είναι το Ασύρτικο. Ασχέτως του αν κάνουμε και άλλα πράγματα. Θέλεις κάπως να σε θυμάται ο άλλος, και την Ελλάδα θα τη θυμούνται με το Ασύρτικο.

Πού θα εντοπίζατε τις μεγαλύτερες παθογένειες του κλάδου σήμερα;

 Γ. Π. Mεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, συνειδητοποιήσαμε ότι η Ελλάδα έχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα αυτή τη στιγμή. Το ένα είναι το αμπέλι. Το δεύτερο είναι τα marketing skills. Είναι μία από τις αιτίες που δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε τα προϊόντα μας εκεί που πρέπει. Θεωρώ ότι είμαστε οι πρωταθλητές του αντι-μάρκετινγκ. Ένα παράδειγμα: Ο αμπελώνας της Σαντορίνης είναι ο πιο παλιός στον πλανήτη. Αν βρισκόταν στη Γαλλία ή στην Ιταλία, θα το γνώριζαν και οι πέτρες. Εμείς δεν μπορούμε καν να φτιάξουμε το αφήγημα. Αποτέλεσμα; Διαβάζεις στο Wine Spectator ότι το πιο παλιό αμπέλι βρίσκεται στην Αυστραλία. Φταίει αυτός; Όχι βέβαια. Πάντως, κάποια πράγματα αρχίζουν να διορθώνονται σιγά σιγά.

Και το αμπέλι στο οποίο αναφερθήκατε;

Γ. Π. Υπάρχει μεγάλη υστέρηση γνώσης ως προς το αμπέλι, είμαστε πίσω 30 χρόνια. Αντίθετα, στο κομμάτι του οινοποιείν οι Έλληνες είμαστε στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους. Έχουμε τεχνογνωσία του οινοποιείου πολύ καλύτερη από την τεχνογνωσία του αμπελιού. Γι’ αυτό κάναμε και το μεγάλο βήμα στα λευκά κρασιά. Για να κάνεις τη διαφορά στο κόκκινο κρασί, πρέπει να έχει προηγηθεί πολύ καλή δουλειά στο αμπέλι. Όταν γίνει αυτό, τότε η Ελλάδα θα κάνει και το επόμενο βήμα στο εξωτερικό. Ακόμη τα κόκκινά μας κουβαλούν στην πλάτη την έλλειψη τεχνογνωσίας της αμπελουργίας.

Ποια θεωρείτε την καλύτερη στιγμή που έχετε ζήσει στη μακρόχρονη πορεία της Γαίας Οινοποιητικής;

Λ. Κ. Όταν το Κτήμα Γαία βραβεύτηκε με το International Trophy, ήμουν στο Λονδίνο και όλοι αυτοί οι είρωνες, περίεργοι Εγγλέζοι, οι οποίοι ταυτόχρονα είναι πολύ ανοιχτοί και ψάχνουν τα πάντα, έρχονταν και έλεγαν τι είναι αυτό που πήρε Ιnternational Τrophy (τα Όσκαρ των κρασιών). Ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές…

Γ. Π. Μια στιγμή που δεν έχει να κάνει με τη Γαία, αλλά με τον κλάδο. Όταν ζήτησαν από τη διάσημη οινογράφο Jancis Robinson να διαλέξει μία ποικιλία από τις 1.368 που περιλαμβάνει το βιβλίο της «Wine Grapes», απάντησε ευθέως: «Είναι δύσκολη ερώτηση, αλλά αν με υποχρεώσετε να διαλέξω μία, αυτή είναι το Ασύρτικο της Σαντορίνης».

Βυθισμένος Θαλασσίτης, μια τρέλα του Γ. Παρασκευόπουλου;

 Γ. Π. Η πατρότητα της ιδέας ανήκει στον Γιώργο Στεργίδη. Στην αρχή το απέρριψα ως πολύ μαρκετινίστικο. Άρχισα όμως πάλι να το επεξεργάζομαι και τότε ξεκίνησε ένα μεγάλο πείραμα, σχετικά με τη διαχείριση οξυγόνου και την ικανότητα παλαίωσης του Ασύρτικου. Έτσι αποφασίσαμε να υλοποιήσουμε την ιδέα να βουλιάξουμε κάποιες φιάλες στον βυθό της θάλασσας για πέντε χρόνια. (βλ. σελ. 6)

Εσείς πώς αντιδράσατε όταν σας πρωτοείπε αυτή την ιδέα ο Γιάννης;

Λ. Κ. Ο Γιάννης έχει χιλιάδες ιδέες… είναι κύματα ιδεών. Οι περισσότερες από αυτές είναι σχεδόν καταστροφικές οικονομικά. Αναγκάζομαι και προσπαθώ να φιλτράρω, να μην μπαίνω στην ουσία της ιδέας, αλλιώς θα οδηγούμασταν στην καταστροφή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τη βρήκα και τόσο καταπληκτική ιδέα. Του είπα: 500 φιάλες είναι, κάνε ό,τι γουστάρεις… Θεωρούσα ότι δεν θα πουλήσει, ότι ο μπελάς θα ήταν πολύ μεγάλος, τον οποίο παρεμπιπτόντως τον τραβάει ο ίδιος…

Γ. Π. Η επόμενη ιδέα μου είναι ένα αμπέλι στον Άρη…

 

 

 

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΥΜΕΝΑΚΗΣ | ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 4

 O Γιάννης Καϋμενάκης είναι sommelier. Περίεργο όμως, γιατί δεν στριφογυρνάει το ποτήρι στη μύτη του ούτε μιλάει για κιτρινοπράσινες ανταύγειες, μπουκέτα αρωμάτων και μακρά επίγευση. Το δικό του κρασί έχει μέσα τόπους, ταξίδια, ωραίες βραδιές με φίλους και εμπειρίες. Ξέρει καθένα από τα τετρακόσια μπουκάλια της κάβας του προσωπικά και τα συστήνει με σεμνότητα και αγάπη στους ανθρώπους που, όπως λέει χαρακτηριστικά, «του κάνουν την τιμή να κατέβουν στον Πειραιά».

 «Δεν θέλω να είμαι ούτε περιγραφοποιός ούτε παπαγαλιστής, να ανοίγω τον Πάρκερ και ό,τι είναι δημοφιλές για μπασκετμπολίστες να το έχω μέσα στη λίστα του μαγαζιού μου. Θέλω να έχω μεστή σχέση με κάθε τοπωνύμιο. Πίσω από τα μπουκάλια που κατακλύζουν το μαγαζί και πίσω από τα μέρη που γράφω στις καρέκλες μου εγώ έχω κρύψει στιγμές. Έχω κρατήσει το μπουκάλι που ήπια όταν γνώρισα έναν καλό φίλο, στιγμές πικάντικες, στιγμές όμορφες και άσχημες, φιλίες που χάθηκαν, είναι τα δικά μου ψιχουλάκια που μου δείχνουν τον δρόμο. Και καμιά φορά το βράδυ, όταν θα είμαι εκνευρισμένος, κουρασμένος ή θα έχω πέσει σε αγενή πελάτη, εγώ θα βρω το καταφύγιό μου εκεί, στα μπουκάλια και στις στιγμές μου. Θυμάμαι τι ωραία που είχα περάσει στο Πορτ Βεντ της Ισπανίας την ώρα που κάποιος μου λέει ότι το τραπέζι είναι μικρό. Βλέπω το Cote Rotie του 85 και σκέφτομαι τους φίλους μου με τους οποίους το είχαμε μοιραστεί. Το “ζουμί” που έχει μέσα το μπουκάλι περνά σε δεύτερη μοίρα. Περισσότερο θέλω να δω ανθρώπους και να μοιραστώ στιγμές μαζί τους».

Το Paleo σού κόβει την ανάσα. Μια τεράστια αποθήκη –ανάμεσα σε μηχανουργεία και φαναρτζίδικα– με ξύλινη στέγη και φεγγίτες, τοίχοι από μπετόν, μπουκάλια που σου δημιουργούν «κλεπτομανιακή» διάθεση, όπως λέει ο ίδιος, και στο βάθος δεξιά και αριστερά, σαν Ιερό ναού, δύο συντηρητές κρασιού στους οποίους ο Γιάννης και η σύντροφος και συνεργάτιδά του Αλεξάνδρα κινούνται σαν χορευτές. Οι καρέκλες έχουν ονόματα από τα τοπωνύμια των κρασιών και τα βαρέλια γίνονται τραπέζια. 

«H περιοχή μού ήταν οικεία. Εν μέσω capital controls, σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, είχα κλείσει την προηγούμενη δουλειά μου, κοιτούσα χώρους και άκουγα κάτι παλαβές τιμές για ενοίκια. Δεν μου άρεσε καθόλου όλο αυτό το μαζικό που γινόταν στην Αθήνα. Εγώ πιάτσα ποτέ δεν ακολούθησα. Ξεκινάει ένας και μετά πάνε δίπλα άλλοι 20.

Σκέφτηκα να βρω μια αποθήκη για να στεγάσω τα κρασιά μου και μετά να πάω στην Ιταλία για να δουλέψω. Με το που σήκωσα το ρολό και παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ούτε πόρτα, ούτε πάτωμα, ούτε τίποτα, φαντάστηκα τα πάντα. Πώς θα είναι, τον κόσμο που θα έρχεται, τα τραπέζια, τα κρασιά, και αποφάσισα ότι βρήκα το μαγαζί μου. Ήθελα να οδηγούν για να έρθουν και να σκέφτονται τι θα πιω τώρα, το Latour ή Σαντορίνη, να τους τραβάω από το ρουθούνι. Το συμπαθητικό δεν ήταν επιλογή».

Εχεις μια μεγάλη ικανότητα να επιλέγεις το σωστό κρασί για τον καθένα. Τελικά, είσαι πολύ καλός με το κρασί ή με τους ανθρώπους;

Είμαι και ο ίδιος πότης, και αυτό είναι σημαντικό γιατί «μπαίνω στα παπούτσια» του πελάτη. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι δεν μπορώ να φανώ ούτε πρόχειρος ούτε λίγος. Θα σκύψω πάνω από την Πηνελόπη και θα σκεφτώ τι θέλει η ίδια να πιει, άσχετα με το τι έχω εγώ μέσα στο κεφάλι μου. Το τι έχει τρέξει μέσα στο δικό μου το λαρύγγι είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία, την οποία έχω μάθει να διαχωρίζω για να είμαι σωστός επαγγελματίας. Θέλω να ικανοποιήσω τη δική σου όρεξη για οξύτητα ή φρούτο. Θέλω όταν φύγει κάποιος από το μαγαζί μου να ξέρει ότι εγώ έχω αφιερώσει ώρα. Και αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ποτέ δεν κάνω εμπορικές συμφωνίες. Αν κάποιος μου πει πάρε αυτό το κρασί για να είναι στη λίστα σου κι εγώ θα σου δώσω χρήματα, δεν θα το κάνω ποτέ. Δεν με αφορά αυτή η προσέγγιση. Σπάω κάθε φορά το κεφάλι μου να βρω το σωστό κρασί, για να κάνω τον άλλο να χαρεί. Αυτή είναι η δουλειά μου. Να δίνω στους ανθρώπους που με εμπιστεύονται να πιουν πράγματα που θα τους μείνουν αξέχαστα. Δεν έχει σημασία αν το κρασί είναι στα 5 ή στα 1.000 ευρώ, εγώ έχω αφιερώσει τον ίδιο χρόνο να τα επιλέξω. Θα φροντίσω να έχεις ένα πολύ καλό κρασί, δεν είμαι όμως εγώ ο πρωταγωνιστής, εσύ είσαι. 

Πώς στήνει την περίφημη κάβα του, λοιπόν, ο Γιάννης Καϋμενάκης;

Ένα τυχαίο γεγονός στο πρώτο μου επαγγελματικό ταξίδι καθόρισε τη φιλοσοφία μου στο πώς επιλέγω τα κρασιά μου. Βρέθηκα στην Τοσκάνη προσκεκλημένος του Αντινόρι. Νεαρός τότε, δεν πίστευα τι μου συνέβαινε. Σε μια οινοτέκα βλέπω τα κρασιά για τα οποία είχα ακούσει τόσο πολλά και είχε γυαλίσει το μάτι μου. Έλα όμως που δεν ήταν «ομόσταβλα» τα κρασιά αυτά, με αποτέλεσμα ο Βιτόριο –που με είχε καλέσει– να με επαναφέρει στην τάξη, θυμίζοντάς μου αυστηρά ότι βρίσκομαι εκεί για το Κτήμα Αντινόρι. Εκεί κατάλαβα ότι δεν μπορώ να δέχομαι κανενός είδους φιλοξενία χωρίς ανταλλάγματα. Αποφάσισα ότι θα ταξιδεύω μία φορά τον χρόνο με το περίφημο banking. Έχω επισκεφτεί όλο τον Νότο της Γαλλίας, όλο τον Ροδανό, την Τοσκάνη, την Πούλια, τη Σικελία, την Καμπανία, την οποία λατρεύω, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Επιλέγω μια περιοχή, «σκιαγραφώ» όλους τους παραγωγούς της περιοχής βάσει ποιότητας και τιμής. Έτσι αγοράζω. Αυτό που έχω εξασφαλίσει είναι ότι έχω ζήσει την περιοχή και δεν έχω την ακαδημαϊκή, αποστειρωμένη γνώση της.

 

Ποια είναι η θέση του ελληνικού αμπελώνα στην κάβα σου;

Δουλεύω δύο προγράμματα: Το Museum List έχει περίπου 300 ετικέτες και μαλώνω με τον εαυτό μου, λέω ότι είναι υπερβολή, αλλά από την άλλη προσθέτω. Η άλλη λίστα είναι η Bodega Sacristia –στην Ισπανία έτσι ονομάζεται το κομμάτι του κελαριού που τα κλειδιά του έχει μόνο το αφεντικό– με 100 ετικέτες, όπου έχω μόνο ένα κρασί από κάθε περιοχή, δηλαδή δεν έχει 5 Σαντορίνες. Έχει 50 λευκά και 50 κόκκινα. Επίσης, φροντίζω οι χρονιές που επιλέγω να έχουν κάτι που να σε κάνουν να τις χαρείς. Σε όλη μου την καριέρα με παρακινούσε το terroir για να επιλέξω τα κρασιά. Δεν πίστεψα ποτέ το ελληνικό Chardonnay ούτε το ελληνικό Sauvignon blanc ή το Merlot. Έχω όμως Ασύρτικο και Νάουσα, Νεμέα, Ζάκυνθο, Κρήτη και είμαι πολύ χαρούμενος με αυτά.

Το μάτι μου γυαλίζει με μια Σαντορίνη σε όλες τις εκφράσεις της, Νάουσα στα κόκκινα. Απεχθάνομαι το πολύ βαρέλι και αυτό φαίνεται στον κατάλογό μου. Όταν έχεις το έδαφος, το ηφαίστειο, την αλμύρα, τον ήλιο και το σπρέι από τη θάλασσα στη Σαντορίνη, γιατί να βάλεις και βαρέλι; Είναι υπερβολικό. Από την άλλη, λατρεύω το σλοβένικο βαρέλι, που είναι πιο ήπιο και διαμορφώνει τόσο χαρακτήρα. Ακόμη, δεν δουλεύω καθόλου Νέο Κόσμο. Έχω περισσότερα από 7 χρόνια να δουλέψω Νέο Κόσμο. Πολύ καλά κρασιά στην τιμή τους, δεν μπορεί κανείς να τα ανταγωνιστεί, αλλά δεν αντανακλούν την περιοχή που τα γέννησε. Ο κόσμος είναι όμορφος γιατί είναι διαφορετικός, δεν μπορεί τα κρασιά να είναι ίδια. Με τρομάζει η cocakolonization του κρασιού. Δεν μου αρέσει το πόσο μπορεί κάποιος να πειράξει ένα κρασί, να του αφαιρέσει μαζί με τα ελαττώματα και τις ιδιαιτερότητές του.

 Τι προτιμάς να πίνεις στις προσωπικές σου στιγμές;

Περνάω διάφορες φάσεις. Αλλάζω δραματικά όσο αλλάζει και το κατώφλι αντίληψής μου. Τώρα τελευταία, μεγαλώνοντας, δεν με πειράζει να εντοπίζω το ελάττωμα στο κρασί, και αυτό με μαγεύει. Μια Σαντορίνη, που μόνο ισορροπημένη δεν τη λες, αντανακλά το μικροκλίμα και αυτή την ιδιαιτερότητα λατρεύω. Ένα Αλιάνικο σου κάνει το στόμα τσαρούχι, αλλά με τρελαίνει. Εγώ ποτέ δεν θα διαλέξω τον σταρ της Νάουσας, μου αρέσει να τον προσφέρω στους πελάτες μου, όμως για μένα προτιμώ ίσως μια επιλογή που λόγω αμπελιού δεν μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Με ενδιαφέρει γιατί αντανακλά κάτι πολύ συγκεκριμένο. Αγαπημένο τοπωνύμιο κρασιού το Cornas Ροδανός, ένα Syrah αυστηρό και άγριο. Από κρασιά, το Κτήμα Χατζηδάκη.

Κρασί και φαγητό…

Ακολουθώ την πεπατημένη. Ο Sergio Esposito, o μεγαλύτερος έμπορος κρασιών της Ιταλίας, λέει ότι στα 17 του, όταν πήγε πρώτη φορά στην Ιταλία από την Αμερική, ξέροντας μόνο το φιστικοβούτυρο και την κέτσαπ, ζήτησε από τον σερβιτόρο να του φέρει ένα οσομπούκο και μία Κόκα-κόλα ή μία Φάντα. Αγριεμένος ο Ιταλός σερβιτόρος, του απάντησε: «Και Φάντα έχω, και Κόκα-κόλα, αλλά αν σ’ τα φέρω, θα μου πεις ότι το φαγητό δεν είναι καλό». Το κρασί πρέπει να δίνει χώρο στο φαγητό και το φαγητό χώρο στο κρασί. Αν βάλεις λάδι τρούφας ή μπαλσάμικο στο φαγητό, προτιμότερο είναι να πιεις νερό, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιεις κρασί.

Η πιο όμορφη στιγμή στο μαγαζί; Κάποια στιγμή, τον πρώτο καιρό έβλεπα να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει κόσμος στο μαγαζί και μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Μου φαινόταν καταπληκτικό ότι ξεκινούσε κάποιος από το σπίτι του στο Μετς ή στο Κολωνάκι για να έρθει εδώ. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή να έκλεινε το μαγαζί, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος, γιατί θα το είχα ζήσει.

Ο Γιάννης Καϋμενάκης δεν μπόρεσε να σκεφτεί τη χειρότερη στιγμή στο μαγαζί.

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΙΔΙΝΗΣ | ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 4

Το κρασί για τον εικαστικό Διαμαντή Αϊδίνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας καθημερινότητας που αποκτά νόημα μέσα από τις μικρές απολαύσεις της ζωής.

Aπό τα 40 του και μετά, δεν έχει περάσει ούτε μία ημέρα που να μην έχει βάλει έστω και μία γουλιά στο στόμα του. Άνθρωπος εξωστρεφής, αλλά και μοναχικός ταυτόχρονα, με πάθος για τη ζωή, την τέχνη του και τη φύση. «Μετροπολιτάνος» εκατό τοις εκατό, πιτσιρικάς ζήλευε τους συμμαθητές του που πήγαιναν στο χωριό που εκείνος δεν είχε –αφότου ο πατέρας του έριξε μαύρη πέτρα στον τόπο καταγωγής του– μέχρι που η μοίρα τον έφερε στην Εύβοια και έκτοτε άρχισε η σχέση πάθους με τη γη. «Όταν περνά το τρακτέρ στο κτήμα και το χώμα γίνεται σκόνη, μου έρχεται να κάνω ντους με χώμα», εξομολογείται.

Πιστεύει πως «όλα τα παιδιά της πόλης νομίζουν ότι είναι λίγο υπεράνθρωποι, ότι οι άνθρωποι της πόλης ζουν προστατευμένοι σε ένα κουτί. Όταν βγαίνεις έξω από αυτό το κουτί, μόνο καταστροφές μπορείς να κάνεις, περπατάς και σπρώχνεις μια πέτρα και χαλάς μια μυρμηγκοφωλιά, ξεπαστρεύεις μια φυλή και δεν το καταλαβαίνεις. Στην πόλη, βγαίνεις έξω, απλώνεις το χέρι, σταματάς ένα λεωφορείο 10 τόνων, μπαίνεις μέσα και σε πάει στην άλλη μεριά. Μετά πατάς ένα κουμπί, ανεβαίνεις στον έβδομο όροφο, όλα είναι εύκολα. Στη φύση τίποτα δεν είναι εύκολο, όλα είναι δύσκολα…”

Η σχέση του με το κρασί ξεκίνησε στην Ιταλία, εκεί όπου έγιναν και οι πρώτες καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ως «μάχιμου δημιουργού κόμικς στο ένδοξο, πρωτοποριακό Frigidaire», παρέα με μεγάλα ονόματα, όπως ο Στέφανο Ταμπουρίνι και ο Φίλιπο Σκότσαρι. «Στην Ιταλία δεν υπήρχε τραπέζι, ακόμη και καθημερινό, χωρίς κρασί. Στην Ελλάδα όπου μεγάλωνα εγώ, το κρασί ήταν ανύπαρκτο στις παρέες. Θυμάμαι μόνο τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν της καλοπέρασης, να έχει πάντα στο τραπέζι μια μοσχαρίσια μπριζόλα και ένα μπουκάλι Νάουσα Μπουτάρη. Η σχέση του με τη γαστρονομία ξεκίνησε νωρίς, αφού ο πατέρας του, ιδιοκτήτης παλαιών αθηναϊκών εστιατορίων –Πάνθεον, Ελληνικό– όπου έβρισκε κανείς το κλασικό αθηναϊκό πιάτο, σφυρίδα με μαγιονέζα, έστελνε φαγητό στο σπίτι. Ζήλευε τους συμμαθητές του που έτρωγαν κλασικά σουτζουκάκια, ντολμάδες και φακές, και αισθανόταν περίεργα όταν στην κλασική ερώτηση «τι φαγητό έχετε σήμερα;» απαντούσε: «Συκωτάκια πουλιών με σος μαδέρα».

 

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Ιταλία σήμερα, γιατί πιστεύεις ότι εμείς δεν έχουμε καταφέρει να προβάλουμε τη γαστρονομική μας παράδοση όπως οι Ιταλοί;

Πιστεύω πως έχουμε τεράστια απόσταση από την Ιταλία, έχουμε πολύ μεγάλες διαφορές στην παράδοση. Πρόκειται για μια χώρα με πολύ διαφορετική κουλτούρα. Εμείς έχουμε βέβαια ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, διαθέτουμε πολύ καλή πρώτη ύλη, την οποία όμως δεν αξιοποιούμε σωστά. Το ελληνικό κρασί έχω τη γνώμη ότι είναι από τα καλύτερα του κόσμου, θεωρώ όμως ότι είναι πολύ ακριβό. Καταλαβαίνω γιατί, αφού κι εγώ ως καλλιτέχνης λειτουργώ με τη λογική της υπεραξίας. Όμως στην Ελλάδα εξακολουθούμε και κάνουμε κάποια πράγματα λάθος.

Το ελληνικό κρασί, ωστόσο, είναι από τα προϊόντα που έχουν πάει πολύ καλά, ακόμη και μέσα στην κρίση…

Συμφωνώ, και μάλιστα έχω μεγάλο θαυμασμό για τους οινοπαραγωγούς, τους θεωρώ ήρωες. Και μόνο που έχουν επιλέξει αυτό το επάγγελμα πάει να πει ότι είναι καλοί άνθρωποι. Γενικά, είμαι λίγο αυστηρός με τους Έλληνες, αλλά τουλάχιστον στον χώρο του κρασιού καταλαβαίνω ότι έχουν κάνει μεγάλα βήματα. Κάποτε, όταν βρέθηκα με λίγα παραπάνω χρήματα στην τσέπη, αγόρασα στην Εύβοια, τέρμα Θεού, ένα κτήμα με τη λογική να φτιάξω κρασί. Το παλαιό όνομα του κτήματος ήταν Καλογερικό Αμπέλι, θεώρησα λοιπόν ότι ο τόπος αυτός θα βγάλει και καλό κρασί. Πήγα στην Ιταλία, στους φίλους μου που έκαναν κρασί, κι όλο χαρά τούς είπα: «Είμαι κι εγώ στο κλαμπ». Κι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους μου είπε τότε: «Υπάρχουν τρεις τρόποι για να χάσεις τα λεφτά σου. Ο πρώτος είναι να τα παίξεις στα χαρτιά, ο δεύτερος να τα επενδύσεις σε γυναίκες και ο τρίτος, και χειρότερος, να φτιάξεις κρασί!». Όποιος κάνει σήμερα κρασί είναι ήρωας!

Πώς βλέπεις τη νέα τάση που έχει αρχίσει να επικρατεί εδώ και κάποια χρόνια στο εξωτερικό, τη δημιουργία χώρων τέχνης μέσα στα οινοποιεία, την εγκατάσταση έργων τέχνης στα αμπέλια. Θα έβλεπες ίσως δικά σου έργα να εκτίθενται σε κάποιο οινοποιείο;

Πρόκειται για δύο χώρους ιερούς. Η Αμπελουργία και η Τέχνη όσο ανοίγονται προς τα έξω τόσο το καλύτερο. Έχω πάει σε κελάρια, έχω επισκεφτεί οινοποιεία στην Ιταλία που είναι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Καλό θα ήταν να γινόταν το ίδιο και στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι οι εποχές είναι δύσκολες, υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που θα ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Προσωπικά, θα ήταν τιμή μου, θα το έκανα με μεγάλο καμάρι. Άλλωστε το κρασί είναι μια καθημερινή μου συνήθεια!

Αγαπημένα κρασιά;

Έχω αρκετά. Πίνω κυρίως λευκό, μου αρέσει η Μαλαγουζιά, τα Sauvignon blanc, γενικά προτιμώ τα όξινα λευκά. Μου αρέσει να πίνω κρασί με το φαγητό, μου αρέσει όμως να το πίνω και ως απεριτίφ. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, όταν ακούω μουσική, όταν κοιτώ έναν πίνακα, καμιά φορά όταν δουλεύω. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο βέβαια, να πίνεις μόνος, όμως για μένα είναι και το πιο απολαυστικό. Δεν μου αρέσει να περιορίζω τον εαυτό μου ως προς τις μικροαπολαύσεις, δεν μου αρέσει να βάζω τον εαυτό μου σε ράγες, ειδικά όταν σκέπτομαι ότι ίσως κάποια στιγμή αναγκαστώ να το κάνω…

Μου αρέσουν και τα κόκκινα, δεν καταλαβαίνω όμως την υπεραξία τους. Θεωρώ ότι στα κρασιά, όπως και στην τέχνη, υπάρχει μεγάλη υποκειμενικότητα, καταλαβαίνω γιατί κάποια είναι πολύ ακριβά, αλλά για μένα η γεύση του κρασιού είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Θεωρώ ότι είναι καθαρά υποκειμενικό πράγμα.

Θυμάσαι να έχεις ανοίξει ποτέ κάποιο ιδιαίτερο κρασί;

Κάποτε άνοιξα ένα Αντινόρι γλυκό του 1979 με έναν φίλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ήξερε τα πάντα γύρω από το κρασί. Μου είπε ότι ήταν χαλασμένο. Είχαμε, βέβαια, ήδη πιει αρκετά. Στενοχωρήθηκα, το ήπια μετά όλο μόνος μου και ήταν πραγματικά εκπληκτικό! Όταν είδα δε και την τιμή του, τρελάθηκα! Άλλη στιγμή που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν στην Ιταλία. Έκανα πολλή παρέα με τον Πάμπλο Ετσάουρεν, γνωστό καλλιτέχνη, γιο του Σεμπάστιαν Μάτα, του απόλυτου σουρεαλιστή μετά τον Νταλί. Χιλιανός καλλιτέχνης, ζούσε μόνιμα στην Ιταλία σε έναν μεγάλο πύργο. Ένα μεσημέρι μας έβαλε να φάμε μαζί του στο τραπέζι. Τον θυμάμαι να ανοίγει πανάκριβα κρασιά και να μας λέει πόσο κάνουν. Φρικιά εμείς τότε, τα είχαμε χάσει. Σε εμάς, βέβαια, σέρβιρε… Ματέους. Εγωκεντρισμός άνευ προηγουμένου! Εκεί κατάλαβα και πώς με έβλεπε ως καλλιτέχνη…

H σχέση σου με την κουζίνα;

Μαγειρεύω, αλλά για μένα το απόλυτο φαγητό είναι το σνίτσελ. Το καλύτερο γεύμα: σνίτσελ με λίγο αρακά ή πουρέ και ένα ωραίο παγωμένο κρασί!

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΑΣ | ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 3

Το πρώτο κρασί που έβγαλε ο Γιώργος Σκούρας στην αγορά το 1988 ήταν ο Μέγας Οίνος. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποκαλύπτει κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Ο «ταλαντούχος κύριος Σκούρας» μοιάζει με τα κρασιά του, είναι δυναμικός, ευθύς, πολύπλοκος, γεμάτος από Νεμέα, με κάποιες νότες από Γαλλία.Του αρέσει πάντα να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά και το έχει αποδείξει κατεβάζοντας στο γήπεδο νέους παίκτες ‒βλέπε Stelvin και Solera‒ ενώ ο αιφνιδιασμός φαίνεται ότι είναι στο αίμα του… Με το που γνωριστήκαμε, στην παρατήρησή μου πώς και είναι τόσο άνετος με τον φωτογραφικό φακό, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.«Μα είναι γνωστό ότι όσοι ασχολούμαστε με το κρασί είμαστε και λίγο ψώνια…» Η συνέχεια της κουβέντας μας ήταν, όπως σωστά μαντεύετε, άκρως ενδιαφέρουσα.

Ο Γιώργος Σκούρας και η οικογένειά του δεν είχαν σχέση με το κρασί. Βρέθηκε στη Γαλλία σε ηλικία 18 ετών για να σπουδάσει Χημεία. «Εκεί ανακάλυψα το κρασί, εκεί είδα όλη την εικόνα αμπέλι, châteaux, ανθρώπους του κρασιού, μπουκάλια, ποτήρια και αποφάσισα ότι θέλω να είμαι μέρος αυτής της εικόνας. Δεν είχα ιδέα για το πού έμπλεκα, είναι σαν κάποιον που δεν ξέρει να κάνει μπάνιο και βουτάει στο νερό. Τα νερά ήταν αχαρτογράφητα, όμως είχα τεράστιο πείσμα και τώρα μπορώ να πω ότι πήρα τη σωστή απόφαση.

Όταν μπαίνει κάποιος στην παγκόσμια οικογένεια του κρασιού, νιώθει ότι μπαίνει ένα σαράκι μέσα του και τον μπολιάζει και δεν μπορεί να ξεφύγει. Εκτός από Νεμέα, κουβαλά και πολλή Γαλλία μέσα του, στον τρόπο που μιλάει, που σκέφτεται… Οι Ιταλοί λένε ότι το κρασί φτιάχνεται στο οινοποιείο και οι Γάλλοι ότι φτιάχνεται στο αμπέλι, και ο Γιώργος Σκούρας είναι της γαλλικής σχολής. Πιστεύει στο αμπέλι και δηλώνει ότι από αυτό θα γραφτούν οι επόμενες σελίδες του ελληνικού κρασιού.

«Τα αριστουργήματα τα επόμενα χρόνια θα έρθουν από οικογένειες που έχουν 50 ή 100 στρέμματα και βγάζουν 100 χιλιάδες μπουκάλια κρασί δουλεύοντας σκληρά και με μεγάλη προσήλωση στο αντικείμενο. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει. Είναι όπως το λέει το ποίημα, «ένα τέκνο ώριμο της ανάγκης», που δημιουργήθηκε από τις καταστάσεις που ζούμε και κυρίως από ανθρώπους που ξαναγυρίζουν στις περιουσίες τους και προσπαθούν να κερδίσουν τις ζωές τους. Και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε αυτή την έκρηξη. Φανταστείτε ότι το 2007 είχαμε πεντακόσιες επιχειρήσεις κρασιού και το 2016 χίλιες! Και αν θέλουμε να λεγόμαστε οινική χώρα, θα πρέπει να έχουμε 3 χιλιάδες οινοποιητικές επιχειρήσεις. Στη Βουργουνδία, π.χ., σε ένα χωριό υπάρχουν 700 σπίτια και είναι 700 οινοποιεία.

 Όσοι σας γνωρίζουν λένε ότι βοηθάτε πολύ τους νέους ανθρώπους.

Χαιρόμαστε να βλέπουμε παίκτες στην αγορά. Τρελαινόμαστε εμείς οι παλαιότεροι να ανεβαίνει ο πήχυς ψηλά, γιατί όσο ανεβαίνει τόσο ανεβαίνει και η πρόκληση για εμάς. Την ίδια ώρα που λέω ότι χαίρομαι για τα νέα παιδιά του κρασιού, την ίδια ώρα πονάω γιατί ξέρω τι θα τραβήξουν, αλλά όσοι επιβιώσουν θα είναι το νέο κύτταρο της χώρας. Όμως η Ελλάδα της ουσίας, το αγροτικό προϊόν της Ελλάδας, είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός, θέλει γερά μυαλά και ανθρώπινο δυναμικό που να ξεφύγει από την κρίση. Δεν θα σταματήσω να λέω ότι δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την κρίση.  Όταν ξεκίνησα εγώ την επιχείρησή μου, έπαιρνα δάνειο με 33%.  Τι να μου πει εμένα η κρίση τώρα. Κάθε εποχή έχει τις δικές της δυσκολίες και μπροστά σε κάθε δυσκολία ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει.

 

Θα σκεφτόσασταν να ασχοληθείτε με την πολιτική, όπως ο Γιάννης Μπουτάρης;

Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να ασχοληθώ με την πολιτική. Η πολιτική μου θα είναι πάντα η πολιτική του κρασιού. Ο μόνος λόγος που βρέθηκα μπροστά στα φώτα πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνουείναι η απόσυρση αυτού του επαχθούς μέτρου που ονομάζεται ειδικός φόρος στο κρασί και το οποίο πρέπει να φύγει. Δεν θα σταματήσω αν δεν φύγει… Έχει στρεβλώσει όλη την αγορά.

Αυτή την περίοδο ασχολείται με κάτι καινούργιο. Μια νέα ποικιλία που ονομάζεται Μαυρόστυφο Άργος, μια πολύ παλιά ποικιλία της Αργολίδας με την οποία, όπως χαρακτηριστικά λέει, ετοιμάζονται να κάνουν τρελά πράγματα, γιατί κάθε φορά που η ομάδα του αποφασίζει να κάνει νέα πράγματα, προκαλεί αίσθηση. «Σε όλα όσα κάνω έχω στρατηγική. Εγώ ξεκίνησα να κάνω Cabernet, γιατί χρειαζόμουν ένα διαβατήριο για τις παγκόσμιες αγορές. Πού να ξέρουν τι θα πει Αγιωργίτικo… Oταν λοιπόν έβλεπαν Cabernet ελληνικό, απορούσαν όταν το δοκίμαζαν. Όμως έλεγαν “μπράβο σας”. Μην ξεχνάτε ότι όλες οι μεγάλες οινοποιητικές περιοχές της Ευρώπης κάτι χρειάστηκαν έτσι ώστε να γίνουν σπουδαίες. Όταν όμως εμείς παράγουμε Syraz και σε έναν παγκόσμιο διαγωνισμό παίρνει την πρώτη θέση, τότε αποδεικνύεις ότι στην Ελλάδα μπορείς να κάνεις καλά μια ξένη ποικιλία και μπαίνεις ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη. Τώρα, σε ό,τι αφορά την ξένη αγορά, σαφέστατα τα όπλα μας λέγονται ελληνικές ποικιλίες. »Το “ακριβό” ελληνικό κρασί, δηλαδή το κρασί των 15-20 ευρώ, είναι το καλύτερο κρασί του κόσμου. Αν αυτό το κρασί είχε μια άλλη χώρα στην πλάτη του, θα έκανε από 40 έως 100 ευρώ. Το φθηνό ελληνικό κρασί όμως έχει θέμα.

Θα μπορούσε η Νεμέα να γίνει η Τοσκάνη της Ελλάδας;

Η Νεμέα θα μπορούσε να γίνει δυνατό χαρτί στον οινοτουρισμό. Απλώς κοιμάται γιατί έχει μια μεγάλη Αθήνα δίπλα, με πολλά πράγματα να δει κάποιος. Αλλά εμείς έχουμε ιστορία και ένα προϊόν το οποίο πουλάμε και πάει και πολύ καλά. Οι οινοποιοί είναι κιμπάρηδες. Είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι επιχειρηματίες, αλλά δεν φτιάχνουν εργοστάσια, φτιάχνουν οινοποιεία. Εγώ έχω δαπανήσει πολλά χρόνια από τη ζωή μου στην ανάπτυξη του οινοτουρισμού και ξέρω καλά ότι πρέπει να δέσουν τα κομμάτια της αισθητικής και τα πρακτικά. Ταξιδεύουμε και βλέπουμε τι γίνεται στο εξωτερικό. Από το μικρότερο έως το μεγαλύτερο οινοποιείο μπορεί να υπάρξει αυτή η δομή, ο ρυθμός, η αρχιτεκτονική που να αντανακλά το ωραίο.

Στο εξωτερικό πώς πάνε τα πράγματα; Έχετε επενδύσει χρόνο και κόπο στην εξωστρέφεια του ελληνικού κρασιού;

Στο εξωτερικό με πολύ σκληρό αγώνα προσπαθούμε να κερδίσουμε μια φωλιά. Στην Αμερική έχει αρχίσει να φαίνεται η δουλειά που ξεκινήσαμε εδώ και χρόνια, σε μια αγορά που μόνο ανεβαίνει και είναι τεράστια. Έχει χώρο για όλους και πρέπει να πάμε όλοι μαζί και να πιέσουμε για να μπορέσουμε να την κατακτήσουμε και να δημιουργήσουμε τη δική μας κατηγορία.

Με το χύμα κρασί τι γίνεται; Το χύμα ως έκφραση έχει καταργηθεί. Είναι οι περίφημοι ασκοί οι οποίοι κυκλοφορούν και στη συνέχεια γίνονται χύμα. Δεν είναι θέμα πληγής, είναι το ότι υπάρχει καλό κρασί και κακό κρασί, η αγορά σήμερα δυστυχώς απ-εμφιαλώνεται. Η κακή οικονομική συγκυρία ωθεί σε μια κατάσταση αγοράς εκτός φιάλης. Προκαλεί ανησυχία, ειδικά σ’ εμάς που έχουμε βάλει πολλά χρόνια από τη ζωή μας να φτιάξουμε αυτό το έργο. Η απάντηση στο χύμα είναι μία: επώνυμο ελληνικό κρασί, από όπου κι αν προέρχεται.

 Έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια, κρασί συναδέλφου;

Ναι. Για παράδειγμα, έκανε ο Σιγάλας τα Επτά Χωριά.  Οινοποίησε σταφύλια (100% Ασύρτικο) από επτά διαφορετικά χωριά της Σαντορίνης, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χωριού αλλά και συνολικά το terroir της Σαντορίνης. Ήθελα και εγώ να κάνω το ίδιο με τα αμπελοτόπια της Νεμέας είχα ξεκινήσει μάλιστα, αλλά με πρόλαβε. Χάρηκα όμως, και αυτό είναι το σημαντικό. Υπάρχουν πάρα πολλά ελληνικά κρασιά τα οποία μου αρέσουν πολύ και πολλοί συνάδελφοι για τους οποίους τρέφω μεγάλο σεβασμό.

 Θα θέλατε τα παιδιά σας να συνεχίσουν τη δική σας πορεία;

Όλοι θέλουν τα παιδιά τους να είναι ευτυχισμένα, οι δικές μας οι δουλειές όμως, κακά τα ψέματα, είναι σκληρές, είναι δουλειές με αφοσίωση. Εκεί στο οινοποιείο είναι σαν να έχεις κλείσει δέκα καλόγερους που όλη μέρα προσκυνούν το κρασί και το αμπέλι. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι είναι ένα βαρύ φορτίο, γιατί η γη είναι ένα βαρύ φορτίο. Χαίρομαι πολύ που τα παιδιά μου αγαπούν το κρασί, γιατί τέτοιες επιχειρήσεις, αν δεν έχουν νοιάξιμο, έχουν πρόβλημα. Επομένως, ναι, θέλω να ασχοληθούν και ελπίζω να δούμε ωραία πράγματα.

 

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ: Στο Άργος

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Παντρεμένος με την Ουρανία Ποταμιάνου. Έχουν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και τη Στέλλα.

ΣΠΟΥΔΕΣ: Στην Dijon της Γαλλίας, οινολογία.

ΖΕΙ: Μόνιμα στο Άργος.

ΧΟΜΠΙ: Πάθος με τη θάλασσα, ταξίδια με το φουσκωτό, ιστιοπλοΐα, ψάρεμα, σπορ.

ΜΟΤΟ  «Να είσαι όποιος θέλεις και όπου θέλεις.»

 

 

 

 

 

 

 

PATRIK SHUMACHER | ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 3

Όταν ξεκινά κανείς να μιλάει με τον Πάτρικ Σουμάχερ, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει να κάνει με έναν θεωρητικό της αρχιτεκτονικής. Η συζήτησή μας θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει, όμως η γερμανική πειθαρχία του τον διευκόλυνε να επικεντρωθεί στη σχέση της αρχιτεκτονικής με το κρασί και στην τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, όπου ολοένα και περισσότερα οινοποιεία αναζητούν την προβολή όχι μόνο μέσω του κρασιού που παράγουν, αλλά και μέσω του πρωτοποριακού σχεδιασμού των εγκαταστάσεών τους από διάσημους αρχιτέκτονες. Λάτρης και ο ίδιος των, λευκών κυρίως, κρασιών, με ιδιαίτερη αδυναμία στο Grunevertliner και το Sauvignon blanc, δεν δυσκολεύεται καθόλου να συσχετίσει το κρασί με την αρχιτεκτονική, ως προϊόν το οποίο, «όπως και η αρχιτεκτονική, διαθέτει διαφορετικά επίπεδα εκλεπτυσμού και περιέχει πολλά στοιχεία που συνδέουν την απόλαυση με την πολυτέλεια, την αριστεία και τη δεξιοτεχνία».

 

Έχοντας κατά νου αυτόν τον συσχετισμό, το διάσημο αρχιτεκτονικό γραφείο Zaha Hadid Architects –του οποίου ηγείται ο Πάτρικ Σουμάχερ μετά τον αιφνίδιο θάνατο της Ζάχα Ζαντίντ τον περασμένο Μάρτιο– ανέλαβε το 2001 να σχεδιάσει ένα περίπτερο για το οινοποιείο Lopez de Heredia στη Rioja της Ισπανίας. Επρόκειτο στην ουσία για ένα κέλυφος, το οποίο κάλυψε ένα παλαιότερο κτίριο του οινοποιείου και η κεντρική ιδέα, όπως εξηγεί ο κ. Σουμάχερ, ήταν «μια νέα φιάλη για ένα παλαιό κρασί».

Η ιδέα της φιάλης ως ιδιαίτερου αντικειμένου οδήγησε λίγα χρόνια αργότερα στον σχεδιασμό ενός μπουκαλιού για το περιορισμένης παραγωγής ερυθρό κρασί Ιcon Hill του Αυστριακού παραγωγού Leo Ηillinger. H φιάλη, το σχήμα της οποίας θυμίζει καλλίγραμμη γυναικεία φιγούρα, χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από τη μικρή κοιλότητα που οι εμπνευστές της σχεδίασαν στη βάση της, προκειμένου να συγκεντρώνεται εκεί το οίδημα που δημιουργείται σε ορισμένα ερυθρά κρασιά παλαίωσης.

Τα οινοποιεία, λοιπόν, από βιομηχανικά λειτουργικά κτίρια βλέπουμε σταδιακά, με την επισκεψιμότητα που διαθέτουν, να μετατρέπονται πλέον σε τελετουργικά και εκπαιδευτικά κτίρια, όπου ο επισκέπτης κινείται, βλέπει, οσφραίνεται. Πώς ανταποκρίνεται η μοντέρνα αρχιτεκτονική σε αυτήν τη νέα τάση;

Αναμφισβήτητα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτή την αλλαγή, η οποία ωστόσο δεν αφορά μόνο στον χώρο του κρασιού. Ανάλογες αλλαγές συμβαίνουν και σε άλλες βιομηχανίες, όπως του αυτοκινήτου για παράδειγμα, όπου σταδιακά οι χώροι παραγωγής γίνονται επισκέψιμοι για το κοινό. Πρόκειται για μια γενικότερη τάση κατανόησης της παραγωγής ενός προϊόντος και όχι απλώς την αγορά του. Στον χώρο της γεύσης, είμαστε πλέον όλοι εξοικειωμένοι με την ιδέα της ανοιχτής κουζίνας. Υπάρχουν μέχρι και εστιατόρια που κρεμούν τα κρέατα για να σιτέψουν στην αίθουσα του δείπνου. Έτσι ο πελάτης έχει άμεση σχέση με αυτό που τρώει. Ακόμη και στα σύγχρονα μουσεία υπάρχει πλέον η τάση για προσβάσιμα στο κοινό εργαστήρια αποκατάστασης των έργων τέχνης.

Ως υπέρμαχος της παραμετρικής αρχιτεκτονικής, πιστεύετε ότι μπορεί αυτή να εφαρμοστεί και στον σχεδιασμό σύγχρονων οινοποιείων;

Οι αρχές της παραμετρικής αρχιτεκτονικής με τη χρήση αλγόριθμων για την παραγωγή μοντέλων εφαρμόζονται στα πάντα, από τον σχεδιασμό επίπλων έως τον σχεδιασμό μεγάλων δημόσιων κτιρίων. Σε ό,τι αφορά το κρασί, συγκεκριμένα, μπορεί για παράδειγμα να εφαρμοστεί στον τρόπο οργάνωσης των διαφορετικών τύπων κρασιού στην αποθήκευση και την παρουσίασή τους μέσα σε ένα κελάρι. Η παραμετρική αρχιτεκτονική βασίζεται στην αρχή της σύμπραξης πολλών διαφορετικών στοιχείων που μαγνητίζουν το ένα το άλλο και δημιουργούν μια δυναμική ισορροπία.

Έτσι όπως την περιγράφετε, θυμίζει πολύ την τέχνη της παραγωγής ενός κρασιού, όπου πολλά διαφορετικά στοιχεία συμπράττουν για τη δημιουργία του.

Απολύτως. Άλλωστε ο παραμετρισμός είναι εμπνευσμένος από τη φύση, όπου κανείς δεν οργανώνει τα πράγματα σε επίπεδα πλέγματα. Τα πάντα αποτελούνται από διαδικασίες και στοιχεία που είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Εμείς χρησιμοποιούμε αυτά τα δυναμικά μοντέλα, χρησιμοποιούμε όμως και τη διαδικασία της εξέλιξης προκειμένου να εξελίξουμε τις φόρμες μας. Δεν τις εφευρίσκουμε, τις εξελίσσουμε με σκοπό τη δημιουργία χώρων όπου είναι αισθητή η παρουσία των διαφορετικών στοιχείων, όπως ακριβώς και στη φύση.

Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, ο κ. Σουμάχερ συμφωνεί ότι η χρήση των υλικών, του φωτός, της κίνησης μέσα στον χώρο, ούτως ώστε οι επισκέπτες να έχουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουν όλες τις αισθήσεις που απαιτούνται για να κατανοήσουν το κρασί, είναι τελικά μια πρόκληση για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. «Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, έτσι κι εδώ η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται ως εργαλείο προβολής της ποιότητας και όχι της ποσότητας του προϊόντος, με την επιλογή συγκεκριμένων υλικών και τη δημιουργία μιας εμπειρίας μέσω του συνόλου των αισθήσεων», καταλήγει.

 INFO Πάτρικ Σουμάχερ – Patrik Schumacher

 Γεννήθηκε στη Βόννη το 1961.

 Σπούδασε Φιλοσοφία και Αρχιτεκτονική στη Βόννη, στο Λονδίνο και στη Στουτγάρδη.

 Το 1988 άρχισε να εργάζεται στο αρχιτεκτονικό γραφείο Zaha Hadid Architects.

 To 2015 ανέλαβε τα ηνία του γραφείου, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της Ζάχα Χαντίντ.

 Το Grape τον συνάντησε στην Costa Navarino, όπου συμμετείχε στο Αthens Democracy Forum.

 

 

ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ | ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 2

 Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει “να φοβάσαι τις γυναίκες που λένε την ηλικία τους” . Η Μαρία Ναυπλιώτου, ωστόσο  δεν έχει κανένα λόγο να κρύψει την ηλικία της αφού πνεύμα, ομορφιά και καταγωγή δημιουργούν ένα εκρηκτικό χαρμάνι για να μιλήσουμε και με όρους κρασιού. Στο Villa Grigio, μιλήσαμε για κρασιά, ιστορίες από την Κρήτη αλλά και την εμμονή του Έλληνα για τα μπουζούκια

 

To καλοκαιρινό μας τεύχος έχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αφιερωμένο στην Κρήτη. Η καταγωγή σου είναι από εκεί. Πόσο κρητικά είσαι

Η Κρήτη έχει πολύ δύναμη. Και εγώ κουβαλάω πολύ Κρήτη μέσα μου, το άλλο μου μισό είναι από τις Κυκλάδες. Η μητέρα μου ήταν από ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Δεν ξεχνώ τον παππού μου τον Νίκο να γυρνά το μεσημέρι από τα χωράφια, να βάζει μαζί με το φαγητό του τον μαρουβά, – έτσι τον έλεγε νομίζω, – ένα κρασί, άλλοτε θολό, άλλοτε ποιο καθαρό, το οποίο όμως ήταν πάρα πολύ γευστικό.  Το κρασί αυτό το έφτιαχναν στα σπίτια τους και δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά καθημερινότητα, είδος πρώτης ανάγκης όπως είχαν και το ελαιόλαδο. Ήταν ένα ποτό που αφορούσε και τη θρέψη, έπινε ο παππούς μου ένα ποτηράκι μικρό με το φαγητό του για να πάρει δύναμη να συνεχίσει, ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους. Ήταν όμως και συντροφιά το κρασί αυτό όταν μαζεύονταν όλοι μαζί για να πούνε τα τραγούδια τους και να διασκεδάσουν.

Ποια είναι η σχέση σου με το κρασί.

 Το κρασί το λατρεύω. Ωστόσο κρατάω τη σχέση μας σε ερασιτεχνικό επίπεδο.  Πεθαίνω όμως για τις βραδιές που κάνω τον οινογνώστη βοηθώντας τους φίλους μου τον Δημήτρη και την Ειρήνη που άνοιξαν αυτό το μαγαζί το Villa Grigio  να διαλέξουν τα καλύτερο Merlot. Mου αρέσει να δοκιμάζω τα πάντα, αν και έχω καταλήξει στο ποια κρασιά μου αρέσουν περισσότερο. Από τα λευκά μου αρέσουν πολύ τα saunignon blanc, τα Ασύρτικα της Σαντορίνης ή το Βιδιανό από την Κρήτη. Από κόκκινα μου αρέσουν πολύ τα Μerlot και τώρα τελευταία έχω αρχίσει να ανακαλύπτω τα Ροζέ. Πριν από δύο χρόνια είχα πάει στην Αβινιόν για να παρακολουθήσω το διάσημο φεστιβάλ θεάτρου που γίνεται εκεί. Πήγα με έναν  καλό μου φίλο και σκηνοθέτη Γάλλο. Ολοι οι Γάλλοι ξέρουν να πίνουν κρασί είναι τρομερό. Με μύησε λοιπόν στο γαλλικό Ροζέ ένα πολύ φίνο κρασί και από τότε έχω εθιστεί ….

 Ακριβό ή φθηνό κρασί έχει διαφορά?

Κακά τα ψέματα. Όσο πίνει καλά κρασιά κάποιος καλομαθαίνει, παρόλο που είμαι ερασιτέχνης. Το καταλαβαίνεις αμέσως, από το πως σκάει στον ουρανίσκο σου.Όμως θέλω να σου πω ότι και στην Κρήτη, στο απλό αυτό κρασί που φτιάχνει ο καθένας σπίτι του, οι γεύσεις δένουν με τα προϊόντα του τόπου, τις μυρωδιές της φύσης. Εκεί, καμιά φορά δεν σηκώνει να ανοίξεις ένα ακριβό κρασί. Δεν είναι ωραίο. Δεν πάει με τη μυζήθρα, με τις ελιές.

Στήνεις σκηνικά για να ανοίξεις ένα καλό μπουκάλι κρασί

Βεβαίως. Ένα σκηνικό είναι όταν όπως σου είπα ο φίλος μου ο Δημήτρης πρέπει να διαλέξει τα κρασιά του,  τις ετικέτες. Αυτό είναι μία καταπληκτική στιγμή για μένα. Ως δήθεν  τάχα μου ειδικός, παίρνω μέρος σε αυτές τις οινογνωσίες. Επίσης, λατρεύω να μαγειρεύω και να πίνω ένα ποτήρι κρασί  την ώρα που μαγειρεύω. Είναι και αυτό ένα σκηνικό.

Μαγειρεύεις?

Ναί μαγειρεύω πολύ και έχω αρχίσει να καταλαβαίνω και λίγα πράγματα από τη σχέση κρασιού και φαγητού. Πως μπορεί να δένει αλλά και πως μπορεί να κοντράρεται μερικές φορές. Είναι κάποιες φορές που δεν κατεβαίνει. Αγαπώ επίσης πολύ κάποια σοβαρά περιοδικά που σου προτείνουν πάντα το κατάλληλο κρασί για τη συνταγή που φτιάχνεις.

Αγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός

Αγαπώ πολύ το Αιγαίο. Αγαπώ πολύ την ξεραΐλα, την αγριάδα και τη γαλήνη της θάλασσας. Αυτά τα τρομερά μπουρίνια που ξεσπούν και το ίδιο ξαφνικά μετά είσαι μόνο εσύ και ο θεός. Επίσης αγαπώ πολύ τη Γαλλία και την Ιταλία.

Ο Τάσος Μπουλμέτης στο προηγούμενο τεύχος μας μίλησε για τη βουλημικότητα της ελληνικής κοινωνίας που καταβροχθίζει τα πάντα. Είχες τις προϋποθέσεις και ως πολύ καλή χορεύτρια και ηθοποιός να φύγεις. Γιατί δεν το έκανες;

Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ζήσω εκτός Ελλάδας. Σίγουρα τα πράγματα είναι δύσκολα τώρα με την κρίση, αλλά πιστεύω ότι ακόμα χειρότερη περίοδος ήταν η δεκαετία του 90. Τότε που όλοι καταβρόχθιζαν -όπως λέει ο Τάσος Μπουλμέτης-, ασύστολα και χωρίς φειδώ τα πάντα, για μένα τότε ήταν η πλέον τραγική στιγμή της Ελληνικής κοινωνίας. Τότε που χωρίς καμία υποδομή, χωρίς καμία παιδεία και καλλιέργεια θεωρήσαμε ότι είμαστε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε. Σαφώς, δεν εννοώ ότι αυτή την περίοδος της κρίσης που η ελληνική κοινωνία ευτελίζεται και εξευτελίζεται οικονομικά και όχι μόνο  είναι εύκολη. Διάβαζα ότι καταργούνται οι θεατρολόγοι από τα σχολειά, σε λίγο θα καταργηθούν και οι γυμναστές – θα γίνουμε ένα κράτος φτωχών και απαίδευτων, Παρόλο τον τεράστιο πόνο των ανθρώπων όμως που έχουν φτάσει όχι στα όρια αλλά στην φτώχεια, κρύβεται μία ευκαιρία, αν την καταλάβουμε να χαράξουμε έναν καινούργιο δρόμο. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη ότι θα το κάνουμε, λέω ότι υπάρχει εκεί η ευκαιρία.

 Που το βλέπεις αυτό το φως στο τούνελ στον δικό σου χώρο.

Να κάτι πολύ ελπιδοφόρο για μένα. Έκλεισαν τα μπουζούκια λόγω κρίσης και οι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο. Αυτό είναι γεγονός και είναι απίστευτο ότι τα θέατρα είναι γεμάτα.Και δεν έχω τίποτα με τα μπουζούκια ή με το λαικό τραγούδι, όμως το να καταναλώνεται ένας λαός μόνο σε αυτό το πράγμα τον κάνει εμονικό, μανιακό κάτι τρέχει. Δεν μπορεί να κάνεις μόνο ένα πράγμα. Δεν μπορούν μόνο τα μπουζούκια να γεμίζουν όλη την ανάγκη σου για ψυχαγωγία. Άσε που και κτιριακά τα μπουζούκια γίνονται τώρα θέατρα.

 Σχέδια επαγγελματικά?

Τώρα θα κάνω μία ταινία που θα σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Αθερίδης και το χειμώνα θα κάνω το Ημέρωμα της Στρίγγλας με το Βασίλη Χαραλαμπόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

 Πως είναι να κουβαλάς το ωραιότερη Ελληνίδα?

Παλαιότερα με ενοχλούσε πολύ. Σκεφτόμουν, τόσο κόπο έκανα γιατί δεν λένε κάτι για την υποκριτική μου. Μετά ωστόσο άρχισα να σκέφτομαι ότι η ομορφιά δεν είναι μονοδιάστατη και μπορούν να βλέπουν και κάτι άλλο όχι μόνο τα ωραία μάτια. Και αυτό αν το σκεφτείς δεν είναι καθόλου κακό. Επίσης, όσο μεγαλώνω λέω και ευχαριστώ όταν μου λένε ότι είμαι όμορφη. Έμαθα πια στα 47 μου χρόνια να λέω ευχαριστώ πολύ για πόσο εξάλλου ακόμα θα μου το λένε…

 

 

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ | ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 1

Δεν είναι δύσκολο να κάνεις τον Στέλλιο Μπουτάρη να μιλήσει για το κρασί. Το πάθος του γι’ αυτό που κάνει είναι εμφανές από τις πρώτες του κιόλας κουβέντες.

Μεγαλωμένος μέσα στην οικογενειακή δουλειά, την εταιρεία Ιωάννης Μπουτάρης & Υιός ΑΕ, που ξεκίνησε από τον προπάππου του Γιάννη, ήξερε ότι θα ασχοληθεί με το κρασί, επέλεξε όμως να σπουδάσει Μαθηματικά και Οικονομικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οινοποιός, λοιπόν, και όχι οινολόγος ή αμπελουργός, με όραμα να χτίσει κάποια στιγμή ένα «σούπερ» οινοποιείο για να ικανοποιήσει την κρυφή του αγάπη για την αρχιτεκτονική. Το πρώτο λιθαράκι έχει ήδη μπει, όπως μαρτυρούν οι πυρετώδεις εργασίες επέκτασης του οινοποιείου που διεξάγονται αυτή την εποχή στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη, στη Νάουσα. Ο Στέλλιος εκπροσωπεί μαζί με τον αδελφό του Μιχάλη την πέμπτη γενιά μιας από τις παλαιότερες οικογένειες οινοποιών στην Ελλάδα. Βαριά η κληρονομιά, όμως ο ίδιος τη θεωρεί ευχή, αφού στο «κρασί θέλεις μια συνέχεια, μια δυνατότητα να κοιτάς πολύ στο μέλλον». Το κρασί το έμαθε στην Αγγλία, όταν παράλληλα με το Master του στο LSE απέκτησε και το Diploma του WSET, και από τότε μέχρι σήμερα κάθε μέρα μαθαίνει…

– Υπάρχει ένας ρομαντισμός γύρω από την εικόνα του οινοποιού ο οποίος έχει καλλιεργηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πού σταματά, όμως, ο ρομαντισμός και πού αρχίζει η σκληρή πραγματικότητα;

Είναι μια δουλειά που δεν αποφέρει εύκολα χρήματα. Αργεί πολύ κανείς να βγάλει λεφτά από το κρασί.

Θέλει χρόνο, υπομονή,συνέχεια, συνέπεια και πολύ προσωπική εργασία.  Δεν είναι τυχαίο ότι ελάχιστες πολυεθνικές εταιρείες έχουν ασχοληθεί με το κρασί. Φυσικά και έχει ρομαντισμό, δεν θεωρώ ότι είμαστε επιχειρηματίες, βλέπουμε τους εαυτούς μας και ως καλλιτέχνες. Επιπλέον, σε παγκόσμιο επίπεδο πολλοί οινοποιοί έχουν μπεί πια στο star system, αυτοπροβάλλονται και ο κόσμος το θέλει αυτό, θέλει να γνωρίζει τον άνθρωπο πίσω από το κρασί.

 

– Το γεγονός ότι το κρασί έχει τη δυνατότητα να παλαιώνει, ότι ένας οινοποιός μπορεί να δοκιμάσει αυτό που έφτιαξε σήμερα μετά από 10 – 20 χρόνια δεν του δίνει μια άλλη αύρα;

Βέβαια, έχει μια αύρα ιδιαίτερη, κλείνει μέσα του και το παρελθόν, και το μέλλον… Το κρασί κρύβει μέσα και πολλή ματαιοδοξία. Όλοι οι οινοποιοί είμαστε ματαιόδοξοι. Έχεις το όνομά σου πάνω στο τραπέζι, δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι οινοποιοί βάζουν το όνομά τους στην ετικέτα.

– Πού τοποθετείς το ελληνικό κρασί στον παγκόσμιο οινικό χάρτη;

Είμαστε δυστυχώς πολύ πίσω ακόμη, αν και τα πέντε τελευταία χρόνια έχουν γίνει τεράστια βήματα. Αν το δούμε σε αριθμούς, αποτελούμε το 1% της παγκόσμιας παραγωγής και μόλις το 0,2% των παγκόσμιων εξαγωγών. Παρότι το κρασί πράγματι ξεκινά από τους αρχαίους χρόνους, εμείς δεν έχουμε καμιά παράδοση στο κρασί όπως είναι σήμερα.

Tι εννοείς ακριβώς;

Πριν από τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν ελάχιστα εμφιαλωμένα κρασιά. Ο Μπουτάρης ήταν από τις πρώτες εταιρείες μαζί με την Αchaia Clauss, τον Καμπά, τον Τσάνταλη και τον Κουρτάκη.

Τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν πέντε μεγάλες εταιρείες που ήλεγχαν το ελληνικό κρασί. Ο καταναλωτής ζητούσε brands – Καμπά, Δεμέστιχα, Lac de Roches, και οι εταιρείες αυτές αυτό κατάφεραν να δώσουν στο μοντέρνο καταναλωτή της εποχής,που διψούσε για καταναλωτικά brands. Ακολούθησε μια δεύτερη επανάσταση τη δεκαετία του ’90, όταν βγήκαν οι μικροί παραγωγοί, και θεωρώ ότι τα επόμενα πέντε χρόνια θα γίνει μία ακόμη επανάσταση που θα βασίζεται στον αμπελώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν τη στιγμή τα ελληνικά λευκά κρασιά είναι καλύτερα από τα ερυθρά και έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διεθνή αγορά από τα κόκκινα. Τα λευκά βασίζονται περισσότερο στο οινοποιείο και λιγότερο στον αμπελώνα και γι’ αυτό είναι πιο εύκολο να γίνουν. Τα ερυθρά βασίζονται σε παλιούς καλούς αμπελώνες κι εκεί έχουμε ακόμη δρόμο μέχρι τα αμπέλια που φυτευτήκανε την προηγούμενη δεκαετία να γίνουν 30 ετών! Επιπλέον, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 τα φθηνά ελληνικά εστιατόρια που είχαν δημιουργηθεί στο εξωτερικό ζητούσαν φθηνό κρασί. Παρότι είχαμε πολλές εξαγωγές την εποχή εκείνη, δεν μπορέσαμε να μπούμε στις κύριες αγορές γιατί κινηθήκαμε μέσα από ένα δίκτυο «εθνικού Ελληνικού» χονδρεμπορίου. Κι επίσης, ας μη γελιόμαστε, δεν υπήρχε και η ποιότητα.

– Τι πιστεύεις ότι έχει αλλάξει σήμερα;

Έχουμε πια μια τρομερή εξωστρέφεια. Θεωρώ ότι η κρίση μάς έχει κάνει καλό. Ως οινοποιοί δείξαμε μια τρομακτική ωριμότητα, κοιτάξαμε προς τα έξω πολύ γρήγορα, φτιάξαμε καλύτερα κρασιά, βελτιώσαμε τις τιμές μας, δουλέψαμε μαζί κι έτσι το ελληνικό κρασί άρχισε να μπαίνει στη διεθνή αγορά. Η επόμενη πρόκληση είναι η μία παλέτα να γίνει δύο, τρεις… Είμαι αισιόδοξος ότι μέχρι το 2025 θα έχουμε διπλασιασμό των εξαγωγών μας, θα φθάσουν τα 140 εκατομμύρια από 70 που είναι σήμερα.

Eλληνικές ή ξένες ποικιλίες;

Αυτήν τη στιγμή οι εξαγωγές μας βασίζονται σε ελληνικές ποικιλίες και πιστεύω ότι αυτές θα τραβήξουν το άρμα. Δεν θα έλεγα ποτέ ότι δεν πρέπει να οινοποιούμε ξένες ποικιλίες, το Cabernet Sauvingon είναι ο βασιλιάς, όπως και να το κάνουμε. Εκείνο που χρειαζόμαστε όμως είναι αυτό που λέμε icon wine, ένα κρασί από ελληνική ποικιλία, που θα πουλιέται 200 ευρώ και θα έχει ζήτηση.

– Το ελληνικό κρασί συχνά κατηγορείται ότι είναι ακριβό. Ποια είναι η γνώμη σου;

Δεν θα έλεγα ότι είναι ακριβό. Λέω πάντα ότι στην Ελλάδα το φθηνό είναι ακριβό και το ακριβό φθηνό. Δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να έχουμε καλά φθηνά κρασιά, αν και με την κρίση έχουμε βελτιωθεί, βρίσκεις σήμερα καλά κρασιά στα 3 ευρώ. Υπάρχουν, όμως, και ελληνικά κρασιά που θα μπορούσαν να πωλούνται και 200 ευρώ. Τώρα έχουν αρχίσει να βγαίνουν κάποια ακριβά κρασιά ώστε να ανοίξει η ψαλίδα.

– Η κατανάλωση έχει μειωθεί στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης;

Δεν έχει μειωθεί, έχει αλλάξει. Ο κόσμος δεν βγαίνει όπως έβγαινε, αλλά συνεχίζει να πίνει κρασί στο σπίτι. Δεύτερον, η κατανάλωση έχει μετακινηθεί από την ταβέρνα, που σήμερα δυσκολεύεται λόγω κρίσης, στο all day bar. Αυτή η κατηγορία μαγαζιών έχει επενδύσει στο κρασί κι από εκεί που δεν είχες κανένα κρασί στο ποτήρι, τώρα έχεις τέσσερις με πέντε επιλογές. Γενικά, το κρασί έχει γίνει μόδα.

– Το βλέπουμε αυτό και από τα wine bars που έχουν ξεφυτρώσει στην πόλη. Υπάρχει, όμως, μέλλον ή είναι κι αυτό μια τάση που θα περάσει;

Πιστεύω ότι έχει μέλλον. Εντάξει, κατά την άποψή μου, λίγα είναι τα πραγματικά wine bars. Wine bar σημαίνει πολλά κρασιά με το ποτήρι, μεγάλη επιλογή, καλό σέρβις από προσωπικό με γνώσεις πάνω στο κρασί και σχετικά μικρή κουζίνα. Πολλά είναι στην πραγματικότητα εστιατόρια. Είναι όμως ένα πολύ καλό φαινόμενο, το οποίο έχει επεκταθεί και στην επαρχία και μας έχει βοηθήσει πολύ.

– Υπάρχει, πιστεύεις, οινική παιδεία στον καταναλωτή;

Οχι, ο Ελληνας καταναλωτής είναι ακόμη brand oriented. Θα πιει χύμα ή θα πιει κάποιο brand. Tώρα σιγά σιγά αρχίζει να αλλάζει, λίγο οι σχολές, λίγο οι γευστικές δοκιμές, τα social media, όλα βοηθούν στη βελτίωση της οινικής παιδείας. Βέβαια, τι εννοούμε «οινική παιδεία»; Εννοούμε να ταιριάξω το κρασί μου με αυτό που τρώω, να πιω ένα καλό κρασί την Κυριακή, να έχω μια γνώση γι’ αυτό που πίνω. Δεν μπορώ να ζητήσω από τον καταναλωτή να ξέρει τη διαφορά μεταξύ του Ξινόμαυρου της Νάουσας και εκείνου της Γουμένισσας. Είναι πολύ εξειδικευμένο. Αυτό που θέλει ο καταναλωτής είναι να πιει ένα νόστιμο κρασί, να ξέρει τι πίνει και να το ευχαριστιέται. 

H πιο δύσκολη στιγμή στο κτήμα;

Όταν αντίκρισα το κομμένο αμπέλι. Κάποιος με ένα τσεκούρι κατέστρεψε ένα ολόκληρο αμπέλι Chardonnay. Δεν μάθαμε ποτέ ποιος και γιατί.

Η πιο όμορφη στιγμή;

Όταν αγόρασα 80 στρέμματα χωράφι κολλητά στο κτήμα, από την κόρη του ιδιοκτήτη από τον οποίο είχε αγοράσει ο πατέρας μου το κτήμα το 1968. Και όταν φυτέψαμε το καινούργιο αμπέλι.

Αγαπημένη ετικέτα;

Οι Δύο Ελιές. Το πρώτο κρασί που έκανα χωρίς την έγκριση του πατέρα μου.

Ο ήρωάς σου στην πραγματική του ζωή;

Ο πατέρας μου.

Με ποιο φυσικό ταλέντο θα ήθελες να είσαι προικισμένος;

Θα ήθελα να μαγεύω όταν μιλάω, να είμαι καλός ομιλητής

Αγαπημένο motto;

«Το σπίτι όσο χωρείς, το χωράφι όσο θωρείς».