Η ΚΡΙΤΙΚΗ… ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ | ΤΟΥ ΚΩΝ. ΛΑΖΑΡΑΚΗ, MW | τεύχος 4

Ένα από τα πιο ανάγωγα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας, κατά την άποψή μου, είναι η ευκολία του να κατακρίνει. Να εκφράζεται αρνητικά για πράγματα και ανθρώπους με τρόπο και ταχύτητα που θα ταίριαζε μόνο αν αυτό ήταν επάγγελμα. Μία ακόμη πιο προσβλητική έκφραση αυτού του χαρακτηριστικού είναι η εξής: να νομίζει κάποιος ότι με οδηγό το ένστικτο και την εξυπνάδα του μπορεί να υπερβεί την έλλειψη γνώσης και σχετικής εμπειρίας. Έτσι, μπορεί να διαφωνήσει και να κατακρίνει με άνεση τον απέναντί του για ένα θέμα στο οποίο ο άλλος έχει αφιερώσει τη ζωή του.

‏Σε αυτό είμαστε «μανούλες» οι Έλληνες και νομίζουμε πως η κριτική μάς ανεβάζει, γιατί «εμείς είμαστε για πιο πάνω»…

‏Μας πείθει η παρέα να πάμε στο Ηρώδειο, πρώτη φορά στη ζωή μας, να ακούσουμε Kiri Te Kanawa. Πάμε, δεν μας κάθεται καλά στο αυτί και, πριν καλά-καλά βγούμε έξω από το θέατρο, πετάμε το «έλα, μωρέ, δεν έλεγε και τίποτα»! Όταν ο γνώστης της παρέας, που την ώρα της συναυλίας δεν είχε πάψει να συγκινείται, μας επιτεθεί, του λέμε ότι δεν ξέρει τίποτα. (Και για να μη φέρουμε το παράδειγμα της Άντζελας, που όντως είναι μια εξαιρετική για το είδος της τραγουδίστρια, λέμε για την Κάλλας, γιατί και Ελληνίδα είναι, και την είχε σύντροφο ο Ωνάσης).

‏Δυστυχώς όμως, καθώς το κρασί μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης, με συνεχείς παρουσιάσεις και με τους παραγωγούς να δείχνουν τα κρασιά τους σε οινόφιλους και επαγγελματίες, φαινόμενα σαν τα παραπάνω πληθαίνουν. Άτομα που θεωρούν ότι είναι σχετικά, είναι-δεν είναι, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κατακεραυνώσουν μπροστά σε κόσμο τον παραγωγό ενός κρασιού, γιατί το κρασί «δεν είναι καλό».

Άτομα που θεωρούν ότι είναι σχετικά, είναι-δεν είναι, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κατακεραυνώσουν μπροστά σε κόσμο τον παραγωγό ενός κρασιού, γιατί το κρασί «δεν είναι καλό».

‏Αν το σχόλιο ήταν στο επίπεδο του «δεν μου αρέσει», η κουβέντα θα πήγαινε σε άλλους δρόμους. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πει ότι κάτι δεν είναι του γούστου του. Όμως, το «καλό» ή «κακό» έχει μια άλλη βαρύτητα.

‏Επίσης, το κρασί είναι ένα προϊόν που δεν μπορεί να «τιμωρήσει» κριτικές. Αν έχουμε διαφωνία για το ποιο αυτοκίνητο είναι το πιο γρήγορο, το βάζουμε στον δρόμο και έχουμε αμέσως την απόδειξη. Αν το θέμα είναι ένας ποδοσφαιριστής, μπορούμε να βρούμε κάποιες παραμέτρους που να είναι λίγο έως πολύ αντικειμενικές, π.χ. το πόσα γκολ έχει βάλει. Το κρασί όμως είναι έρμαιο. Ακόμη και αν σερβίρουμε ένα Château Margaux, μπορεί κάποιος να πει «είναι πολύ τεχνικό, χωρίς ψυχή και δεν αξίζει μία» και να μην έχουμε να αντιπροτείνουμε τίποτα χειροπιαστό. ‏Το κρασί είναι ένα προϊόν που γίνεται μόνο με μόχθο και αφοσίωση. Δεν υπάρχουν παραγωγοί, ή δεν υπάρχουν πολλοί παραγωγοί, που θέλουν να κοροϊδέψουν τον καταναλωτή – και όσοι υπάρχουν βγαίνουν από το παιγνίδι γρήγορα. Ο κάθε οινοποιός κάνει το κρασί με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί και που ξέρει. Η κριτική σε αυτό θα πρέπει να γίνεται με τη δυστοκία και τις δεύτερες σκέψεις που θα κατακρίναμε το παιδί ενός φίλου μας. ‏

Ας τελειώσουμε με έναν μονόλογο του Anton Ego, του κριτικού εστιατορίων στο καταπληκτικό «Ratatouille» (το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, είναι ένα παιδικό έργο!): «Μια κακή κριτική είναι πολύ πιο διασκεδαστική να τη γράψεις αλλά και να τη διαβάσεις. Σίγουρα, αυτός που κριτικάρει δεν έχει να χάσει τίποτα, σε αντίθεση με αυτόν που αποδέχεται την κριτική. Όμως, πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως, ακόμη και η πιο σημαντική κριτική είναι απείρως πιο ασήμαντη από το πιο μέτριο δημιούργημα».

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΙΔΙΝΗΣ | ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 4

Το κρασί για τον εικαστικό Διαμαντή Αϊδίνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας καθημερινότητας που αποκτά νόημα μέσα από τις μικρές απολαύσεις της ζωής.

Aπό τα 40 του και μετά, δεν έχει περάσει ούτε μία ημέρα που να μην έχει βάλει έστω και μία γουλιά στο στόμα του. Άνθρωπος εξωστρεφής, αλλά και μοναχικός ταυτόχρονα, με πάθος για τη ζωή, την τέχνη του και τη φύση. «Μετροπολιτάνος» εκατό τοις εκατό, πιτσιρικάς ζήλευε τους συμμαθητές του που πήγαιναν στο χωριό που εκείνος δεν είχε –αφότου ο πατέρας του έριξε μαύρη πέτρα στον τόπο καταγωγής του– μέχρι που η μοίρα τον έφερε στην Εύβοια και έκτοτε άρχισε η σχέση πάθους με τη γη. «Όταν περνά το τρακτέρ στο κτήμα και το χώμα γίνεται σκόνη, μου έρχεται να κάνω ντους με χώμα», εξομολογείται.

Πιστεύει πως «όλα τα παιδιά της πόλης νομίζουν ότι είναι λίγο υπεράνθρωποι, ότι οι άνθρωποι της πόλης ζουν προστατευμένοι σε ένα κουτί. Όταν βγαίνεις έξω από αυτό το κουτί, μόνο καταστροφές μπορείς να κάνεις, περπατάς και σπρώχνεις μια πέτρα και χαλάς μια μυρμηγκοφωλιά, ξεπαστρεύεις μια φυλή και δεν το καταλαβαίνεις. Στην πόλη, βγαίνεις έξω, απλώνεις το χέρι, σταματάς ένα λεωφορείο 10 τόνων, μπαίνεις μέσα και σε πάει στην άλλη μεριά. Μετά πατάς ένα κουμπί, ανεβαίνεις στον έβδομο όροφο, όλα είναι εύκολα. Στη φύση τίποτα δεν είναι εύκολο, όλα είναι δύσκολα…”

Η σχέση του με το κρασί ξεκίνησε στην Ιταλία, εκεί όπου έγιναν και οι πρώτες καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ως «μάχιμου δημιουργού κόμικς στο ένδοξο, πρωτοποριακό Frigidaire», παρέα με μεγάλα ονόματα, όπως ο Στέφανο Ταμπουρίνι και ο Φίλιπο Σκότσαρι. «Στην Ιταλία δεν υπήρχε τραπέζι, ακόμη και καθημερινό, χωρίς κρασί. Στην Ελλάδα όπου μεγάλωνα εγώ, το κρασί ήταν ανύπαρκτο στις παρέες. Θυμάμαι μόνο τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν της καλοπέρασης, να έχει πάντα στο τραπέζι μια μοσχαρίσια μπριζόλα και ένα μπουκάλι Νάουσα Μπουτάρη. Η σχέση του με τη γαστρονομία ξεκίνησε νωρίς, αφού ο πατέρας του, ιδιοκτήτης παλαιών αθηναϊκών εστιατορίων –Πάνθεον, Ελληνικό– όπου έβρισκε κανείς το κλασικό αθηναϊκό πιάτο, σφυρίδα με μαγιονέζα, έστελνε φαγητό στο σπίτι. Ζήλευε τους συμμαθητές του που έτρωγαν κλασικά σουτζουκάκια, ντολμάδες και φακές, και αισθανόταν περίεργα όταν στην κλασική ερώτηση «τι φαγητό έχετε σήμερα;» απαντούσε: «Συκωτάκια πουλιών με σος μαδέρα».

 

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Ιταλία σήμερα, γιατί πιστεύεις ότι εμείς δεν έχουμε καταφέρει να προβάλουμε τη γαστρονομική μας παράδοση όπως οι Ιταλοί;

Πιστεύω πως έχουμε τεράστια απόσταση από την Ιταλία, έχουμε πολύ μεγάλες διαφορές στην παράδοση. Πρόκειται για μια χώρα με πολύ διαφορετική κουλτούρα. Εμείς έχουμε βέβαια ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, διαθέτουμε πολύ καλή πρώτη ύλη, την οποία όμως δεν αξιοποιούμε σωστά. Το ελληνικό κρασί έχω τη γνώμη ότι είναι από τα καλύτερα του κόσμου, θεωρώ όμως ότι είναι πολύ ακριβό. Καταλαβαίνω γιατί, αφού κι εγώ ως καλλιτέχνης λειτουργώ με τη λογική της υπεραξίας. Όμως στην Ελλάδα εξακολουθούμε και κάνουμε κάποια πράγματα λάθος.

Το ελληνικό κρασί, ωστόσο, είναι από τα προϊόντα που έχουν πάει πολύ καλά, ακόμη και μέσα στην κρίση…

Συμφωνώ, και μάλιστα έχω μεγάλο θαυμασμό για τους οινοπαραγωγούς, τους θεωρώ ήρωες. Και μόνο που έχουν επιλέξει αυτό το επάγγελμα πάει να πει ότι είναι καλοί άνθρωποι. Γενικά, είμαι λίγο αυστηρός με τους Έλληνες, αλλά τουλάχιστον στον χώρο του κρασιού καταλαβαίνω ότι έχουν κάνει μεγάλα βήματα. Κάποτε, όταν βρέθηκα με λίγα παραπάνω χρήματα στην τσέπη, αγόρασα στην Εύβοια, τέρμα Θεού, ένα κτήμα με τη λογική να φτιάξω κρασί. Το παλαιό όνομα του κτήματος ήταν Καλογερικό Αμπέλι, θεώρησα λοιπόν ότι ο τόπος αυτός θα βγάλει και καλό κρασί. Πήγα στην Ιταλία, στους φίλους μου που έκαναν κρασί, κι όλο χαρά τούς είπα: «Είμαι κι εγώ στο κλαμπ». Κι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους μου είπε τότε: «Υπάρχουν τρεις τρόποι για να χάσεις τα λεφτά σου. Ο πρώτος είναι να τα παίξεις στα χαρτιά, ο δεύτερος να τα επενδύσεις σε γυναίκες και ο τρίτος, και χειρότερος, να φτιάξεις κρασί!». Όποιος κάνει σήμερα κρασί είναι ήρωας!

Πώς βλέπεις τη νέα τάση που έχει αρχίσει να επικρατεί εδώ και κάποια χρόνια στο εξωτερικό, τη δημιουργία χώρων τέχνης μέσα στα οινοποιεία, την εγκατάσταση έργων τέχνης στα αμπέλια. Θα έβλεπες ίσως δικά σου έργα να εκτίθενται σε κάποιο οινοποιείο;

Πρόκειται για δύο χώρους ιερούς. Η Αμπελουργία και η Τέχνη όσο ανοίγονται προς τα έξω τόσο το καλύτερο. Έχω πάει σε κελάρια, έχω επισκεφτεί οινοποιεία στην Ιταλία που είναι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Καλό θα ήταν να γινόταν το ίδιο και στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι οι εποχές είναι δύσκολες, υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που θα ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Προσωπικά, θα ήταν τιμή μου, θα το έκανα με μεγάλο καμάρι. Άλλωστε το κρασί είναι μια καθημερινή μου συνήθεια!

Αγαπημένα κρασιά;

Έχω αρκετά. Πίνω κυρίως λευκό, μου αρέσει η Μαλαγουζιά, τα Sauvignon blanc, γενικά προτιμώ τα όξινα λευκά. Μου αρέσει να πίνω κρασί με το φαγητό, μου αρέσει όμως να το πίνω και ως απεριτίφ. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, όταν ακούω μουσική, όταν κοιτώ έναν πίνακα, καμιά φορά όταν δουλεύω. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο βέβαια, να πίνεις μόνος, όμως για μένα είναι και το πιο απολαυστικό. Δεν μου αρέσει να περιορίζω τον εαυτό μου ως προς τις μικροαπολαύσεις, δεν μου αρέσει να βάζω τον εαυτό μου σε ράγες, ειδικά όταν σκέπτομαι ότι ίσως κάποια στιγμή αναγκαστώ να το κάνω…

Μου αρέσουν και τα κόκκινα, δεν καταλαβαίνω όμως την υπεραξία τους. Θεωρώ ότι στα κρασιά, όπως και στην τέχνη, υπάρχει μεγάλη υποκειμενικότητα, καταλαβαίνω γιατί κάποια είναι πολύ ακριβά, αλλά για μένα η γεύση του κρασιού είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Θεωρώ ότι είναι καθαρά υποκειμενικό πράγμα.

Θυμάσαι να έχεις ανοίξει ποτέ κάποιο ιδιαίτερο κρασί;

Κάποτε άνοιξα ένα Αντινόρι γλυκό του 1979 με έναν φίλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ήξερε τα πάντα γύρω από το κρασί. Μου είπε ότι ήταν χαλασμένο. Είχαμε, βέβαια, ήδη πιει αρκετά. Στενοχωρήθηκα, το ήπια μετά όλο μόνος μου και ήταν πραγματικά εκπληκτικό! Όταν είδα δε και την τιμή του, τρελάθηκα! Άλλη στιγμή που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν στην Ιταλία. Έκανα πολλή παρέα με τον Πάμπλο Ετσάουρεν, γνωστό καλλιτέχνη, γιο του Σεμπάστιαν Μάτα, του απόλυτου σουρεαλιστή μετά τον Νταλί. Χιλιανός καλλιτέχνης, ζούσε μόνιμα στην Ιταλία σε έναν μεγάλο πύργο. Ένα μεσημέρι μας έβαλε να φάμε μαζί του στο τραπέζι. Τον θυμάμαι να ανοίγει πανάκριβα κρασιά και να μας λέει πόσο κάνουν. Φρικιά εμείς τότε, τα είχαμε χάσει. Σε εμάς, βέβαια, σέρβιρε… Ματέους. Εγωκεντρισμός άνευ προηγουμένου! Εκεί κατάλαβα και πώς με έβλεπε ως καλλιτέχνη…

H σχέση σου με την κουζίνα;

Μαγειρεύω, αλλά για μένα το απόλυτο φαγητό είναι το σνίτσελ. Το καλύτερο γεύμα: σνίτσελ με λίγο αρακά ή πουρέ και ένα ωραίο παγωμένο κρασί!

 

EXPERIENCE POMMERY #13 : GIGANTESCUE! | ΓΑΛΛΙΑ | τεύχος 4

«Γιγάντιο» είναι το απείρως μικρό, όπως το DNA, και το απείρως μεγάλο. Κάθε άτομο έχει περίπου 60.000 δισεκατομμύρια κύτταρα που περιέχονται σε καθένα από τα μόρια του DNA τόσο σφιχτά δεμένα, ώστε, εάν τα ξεδιπλώναμε, το συνολικό μήκος τους θα ήταν ισοδύναμο με τρία εκατομμύρια φορές γύρω από τη Γη. Είμαστε τεράστιοι!

Η σαμπάνια συναντά την τέχνη στο ιστορικό Κτήμα Pommery στη Reims, με τον μνημειώδη ελισαβετιανό πύργο και τα μοναστηριακά κελάρια του χωμένα 30 μέτρα κάτω απ’ τη γη, που ξεδιπλώνονται σε έναν ιλιγγιώδη λαβύρινθο 18 χιλιομέτρων. Παίζοντας με την αρχιτεκτονική του χώρου, η έκθεση «Γιγάντιο» εξερευνά τις υπερβολές των καλλιτεχνών του σήμερα και την αχαλίνωτη φαντασία τους που φλερτάρει με οτιδήποτε εκτός νόρμας και εκτός κλίμακας.

Με το που μπαίνει ο επισκέπτης στο ιστορικό κτήμα, το μνημειώδες γλυπτό του Κορεάτη Choi Jeong Hwa με τα φρούτα ανακοινώνει τη θεματολογία και την υπερβολή της έκθεσης. Ακολουθεί η κάθοδος στην ιλιγγιώδη σκάλα που οδηγεί στα κελάρια, με την ηχητική και φωτιστική εγκατάσταση του Pablo Valbuena που εντείνει ακόμα περισσότερο τη μεγαλειώδη κάθοδο. Από τα πιο σημαντικά έργα της έκθεσης, ο προϊστορικός ελέφαντας που ισορροπεί στην προβοσκίδα του, του Daniel Firman, το Δείπνο του Γκιούλιβερτης lilian Bourgeat, η Ελικα σε κίνηση του Su-Mei Tse, το έργο με χώμα σε διαφορετικούς χρόνους του Lee Mingwei, που θυμίζει την Γκερνίκα και το οποίο πατούν και καταστρέφουν οι επισκέπτες, και στο τέλος της έκθεσης ο ίδιος ο καλλιτέχνης θα αποκαταστήσει. Οι δύο γιγάντιες γαλότσες τραβούν όλη την προσοχή και μας αποχαιρετούν φεύγοντας από τον χώρο, με σαφή αναφορά στο σταφύλι και το αμπέλι. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διάσημος οίκος Σαμπάνιας φιλοξενεί έργα μοντέρνας τέχνης. Επί 13 χρόνια η Pommery καλεί καλλιτέχνες να εκθέσουν τα έργα τους. Η έκθεση Expérience Pommery #13 : Gigantesque, στην οποία συμμετέχουν 20 Γάλλοι και διεθνείς καλλιτέχνες, ξεκίνησε στις 14 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει έως τις 31 Μαΐου 2017.

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Brook Andrew, Daniel Buren, Lilian Bourgeat, Vincent Carlier, Julian Charrière, Gaëlle Chotard, Michel de Broin, Choi Jeong Hwa, Bertrand Gadenne, Séverine Hubard, Guy Limone, Chaim van Luit, Soundwalk Collective, Pablo Valbuena, Enrique Ramirez, Su-Mei Tse, Iván Navarro, Stéphane Thidet, Lee Mingwei.

 

Πηνελόπη Κατσάτου

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΚΡΙΒΑ ΚΡΑΣΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ; | ΤΟΥ ΚΩΝ. ΛΑΖΑΡΑΚΗ, ΜW | τεύχος 3

Ακόμα και άνθρωποι που αγαπούν πραγματικά το κρασί συχνά αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν μερικές ετικέτες να «χτυπούν» αστρονομικές τιμές. Μιλάμε για κρασιά τα οποία ξεπερνούν τα 1.000 €, χωρίς όμως να προέρχονται από κάποια ιδιαίτερα παλιά εσοδεία.

Η ερώτηση συχνά οδηγεί στο προφανές: ένα κρασί με υψηλή τιμή είναι σίγουρα κρασί με την αντίστοιχη ποιότητα; Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένας παραγωγός που πουλάει το κρασί του σταθερά τα τελευταία 10 με 20 χρόνια –τουλάχιστον σε υψηλή τιμή– και κάθε χρόνο καταφέρνει να ξεπουλά την παραγωγή του τότε, ναι, η τιμή αντικατοπτρίζει την ποιότητα. Αρκεί όμως να παράγει σημαντικό αριθμό φιαλών, γιατί, αν μιλάμε για κρασιά που παράγονται σε 500 ή 1.000 φιάλες, τότε η τιμή αντικατοπτρίζει περισσότερο τη σπανιότητα. Αν έχουμε αυτές τις προϋποθέσεις, τότε μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι ένα ακριβό κρασί κατά πάσα πιθανότητα είναι ένα μεγάλο κρασί.

Ιδού η θεωρία μου για την παραγωγή μεγάλων κρασιών. Για να δημιουργηθούν μεγάλα και ακριβά κρασιά, χρειάζονται δύο αριστοκρατίες. Μία «αριστοκρατία» για να δημιουργήσει τα μεγάλα κρασιά και άλλη μία για να έχει τη δυνατότητα να τα αγοράσει. Ένα μεγάλο κρασί ποτέ δεν θα γίνει τυχαία. Πρέπει ο παραγωγός να δίνει τόση σημασία στη λεπτομέρεια, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει από έναν άνθρωπο που πασχίζει για τα προς το ζην και κουβαλά το άγχος της επιβίωσης. Από την άλλη, αυτά τα μεγάλα κρασιά πρέπει να πωλούνται σε μια τιμή που να κάνει την επώδυνη διαδικασία παραγωγής συμφέρουσα. Έτσι, πρέπει να βρεθεί μια αγορά που να καταλαβαίνει ότι το κρασί υψηλής ποιότητας είναι κάτι που απαιτεί σεβασμό και μπορεί να πουληθεί με έναν τρόπο και μια τιμή που σχετίζονται περισσότερο με τα έργα τέχνης παρά με ένα ποτό.

Τα παραδείγματα της ιστορίας είναι πολλά. Οι μαρκήσιοι στην Τοσκάνη δεν είχαν κανέναν λόγο να αποδείξουν ότι είχαν χρήματα και γη, αλλά ήθελαν να πείσουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν κάτι εξαιρετικό. Φυσικά, χωρίς τις πλούσιες οικογένειες της Φλωρεντίας –οι οποίες μάλιστα αποδείχτηκε πρόσφατα πως έχουν μείνει σχεδόν ατόφιες εδώ και πολλούς αιώνες– κανένα κρασί της περιοχής δεν θα μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο που είναι σήμερα. Οι μεγάλοι έμποροι του Μπορντό, που πολλές φορές ήταν από το Βέλγιο, τη Γερμανία ή την Ολλανδία, αγόρασαν τους ονομαστούς πύργους στο Medoc και, πουλώντας στην πολύ επιλεκτική αγορά της Αγγλίας, κατάφεραν να δημιουργήσουν τη σημαντικότερη ονομασία προέλευσης παραγωγής κόκκινου κρασιού στον πλανήτη.

Φυσικά, όπου υπήρχε ο κλήρος, ο Πάπας, οι μοναχοί, οι παπάδες και η Εκκλησία, τότε αυτόματα υπήρχαν και οι δύο αριστοκρατίες σε μία, όπως στη Βουργουνδία, στον νότιο Ροδανό, αλλά και σε άλλες περιοχές.Στα νεότερα χρόνια, η κοιλάδα της Νάπα στην Καλιφόρνια είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από τη μία πλευρά έχουμε ανθρώπους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που αρκετές φορές την απέκτησαν σε τομείς εντελώς άσχετους με το κρασί, και από την άλλη, τα μεγαλοστελέχη της Silicon Valley αλλά και την αφρόκρεμα της σόουμπιζ. Πολλοί πλούσιοι Αμερικανοί, λοιπόν, στο πλαίσιο του Instant Gratification –που είναι κάτι σαν το δικό μας «άντρα θέλω, τώρα τόνε θέλω»– δημιούργησαν μια αγορά στην Καλιφόρνια με τιμές πολύ πιο υψηλές ακόμη και από τα πιο βαριά γαλλικά ονόματα.

Ίσως αυτή η θεωρία –των δύο αριστοκρατιών– να εξηγεί γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε δει ακόμα κρασιά σε πολύ υψηλές τιμές, αφού ηχεί ακόμα στα αυτιά μας το «Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά». Βέβαια, αν έπρεπε να βάλω στοίχημα για το σημείο που θα μας δώσει πανάκριβα ελληνικά κρασιά, τα οποία θα εξαντλούνται μέσα σε βδομάδες, θα έλεγα το εξής: Σαντορίνη.  Αν όλα πάνε κατ’ ευχήν για το ελληνικό κρασί, ο μέσος Έλληνας οινόφιλος –τα χρόνια που έρχονται– δεν θα μπορεί να αγοράσει μία φιάλη Σαντορίνη, όπως ακριβώς ο μέσος Γάλλος δεν μπορεί να αγοράσει μία φιάλη Pomerol.

 

CALIFORNIA | TRAVEL USA | τεύχος 3

Tην έχουν αποκαλέσει «Disneyland του κρασιού». Ο χαρακτηρισμός σαφώς την αδικεί, αν και πραγματικά η Napa Valley είναι η χαρά κάθε λάτρη του κρασιού. Και όχι μόνο. Δεν είναι ανάγκη να συγκαταλέγεται κανείς στους γνώστες για να καταλάβει τη μαγεία αυτής της υπέροχης κοιλάδας της Καλιφόρνιας, η οποία μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, χάρη κυρίως στις προσπάθειες του θρυλικού πλέον Ρόμπερτ Μοντάβι, κατάφερε να αναδειχθεί σε μία απο τις πιο σημαντικές οινοπαραγωγούς περιοχές του κόσμου. Όσοι λατρεύουν την υψηλή γαστρονομία βρίσκουν εδώ τον παράδεισό τους, καθώς η Νάπα διαθέτει τα περισσότερα βραβευμένα με αστέρια Michelin εστιατόρια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη.

Yψηλή γαστρονομία, λοιπόν, υπέροχα κρασιά και όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον απίστευτα φιλικό, με τη γνωστή απλότητα που χαρακτηρίζει τους Αμερικανούς. Εδώ δεν συναντά κανείς ύφος χιλίων καρδιναλίων ούτε διάθεση επίδειξης γνώσεων γύρω από το κρασί και τη γαστρονομια. Αντιθέτως, μια διάθεση ανοιχτή σε όλους, γνώστες και μη, μυημένους ή όχι στον κόσμο του κρασιού. To τοπίο θυμίζει σε πολλά σημεία Ελλάδα. Με μια μεγάλη διαφορά. Όπου και να γυρίσει κανείς το βλέμμα του, πουθενά δεν θα αντικρίσει την παραμικρή ασχήμια. Τα πάντα είναι περιποιημένα, προσεγμένα μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια, στημένα έτσι ώστε να ικανοποιούν όλες τις αισθήσεις του επισκέπτη. Η St Helena  Highway, ο βασικός οδικός άξονας της περιοχής, γύρω από τον οποίο  απλώνονται χιλιόμετρα αμπελώνων, περνά μέσα από μικρές πόλεις, όπως η Oakville, το Rutherford, η Υοuntville. Παντού συναντά κανείς υπέροχα μικρά μαγαζάκια, καφέ, εστιατόρια, ακόμη και τα βενζινάδικα είναι σαν βγαλμένα απο σκηνικό…

Arista Winery

Έχοντας επιλέξει να μείνουμε στη Sonoma, γειτονική στη Napa  περιοχή, η οποία, αν και λιγότερο διάσημη, παράγει επίσης εξαιρετικά κρασιά, είχαμε την ευκαιρία να εξερευνήσουμε  αμπελώνες και οινοποιεία που παράγουν κυρίως Pinot Noir και Riesling. Το Arista, ένα boutique οινοποιείο το οποίο παράγει εξαιρετικά Pinot Noir, ήταν ο πρώτος μας σταθμός φτάνοντας απογευματάκι στη Sonoma. Ένα ξύλινο χαμηλό κτίριο, περιτριγυρισμένο από έναν υπέροχο ιαπωνικό κήπο, το τέλειο σκηνικό για την πρώτη γευστική δοκιμή, η οποία περιλάμβανε τέσσερα κρασιά. Ξεκινήσαμε με ένα Riesling, δοκιμάσαμε δύο εξαιρετικά Pinot Noir και ολοκληρώσαμε με ένα Zinfandel, την τοπική ποικιλία της Καλιφόρνιας.

Ridge Vineyards

Το πρώτο οινοποιείο της ιστορικής εταιρείας Ridge Vineyards βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μ., σε απόσταση μόλις 10 χιλιομέτρων από το Cupertino της Silicon Valley, και οφείλει την ονομασία του στην κορυφογραμμή του Monte Bello (Ridge = κορυφογραμμή). Εμείς όμως βρισκόμαστε στη Sonoma και έτσι επισκεφτήκαμε το δεύτερο και βορειότερο οινοποιείο Ridge στα Lytton Springs, το οποίο αγοράστηκε από τη Ridge το 1991. Το οινοποιείο είναι χτισμένο με στρώματα άχυρου και με άργιλο από τον αμπελώνα, ενώ λειτουργεί κυρίως με ηλιακή ενέργεια, ακολουθώντας ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Στα Lytton Springs, η Ridge εξειδικεύεται στην παραγωγή αξέχαστων κρασιών από Zinfandel. Δουλεύοντας με πολύ παλιά αμπέλια της παρεξηγημένης μέχρι τότε ποικιλίας, ο 80χρονος σήμερα Paul Draper, ένας ζωντανός θρύλος του αμερικανικού κρασιού και οινοποιός της Ridge από το 1969, κατάφερε να δημιουργήσει πραγματικά αριστουργήματα από Zinfandel με τη γνωστή «hands-off» προσέγγιση που τον έκανε διάσημο. Βέβαια η ετικέτα «Monte Bello Cabernet Sauvignon» από την εκμετάλλευση του Monte Bello αποτελεί μέχρι και σήμερα τη σημαία της Ridge καθώς ‒πέραν της αναμφισβήτητης αξίας του‒ η εσοδεία του 1971 έλαβε εξαιρετικές κριτικές στη Γευστική Δοκιμή του 1976 στο Παρίσι.

 

Kendall-Jackson

Οκτώ χιλιόμετρα βόρεια της Santa Rosa βρίσκεται το tasting room Kendall-Jackson, ενός από τα μεγαλύτερα οινοποιεία των ΗΠΑ, το οποίο όμως ‒παρά το μέγεθός του‒ φέρει κουλτούρα μικρού παραγωγού. Το 1974 ένας δικηγόρος από το Σαν Φρανσίσκο, ονόματι Jess Jackson, και η γυναίκα του Jane Kendall μετέτρεψαν ένα χωράφι 320 στρεμμάτων με αχλαδιές και καρυδιές σε αμπελώνα. Φυσικά, δεν πείραξαν τα δέντρα και έτσι σταφύλια, αχλάδια και καρύδια αλλά και κάθε είδους λαχανικά, βότανα και φρούτα καλλιεργούνται και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για την τροφοδοσία του οινοποιείου. Καθώς αυτή ήταν η τελευταία στάση μας για εκείνη την ημέρα, επιλέξαμε γευσιγνωσία των κρασιών με συνοδεία φαγητού με φρέσκες πρώτες ύλες από τον κήπο. Ο σεφ ξεκίνησε σερβίροντάς μας το ταίριασμα για τα δύο πρώτα κρασιά: για το Sauvignon Blanc ένα μικρό ποτηράκι με φάβα βελουτέ με λεμονοχυμό και ελαιόλαδο, και για το Chardonnay μια βάση ζύμης με τυρί κρέμα και αυγοτάραχο. Πιο παχύ κρασί, πιο παχύ ταίριασμα! Συνεχίζουμε με το ταίριασμα για τα κόκκινα: καπνιστό ζαμπόν και τυρί Carmody για το Pinot Noir, ενώ τα Syrah και Cabernet Sauvignon, που έχουν πιο γεμάτο σώμα και έντονη προσωπικότητα, συνδυάστηκαν αντίστοιχα με ψιλοκομμένη χοιρινή πανσέτα με σάλτσα BBQ και με κομματάκια χοιρινού τυλιγμένα σε ένα φύλλο μαρουλιού. Φύγαμε χαρούμενοι, σκεπτόμενοι πόσο πολύ έχει προχωρήσει η γαστρονομία και η κουλτούρα του κρασιού στην Αμερική!

Château Montelena

Η επόμενη ημέρα μάς αποκάλυψε την ομορφιά της περιοχής σε όλο της το μεγαλείο. Κατευθυνόμενοι προς το ιστορικό Château Montelena, βλέπαμε σταδιακά την πρωινή ομίχλη που καλύπτει τους αμπελώνες να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση της σε έναν λαμπερό ήλιο και μια ευχάριστη θερμοκρασία. To Château Montelena, ένα από τα σημαντικότερα και παλαιότερα οινοποιεία της Napa, έχει ιστορία που ξεκινάει από το 1882, όταν ένας επιχειρηματίας από το Σαν Φρανσίσκο αγόρασε μια έκταση 102 εκταρίων στους πρόποδες του βουνού Saint Helena στην Calistoga, τη βορειότερη υποζώνη της Napa. Το Château χτίστηκε μέσα σε δέκα χρόνια, στα πρότυπα των γαλλικών πύργων, και λειτούργησε αρχικά με οινοποιό γαλλικής καταγωγής.

Η γειτονική λίμνη Jade και οι κινέζικοι κήποι δημιουργούν ένα υπέροχο σκηνικό, ενώ μεγάλο κομμάτι του ιστορικού Château καλύπτεται από κισσούς που το κάνουν να δείχνει ακόμα πιο ατμοσφαιρικό. Δοκιμάσαμε όλα τα κρασιά, τα οποία κινούνταν σε ένα κομψότατο ευρωπαϊκό στυλ, ενώ μια φιάλη Montelena Chardonnay του 1973 παρουσιάζεται σε ειδικές προθήκες, καθώς βαθμολογήθηκε ως το καλύτερο λευκό κρασί στη Γευστική Δοκιμή του Παρισιού το 1973.

 

Chapellet Winery

Κρυμμένο μακριά από τη βασική οδική αρτηρία, το μικρό αυτό οινοποιείο κατασκευάστηκε το 1968 από τον Don και τη Molly Chapellet και είναι από τα λίγα της περιοχής που παράγουν κρασί από αμπελώνες φυτεμένους σε υψόμετρο. Χτισμένο στην κορυφή των Pritchard Hills, όπου το ζευγάρι φύτεψε τους πρώτους του αμπελώνες το 1967, το ξύλινο κτίριο με την επιβλητική του σκάλα στη μέση αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δείγματα boutique οικογενειακού οινοποιείου στην περιοχή. Η παραγωγή του είναι σχετικά μικρή για τα δεδομένα της Καλιφόρνιας, μόλις 71.000 κιβώτια, ό,τι δοκιμάσαμε ωστόσο ήταν πραγματικά εξαιρετικό. Ειδικότερα το Cabernet Las Piedras του 2013 και το Chardonnay του 2014. Οι ετικέτες ορισμένων κρασιών του κτήματος σχεδιάζονται από τη μεσαία κόρη του ζεύγους, το οποίο έχει αρχίσει σιγά-σιγά να παραδίδει τα σκήπτρα της επιχείρησης στη δεύτερη γενιά.

Inglenook Winery

Αφήσαμε πίσω το Chappellet πραγματικά με μισή καρδιά ‒καθώς ήταν από εκείνα τα μέρη που θέλεις να μείνεις για πάντα‒ για να κατευθυνθούμε προς το highlight της ημέρας μας, το οινοποιείο Inglenook, το τελευταίο απόκτημα του διάσημου σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Eκεί, καθισμένοι σε άνετους καναπέδες –σε αντίθεση με τα μπαρ στο όρθιο που είχαμε έως τώρα συναντήσει‒ μέσα σε μια επιβλητική αίθουσα δοκιμών, διακοσμημένη με ξύλινες βιβλιοθήκες, υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής, γευτήκαμε με τη συνοδεία υπέροχων τυριών το εξαιρετικό λευκό Βlancaneaux 2014 από τις ποικιλίες Viognier, Marsanne και Rousanne, το ερυθρό RC Reserve Syrah 2013 και το επίσης εξαιρετικό Cabernet Sauvignon 2013. Α real treat, που λένε και οι Αμερικανοί, μια καταπληκτική εμπειρία, μέσα σε ένα ιστορικό οινοποιείο το οποίο κατασκευάστηκε το 1881 από τον Φινλανδό έμπορο γούνας Gustave Ferdinand Niebaum. Και φυσικά η σύγκριση με το άλλο οινοποιείο που διαθέτει ο κ. Κόπολα, το Francis Ford Copola Winery, ήταν αναπόφευκτη.

Copola Winery

Στο πρώτο γευτήκαμε κρασί, στο δεύτερο… πήραμε γεύση από Godfather… Περισσότερο μουσείο των ταινιών του, και κυρίως του «Godfather», και λιγότερο οινοποιείο με την κλασική έννοια, το Francis Ford Copola, το οποίο επισκεφτήκαμε την τρίτη ημέρα παραμονής μας στη Νάπα, αποτελεί έναν must σταθμό, αλλά ίσως και να δικαιολογεί και λίγο τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως  Disneyland του κρασιού. Γεμάτο παραφερνάλια και αντικείμενα από ταινίες, μεταξύ των οποίων και το διάσημο γραφείο στο οποίο καθόταν ο Μάρλον Μπράντο στην αρχική ταινία. Διαθέτει βεβαίως ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της περιοχής, αγαπημένο –λέγεται– και του ίδιου του Κόπολα, όπου τα πιάτα συνοδεύονται από τα γνωστά Cabernet που παράγονται στους εντυπωσιακούς αμπελώνες του…

Braswood Winery

Ένα κτίριο άριστο δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής συναντήσαμε σε αυτό το οινοποιείο, που βρίσκεται στην καρδιά της St Helena. Τα κρασιά του –δοκιμάσαμε ένα ιδιαίτερο Sauvignon Blanc– πραγματικά εξαιρετικά, εκείνο όμως που μας εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι εγκαταστάσεις. Τρία tasting rooms –το ένα υπαίθριο–, αίθουσα τέχνης, αίθουσα που διατίθεται για γάμους και διαθέτει ακόμη και δυνατότητα φιλοξενίας των νεονύμφων, ένα εξαιρετικό εστιατόριο, το οποίο συγκεντρώνει τα μεσημέρια πολλούς από τους παραγωγούς της γύρω περιοχής. Η ιδιαίτερη υψηλή αισθητική που χαρακτηρίζει όλους τους χώρους και η σημασία στη λεπτομέρεια ήταν αυτά που μας εντυπώθηκαν περισσότερο σε αυτό το οινοποιείο, το οποίο είναι πραγματικά σχεδιασμένο για να μυεί τον επισκέπτη στον κόσμο του κρασιού.

Heitz Wine Cellars

Το ράντσο του σημερινού οινοποιείου στους ανατολικούς λόφους της St. Helena στην καρδιά της Napa Valley, στο οποίο διαμένει η οικογένεια Heitz, δεν είναι επισκέψιμο και έτσι οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν νέες και παλιές σοδειές των Heitz Wine Cellars στο tasting room λίγο έξω από τη St. Helena. Εξάλλου, σε αυτό το σημείο βρισκόταν το οινοποιείο από το ξεκίνημά του το 1961. Η δοκιμή των κρασιών προσφέρεται δωρεάν, αντίθετα με τη συνήθη πρακτική στη Napa, κάτι που δημιουργεί την εντύπωση ότι η φήμη και η λαμπρή ιστορία του οινοποιείου δεν έχουν σταθεί εμπόδια στον προσηνή χαρακτήρα του. Το οινοποιείο ιδρύθηκε το 1961 από τον οινολόγο Joe Heitz και τη σύζυγό του Alice, μετά από δεκαετή οινοποιητική μαθητεία του πρώτου ως βοηθού οινολόγου του μεγάλου δασκάλου André Tchelistcheff της Beaulieu Vineyard. Η σημαντικότερη προίκα που άφησε ο Joe Heitz στο κρασί της Καλιφόρνιας είναι η οινοποίηση single-vineyard κρασιών, με σημαντικότερο το Martha’s Vineyard Cabernet Sauvignon, σημαία της Heitz και απαραίτητο λάφυρο των συλλεκτών τα τελευταία 50 χρόνια. Οι φολκλόρ ετικέτες της Heitz δεν έχουν αλλάξει εδώ και δεκαετίες και μαρτυρούν την ιστορία του οινοποιείου. Έκπληξη αποτελεί και το επιδόρπιο Heitz Cellar Ink Grade Vineyard Port από τις πορτογαλικές ποικιλίες Touriga Nacional, Tinta Roriz, Sauzao, Tinta Cao και άλλες.

 Joseph Phelps Vineyards

Μόλις τρία λεπτά από την πασίγνωστη Silverado Trail βρίσκεται ο απαράμιλλης ομορφιάς αμπελώνας της Joseph Phelps Vineyards, ο οποίος απλώνεται ειδυλλιακά στους γύρω λόφους και αποτελεί την πηγή των σταφυλιών που προορίζονται –εν μέρει– για το μυθικό Insignia. Το οινοποιείο ιδρύθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960 από τον Joseph Phelps, ο οποίος αποφάσισε να προβεί σε αλλαγή καριέρας από τις κατασκευές στην οινοποιία. Το 1974 ολοκληρώθηκε το οινοποιείο και κυκλοφόρησε ένα από τα πιο σημαντικά κρασιά των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση του κόσμου: το Insignia. Αποτελεί ένα χαρμάνι τύπου Bordeaux, που για την εσοδεία του 2013 αποτελείται από 88% Cabernet Sauvignon, 5% Petit Verdot, 3% Merlot, 3% Malbec και 1% Cabernet Franc από επιλεγμένα ιδιόκτητα αμπέλια της Napa Valley. Το δεύτερο οινοποιείο της εταιρείας στην ψυχρότερη Sonoma Coast είναι ιδανικό για την καλλιέργεια των ποικιλιών Pinot Noir και Chardonnay, πάντα από ιδιόκτητα αμπέλια.

 Γνωρίζοντας την Καλιφόρνια και το κρασί της

  • Η Καλιφόρνια είναι η πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση πολιτεία των ΗΠΑ. Αν ήταν χώρα, θα ήταν η 8η πλουσιότερη του κόσμου.
  • Με σχεδόν 1.400 χιλιόμετρα ακτής, δέκα μοίρες γεωγραφικού πλάτους και εναλλαγές βουνών, κοιλάδων και πεδιάδων, παρέχει στους οινοπαραγωγούς της αμέτρητες επιλογές για την καλλιέργεια και τη δημιουργία διαφορετικών κρασιών.
  • Έχει οινική ιστορία άνω των 200 χρόνων, παρόλο που πιο γνωστή στο παγκόσμιο κοινό έγινε τα τελευταία 40 χρόνια, μετά το Judgment of Paris του 1976 (*).
  • Παράγει το 90% του κρασιού των ΗΠΑ και καλύπτει το 60% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα.
  • Οι πιο διαδεδομένες ερυθρές ποικιλίες είναι οι Cabernet Sauvignon, Merlot, Pinot Noir, Syrah και Zinfandel.
  • Οι πιο διαδεδομένες λευκές ποικιλίες είναι οι Chardonnay και Sauvignon Blanc.
  • Η πασίγνωστη κοιλάδα της Napa, μόλις 70 χιλιόμετρα βόρεια του Σαν Φρανσίσκο, απλώνεται ανάμεσα σε δύο μεγάλες οροσειρές: τα βουνά Mayacamas, που προστατεύουν τα αμπέλια από το κρύο στα δυτικά, και τα βουνά Vacas, που οριοθετούν και προστατεύουν την κοιλάδα από τη ζέστη της ερήμου στα ανατολικά. Έτσι δημιουργείται ένα απόλυτα ισορροπημένο μεσογειακό κλίμα, ιδανικό για ποικιλίες που χρειάζονται ελεγχόμενη ζέστη για να ωριμάσουν, όπως το Cabernet Sauvignon και το Zinfandel.
  • Το Cabernet Sauvignon της Napa, γνωστό και ως Napa Cab, είναι το αρχέτυπο κρασί, σύμβολο της Napa: ένα πυκνό και φίνο ερυθρό κρασί με αρώματα μαύρων μούρων, φραγκοστάφυλου, βανίλιας, καπνού και σοκολάτας που έχει ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια.
  • Η περιοχή Sonoma, προσκείμενη στον ωκεανό και ακριβώς δυτικά της Napa Valley, είναι ιδανικότερη για τις κομψότερες, βουργουνδικές ποικιλίες Pinot Noir και Chardonnay οι οποίες απαιτούν κρύο, καθώς ευνοείται από τα κρύα ρεύματα αέρα του Ειρηνικού, που δεν ανακόπτονται από τα βουνά, αλλά και την ομίχλη που μεταφέρει δροσιά στα αμπέλια.

(*) Το γνωρίζατε;

Το 1976, ένας Βρετανός έμπορος κρασιών, ο Steven Spurrier, διοργάνωσε στο Παρίσι μια τυφλή γευστική δοκιμή μεταξύ των κορυφαίων γαλλικών και καλιφορνέζικων κρασιών. Οι κριτές ήταν όλοι Γάλλοι και προς έκπληξη όλων ανέδειξαν κορυφαία κρασιά τα καλιφορνέζικα, τόσο στην κατηγορία των λευκών (Λευκές Βουργουνδίες κόντρα σε Chardonnay της Napa) όσο και των ερυθρών κρασιών (Ερυθρά Μπορντό κόντρα σε Cabernet Sauvignon της Napa). Από τη στιγμή εκείνη, τα κρασιά από την Καλιφόρνια μπήκαν για τα καλά στον παγκόσμιο οινικό χάρτη, ενώ η ίδια η δοκιμή έγινε και ταινία («Bottle Shock», 2008) αν και δεν προβλήθηκε ποτέ στις γαλλικές αίθουσες.

 

Θάλεια Καρτάλη 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΑΣ | ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΚΑΤΣΑΤΟΥ | τεύχος 3

Το πρώτο κρασί που έβγαλε ο Γιώργος Σκούρας στην αγορά το 1988 ήταν ο Μέγας Οίνος. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποκαλύπτει κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Ο «ταλαντούχος κύριος Σκούρας» μοιάζει με τα κρασιά του, είναι δυναμικός, ευθύς, πολύπλοκος, γεμάτος από Νεμέα, με κάποιες νότες από Γαλλία.Του αρέσει πάντα να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά και το έχει αποδείξει κατεβάζοντας στο γήπεδο νέους παίκτες ‒βλέπε Stelvin και Solera‒ ενώ ο αιφνιδιασμός φαίνεται ότι είναι στο αίμα του… Με το που γνωριστήκαμε, στην παρατήρησή μου πώς και είναι τόσο άνετος με τον φωτογραφικό φακό, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.«Μα είναι γνωστό ότι όσοι ασχολούμαστε με το κρασί είμαστε και λίγο ψώνια…» Η συνέχεια της κουβέντας μας ήταν, όπως σωστά μαντεύετε, άκρως ενδιαφέρουσα.

Ο Γιώργος Σκούρας και η οικογένειά του δεν είχαν σχέση με το κρασί. Βρέθηκε στη Γαλλία σε ηλικία 18 ετών για να σπουδάσει Χημεία. «Εκεί ανακάλυψα το κρασί, εκεί είδα όλη την εικόνα αμπέλι, châteaux, ανθρώπους του κρασιού, μπουκάλια, ποτήρια και αποφάσισα ότι θέλω να είμαι μέρος αυτής της εικόνας. Δεν είχα ιδέα για το πού έμπλεκα, είναι σαν κάποιον που δεν ξέρει να κάνει μπάνιο και βουτάει στο νερό. Τα νερά ήταν αχαρτογράφητα, όμως είχα τεράστιο πείσμα και τώρα μπορώ να πω ότι πήρα τη σωστή απόφαση.

Όταν μπαίνει κάποιος στην παγκόσμια οικογένεια του κρασιού, νιώθει ότι μπαίνει ένα σαράκι μέσα του και τον μπολιάζει και δεν μπορεί να ξεφύγει. Εκτός από Νεμέα, κουβαλά και πολλή Γαλλία μέσα του, στον τρόπο που μιλάει, που σκέφτεται… Οι Ιταλοί λένε ότι το κρασί φτιάχνεται στο οινοποιείο και οι Γάλλοι ότι φτιάχνεται στο αμπέλι, και ο Γιώργος Σκούρας είναι της γαλλικής σχολής. Πιστεύει στο αμπέλι και δηλώνει ότι από αυτό θα γραφτούν οι επόμενες σελίδες του ελληνικού κρασιού.

«Τα αριστουργήματα τα επόμενα χρόνια θα έρθουν από οικογένειες που έχουν 50 ή 100 στρέμματα και βγάζουν 100 χιλιάδες μπουκάλια κρασί δουλεύοντας σκληρά και με μεγάλη προσήλωση στο αντικείμενο. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει. Είναι όπως το λέει το ποίημα, «ένα τέκνο ώριμο της ανάγκης», που δημιουργήθηκε από τις καταστάσεις που ζούμε και κυρίως από ανθρώπους που ξαναγυρίζουν στις περιουσίες τους και προσπαθούν να κερδίσουν τις ζωές τους. Και γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε αυτή την έκρηξη. Φανταστείτε ότι το 2007 είχαμε πεντακόσιες επιχειρήσεις κρασιού και το 2016 χίλιες! Και αν θέλουμε να λεγόμαστε οινική χώρα, θα πρέπει να έχουμε 3 χιλιάδες οινοποιητικές επιχειρήσεις. Στη Βουργουνδία, π.χ., σε ένα χωριό υπάρχουν 700 σπίτια και είναι 700 οινοποιεία.

 Όσοι σας γνωρίζουν λένε ότι βοηθάτε πολύ τους νέους ανθρώπους.

Χαιρόμαστε να βλέπουμε παίκτες στην αγορά. Τρελαινόμαστε εμείς οι παλαιότεροι να ανεβαίνει ο πήχυς ψηλά, γιατί όσο ανεβαίνει τόσο ανεβαίνει και η πρόκληση για εμάς. Την ίδια ώρα που λέω ότι χαίρομαι για τα νέα παιδιά του κρασιού, την ίδια ώρα πονάω γιατί ξέρω τι θα τραβήξουν, αλλά όσοι επιβιώσουν θα είναι το νέο κύτταρο της χώρας. Όμως η Ελλάδα της ουσίας, το αγροτικό προϊόν της Ελλάδας, είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός, θέλει γερά μυαλά και ανθρώπινο δυναμικό που να ξεφύγει από την κρίση. Δεν θα σταματήσω να λέω ότι δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την κρίση.  Όταν ξεκίνησα εγώ την επιχείρησή μου, έπαιρνα δάνειο με 33%.  Τι να μου πει εμένα η κρίση τώρα. Κάθε εποχή έχει τις δικές της δυσκολίες και μπροστά σε κάθε δυσκολία ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει.

 

Θα σκεφτόσασταν να ασχοληθείτε με την πολιτική, όπως ο Γιάννης Μπουτάρης;

Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να ασχοληθώ με την πολιτική. Η πολιτική μου θα είναι πάντα η πολιτική του κρασιού. Ο μόνος λόγος που βρέθηκα μπροστά στα φώτα πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνουείναι η απόσυρση αυτού του επαχθούς μέτρου που ονομάζεται ειδικός φόρος στο κρασί και το οποίο πρέπει να φύγει. Δεν θα σταματήσω αν δεν φύγει… Έχει στρεβλώσει όλη την αγορά.

Αυτή την περίοδο ασχολείται με κάτι καινούργιο. Μια νέα ποικιλία που ονομάζεται Μαυρόστυφο Άργος, μια πολύ παλιά ποικιλία της Αργολίδας με την οποία, όπως χαρακτηριστικά λέει, ετοιμάζονται να κάνουν τρελά πράγματα, γιατί κάθε φορά που η ομάδα του αποφασίζει να κάνει νέα πράγματα, προκαλεί αίσθηση. «Σε όλα όσα κάνω έχω στρατηγική. Εγώ ξεκίνησα να κάνω Cabernet, γιατί χρειαζόμουν ένα διαβατήριο για τις παγκόσμιες αγορές. Πού να ξέρουν τι θα πει Αγιωργίτικo… Oταν λοιπόν έβλεπαν Cabernet ελληνικό, απορούσαν όταν το δοκίμαζαν. Όμως έλεγαν “μπράβο σας”. Μην ξεχνάτε ότι όλες οι μεγάλες οινοποιητικές περιοχές της Ευρώπης κάτι χρειάστηκαν έτσι ώστε να γίνουν σπουδαίες. Όταν όμως εμείς παράγουμε Syraz και σε έναν παγκόσμιο διαγωνισμό παίρνει την πρώτη θέση, τότε αποδεικνύεις ότι στην Ελλάδα μπορείς να κάνεις καλά μια ξένη ποικιλία και μπαίνεις ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη. Τώρα, σε ό,τι αφορά την ξένη αγορά, σαφέστατα τα όπλα μας λέγονται ελληνικές ποικιλίες. »Το “ακριβό” ελληνικό κρασί, δηλαδή το κρασί των 15-20 ευρώ, είναι το καλύτερο κρασί του κόσμου. Αν αυτό το κρασί είχε μια άλλη χώρα στην πλάτη του, θα έκανε από 40 έως 100 ευρώ. Το φθηνό ελληνικό κρασί όμως έχει θέμα.

Θα μπορούσε η Νεμέα να γίνει η Τοσκάνη της Ελλάδας;

Η Νεμέα θα μπορούσε να γίνει δυνατό χαρτί στον οινοτουρισμό. Απλώς κοιμάται γιατί έχει μια μεγάλη Αθήνα δίπλα, με πολλά πράγματα να δει κάποιος. Αλλά εμείς έχουμε ιστορία και ένα προϊόν το οποίο πουλάμε και πάει και πολύ καλά. Οι οινοποιοί είναι κιμπάρηδες. Είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι επιχειρηματίες, αλλά δεν φτιάχνουν εργοστάσια, φτιάχνουν οινοποιεία. Εγώ έχω δαπανήσει πολλά χρόνια από τη ζωή μου στην ανάπτυξη του οινοτουρισμού και ξέρω καλά ότι πρέπει να δέσουν τα κομμάτια της αισθητικής και τα πρακτικά. Ταξιδεύουμε και βλέπουμε τι γίνεται στο εξωτερικό. Από το μικρότερο έως το μεγαλύτερο οινοποιείο μπορεί να υπάρξει αυτή η δομή, ο ρυθμός, η αρχιτεκτονική που να αντανακλά το ωραίο.

Στο εξωτερικό πώς πάνε τα πράγματα; Έχετε επενδύσει χρόνο και κόπο στην εξωστρέφεια του ελληνικού κρασιού;

Στο εξωτερικό με πολύ σκληρό αγώνα προσπαθούμε να κερδίσουμε μια φωλιά. Στην Αμερική έχει αρχίσει να φαίνεται η δουλειά που ξεκινήσαμε εδώ και χρόνια, σε μια αγορά που μόνο ανεβαίνει και είναι τεράστια. Έχει χώρο για όλους και πρέπει να πάμε όλοι μαζί και να πιέσουμε για να μπορέσουμε να την κατακτήσουμε και να δημιουργήσουμε τη δική μας κατηγορία.

Με το χύμα κρασί τι γίνεται; Το χύμα ως έκφραση έχει καταργηθεί. Είναι οι περίφημοι ασκοί οι οποίοι κυκλοφορούν και στη συνέχεια γίνονται χύμα. Δεν είναι θέμα πληγής, είναι το ότι υπάρχει καλό κρασί και κακό κρασί, η αγορά σήμερα δυστυχώς απ-εμφιαλώνεται. Η κακή οικονομική συγκυρία ωθεί σε μια κατάσταση αγοράς εκτός φιάλης. Προκαλεί ανησυχία, ειδικά σ’ εμάς που έχουμε βάλει πολλά χρόνια από τη ζωή μας να φτιάξουμε αυτό το έργο. Η απάντηση στο χύμα είναι μία: επώνυμο ελληνικό κρασί, από όπου κι αν προέρχεται.

 Έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια, κρασί συναδέλφου;

Ναι. Για παράδειγμα, έκανε ο Σιγάλας τα Επτά Χωριά.  Οινοποίησε σταφύλια (100% Ασύρτικο) από επτά διαφορετικά χωριά της Σαντορίνης, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χωριού αλλά και συνολικά το terroir της Σαντορίνης. Ήθελα και εγώ να κάνω το ίδιο με τα αμπελοτόπια της Νεμέας είχα ξεκινήσει μάλιστα, αλλά με πρόλαβε. Χάρηκα όμως, και αυτό είναι το σημαντικό. Υπάρχουν πάρα πολλά ελληνικά κρασιά τα οποία μου αρέσουν πολύ και πολλοί συνάδελφοι για τους οποίους τρέφω μεγάλο σεβασμό.

 Θα θέλατε τα παιδιά σας να συνεχίσουν τη δική σας πορεία;

Όλοι θέλουν τα παιδιά τους να είναι ευτυχισμένα, οι δικές μας οι δουλειές όμως, κακά τα ψέματα, είναι σκληρές, είναι δουλειές με αφοσίωση. Εκεί στο οινοποιείο είναι σαν να έχεις κλείσει δέκα καλόγερους που όλη μέρα προσκυνούν το κρασί και το αμπέλι. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι είναι ένα βαρύ φορτίο, γιατί η γη είναι ένα βαρύ φορτίο. Χαίρομαι πολύ που τα παιδιά μου αγαπούν το κρασί, γιατί τέτοιες επιχειρήσεις, αν δεν έχουν νοιάξιμο, έχουν πρόβλημα. Επομένως, ναι, θέλω να ασχοληθούν και ελπίζω να δούμε ωραία πράγματα.

 

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ: Στο Άργος

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Παντρεμένος με την Ουρανία Ποταμιάνου. Έχουν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και τη Στέλλα.

ΣΠΟΥΔΕΣ: Στην Dijon της Γαλλίας, οινολογία.

ΖΕΙ: Μόνιμα στο Άργος.

ΧΟΜΠΙ: Πάθος με τη θάλασσα, ταξίδια με το φουσκωτό, ιστιοπλοΐα, ψάρεμα, σπορ.

ΜΟΤΟ  «Να είσαι όποιος θέλεις και όπου θέλεις.»

 

 

 

 

 

 

 

COOCOOVAYA | ΑΘΗΝΑ | τεύχος 3

 H Cookoovaya είναι γιορτή, είναι ένα καθημερινό πανηγύρι και οφείλει να είναι φασαριόζικο: γέλια και μαχαιροπίρουνα και πιάτα συνθέτουν τη μελωδία κάθε ημέρας. Οι μάγειροι Σπύρος Λιάκος, Βαγγέλης Λιάκος, Περικλής Κοσκινάς, Νίκος Καραθάνος και Μάνος Ζουρνατζής επέλεξαν τον φωτεινό χώρος της οδού Χατζηγιάννη Μέξη 2Α και προσφέρουν τα καλύτερα της ελληνικής κουζίνας,  όπως προκύπτει μέσα από τα βιώματα, την έμπνευση και την πρώτη ύλη που τους εμπιστεύονται εκλεκτοί παραγωγοί. Η φιλοσοφία της Cookoovaya θέλει την παρέα να μοιράζεται τα πιάτα: να δοκιμάζει, να γεύεται, να απολαμβάνει. Το μενού αλλάζει όσο αλλάζει η εποχή, όσο εξελίσσεται η κουζίνα. 

 

Ζεστή πατατοσαλάτα

Ένα φθινοπωρινό πιάτο που σε κάθε μπουκιά έχει τη νοστιμιά ετερόκλητων υλικών

Υλικά

80 γρ. πατάτες baby

½ λουκάνικο Καρδίτσας χωρίς τη μεμβράνη

100 γρ. σπανάκι

80 γρ. φρέσκα βασιλομανίταρα

1 κουταλιά ελαιόλαδο

½ κουταλιά βούτυρο αγελάδας

1 φρέσκο κρεμμύδι

1 ξερό κρεμμύδι

½ κόκκινη πιπεριά

½ πράσινη πιπεριά

1 αυγό

Μαϊντανός

Αλάτι, κόκκινο και μαύρο πιπέρι

Εκτέλεση

Πλένουμε καλά και βράζουμε τις baby πατάτες. Αφαιρούμε από το λουκάνικο την εξωτερική μεμβράνη. Κόβουμε τα μανιτάρια σε φέτες.

Σε αντικολλητικό τηγάνι ζεσταίνουμε το λάδι και το βούτυρο. Ρίχνουμε τις βρασμένες πατάτες κομμένες και με τη φλούδα τους, το λουκάνικο, τα μανιτάρια και το κρεμμύδιι, αλαταοπιπερώνουμε και τσιγαρίζουμε για μερικά λεπτά. Αφού τσιγαριστούν, ρίχνουμε το κρεμμύδι, τις πιπεριές και το σπανάκι. Μόλις σβήσουμε το μάτι, ρίχνουμε το φρέσκο κρεμμύδι και το σπανάκι καθώς και τα φρέσκα αρωματικά της αρεσκείας σας. Βράζουμε ένα αυγό για τρία λεπτά.

Σερβίρισμα

Σ’ ένα μεγάλο πιάτο, ρίχνουμε την ζεστή πατατοσαλάτα απευθείας από το τηγάνι. Καθαρίζουμε το μελάτο αυγό και το τοποθετούμε στην κορυφή της πατατοσαλάτας. Σπάμε τον κρόκο και ανακατεύουμε την ζεστή πατατοσαλάτα.

Ο SOMMELIER ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Ο συνιδιοκτήτης της Cookoovaya, Κλεομένης Ζουρνατζής, εκτός από τα εμφιαλωμένα house wines Cookoovaya (Ασύρτικο, Μαλαγουζιά, Ροζέ Syrah ), προτείνει δυο δροσερά κρασιά για να συνοδεύσουν τη ζεστή πατατοσαλάτα.

Whispering Angel, Caves d’ Esclans, Domaine Sacha Lichine, Cotes de Provence Rose 2015

Ένα εξαιρετικά δημοφιλές ροζέ από την Προβηγκία, ένα γαλλικό κρασί με όνομα αγγλικό και γεύση μοναδική.  Ξηρό και μετρίου σώματος το ροζέ με τραγανή οξύτητα φέρνει στον ουρανίσκο γεύσεις ώριμων κόκκινων φρούτων & λευκών λουλουδιών.

Νυχτέρι 2014, Οινοποιείο Χατζηδάκη , Σαντορίνη

Από τη Σαντορίνη και σε υψόμετρο 100 και 300 μέτρα, το ασύρτικο «Νυχτέρι» συνοδεύει ιδανικά τη ζεστή πατατοσαλάτα. Οινοποιημένο σε ξύλινες δεξαμενές, το «Νυχτέρι» χαρίζει στην μύτη τον χαρακτηριστικό φρουτώδη χαρακτήρα του ασύρτικου αλλά και έντονη γεύση και μακρά επιγεύση.

 

Info

Χατζηγιάννη Μέξη 2α, Αθήνα

Τηλ.: 2107235005

www.cookoovaya.gr

Chef Σπύρος Παυλίδης

 

 

 

 

NOBU MATSUHISA | ΑΘΗΝΑ | τεύχος 3

Το Matsuhisa  έφερε στην Αθήνα την ήρεμη δύναμη της Ιαπωνικής κουλτούρας και τη γοητεία της ανατολικής φιλοσοφίας.  Με θέα που κυριολεκτικά σου κόβει την ανάσα – φιλοξενείται στον Αστέρα – έγινε διάσημο παγκοσμίως, πέραν όλων των άλλων για όλα τα signature dishes όπως το black cod. Ουσιαστικά καθιερώθηκε ως Leader της Ιαπωνικής κουζίνας, χάρη στον Nobu έναν από τους πιο αναγνωρισμένους σεφ σε όλο τον κόσμο. Η φιλοσοφία του εστιατορίου είναι η αναζήτηση και η στόχευση  άριστων πρώτων  υλών βάσει της εποχικότητας και της διαθεσιμότητας. Αναζήτηση και σε ελληνικά προϊόντα τα οποία συνδυάζονται αριστοτεχνικά με την Ιαπωνική φιλοσοφία από τους δύο σεφ, τον Βασίλη Παπαθεοδώρου (Head Chef της ζεστής κουζίνας) και τον Τόνυ Βρατσάνο(Head Sushi Chef). Λιτότητα, Απλότητα, Καθαρότητα αυτά είναι τα τρία χαρακτηριστικά της κουζίνας του Matsuhisa. Οποιοδήποτε νέο υλικό μπαίνει στο εστιατόριο  μαγειρεύεται για να δώσει ένα τελικό αποτέλεσμα που θα καταφέρει να καθιερωθεί. Να γίνει πιάτο που θα είναι καθαρά “Nobu style”.

ΥΛΙΚΑ

‏1 μέτριο φαγκρί

‏15 ml γιούζου (yuzu)*

‏15 ml ελαιόλαδο

‏8 γρ. dry miso

‏λίγο σχοινόπρασο, ψιλοκομμένο

‏τσιπς σκόρδου

‏micro greens

‏1/4 ντοματίνι, για food styling

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

‏Κόβουμε σε λεπτές φέτες το φαγκρί (περίπου 9 φέτες). Aπλώνουμε κυκλικά στο πιάτο τις φέτες του ψαριού (περίπου 8 γρ. η φέτα). ‏Ρίχνουμε το yuzu και στη συνέχεια το ελαιόλαδο για να απλώσει καλύτερα. ‏Στη συνέχεια προσθέτουμε το dry miso, το σχοινόπρασο, τα τσιπς και τα micro greens. Τελειώνουμε με τα ντοματίνια για styling. ‏*To yuzu είναι φρούτο από την Ιαπωνία, ανήκει στην οικογένεια των εσπεριδοειδών και μοιάζει με μανταρίνι ή λεμόνι.

‏Ο SOMMELIER ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

‏Η Μαριάννα Λαναρά, Beverage Manager/Sommelier του Matsuhisa Athens, προτείνει δύο δροσερά κρασιά για να συνοδεύσουν το

‏Seabream with dry miso:

‏1) Νυχτέρι Βενετσάνου

‏Ένα πολύ ιδιαίτερο κρασί, που αποτυπώνει τα μοναδικά χαρακτηριστικά τόσο της Σαντορίνης όσο και των ποικιλιών Ασύρτικο, Αθήρι και Αηδάνι. Η φυσική υψηλή του οξύτητα τονίζεται ακόμα περισσότερο σε συνδυασμό με το yuzu που εμπεριέχεται στο πιάτο και κορυφώνεται με τα έντονα αρώματα εσπεριδοειδών και βανίλιας! Η ορυκτότητα και η λεμονάτη επίγευση παραμένουν για αρκετή ώρα στον ουρανίσκο, κάνοντας τον συγκεκριμένο συνδυασμό ιδιαίτερα απολαυστικό!

‏Και για τους λάτρεις των γαλλικών κρασιών προτείνουμε:

‏Baron Del Pouilly Fume

‏Ένα Sauvignon Blanc με ιστορία πολλών ετών. Τόσο η υψηλή οξύτητα όσο και οι νύξεις αχλαδιού και βανίλιας αποτελούν ιδανικό συνδυασμό για το miso στην ξηρή του μορφή. Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως ο ιδανικός συνδυασμός βρίσκεται στα συστατικά που περιβάλλουν την κύρια πρώτη ύλη. Το dry miso είναι ένα υλικό ντελικάτο με πολύ μακρά επίγευση. Η ισορροπία που του προσφέρει ένα ξηρό κρασί, με αρώματα λευκοροδάκινου να μένουν επίσης αρκετή ώρα μετά στο στόμα, απογειώνουν τη συνταγή.

 

PATRIK SHUMACHER | ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΚΑΡΤΑΛΗ | τεύχος 3

Όταν ξεκινά κανείς να μιλάει με τον Πάτρικ Σουμάχερ, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει να κάνει με έναν θεωρητικό της αρχιτεκτονικής. Η συζήτησή μας θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει, όμως η γερμανική πειθαρχία του τον διευκόλυνε να επικεντρωθεί στη σχέση της αρχιτεκτονικής με το κρασί και στην τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, όπου ολοένα και περισσότερα οινοποιεία αναζητούν την προβολή όχι μόνο μέσω του κρασιού που παράγουν, αλλά και μέσω του πρωτοποριακού σχεδιασμού των εγκαταστάσεών τους από διάσημους αρχιτέκτονες. Λάτρης και ο ίδιος των, λευκών κυρίως, κρασιών, με ιδιαίτερη αδυναμία στο Grunevertliner και το Sauvignon blanc, δεν δυσκολεύεται καθόλου να συσχετίσει το κρασί με την αρχιτεκτονική, ως προϊόν το οποίο, «όπως και η αρχιτεκτονική, διαθέτει διαφορετικά επίπεδα εκλεπτυσμού και περιέχει πολλά στοιχεία που συνδέουν την απόλαυση με την πολυτέλεια, την αριστεία και τη δεξιοτεχνία».

 

Έχοντας κατά νου αυτόν τον συσχετισμό, το διάσημο αρχιτεκτονικό γραφείο Zaha Hadid Architects –του οποίου ηγείται ο Πάτρικ Σουμάχερ μετά τον αιφνίδιο θάνατο της Ζάχα Ζαντίντ τον περασμένο Μάρτιο– ανέλαβε το 2001 να σχεδιάσει ένα περίπτερο για το οινοποιείο Lopez de Heredia στη Rioja της Ισπανίας. Επρόκειτο στην ουσία για ένα κέλυφος, το οποίο κάλυψε ένα παλαιότερο κτίριο του οινοποιείου και η κεντρική ιδέα, όπως εξηγεί ο κ. Σουμάχερ, ήταν «μια νέα φιάλη για ένα παλαιό κρασί».

Η ιδέα της φιάλης ως ιδιαίτερου αντικειμένου οδήγησε λίγα χρόνια αργότερα στον σχεδιασμό ενός μπουκαλιού για το περιορισμένης παραγωγής ερυθρό κρασί Ιcon Hill του Αυστριακού παραγωγού Leo Ηillinger. H φιάλη, το σχήμα της οποίας θυμίζει καλλίγραμμη γυναικεία φιγούρα, χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από τη μικρή κοιλότητα που οι εμπνευστές της σχεδίασαν στη βάση της, προκειμένου να συγκεντρώνεται εκεί το οίδημα που δημιουργείται σε ορισμένα ερυθρά κρασιά παλαίωσης.

Τα οινοποιεία, λοιπόν, από βιομηχανικά λειτουργικά κτίρια βλέπουμε σταδιακά, με την επισκεψιμότητα που διαθέτουν, να μετατρέπονται πλέον σε τελετουργικά και εκπαιδευτικά κτίρια, όπου ο επισκέπτης κινείται, βλέπει, οσφραίνεται. Πώς ανταποκρίνεται η μοντέρνα αρχιτεκτονική σε αυτήν τη νέα τάση;

Αναμφισβήτητα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτή την αλλαγή, η οποία ωστόσο δεν αφορά μόνο στον χώρο του κρασιού. Ανάλογες αλλαγές συμβαίνουν και σε άλλες βιομηχανίες, όπως του αυτοκινήτου για παράδειγμα, όπου σταδιακά οι χώροι παραγωγής γίνονται επισκέψιμοι για το κοινό. Πρόκειται για μια γενικότερη τάση κατανόησης της παραγωγής ενός προϊόντος και όχι απλώς την αγορά του. Στον χώρο της γεύσης, είμαστε πλέον όλοι εξοικειωμένοι με την ιδέα της ανοιχτής κουζίνας. Υπάρχουν μέχρι και εστιατόρια που κρεμούν τα κρέατα για να σιτέψουν στην αίθουσα του δείπνου. Έτσι ο πελάτης έχει άμεση σχέση με αυτό που τρώει. Ακόμη και στα σύγχρονα μουσεία υπάρχει πλέον η τάση για προσβάσιμα στο κοινό εργαστήρια αποκατάστασης των έργων τέχνης.

Ως υπέρμαχος της παραμετρικής αρχιτεκτονικής, πιστεύετε ότι μπορεί αυτή να εφαρμοστεί και στον σχεδιασμό σύγχρονων οινοποιείων;

Οι αρχές της παραμετρικής αρχιτεκτονικής με τη χρήση αλγόριθμων για την παραγωγή μοντέλων εφαρμόζονται στα πάντα, από τον σχεδιασμό επίπλων έως τον σχεδιασμό μεγάλων δημόσιων κτιρίων. Σε ό,τι αφορά το κρασί, συγκεκριμένα, μπορεί για παράδειγμα να εφαρμοστεί στον τρόπο οργάνωσης των διαφορετικών τύπων κρασιού στην αποθήκευση και την παρουσίασή τους μέσα σε ένα κελάρι. Η παραμετρική αρχιτεκτονική βασίζεται στην αρχή της σύμπραξης πολλών διαφορετικών στοιχείων που μαγνητίζουν το ένα το άλλο και δημιουργούν μια δυναμική ισορροπία.

Έτσι όπως την περιγράφετε, θυμίζει πολύ την τέχνη της παραγωγής ενός κρασιού, όπου πολλά διαφορετικά στοιχεία συμπράττουν για τη δημιουργία του.

Απολύτως. Άλλωστε ο παραμετρισμός είναι εμπνευσμένος από τη φύση, όπου κανείς δεν οργανώνει τα πράγματα σε επίπεδα πλέγματα. Τα πάντα αποτελούνται από διαδικασίες και στοιχεία που είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Εμείς χρησιμοποιούμε αυτά τα δυναμικά μοντέλα, χρησιμοποιούμε όμως και τη διαδικασία της εξέλιξης προκειμένου να εξελίξουμε τις φόρμες μας. Δεν τις εφευρίσκουμε, τις εξελίσσουμε με σκοπό τη δημιουργία χώρων όπου είναι αισθητή η παρουσία των διαφορετικών στοιχείων, όπως ακριβώς και στη φύση.

Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, ο κ. Σουμάχερ συμφωνεί ότι η χρήση των υλικών, του φωτός, της κίνησης μέσα στον χώρο, ούτως ώστε οι επισκέπτες να έχουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουν όλες τις αισθήσεις που απαιτούνται για να κατανοήσουν το κρασί, είναι τελικά μια πρόκληση για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. «Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, έτσι κι εδώ η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται ως εργαλείο προβολής της ποιότητας και όχι της ποσότητας του προϊόντος, με την επιλογή συγκεκριμένων υλικών και τη δημιουργία μιας εμπειρίας μέσω του συνόλου των αισθήσεων», καταλήγει.

 INFO Πάτρικ Σουμάχερ – Patrik Schumacher

 Γεννήθηκε στη Βόννη το 1961.

 Σπούδασε Φιλοσοφία και Αρχιτεκτονική στη Βόννη, στο Λονδίνο και στη Στουτγάρδη.

 Το 1988 άρχισε να εργάζεται στο αρχιτεκτονικό γραφείο Zaha Hadid Architects.

 To 2015 ανέλαβε τα ηνία του γραφείου, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της Ζάχα Χαντίντ.

 Το Grape τον συνάντησε στην Costa Navarino, όπου συμμετείχε στο Αthens Democracy Forum.

 

 

ΜΙΑ ΣΑΜΠΑΝΙΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΟΥ | ΤΟΥ ΚΩΝ. ΛΑΖΑΡΑΚΗ, MW | τεύχος 2

Στην Ελλάδα η κατανάλωση ερυθρού κρασιού περιορίζεται στους μήνες που έχουν κρύο – δηλαδή το μικρότερο μέρος του χρόνου. Για τους υπόλοιπους μήνες οι κύριες επιλογές μας είναι είτε το λευκό κρασί είτε η μπύρα. Αυτό όμως δεν είναι πρόβλημα του ερυθρού κρασιού. Είναι πρόβλημα δικό μας.

Για να το πω λίγο πιο γλαφυρά, αν πιάσω στα χέρια μου αυτόν που είπε πως το ερυθρό κρασί πίνεται σε θερμοκρασία δωματίου, δεν θα περάσει καθόλου καλά. Το «θερμοκρασία δωματίου» σημαίνει πως, αν θέλουμε να πιούμε μια φιάλη ερυθρού κρασιού, απλά την αφήνουμε να πάρει την θερμοκρασία στο δωμάτιο που σχεδιάζουμε να την καταναλώσουμε.

Ποια όμως είναι αυτή η θερμοκρασία? Για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη μελέτη ανακαλύπτουμε πως η τέλεια θερμοκρασία σε έναν εργασιακό χώρο είναι 22ο C (και αν πέσει κάτω από τους 21ο C τότε τα λάθη τετραπλασιάζονται) ενώ σε ένα σπίτι είναι 24ο C (και αν πέσει κάτω από τους 22ο C τότε οι διενέξεις τριπλασιάζονται). Η διαφορά μεταξύ εργασίας και οικίας υπάρχει επειδή στο σπίτι είμαστε συνήθως πιο ελαφρά ντυμένοι!

Τα κόκκινα κρασιά πρέπει να πίνονται σε θερμοκρασία μεταξύ 16-18ο C.

Αν αυτό δεν σας λέει τίποτα τότε σκεφτείτε το εξής: αν ένα βράδυ έχει 16ο C, τότε μάλλον δεν θα μπορούμε να κυκλοφορούμε αν δεν ρίξουμε ένα σακάκι ή μια ζακέτα πάνω μας. Ας το πάμε και λίγο παρακάτω – αν η θερμοκρασία του χώρου που θα το καταναλώσουμε είναι αρκετά υψηλή, τότε η φιάλη του κόκκινου κρασιού πρέπει να φυλάσσεται ίσως και στους 14ο C, έτσι ώστε, μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας και αφού πέσει στα ζεστά ποτήρια, να είναι στους βαθμούς που το θέλουμε.

Συνεπώς, αν ένα ερυθρό κρασί δεν έχει αποθηκευτεί σε συγκεκριμένο χώρο με ελεγχόμενη θερμοκρασία, τότε θα χρειαστεί να το δροσίσουμε με κάποιον τρόπο πριν το καταναλώσουμε. Αν μάλιστα είχα να επιλέξω μια ένδειξη για το αν έχει ένα εστιατόριο έχει οινική κουλτούρα, αυτή θα ήταν η θερμοκρασία που φτάνουν τα κόκκινα κρασιά στο τραπέζι μας – με το τι ποτήρια χρησιμοποιούν να είναι η δεύτερη πιο σημαντική ένδειξη.

Αν σερβίρετε το ερυθρό κρασί στην σωστή θερμοκρασία θα εντυπωσιαστείτε με το πόσο ευχάριστα θα πάνε κάτω τα ποτηράκια, ακόμη και αν είναι το πιο ζεστό βράδυ του καλοκαιριού. Το δόγμα είναι ένα σε αυτή την περίπτωση: αν το κρασί μας το παραπαγώσουμε τότε η λύση είναι να περιμένουμε λίγα λεπτά να ζεσταθεί. Αν όμως το κρασί φτάσει σε εμάς πολύ ζεστό, τότε την έχουμε πατήσει και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βάλουμε πάγο στα ποτήρια μας.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα, για να έχουμε όλο τον χρόνο τα κόκκινά μας κρασιά σε σωστή θερμοκρασία θα πρέπει να έχουμε επενδύσει σε ένα χώρο με σταθερή την θερμοκρασία που θέλουμε – είτε είναι ένας συντηρητής κρασιών είτε μια ολόκληρη κάβα. Αν δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο, πρέπει πριν πιείτε ένα κόκκινο κρασί να το δροσίσετε με κάποιον τρόπο.

Κατά την διάρκεια του χειμώνα τα πράγματα είναι απλά – το βγάζετε στο μπαλκόνι για μισή ώρα. Τις άλλες εποχές βάζουμε την φιάλη στο ψυγείο για είκοσι λεπτά ή και λίγο παραπάνω. Αν είμαστε σε κάποιο εστιατόριο που σερβίρει τα κόκκινα κρασιά ζεστά, τότε καλό είναι να ζητήσουμε μια σαμπανιέρα με αρκετό νερό και λίγο πάγο. Έστω και πέντε λεπτά θα κάνουν θαύματα.

Φυσικά, αν ζητήσετε σε κάποιον σερβιτόρο σαμπανιέρα για κόκκινο κρασί, ετοιμαστείτε για την απόλυτη κατακραυγή. «Παναγίτσα μου, φαντάσου πόσο άσχετη είναι η μπουμπού»! «Άκου εκεί, σαμπανιέρα για το κόκκινο ο τύπος στο 4! Δεν ξέρει που πάνε και τα 4»!

Ας είναι. Εσείς θα το πιείτε στην τελική και εσείς θα το πληρώσετε…