Taboo | του Κων. Λαζαράκη, MW #18

COVID 19 AND WINE

Κατά τη διάρκεια της καραντίνας είχα την ευκαιρία να διαβάσω αρκετά βιβλία, όχι γιατί είχα πολύ χρόνο την ημέρα, αφού αυτή την περίοδο δούλεψα σχεδόν όσο ποτέ άλλοτε. Το πολύ διάβασμα λάμβανε χώρα τη νύχτα, μια και το κλείσιμο του σχολείου του παιδιού μας μου επέτρεπε να μη σηκώνομαι, κατά το σύνηθες, στις 06.15 και να πέφτω, εντελώς οικειοθελώς, στην παγίδα του «οκ, οκ, οκ, άλλη μία σελίδα και μετά  ΣΙΓΟΥΡΑ  κλείνω  το φως».

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα το είχα αρχίσει λίγο πριν από το lockdown και ήταν το «Μιλώντας με ξένους» (Talking to strangers) του αγαπημένου μου Malcolm Gladwell. Εξαιρετική επιλογή, αφού σε κάθε σελίδα υπήρχε κάτι για να μου τραβήξει την προσοχή και των δύο ημισφαιρίων – γιατί, όπως καταλαβαίνετε, με το ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου διάβαζα το βιβλίο, ενώ με το άλλο σκεπτόμουν το πώς θα οργανώσουμε νέους τρόπους εκπαίδευσης στο WSPC ή το πώς θα σταματήσουμε την ελεύθερη πτώση των πωλήσεων των κρασιών της Aίολος. Κάποια στιγμή που είχα στο μυαλό μου το τελευταίο, ο Gladwell μου έφερε στο πιάτο ένα ενδιαφέρον κομμάτι της γνωστικής θεωρίας, την έννοια του «ζευγαρώματος» (coupling). Ας προσπαθήσω να το πω απλά: κάθε άνθρωπος ζευγαρώνει συμπεριφορές με στοιχεία του περιβάλλοντός του. Aν αυτά τα στοιχεία αλλάξουν, αλλάζουν και οι συμπεριφορές, ακόμα και αν η σχέση δεν είναι προφανής (αν δεν αλλάξουν, τότε δεν έχουμε ζευγάρωμα, αλλά μετατόπιση / displacement).

Aκούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι αν δούμε παραδείγματα. Aς ξεκινήσουμε από κάτι, δυστυχώς, μακάβριο. Η γέφυρα Golden Gate στο Σαν Φρανσίσκο είναι το κορυφαίο σημείο του πλανήτη ως προς την αυτοχειρία. Δεν υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο όπου έχουν αυτοκτονήσει περισσότεροι άνθρωποι. Πάμε τώρα στην ερώτηση-κλειδί: αν κάνουμε κάτι στην Golden Gate και η αυτοκτονία δεν είναι δυνατή, π.χ. βάλουμε δίχτυ, τα άτομα που ήθελαν να τερματίσουν τη ζωή τους εκεί θα έβρισκαν άλλους τρόπους να το κάνουν; Η προφανής απάντηση είναι ναι. Αρκετές έρευνες έδειξαν το αντίθετο. Κάτι στην Golden Gate τράβαγε τους αυτόχειρες, κάτι εκεί τους έδινε μια ώθηση. Με το που έβγαινε η γέφυρα από την εξίσωση, κάτω από το 15% των ατόμων αυτών προσπαθούσε να αυτοκτονήσει με άλλο τρόπο. Άλλο παράδειγμα. Έχουμε μια γειτονιά με ένα σημείο που είναι άντρο πορνείας, ναρκωτικών και εγκληματικότητας. Βάζουμε απλώς ένα περιπολικό να κάθεται στην καρδιά των γεγονότων – σημαντικό είναι να επιμείνουμε όμως! Το λογικό είναι να περιμένουμε το όλο θέμα να πάει λίγα τετράγωνα πιο κάτω, μένοντας το ίδιο. Πολλές πόλεις ξέρουν ότι τέτοια κίνηση θα φέρει αποτελέσματα, ενώ αρκετά άτομα θα αναγκαστούν μέχρι και να «αλλάξουν καριέρα». Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάπου κοντά θα είναι ένα σχολείο, κάπου δίπλα ένα σκοτεινό πάρκο ή μια πλατεία, κάπου ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και όλα συνδυάζονται. Αν η αλυσίδα σπάσει, τότε η δυναμική για εγκληματικότητα πέφτει κατά πολύ. Μην ξεχνάμε τη Νέα Υόρκη μια ασφαλή πόλη ξεκινώντας από αυτούς που δεν πλήρωναν εισιτήριο στο μετρό (απλώς, δεν τους έκοβαν ένα πρόστιμο και «να είστε καλά», αλλά τους έκαναν σωματική έρευνα, τους άφηναν να μουλιάσουν στο κρατητήριο μια νύχτα, παράλληλα με εξονυχιστική εξακρίβωση στοιχείων).

Το μεγάλο οινικό συμπέρασμα των ημερών της καραντίνας είναι το απίστευτο «ζευγάρωμα» του ποιοτικού ελληνικού κρασιού με τους χώρους εστίασης. Με το που έβαλαν λουκέτο εστιατόρια και wine bars, οι πωλήσεις ετικετών από κάποια τιμή και πάνω έφτασαν κοντά στο ανύπαρκτο. Ναι, τα φθηνά κρασιά κάποιων παραγωγών κινήθηκαν (αλλά όχι όλων), τα σούπερ μάρκετ έγραψαν αύξηση (αλλά όταν πας εκεί λίγες φορές λόγω καταστάσεων και έχεις άλλα σημαντικά πράγματα να πάρεις, πού κέφι να κουβαλάς βαριά μπουκάλια κρασί), κάποιες κάβες, ιντερνετικές ή «τουβλάτες», έκαναν καλές δουλειές (αλλά όχι τόσο όχι ήλπιζα). Ό,τι και να έγινε όμως, η εποπτική εικόνα είναι βαθιά μέσα στα κόκκινα.

Σε αρκετές χώρες του εξωτερικού τα πράγματα ήταν διαφορετικά, με εμπόρους της Αγγλίας και της Αμερικής να κάνουν νούμερα Χριστουγέννων στις stay home εβδομάδες, αλλά, δυστυχώς, αυτές οι πωλήσεις προσπέρασαν επιδεικτικά το ελληνικό κρασί. Οι απίστευτα πτωτικές εξαγωγές δείχνουν πως ό,τι έχουν καταφέρει οι Έλληνες οινοπαραγωγοί εκεί έχει γίνει στις πλάτες της επιτόπιας κατανάλωσης. Την επόμενη φορά που οινοποιός της χώρας μας θα πιάσει τον εαυτό του να πάει να σταυρώσει οινοχόο ή εστιάτορα, σε Ελλάδα ή εκτός, θα τον παρακαλούσα να το σκεφτεί διπλά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κακώς κείμενα, φυσικά. Η πτώση των ποιοτικών κρασιών ξάφνιασε την αισιόδοξη φύση μου. «Είσαι που είσαι σπίτι, ζορισμένος, σου αρέσει που σου αρέσει η φιάλη που πίνεις στο εστιατόριο στα Χ ευρώ, μπορείς να την απολαύσεις απόψε και σε χαμηλότερη τιμή»! Η όλη κατάσταση μου έκανε εντελώς αντιδιαισθητική. Έτσι άρχισα να ψάχνω ποια είναι τα σημεία όπου κάνει ο Έλληνας ζευγάρωμα με τις καλές φιάλες κρασιού.

Είναι προφανώς το εστιατόριο. αλλά τι ακριβώς μέσα στην εστιατορική εμπειρία; Οι γεύσεις, που είναι άλλες από αυτές στο σπίτι; Η διάθεση που έχουμε όταν είμαστε έξω; Είναι τα μάτια των άλλων; Αν δεν μας βλέπουν, οι φίλοι μας, ο εραστής μας, ο σερβιτόρος, η μπουμπού από το διπλανό τραπέζι, δεν παίρνουμε απόφαση να το ανοίξουμε το ρημάδι; Μήπως δεν είναι το τι συμβαίνει στο εστιατόριο, αλλά το τι συνέβη σε εμάς την περίοδο της καραντίνας; Ίσως η απομόνωση; Ίσως η  θλίψη; Ίσως το ότι η καρδιά της κατανάλωσης του κρασιού έχει να κάνει με το να νιώθουμε πως ΔΕΝ είμαστε μόνοι;

Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, ακόμα ψάχνω τι μπορεί να συμβαίνει. Πραγματικά θα παρακαλούσα όσοι διαβάζουν και έχουν κάποια καλή ιδέα, να με βρουν στα social media ή στα αντίστοιχα του Grape και να τη μοιραστούν. Η αισιόδοξη φύση μου, όμως, μου λέει πως και εδώ κρύβεται η ελπίδα: όσοι δουλεύουμε για το ποιοτικό κρασί έχουμε δρόμο μπροστά μας! ●

Nάουσα | του Γρ. Μιχαήλου, Dip WSET #18

Ετοιμαζόμουν να προσθέσω ένα ακόμα ταξίδι στο ενεργητικό μου.

Για τις επόμενες περίπου πεντέμισι ώρες θα ήμουν φιλοξενούμενος και χαλαρός στο αναπαυτικό πίσω κάθισμα ενός Golf TSI, στον δρόμο μας για τη Νάουσα. Για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό πήγαινα σε έναν οινικό προορισμό με φίλους. Περισσότερο για να περάσουμε καλά, παρά ως κομμάτι μιας συγκεκριμένης δουλειάς. Δεν λέω, καλοί και οι wine-experts, καλές και οι «καταδρομικές» για να αποκτήσεις την πλήρη εικόνα μιας εσοδείας, αλλά τη Νάουσα είναι καλύτερα απλώς να την απολαμβάνεις. Να δηλώσω εδώ και τώρα ότι αγαπάω πολύ τα κρασιά της Νάουσας, σίγουρα όχι όμως με τον ίδιο τρόπο που αγαπάω, ας πούμε, τη Νεμέα. Νομίζω πως για τη Νάουσα νιώθω περισσότερο σαν μια μάνα που αγαπάει λίγο περισσότερο (αν μπορώ να το πω αυτό) ή και κακομαθαίνει το πιο ευαίσθητο και αδύναμο από τα παιδιά της. Και αυτό είναι κάτι το οποίο ένιωσα από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην περιοχή, αρκετά χρόνια πριν. Ήταν εκείνο το πρώτο ταξίδι, που γκρέμισε ό,τι είχα πλάσει στο μυαλό μου για τη σπουδαία περιοχή μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Διαβάζεις και ακούς τόσες περιγραφές για τη Νάουσα, δοκιμάζεις τα γεμάτα δύναμη Ξινόμαυρά της και φαντάζεσαι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Όλα μεγεθύνονται μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια όμως απέχει σημαντικά. Μπορεί να οδηγείς για σχεδόν μισή ώρα μέσα σε αυτό που ονομάζεται «αμπελουργική ζώνη» και να μη δεις το παραμικρό ίχνος που να μαρτυράει πως αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη ή, ορθότερα, μία από τις σημαντικότερες οινικά περιοχές της Ελλάδας. Αντί για τους περίφημους αμπελώνες του Ξινόμαυρου, συναντάς για χιλιόμετρα, δεξιά και αριστερά του δρόμου που διασχίζει τη ζώνη, μόνο ροδακινιές, κερασιές, δαμασκηνιές, μηλιές και, αν είναι η εποχή, διακρίνεις τις σιλουέτες των εργατών που ραντίζουν αδιάκοπα τις καλλιέργειές τους. Δυστυχώς, πρόκειται για έναν αμπελώνα που έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό. Και η δυσοίωνη αλήθεια για τη Νάουσα είναι πως το Αμύνταιο, από την άλλη πλευρά του όρους Βέρμιο, έχει ήδη πολύ περισσότερο φυτεμένο Ξινόμαυρο. Από το πίσω κάθισμα του Golf διέκρινα ξεκάθαρα αυτόν τον αρχικό αιφνιδιασμό στο πρόσωπο και των δύο συνοδοιπόρων μου, που επισκέπτονταν για πρώτη φορά την περιοχή – ίσως και την απογοήτευσή τους. «Αυτή είναι η Νάουσα; Πού είναι οι αμπελώνες της;» Δεν μπορούσαμε να μη θυμηθούμε ότι με το που μπήκαμε στο Barolo, τα μάτια μας γέμισαν αμπέλια, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάζαμε. Εδώ, nada… Τίποτα…

Και όμως, η Νάουσα έχει τα μυστικά της και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να έχεις τη διάθεση και τον χρόνο για να τα ξεκλειδώσεις. Τότε, εκεί μπροστά σου θα αποκαλυφθεί ένας υπέροχος κόσμος. Ετερώνυμος, ιδιοσυγκρασιακός, όμως την ίδια στιγμή αρμονικά πλασμένος. Οι αντιθέσεις είναι αυτές που ανέκαθεν με γοήτευαν περισσότερο στην περιοχή, όπως και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι παραγωγοί την αγαπημένη τους ποικιλία, το Ξινόμαυρο. Aλλά και έννοιες όπως «φιλοξενία» και «οινοτουρισμός». Φτάνοντας στο οινοποιείο του Μαρκοβίτη στα Πολλά Νερά, μπροστά σου απλώνεται ο ενιαίος αμπελώνας των 100+ στρεμμάτων, ενώ στην περίπτωση του Θυμιόπουλου χρειάζεται να ανέβεις στο 4×4 για να βρεθείς σε ένα από τα τουλάχιστον τριάντα, δύσβατα σε πολλές περιπτώσεις, αμπελοτόπια «κρυμμένα» ανάμεσα στη Φυτειά και στον Τρίλοφο. Δύο υποπεριοχές της Νάουσας όπου μέσα σε μόλις δεκαπέντε λεπτά διαδρομής αλλάζει το κλίμα, το έδαφος, και οι οποίες φυσικά παράγουν κρασιά με διαφορετικό στιλ. Ο Μαρκοβίτης παράγει σταθερά και από θέμα φιλοσοφίας μόνο ένα κρασί από τον εκπληκτικό, προσεγμένο στη λεπτομέρεια, αμπελώνα του, ενώ ο Θυμιόπουλος κάνει συνεχώς σχέδια για διαφορετικές single vineyard οινοποιήσεις από τα ξεχωριστά αμπελοτεμάχιά του. Δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, με κοινό παρονομαστή φυσικά την αγάπη για το Ξινόμαυρο. Στο οινοποιείο του Μπουτάρη δεν μπορείς παρά να ανατριχιάσεις και μόνο στο άνοιγμα μιας Νάουσας Μπουτάρη του 1974. Όχι γιατί απλώς δοκιμάζεις την ιστορία του ελληνικού κρασιού στο σύνολό της, αλλά και γιατί έχεις την τύχη να βρίσκεται στο ποτήρι σου ένα πρόδηλα συγκλονιστικό κρασί, γεμάτο γενναιοδωρία. Μια αλήθεια για τα παλαιωμένα Ξινόμαυρα που, αν δεν υπήρχε η οικογένεια Μπουτάρη, θα μπορούσε να είχε χαθεί για πάντα. Το ίδιο βράδυ, γύρω από ένα τραπέζι δοκιμάζεις από το βαρέλι ό,τι πιο νέο και μοντέρνο έχει να προβάλει η Νάουσα στον έξω κόσμο. Η Νάουσα του Διαμαντάκου έχει τέτοιο φρούτο και finesse, που δικαιώνει τους υπέρμαχους της Pinot Noir- διάστασης της ποικιλίας. Δύο διαφορετικές στιγμές που συνδέουν όμορφα το χθες και το αύριο, τόσο που δεν μπορείς να αποφασίσεις προς ποια κατεύθυνση θέλεις να ταξιδέψεις.

Το επόμενο πρωί βρίσκεσαι στο φιλόξενο Οινοποιείο Δαλαμάρα, παρέα με τον Κωστή και τη Μαρία. Ένα πλατό με ντόπια αλλαντικά, που ο Κωστής κόβει επιτόπου με το μαχαίρι, σε ένα ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, πίνοντας κρασιά με καθαρές γραμμές και ξεκάθαρη φιλοσοφία, που συνοδεύονται με πολλή κουβέντα. Δεν νιώθεις τίποτε άλλο παρά μόνο ότι βρίσκεσαι παρέα με φίλους. Σαν να είσαι στο σπίτι σου. Δοκιμάζεις το συγκλονιστικό Παλιοκαλιά και κάνεις μια στάση πριν από την επόμενη επίσκεψη στο αυτόριζο προφυλλοξηρικό αμπέλι, για να συναντήσεις μέσα από τα παμπάλαια πρέμνα την πραγματική ιστορία της Νάουσας. Ελάχιστες ώρες αργότερα, απογειώνεσαι από τη θέα και την ηρεμία που σου προσφέρει το Κτήμα Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι. Περπατώντας μέσα στα αμπέλια και προς το οινοποιείο, αποφασίζεις να ρίξεις μια κλεφτή ματιά στο εντυπωσιακό, ολοκαίνουργιο υπόγειο κελάρι, το οποίο φιλοξενεί την κάβα και τα βαρέ- λια του οινοποιείου, ακούγοντας ταυτόχρονα τα λαμπρά σχέδια του Στέλλιου Μπουτάρη για τον οινοτουρισμό στην περιοχή. Ένα ποτήρι της εξαφανισμένης πια Ράμνιστας του 2013 σε κάνει να νιώθεις τόσο μοναδικά που έχεις τη δυνατότητα να το απολαμβάνεις. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στο μοτίβο του οινοτουρισμού, που αναδεικνύουν και οι δύο το έμφυτο πάθος των Ελλήνων οινοποιών για φιλοξενία. Δεν θα ήθελα για κανένα λόγο η Νάουσα να είναι, έστω και ελάχιστα, διαφορετική από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Στη Νάουσα συναντιέται το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο, οι μικροί παραγωγοί συνυπάρχουν με τους μεγάλους, η έντονη φιλοδοξία με μια πιο χαλαρή στάση ζωής. Αυτό που πάντα φροντίζω να κάνω είναι να μη δίνω στον εαυτό μου αρκετό χρόνο για να επισκεφτώ τους πάντες. Αφήνω έστω και μία επίσκεψη για την επόμενη φορά. Είτε αφορά την αγαπημένη μου Αργατία, είτε τον Φουντή που δεν έχω ακόμα επισκεφτεί, είτε τον Κόκκινο, τον Χρυσοχόου, είτε κάποιον από τους περίπου είκοσι οινοποιούς της περιοχής. Πάντα για να έχω την πρόφαση να επιστρέφω ξανά και ξανά.

Αγαπημένοι μου, η Νάουσα θέλει τον χρόνο της για να μπορέσει να σε μαγέψει… Για την ακρίβεια, χρειάζονται 5 ώρες και 17 λεπτά, 530 χιλιόμετρα διαδρομής από την Αθήνα και η καλύτερη δυνατή παρέα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ελλάδας κάντε τους δικούς σας υπολογισμούς. Πραγματικά, όμως, αξίζει τον κόπο… ●

 

Η δική μου Νάουσα | του Στέλλιου Μπουτάρη, Κτήμα Κυρ-Γιάννη #18

Ήμουν νιος και γέρασα. Όταν σου ζητάνε να γράψεις για την εμπειρία σου σε έναν χώρο, σημαίνει ότι έχεις τα χρονάκια σου! Έτσι κι εγώ· όταν μου ζήτησαν η Θάλεια κι η Πηνελόπη να μιλήσω για τη «δική μου Νάουσα της Αμπέλου και του Οίνου», κατάλαβα ότι, πράγματι, έχω αρκετή εμπειρία για να τη βάλω κάτω σε ένα κομμάτι χαρτί. Η σχέση μου με τη Νάουσα είναι μια ιστορία ζωής. Όλοι νομίζουν ότι κατάγομαι από εκεί, όμως η πραγματικότητα είναι ότι είμαι Βλάχος και κατάγομαι από το Νυμφαίο Φλώρινας. Όμως, η επαγγελματική σχέση της οικογένειάς μου με τη Νάουσα με κάνει επίτιμο δημότη της πόλης!

Μικρό παιδί θυμάμαι να ξοδεύω την περίοδο του τρύγου στο Βρυσάκι, στο σπίτι μας πάνω από το οινοποιείο που είχε φτιάξει ο παππούς μου. Αν και Σαλονικείς, κατά τη διάρκεια του τρύγου μετακομίζαμε στη Νάουσα, μια που ο πατέρας μου τότε τα έκανε όλα. Τον θυμάμαι δίπλα στην πλάστιγγα να ζυγίζει τα κοφίνια και να μετράει τα beume. Τον θυμάμαι στο οινοποιείο να τραβάει τα λάστιχα, στο χημείο στον ημιώροφο να κάνει τις αναλύσεις, στην αυλή να διαπραγματεύεται με τους αμπελουργούς. Η δουλειά πήγαινε καλά, η Νάουσα δεν είχε πολλά αμπέλια και έρχονταν και φορτηγά από το Αμύνταιο με «Ποπόλκα», όπως λεγόταν τότε το Ξινόμαυρο στο Αμύνταιο. Αν και στα τέλη του 19ου αιώνα η Νάουσα είχε πάνω από 800 αμπελουργούς, σύμφωνα με τα κιτάπια του οθωμανικού κράτους, η φυλλοξήρα που χτύπησε στα μέσα του 20ού αιώνα, η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στην πόλη και η ζήτηση για ροδάκινο είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της αμπελουργίας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως! Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκινούσε την επαγγελματική του καριέρα ο πατέρας μου. Έπρεπε κι αυτός κάπως να δείξει το στίγμα του και να ξεπεράσει τον πατέρα του. Αργά, αλλά σταθερά άλλαξε την κατεύθυνση της εταιρείας. Ο παππούς μου ήταν έμπορος και του ήταν πολύ πιο εύκολο και κερδοφόρο να παράγει ούζο και βερμούτ από το να φτιάχνει κρασί. Ο πατέρας μου, επηρεασμένος κι από τον θείο του, Κωστάκη Νιτσιώτα, γαμπρό του προπάππου μου και άνθρωπο της παραγωγής, έδωσε μεγάλη σημασία στην παραγωγή. Έπρεπε, όμως, να δώσει το καλό παράδειγμα κι έτσι το ’69 αγόρασε ένα χερσολίβαδο στο Γιαννακοχώρι και άρχισε να φυτεύει το πρώτο του αμπέλι. Ήταν και μια μικρή επανάσταση, μια που η εταιρεία χρεώθηκε κι ο παππούς μου ήταν έξαλλος! «Εμείς φοράμε κουστούμι στη δουλειά», έλεγε. «Άσε τους χωριάτες να δουλεύουν μέσα στις λάσπες». Το καράβι, όμως, είχε αλλάξει πορεία. Η μεγάλη εμπορική επιτυχία της «Νάουσας Μπουτάρη» διεθνώς και η συμβολή της κυρίας Σταυρούλας Κουράκου, διευθύντριας τότε στο Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου, με την καθιέρωση της νομοθεσίας των Ονομασιών Προέλευσης, έβαλαν τον Οίνο ΟΠΑΠ Νάουσα σε κάθε τραπέζι στην Ελλάδα και στις παροικίες των ομογενών ανά τον κόσμο. Η δεκαετία του ’80 ήταν και η πρώτη χρυσή εποχή της Νάουσας. Η ζώνη απέκτησε πάνω από 6.000 στρέμματα, σοβαρούς αμπελουργούς, δημιουργήθηκε το ΒΑΕΝΙ, ο μεγάλος συνεταιρισμός, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της ζώνης. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Μπουτάρη και Τσάνταλη τεράστιος, πολύ καλός όμως τόσο για τους αμπελουργούς όσο και για τον καταναλωτή.

Λίγα χρόνια μετά, στα ’90s, έγινε και η πρώτη Διεπαγγελματική Ένωση, με πρωτοβουλία φυσικά του πατέρα μου. Προσελήφθη η Χαρούλα Σπινθηροπούλου ως γεωπόνος και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης ως διευθυντής. Η δουλειά που έκαναν τότε ανέδειξε στοιχεία της ζώνης που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε ανελλιπώς. Ήταν το πρώτο λιθαράκι που μπήκε στη δημιουργία των μικρών παραγωγών της περιοχής. Έλεγε πάντα ο πατέρας μου ότι μια περιοχή με δυο τρεις παραγωγούς δεν είναι πραγματικά περιοχή. Απαιτείται η κριτική μάζα των παραγωγών, ευθυγραμμισμένων σε μια κοινή λογική ανάδειξης και υποστήριξης του κοινού οράματος, που είναι η ενδυνάμωση σε όλα τα επίπεδα του brand «Νάουσα».

Δεν είναι όλα όμως πάντα ρόδινα· και μετά ήρθε η μεγάλη πτώση. Οι δυσκολίες στις αγορές και η μεγάλη ζήτηση του ροδάκινου είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή. Και πάλι, ωστόσο, μέσα από μια κρίση βγήκε μια ευκαιρία. Οι καλοί αμπελουργοί, όπως ο Καρυδάς, ο Φουντής, ο Θυμιόπουλος, ο Μαρκοβίτης κι άλλοι, έφτιαξαν τα δικά τους οινοποιεία και άρχισαν να χτίζουν τη δική τους πορεία. Σήμερα έχουμε πάνω από είκοσι παραγωγούς στη Νάουσα. Έχουμε ξανά Διεπαγγελματικό Σύνδεσμο, έχουμε κοινό όραμα και κοινή στρατηγική. Το νέο μοντέλο του αμπελουργού-οινοποιού έχει αποκτήσει σάρκα και οστά στη Νάουσα και το βλέπουμε να απλώνεται σε όλη την Ελλάδα. Ήμουν παρατηρητής όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν πολύ τυχερός, μια που ο πατερούλης μου πάντα με έπαιρνε μαζί του. Το έκανε από τύψεις, γιατί δεν μου έδινε ποτέ χρόνο, ή από τη διάθεσή του να μεγαλώσω μέσα στα αμπέλια και στις μυρωδιές της κάβας, ώστε κάποια στιγμή να έχω κι εγώ την ίδια αγάπη και όρεξη να συνεχίσω το όραμά του; Μάλλον λίγο κι από τα δύο! Πάντα μου έλεγαν οι γονείς μου πως «θα κάνεις ό,τι θέλεις». Ναι, καλά! Αν και οι σπουδές μου δεν είχαν να κάνουν με το κρασί και ανδρώθηκα στο εξωτερικό, ήταν φυσικό επακόλουθο να μπω κι εγώ στη δουλειά.

Και τότε ήρθε η μεγάλη ανατροπή! Ο πατέρας μου κι ο θείος μου χωρίζουν επαγγελματικά κι ο πατέρας μου μένει με κάτι αμπέλια στο Γιαννακοχώρι και στο Αμύνταιο. Έβγαλα το κουστούμι, λοιπόν, και φόρεσα τις μπότες! Στα σαράντα μου, μετακόμισα ουσιαστικά στη Νάουσα και ξαφνικά έπρεπε να κάνω ό,τι έκαναν κι οι φίλοι μου αμπελουργοί όταν ξεκίνησαν. Έπρεπε να μάθω μια άλλη δουλειά, να κάνω τα πιο πολλά πράγματα μόνος μου. Ήμουν τυχερός που είχα δίπλα μου φίλους-συνεργάτες, που με στήριξαν στα δύσκολα. Χωρίς τον Γιώργο, τον Δάμο, την Ελπίδα, τον Μάκη, τον Αντώνη κι όλα τα άλλα παιδιά που ήταν πάντα εκεί, δεν θα τα είχα καταφέρει. Έζησα τη Νάουσα στα καλά της και στα δύσκολά της. Σήμερα βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, όπου υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για την ανάδειξη μιας ζώνης που κάνει κρασιά υψηλού επιπέδου και ιδιαίτερου χαρακτήρα. Η Νάουσα βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού κρασιού. Ξέρουμε καλύτερα τι πρέπει να κάνουμε, δουλεύουμε πολύ πιο συστηματικά και βλέπουμε τις προοπτικές της επιτυχίας μπροστά μας. Έχουμε δρόμο ακόμα και πολλά πράγματα να κάνουμε. Την επόμενη φορά που θα κληθώ να γράψω για τη «δική μου Νάουσα», θα χρειαστεί ένα ολόκληρο βιβλίο! ●

Φωτογραφία Γιώργος Καπλανίδης

Σαντορίνη | του Γιάννη Καϋμενακη, Wine Sommelier #18

Τα τελευταία είκοσι χρόνια που βιοπορίζομαι πουλώντας κρασιά, έχω βρεθεί έξι φορές στο νησί της Σαντορίνης για αυστηρά επαγγελματικούς λόγους, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικές στιγμές και λεπτομέρειες από κάθε ταξίδι, αν και κάθε φορά παραδέχομαι πως αντιμετώπιζα την ίδια δυσκολία-αδυναμία στοχοπροσήλωσης. Φαντάζομαι πως και οι πιο δεινοί περιηγητές του 16ου αιώνα θα δυσκολεύονταν να γυρίσουν την πλάτη σε ένα τόσο μεγαλειώδες και μαγικό τοπίο και να επικεντρωθούν στις γευστικές δοκιμές και στην παρατήρηση της θηραϊκής γης. Παρ’ όλα αυτά, ο ψυχαναγκαστικός μου χαρακτήρας πάντα βοηθούσε ώστε κάθε φορά να κουβαλώ στις αποσκευές μου χρήσιμες πληροφορίες και παραστάσεις για το οινικό γίγνεσθαι του νησιού, τις οποίες συχνά πυκνά προσπαθώ να αποστάξω στο μυαλό μου και να δώσω εξήγηση στο τι κάνει τα κρασιά της Σαντορίνης τόσο ιδιαίτερα και μοναδικά.

H παραδοσιακή κουλούρα

Από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο ταξίδι, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου και ομολογώ ότι στο πέρασμα του χρόνου δεν έχει αλλάξει καθόλου: η Σαντορίνη είναι το απόλυτο terroir. Πιο εμφατικά, θα χαρακτήριζα τον αμπελώνα της Σαντορίνης ως το ελληνικό οινολογικό οχυρό. Πρακτικά, το τοπωνύμιο της Σαντορίνης έχει όλα τα δεδομένα που διαμορφώνουν ένα αξιομνημόνευτο και σπουδαίο κρασί. Πιο συγκεκριμένα, έχει βαθύ και μακραίωνο ιστορικό αρχείο, το αμπέλι και το κρασί είχαν και συνεχίζουν να έχουν κυρίαρχη θέση τόσο στην αγροτική όσο και στην κοινωνική ζωή του τόπου, τα εδαφολογικά και τα κλιματολογικά χαρακτηριστικά είναι τόσο έντονα, ίσως και ακραία σε κάποιες περιπτώσεις, που μοιραία μάς οδηγούν σε ένα κρασί με έντονο χαρακτήρα, που αντανακλά τη γη που το γέννησε. Σκαλίζοντας λιγάκι αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «terroir», υπάρχουν στιγμές που αυθαίρετα διαχωρίζω τα αμπελοτόπια που είχα την ευλογία να επισκεφτώ σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα συμβατικά αμπελοτόπια, όπου κάθε επισκέπτης αντικρίζει υπέροχα αγροτικά τοπία από γραμμικούς αμπελώνες. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η περιοχή της Τοσκάνης, το τοπίο είναι τόσο κολακευτικό για τα μάτια μας και κινηματογραφικό συνάμα, που σου δίνει την εντύπωση πως τα αμπέλια, τα κυπαρίσσια και οι ελιές έχουν υποστεί manicure-pedicure. Τα κρασιά συνήθως είναι αντιπροσωπευτικά της εν λόγω αμπελουργικής ζώνης, αν και κάποιες φορές η αναγνωρισιμότητά τους βοηθιέται και από άλλους παράγοντες, όχι και τόσο οινικούς. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα «Vinis Extremis», όπως εμφατικά τα αποκαλώ, που προέρχονται από περιοχές εξίσου υπερβολικά φωτογραφημένες, αλλά και δύσκολα προσβάσιμες κατά κανόνα, όπως η Valtellina στον ιταλικό βορρά, ο ηφαιστειακός αμπελώνας της Etna στη Σικελία, η Basilicata, βαθιά κρυμμένη ανάμεσα στις επαρχίες της Καμπανίας και της Απουλίας, η Valle d’Aosta στα ιταλογαλλικά σύνορα, η Liguria με τις απόκρημνες πλαγιές, το Banyuls-sur-Mer χαμηλά στον γαλλικό νότο, το τρίγωνο του Xerez στην Ανδαλουσία. Τα αναφερόμενα αμπελοτόπια μπορεί να είναι εξίσου όμορφα με τα πιο φυσιολογικά τοπία της πρώτης κατηγορίας, αλλά σηματοδοτούν και μια πάλη του αμπελιού και του ανθρώπου ενάντια στα ακραία κλιματολογικά και εδαφολογικά δεδομένα. Αδιαμφισβήτητα, η Σαντορίνη ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, καθώς είναι και αυτή μια εσχατιά του οινικού κόσμου.

Στο κελάρι του Οινοποιείου Χατζηδάκη

Πιο ειδικά, η θηραϊκή γη εξειδικεύεται στην παραγωγή λευκών ξηρών, κατά κύριο λόγο, κρασιών με βάση το Ασύρτικο (την πιο σημαντική ελληνική λευκή ποικιλία) και σε μικρότερο ποσοστό το Αηδάνι και το Αθήρι. Υπάρχουν και άλλες τυπολογίες κρασιού, όπως τα γλυκά λιαστά κρασιά Vinsanto και τα ερυθρά ξηρά με βάση το Μαυροτράγανο και το Μανδηλάρι σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Τα λευκά, που αποτελούν και την αιχμή του δόρατος των τοπικών οινοποιείων, χαρακτηρίζονται από έντονη (οδοντιατρική) οξύτητα, πλούσιο σώμα και δυνατότητα παλαίωσης. Στις μέρες μας δραστηριοποιούνται γύρω στα 20 σύγχρονα οινοποιεία σε μια έκταση 11.000 στρεμμάτων αυτόρριζου αμπελώνα. Τα φυτά καλλιεργούνται με την παραδοσιακή μέθοδο της αμπελιάς, που διαμορφώνεται σε σχήμα καλαθιού και προστατεύει τα σταφύλια από τα μελτέμια και την άμμο. Η αμπελιά, κατά την προσωπική μου άποψη, λειτουργεί και ως γέφυρα επικοινωνίας των παραγωγών με το παρελθόν τους.

Η αλήθεια είναι πως στις μέρες μας ο τρύγος δεν είναι και τόσο γιορτή όπως παλιά, όπως επίσης οι παραδοσιακές κάναβες έχουν παροπλιστεί από τα σύγχρονα οινοποιεία και τις ανοξείδωτες δεξαμενές. Ακόμα και η φυσιογνωμία των κρασιών μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως είναι διαφορετική σε σχέση με τα κρασιά του περασμένου αιώνα. Η ουσία είναι ότι το σαντορινιό κρασί έζησε στο πέρασμα του χρόνου μέρες ακμής και μέρες παρακμής. Επιβίωσε σε δύσκολες ιστορικές συγκυρίες και σήμερα είναι καταξιωμένο, επίκαιρο και δημοφιλές. Ίσως να δικαιώνεται και ο ηγούμενος της Μονής των Λαζαριστών της Θήρας, αβάς Peques (1824-1837), που έγραφε χαρακτηριστικά: «Aυτά τα κρασιά δεν θα εκτιμηθούν και δεν θα πουληθούν στην πραγματική τους αξία παρά μόνο όταν οι Σαντορινιοί μάθουν να τα κάνουν της μόδας στις ξένες αγορές. Γιατί έχου όλους τους χαρακτήρες που μπορούν να τα κάνουν καλοδεχούμενα παντού».

Το παλαιό εργοστάσιο ντομάτας, νυν οινοποιείο του Κτήματος Γαία

Όσον αφορά τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, και πιο συγκεκριμένα την έλλειψη νερού, η πρωινή πάχνη που καλύπτει το νησί τους καλοκαιρινούς μήνες προσφέρει στα αμπέλια την υγρασία που χρειάζονται. Εδαφολογικά, η άσπα, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι το ηφαιστειογενές έδαφος της Σαντορίνης, προσδίδει τη μεταλλικότητα στα κρασιά. Διαχρονικά, οι αναφορές στο παρελθόν είναι πολύ γοητευτικές και διεγείρουν πολύ ευγενικά, επιεική και νοσταλγικά συναισθήματα σε όλους μας. Κάπως έτσι και ο σαντορινιός αμπελώνας έχει αναρίθμητες ιστορικές αλήθειες να μας διηγηθεί, χάρη στις αφηγήσεις των περιηγητών της Μεσογείου, στις προσπάθειες του Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη και της Σταυρούλας Κουράκου-Δραγώνα ώστε να διασωθεί το ιστορικό αρχείο. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να μείνουμε προσηλωμένοι δογματικά σε συνήθειες και παραδόσεις μιας άλλης εποχής. Το σίγουρο, κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι πως το τοπωνύμιο της Σαντορίνης είναι στον σωστό δρόμο. Οι παραγωγοί του νησιού έχουν καταφέρει να παράγουν ανταγωνιστικά κρασιά με οντότητα και ειδικό βάρος στις αγορές του εξωτερικού. Το μωσαϊκό των προσωπικοτήτων έχει τα πάντα και είναι όλοι τους χρήσιμοι: παραδοσιακοί, μοντέρνοι, καινοτόμοι, κλασικοί, φυσικοί, συμβατικοί, γηγενείς και μη, όλοι τους πορεύονται κάτω από την τοπωνυμιακή ομπρέλα του νησιού, που η αλήθεια είναι ότι δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια για πειραματισμούς και οινολογική αναρχία.
Έτσι για να ταΐσω την ονοματολαγνεία όλων μας, θα μπορούσα να αναφερθώ σε κάποιους εξ αυτών: Η οικογένεια Μπουτάρη, που εγκαταστάθηκε στο νησί τη δεκαετία του ’80, έπαιξε τον ρόλο της Νoble Family που όλα τα τοπωνύμια χρειάζονται ώστε να εγκαθιδρυθούν στις συνειδήσεις των καταναλωτών. Το οινοποιείο του Πάρη Σιγάλα στους μπαξέδες της Οίας, που πλέον κοντεύει τους 30 τρυγητούς στο νησί και αποτελεί την πιο αξιόπιστη και συνεπή δουλειά στον σαντορινιό αμπελώνα, με προτάσεις για όλα τα γούστα. Αρκετά νοτιότερα, στο αμιγώς αμπελουργικό τμήμα του νησιού βρίσκεται το Κτήμα Αργυρού, με συσσωρευμένη γνώση που μας ταξιδεύει πίσω στο μακρινό 1903. Ξεκάθαρο, τυπικό στιλ κρασιών και Vinsanto τόσο ηδονιστικό, που θα δυσκολευτούν πολλοί δημοσιογράφοι οίνου να το περιγράψουν επαρκώς. Ανατολικότερα, ανάμεσα στο Καμάρι και τον Μονόλιθο βρίσκουμε το Κτήμα Γαίας. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος και ο Λέων Καράτσαλος βάζουν την υπογραφή τους και μια πιο πρωτοποριακή προσέγγιση στο πιο κρυστάλλινο-διαυγές προφίλ κρασιών του νησιού. Βορειότερα, στον Πύργο, συναντάμε το οινοποιείο του Χαρίδημου Χατζηδάκη, μία από τις πιο συγκινητικές και συνάμα ιδιοσυγκρασιακές προσεγγίσεις σε όλο τον ελληνικό αμπελώνα. Ο αείμνηστος ιδρυτής του οινοποιείου μάς άφησε κληρονομιά το ξεχωριστό, μεστό και πολύ εκφραστικό στιλ των κρασιών του και πολύ όμορφες οινικές αναμνήσεις. Γαβαλάς και Canava Ρούσσος είναι οικογένειες με βαθύ ιστορικό αρχείο, που πορεύονται με ξεκάθαρα παραδοσιακό προσανατολισμό, κάτι που δεν τους δυσκολεύει καθόλου να έχουν φανατικούς οπαδούς-καταναλωτές. Το οινοποιείο του Αρτέμη Καραμολέγκου ιδρύθηκε το 2004, έχει επίσης οικογενειακές ρίζες στην τοπική αμπελουργία και πολύ τίμια, τυπικότατα κρασιά. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στο μηχανοστάσιο της θηραϊκής γης, τον Συνεταιρισμό ή Santo Wines, όπως τον αποκαλούμε. Λειτουργεί από το 1947, αριθμεί 1.200 μέλη και αποτελεί τον θεματοφύλακα της ιστορικής κληρονομιάς της Σαντορίνης. Κτήμα Τσέλεπου, Γεροβασιλείου και Αβαντίς σχετικά πρόσφατες αφίξεις στο νησί (παλιοί γνώριμοι από άλλες οινοπαραγωγούς ζώνες), όπως και το Κτήμα Vassaltis, δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν τα πατήματά τους και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

Καταλήγοντας και σε αντίθεση με τη λαγνεία των εμπορικών τίτλων στην υπόλοιπη χώρα, η Σαντορίνη έχει κερδίσει την αναγνωρισιμότητά της και ευημερεί, βασιζόμενη στην τοπωνυμιακή της ταυτότητα και στην ομοιογένεια των κρασιών της. Αναπόφευκτα, η προσωπική μας προτίμηση έρχεται σε δεύτερη μοίρα… ●

Η δική μου Σαντορίνη | του Γιάννη Βαλαμπού, Οινοποιείο Vassaltis #18

Επισκέφθηκα τη Σαντορίνη πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1986. Δεν θυμάμαι πολλά πέρα από τρία πράγματα: Τον «Πέτρο», τη μοναδική ανοιχτή ταβέρνα στην Οία, και έναν απίστευτα δυνατό αέρα, που στα έξι μου δεν με άφηνε να περπατήσω. Μα πιο έντονα στη μνήμη μου έχει χαραχτεί η πρώτη ματιά στη θέα του ηφαιστείου την επόμενη μέρα το πρωί, η οποία, παρά την ηλικία μου, μου προκάλεσε ένα δέος. Θυμάμαι ακόμα αυτή την άγρια ομορφιά, που έκανε τόση αντίθεση με το ηλιόλουστο πρωινό.

Τα επόμενα χρόνια, η Σαντορίνη έγινε ο τόπος των παιδικών μου διακοπών. Τα βράδια, τα γεύματα με τους μεγάλους ήταν καθημερινά, «βαρετά» για τους μικρούς, αλλά γεμάτα κρασί για τους μεγάλους. Άλλοτε στην παλιά «Σελήνη» του Γιώργου και της Έβελυν και άλλοτε στον παλιό «Κουκούμαβλο» του Νίκου, πρώτα στην Οία και μετέπειτα στα Φηρά. Καθημερινά, η διαδρομή για την παραλία περνούσε πάντα μέσα από τους ατελείωτους αμπελώνες του νησιού. Ειδικά την εποχή που χτιζόταν ο δρόμος Φηρών-Πύργου, το πέρασμα από τον χωματόδρομο έδινε μια μοναδική εικόνα. Ένα πράσινο χαλί απλωνόταν από τις άκρες της καλντέρας μέχρι τον περίγυρο της Μεσαριάς. Λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε στην κυριότητα της οικογένειας και το πρώτο αμπέλι, εκτάσεως 2,5 στρεμμάτων. «Και τι θα το κάνουμε;» ήταν η ερώτησή μου. «Θα δούμε. Προς το παρόν θα το νοικιάσουμε σε κάποιον που φτιάχνει κρασί. Στο μέλλον; Ποτέ δεν ξέρεις…» ήταν η απάντηση του πατέρα μου. Η παιδική περιέργεια όμως έκανε ρελάνς: «Και δηλαδή πόσο θα το νοικιάσουμε;». Για να έρθει η αφοπλιστική απάντηση: «Δεν είναι για τα λεφτά, είναι για το κρασί…». Τελικά, όντως το παραχωρήσαμε έναντι κρασιού. Στα μετέπειτα χρόνια, οι παιδικές διακοπές έγιναν εφηβικές. Τις βραδινές συζητήσεις της παρέας στη βεράντα με θέα το ηφαίστειο, κάτω από το φεγγάρι, συνόδευε ένα (συνήθως κιβώτιο) Ασύρτικο/Αθήρι του Σιγάλα. Στην καθιερωμένη γιορτή των γενεθλίων μου, στην «Ντομάτα» του Χρύσανθου και της Γεωργίας, περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι είχε ένας Θαλασσίτης. Φυσικά, μυθική έχει μείνει στην παρέα η επίσκεψη στο Κτήμα Αργυρού με σκοπό την αγορά Vinsanto για το βραδινό τραπέζι. Σοφότεροι δεν γίναμε, αλλά σίγουρα φύγαμε αισθητά πιο εύθυμοι μετά τη δοκιμή 15 διαφορετικών βαρελιών. Το κρασί, ως έννοια και παρουσία, ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη Σαντορίνη και τις διακοπές μου. Ίσως γι’ αυτό να έφταιγε και η αγάπη του πατέρα μου για το κρασί. Κοιτώντας πίσω και βάζοντας τα κομμάτια του παζλ μαζί, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι αυτή η αγορά των αμπελιών μόνο τυχαία δεν ήταν. Αυτό το «ποτέ δεν ξέρεις…» μάλλον ήταν ένα κρυμμένο «ξέρεις εσύ…». Εν πάση περιπτώσει, Σαντορίνη χωρίς κρασί δεν υπήρχε.

Και ύστερα τα χρόνια πέρασαν, η αρχική έκταση των 2,5 στρεμμάτων κατέληξε να είναι 40 στρέμματα ενιαία. Έκταση μικρή για οπουδήποτε αλλού, αλλά μεγάλη για τη Σαντορίνη. Κάποιοι φίλοι έφυγαν και κάποιοι φίλοι ήρθαν. Πρόσωπα αγαπημένα δεν ήταν πια ανάμεσά μας. Κι εγώ, βρέθηκα με τα 40 στρέμματα αμπελώνων στην κατοχή μου κι ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κεφάλι μου. Και συνέχεια στο μυαλό μου στριφογύριζε «Στο μέλλον; Ποτέ δεν ξέρεις…» που έδινε ελπίδα στο όνειρο. Έρχονταν οι αναμνήσεις από τα χαρούμενα τραπέζια, οι ατελείωτες συζητήσεις κάτω από το φεγγάρι και τα καταπράσινα αμπέλια των Φηρών. Και
ξαφνικά κατάλαβα. Σαντορίνη = Κρασί. Για άλλους, ηλιοβασιλέματα, γάμοι και κρουαζιέρες. Αλλά για μένα κρασί. Από τότε, ο στόχος ήταν ξεκάθαρος. Είτε από αφέλεια είτε από θάρρος, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τον οικογενειακό αμπελώνα και να δημιουργήσω ένα οινοποιείο από το μηδέν. Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι, και εν μέσω κρίσης μάλιστα! Με το δίκιο τους, όλοι γύρω μου κοιτούσαν με δυσπιστία, αλλά μόνο όσοι αγαπούσαν πραγματικά το κρασί μπορούσαν να καταλάβουν. Οι δυσκολίες αμέτρητες, αλλά στην πορεία ήρθαν καινούργιοι φίλοι, συνεργάτες, μέντορες. Ο Ηλίας, ο Γιάννης, η Εύη και πολλοί ακόμα ήταν πάντα μαζί μου, δίνοντας τον εαυτό τους για να γεννηθεί ο Βασάλτης κόντρα σε κάθε λογής αντιξοότητα. Από το 2015, η Σαντορίνη μου έχει πιο πολύ κρασί από ποτέ. Όχι ως καταναλωτής πια, αλλά ως παραγωγός. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του οινοποιείου Vassaltis, μιας από τις πιο σύγχρονες μονάδες παραγωγής πάνω στο νησί, μας δίνει τη δυνατότητα να παράγουμε κρασιά υψηλότατης ποιότητας από τις τοπικές ποικιλίες. Η Σαντορίνη, η πρώτη ετικέτα που παραγάγαμε στον παρθενικό μας τρύγο, πλέον συνοδεύεται από άλλες επτά. Αισθάνομαι περήφανος που υποδεχόμαστε τόσους επισκέπτες στο οινοποιείο μας, περήφανος που έρχονται από τις τέσσερις άκρες της Γης για να μυηθούν στο Ασύρτικο. Είμαι περήφανος που τα κρασιά μας ταξιδεύουν και καταναλώνονται παγκοσμίως. Είμαι ευγνώμων που μπορώ και περπατάω ανάμεσα στα ίδια αμπέλια που η περασμένη γενιά απέκτησε λίγο από αφέλεια λίγο από όνειρο και, πάνω από όλα, τυχερός για τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει μέσα από αυτή τη διαδρομή, με τους οποίους μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για το κρασί. Η φετινή φύτευση 38 στρεμμάτων στη Θηρασιά και οι δρομολογημένες φυτεύσεις άλλων 40 στρεμμάτων του χρόνου στη Σαντορίνη μάς γεμίζουν αισιοδοξία για την εκπλήρωση του οράματός μας: η Σαντορίνη να γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα κρασιά της (και όχι μόνο για την ομορφιά της) και ο Vassaltis να αποτελεί ένα οινοποιείο αναφοράς για τον προορισμό και για την ποικιλία. Οι δυσκολίες πολλές, αλλά τόσες ήταν και την πρώτη μέρα που ξεκινήσαμε.

Αυτή είναι η Σαντορίνη μου και η ιστορία της σχέσης μου με το κρασί της. Ευχαριστώ αυτούς που ήταν τότε εκεί και με τις όμορφες παραστάσεις τους μου έδωσαν το κίνητρο να ξεκινήσω και ευχαριστώ όσους είναι κάθε μέρα δίπλα μου, ώστε βήμα βήμα να κάνουμε το όραμά μας πραγματικότητα. Ένα όραμα στο οποίο η Σαντορίνη έχει ένα πρόσωπο τόσο μαγευτικό όσο το θυμάμαι. Κλείνω με μια ευχή: να μπορέσουμε όλοι οι οινοποιοί της Σαντορίνης να αποτελέσουμε ανάχωμα στον υπερτουρισμό και να διασώσουμε αυτόν τον μοναδικό αμπελώνα προς όφελος του νησιού και της οινικής ιστορίας της χώρας μας. ●

Νεμέα | του Γρ. Κόντου, Dip WSET #18

«Θέλω εγώ το θέμα για τη Νεμέα!» είπα στη σύσκεψη του Grape με μάτι που γυάλιζε, αν και το τελευταίο δεν είμαι σίγουρος ότι φάνηκε τόσο σε μια εξ αποστάσεως συνάντηση μέσω οθόνης, λόγω των περιορισμών του COVID-19. Δεν έχω παράπονο πάντως, μου το έδωσαν σχετικά… αναίμακτα.

Ο Ναός του Δία στην αρχαία Νεμέα.

Δεν ξέρω γιατί έχω τέτοια εμμονή ή, καλύτερα, αγάπη για τη Νεμέα και κατ’ επέκταση για ολόκληρη την Πελοπόννησο. Μπορεί να οφείλεται στις αρκαδικές ρίζες μου, παρόλο που έχουν περάσει πάνω από 130 χρόνια από τότε που ο προπάππους μου άφησε τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας για να χτίσει μια νέα ζωή στο κέντρο της Αθήνας. Ίσως πάλι έχουν παίξει ρόλο οι παιδικές μου αναμνήσεις από θερινές διακοπές, εκδρομές και εξορμήσεις. Για εμάς τους Αθηναίους, βλέπετε, η Κορινθία, η Αργολίδα και η Αρκαδία είναι ό,τι η Χαλκιδική για τους Θεσσαλονικείς. Με άλλα λόγια… σαν την Πελοπόννησο δεν έχει! Ειδυλλιακοί περίπατοι στην Ακροναυπλία και στην παλιά πόλη του Ναυπλίου, με φόντο το Παλαμήδι. Χαλαρός καφές με θέα το ενετικό κάστρο στο Μπούρτζι. Οικογενειακές διακοπές στο Άστρος Κυνουρίας, στο Γύθειο, στη Μάνη. Βόλτες στον Μυστρά, στην καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, μπάνιο στα καθαρά νερά της Στούπας και της Κυπαρισσίας. Θεατρικές παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εξορμήσεις στο Πόρτο Χέλι με μονοήμερες εκδρομές στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Βόλτα με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο μέσα από το φαράγγι του Βουραϊκού, αλλά και στα αρκαδικά χωριά, όπου γεννήθηκε η ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης: Βυτίνα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα, Βαλτεσινίκο. Δεν μου αρέσουν οι υπερβολές. Και όμως, αν η Πελοπόννησος ήταν χώρα, θα ήταν σίγουρα για μένα η ομορφότερη του κόσμου!

Και η Νεμέα; Πολλοί την περιγράφουν ως την Τοσκάνη της Ελλάδας. Όσο επιπόλαιος και αν είναι ο παραπάνω χαρακτηρισμός –που μάλλον είναι–, άλλο τόσο επιπόλαιη είναι και η χλεύη με την οποία κάποιοι τον αντιμετωπίζουν. Εξάλλου, αν εστιάσουμε αποκλειστικά στη φύση, ο χαρακτηρισμός σταματά να φαντάζει τόσο αλλόκοτος. Η ζώνη της Νεμέας αποτελείται από ένα πανέμορφο μωσαϊκό λόφων και βουνών με την κοιλάδα της Νεμέας στη μέση, μια θάλασσα από αμπέλια, ελαιόδεντρα και κυπαρίσσια και ένα υπέροχο, ζεστό μεσογειακό κλίμα, με όλες τις εναλλαγές και την ποικιλομορφία που τα διαφορετικά υψόμετρα και εδάφη επιφυλάσσουν στον αμπελουργό. Από τα ημιορεινά ασβεστολιθικά εδάφη και τα πετρώδη και χαλικώδη στις παρυφές των βουνών μέχρι τις αλλουβιακές αποθέσεις του ποταμού Ασωπού στα χαμηλά, οι αμπελουργοί έχουν στα χέρια τους ένα μεγάλο εύρος επιλογών για την καλλιέργεια της πρώτης ύλης. Χρωματικά, επίσης, το κρασί της Νεμέας μοιράζεται πολλά κοινά με αυτό της Τοσκάνης. Αμφότερες οι περιοχές παράγουν κυρίως κόκκινα κρασιά και στηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους σε ντόπια ερυθρά σταφύλια· οι Νεμεάτες στο Αγιωργίτικο και οι Τοσκανοί στο Sangiovese. Ποικιλίες που περιέργως έχουν επίσης ομοιότητες.

Αφού λοιπόν η Νεμέα και η Τοσκάνη έχουν τόσα κοινά, πού βρίσκουν έδαφος για κριτική όλοι όσοι αρέσκονται να διαφωνούν με αυτόν τον συσχετισμό; Μάλλον στη διαχρονική νεμεάτικη απουσία ευγενούς τάξης, δηλαδή γαλαζοαίματων και χρηματικών πόρων, απουσία που στερεί από τη Νεμέα τα εντυπωσιακά ιστορικά διατηρητέα κτίρια, τους πλακόστρωτους δρόμους και τα επιβλητικά κάστρα ή έστω κάποια κτίρια με κλασική αρχιτεκτονική άποψη. Αν είμαστε πιο αυστηροί –και ίσως ειλικρινείς–, θα παραδεχθούμε ότι η Νεμέα στερείται επίσης σύγχρονης κουλτούρας, γαστρονομικής, αλλά και πολιτιστικής, σε σχέση τουλάχιστον με τη διάσημη ιταλική περιφέρεια. Η σύγχρονη Νεμέα έχει χαμηλά, αδιάφορα σπίτια, μέτρια έως κακή σήμανση στους δρόμους –με πινακίδες τις οποίες στολίζουν αυτοκόλλητα και σπρέι–, αρκετές ακαλαίσθητες κτιριακές πατέντες, ενώ σε πολλά σπίτια σιδερόβεργες περισσεύουν από τις ταράτσες σε αναμονή ενός δεύτερου ορόφου στο μακρινό μέλλον. Όμως η Νεμέα μπορεί να ρεφάρει με έναν μεγάλο, αμύθητης αξίας θησαυρό που ονομάζεται Αρχαία Νεμέα, ξεπερνώντας τις όποιες παθογένειες. Γιατί εδώ ο μύθος της αρχαίας πόλης είναι ακόμα ζωντανός και με αυτή τη μυθολογική αύρα έχουν εμποτιστεί οι καρδιές, το μυαλό και το συναίσθημα των ντόπιων. Αυτών που ακόμα και σήμερα, με έναν περίεργο τρόπο, θεωρούν το λιοντάρι της Νεμέας φύλακα άγγελό τους. Η Νεμέα έχει να αντιτάξει τις ανασκαφές του Αρχαίου Σταδίου της υπό τον αρχαιολόγο καθηγητή Dr Stephen Miller και την ιστορική αναβίωση των Νεμέων Αγώνων, που προσελκύει αθλητές και επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Όπως φυσικά και τον Αρχαίο Ναό του Δία, ίσως τον μοναδικό αρχαίο ναό στον πλανήτη που βρίσκεται περικυκλωμένος από σύγχρονα αμπέλια, παράγοντας κρασιά για τους σημερινούς οινόφιλους.

Κρασιά

Όσο εύκολα γοητεύει τον επισκέπτη η φύση της Νεμέας, άλλο τόσο εύκολα τον γοητεύει και ο χαρακτήρας του κρασιού. Το Αγιωργίτικο, με έναν χαρακτήρα στον οποίο πρωταγωνιστούν η στρογγυλάδα και το γλυκό γευστικό προφίλ, που βασίζεται στα βύσσινα, στα κεράσια και στα γλυκά μπαχαρικά, αποτελεί ένα από τα πιο εύκολα και αγαπητά στιλ κρασιού που μπορεί κανείς να γευτεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ευέλικτα και ευπροσάρμοστα, τα κρασιά της Νεμέας συνοδεύουν με ευκολία αμέτρητα πιάτα. Τα ποικιλιακά αρώματα κανέλας και γαρίφαλου δημιουργούν μια κλασική γευστική γέφυρα με πιάτα που περιέχουν κιμά, όπως ζυμαρικά a la Bolognese, γεμιστά κανελόνια και μπιφτέκια, αλλά και τον διάσημο ντόπιο κόκορα κρασάτο. Ο απόλυτος, όμως, ελληνικός γευστικός συνδυασμός κάθε ποιοτικής Νεμέας είναι με ένα υπέροχα καραμελωμένο φουρνιστό γιουβέτσι. Η γλύκα του πιάτου και η οξύτητα της ντομάτας δημιουργούν μια μοναδική αρμονία με τις υψηλές, συνήθως, οξύτητες των κρασιών, τη μεστή γεύση και τον γλυκό αρωματικό χαρακτήρα τους. Οι αγαπημένες Νεμέες, όμως, λειτουργούν άνετα και με εθνικές κουζίνες και διεθνή ταιριάσματα. Φανταστείτε τι μπορεί να κάνει μια Νεμέα δίπλα σε ένα έντονο αρωματικά Chicken Τikka Μasala βασισμένο στον πουρέ ντομάτας και στο κάρι. Πόσο το Αγιωργίτικο συνομιλεί με την ντομάτα και πόσο η «γλύκα» του σβήνει, ανακουφίζει ή συμπληρώνει την κάψα από την κάθε λαχταριστή πικάντικη μπουκιά. Φυσικά οι αρμονικές δυνατότητες της ποικιλίας δεν σταματούν εδώ.

Τα στιλ

Πέντε βασικά στιλ είναι τα πιο συνηθισμένα. Ροζέ Αγιωργίτικα, συνήθως από αμπελώνες υψηλών υψομέτρων (800-850 μέτρα) από περιοχές όπως ο Ασπρόκαμπος. Νεαρά, εκφραστικά Αγιωργίτικα ζυμωμένα σε ανοξείδωτες δεξαμενές, με μηδενική ή ελάχιστη ωρίμαση σε παλιά βαρέλια και προβολή του ποικιλιακού χαρακτήρα και της φρεσκάδας. Πυκνά Αγιωργίτικα από παλιότερα αμπέλια, ξερικούς αμπελώνες και πυκνές φυτεύσεις, που δίνουν κρασιά με ένταση, πολυπλοκότητα και μεγαλύτερες δυνατότητες παλαίωσης. Χαρμάνια Αγιωργίτικου με διεθνείς ποικιλίες, όπως το Cabernet Sauvignon, το Merlot και το Syrah, οι οποίες συνεισφέρουν δομή, πολυπλοκότητα αρωμάτων και δυνατότητες παλαίωσης. Και τέλος, γλυκά Αγιωργίτικα, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, αλλά εξίσου μοναδικά και ξεχωριστά.

Οινοποιεία

Αξίζει να επισκεφθεί κανείς τα οινοποιεία της Νεμέας, να γνωρίσει τους ανθρώπους πίσω από τα κρασιά, να δοκιμάσει τη δουλειά τους. Στην περιοχή της Αρχαίας Νεμέας, κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, έχουμε το Κτήμα Παπαϊωάννου και το Κτήμα Παλυβού, ενώ δίπλα στις Αρχαίες Κλεωνές βρίσκεται το όμορφο boutique οινοποιείο της οικογένειας Λαυκιώτη. Γύρω από το ημιορεινό χωριό Κούτσι βρίσκονται τα οινοποιεία της Γαία Οινοποιητική και του Semeli Estate, ενώ το Κτήμα Δρυόπη, το οποίο πλειοψηφικά ανήκει στην οικογένεια Τσέλεπου, ετοιμάζει προσεχώς ένα σύγχρονο βιοκλιματικό οινοποιείο, το οποίο θα είναι φυσικά επισκέψιμο. Γύρω από την πόλη της σύγχρονης Νεμέας ο επισκέπτης έχει πολλές αξιόλογες επιλογές. Από την εθνική οδό, ακολουθώντας την έξοδο προς Νεμέα ο επισκέπτης θα συναντήσει διαδοχικά τα οινοποιεία των Ρεπάνη, Λαντίδη και Καραμήτσου. Μέσα στην πόλη βρίσκεται το νέο guest house της οικογένειας Αϊβαλή, όπου γίνονται και γευστικές δοκιμές (εναλλακτικά, στο οινοποιείο στο Πετρί), αλλά και το Κτήμα Νέμειον. Στην έξοδο του χωριού, το Οινοποιείο Ιερόπουλου και το πανέμορφο Κτήμα Γκόφα αξίζουν σίγουρα την προσοχή σας. Τέλος, στον διπλανό νομό Αργολίδας και στο χωριό Μαλαδρένι, αλλά πάντα εντός της ΠΟΠ Νεμέα, βρίσκεται το κορυφαίο Κτήμα Σκούρα, το οποίο δεν είναι δυνατόν κανένας οινόφιλος να παραλείψει.

Αυτή είναι η δική μου Νεμέα, η δική μου Πελοπόννησος, οι δικές μου αναφορές, αναμνήσεις και εμμονές. Τις αγαπώ όλες και πάντα, όταν η ζωή μού φέρνει COVID, εγώ θα σκέφτομαι, θα πίνω και θα ονειρεύομαι Νεμέα. Και κάπως έτσι, η ζωή θα ομορφαίνει, οι μέρες θα κυλάνε λίγο πιο ευχάριστα και οι έναστρες νύχτες θα φωτίζουν ακόμα πιο πολύ τα αστέρια που σχηματίζουν τον αστερισμό του Λέοντα – το σύμβολο και το καμάρι της παντοτινής Νεμέας. ●

 

 

Η δική μου Νεμέα | του Γιώργου Σκούρα, Κτήμα Σκούρα #18

Τι μέρες κι αυτές που ζούμε! Ξεzoomιστήκαμε! Δεν υπάρχει μέρα τον τελευταίο καιρό που να μην περνάω πέντε έως έξι ώρες στο zoom, μιλώντας –γιατί άλλο;– για το κρασί. Τα λέω όλα αυτά γιατί αισθάνομαι πως ό,τι γράφουμε αυτές τις μέρες πρέπει να έχει πάνω του την πληροφορία που λέγεται νόσος COVID-19, για να καταλαβαίνει ο αναγνώστης του μέλλοντος –scripta manent– κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε αυτό το κείμενο. Ανάμεσα λοιπόν στα τηλέφωνα, στα μηνύματα, στις αγωνίες των ημερών «έσκασε» ένα μήνυμα από την κυρία Καρτάλη για να γράψω αυτό εδώ το κείμενο που έπρεπε να έχει τίτλο «Νεμέα». Ζορίστηκα. Δεν είχα χρόνο και δεν είχα και έμπνευση. Πάλι, λέω, Νεμέα; Τα ’χω πει τόσες φορές. Όπως όμως σκεφτόμουν και σκεφτόμουν από πού αντλεί ο άνθρωπος δύναμη για να τα καταφέρει στα δύσκολα, διαπίστωσα πως μια τέτοια δύναμη προέρχεται και από τη γη του, και τα αμπέλια του, και τους ανθρώπους που την περπατούν.

Νεμέα. Λοιπόν για μένα η Νεμέα δεν είναι μια πόλη που βρίσκεται κάπου στην Πελοπόννησο, αλλά είναι ένας τόπος ολάκερος με τους ανθρώπους του, που απαρτίζεται από 17 κοινότητες και ονοματίζεται με το βαρύ ιστορικό όνομα Νεμέα. Είναι η ζώνη ονομασίας προέλευσης με τα γνωστά χωριά της, με τα βουνά της, τα οροπέδιά της, τα μικροκλίματά της και τα μυστικά και ανεξερεύνητα ακόμη, ευτυχώς, εδάφη της. Ας χωρίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα σε τρία τουλάχιστον μέρη: στα αμπελουργικά, στα οινοποιητικά και στα τουριστικά. Εγνωσμένη η αξία της αμπελουργίας της Νεμέας. Και; Τι έγινε όλα αυτά τα τριάντα και πλέον τελευταία χρόνια; Άλλαξε κάτι; Πήγαμε μπροστά την αμπελουργία; Για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχει μία απάντηση. Η Νεμέα είναι μια μεγάλη αμπελουργική περιοχή και παράγει πολλών τύπων κρασιά. Σαφώς περισσότερα επιτραπέζια, πολλά που συμμετέχουν σε γεωγραφικές ενδείξεις και φυσικά τα κρασιά που φέρουν πάνω τους τη λέξη «Νεμέα» που είναι μόνο από Αγιωργίτικο και που είναι η περίφημη Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Είδατε, τα χώρισα πάλι στα τρία, άρα λοιπόν υπάρχουν αμπέλια που παράγουν μεγάλες ποσότητες Αγιωργίτικου, υπάρχουν άλλα φυτεμένα με άλλες ποικιλίες κι άλλα αμπέλια που παράγουν πολύ μικρότερες ποσότητες και πολύ ποιοτικότερα σταφύλια.

Η αμπελουργία στη ΝΕΜΕΑ τα τελευταία χρόνια σίγουρα έγινε καλύτερη όσον αφορά τα ποιοτικότερα κρασιά. Το σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι της Νεμέας, η νέα γενιά των αμπελουργών της και των φυτωριούχων της, δούλεψαν πάνω στην ποικιλία και διέθεσαν στην αγορά κλώνους απαλλαγμένους από ιώσεις, που υπόσχονται ότι σύντομα θα δούμε έναν νέο ορισμό στην έννοια της καθαρότητας του Αγιωργίτικου. Παράλληλα, στη Νεμέα αναπτύχθηκαν πολλές και διαφορετικές ελληνικές και ξένες ποικιλίες, ένας τεράστιος πλούτος και μια πανσπερμία που δίνει μια υπόσχεση ότι η καινούργια γενιά, τα νέα παιδιά της, θα εκπλήξουν τον κόσμο του κρασιού με καινούργια πράγματα. Όμως και στο κομμάτι εκείνο που λέγεται «κρασιά ευρείας παραγωγής», και σε αυτό η αμπελουργία στη Νεμέα έχει συνταχθεί με τις απαιτήσεις της αγοράς και παρουσιάζει ακόμα και σ’ αυτόν τον τομέα ποιοτικότερα κρασιά. Εδώ θα πω πως αυτή τη στιγμή εξελίσσονται έρευνες από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο με τη συνδρομή αμπελουργών-οινοποιών, που θα βοηθήσουν στην κατανόηση της διαφορετικότητας των αμπελοτοπίων της Νεμέας.

Στο οινοποιητικό κομμάτι, εκείνο το οποίο είναι σίγουρο είναι πως τα οινοποιεία της Νεμέας είναι άρτια εξοπλισμένα τεχνολογικά και ανθρωπίνως επενδυμένα με έμπειρο προσωπικό, ικανά να παραγάγουν καταπληκτικά κρασιά. El Dorado του ελληνικού κρασιού είναι σήμερα η Νεμέα. Garagistes – μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι οινοποιοί με ποικίλα στιλ κρασιού – ελαφρά, κομψά, θολά, φιλτραρισμένα και αφιλτράριστα, συμπυκνωμένα κρασιά για μεγάλη παλαίωση–, τσιμεντένιες και ανοξείδωτες δεξαμενές, αμφορείς, δρύινα βαρέλια μικρά ή μεγάλα, βαρέλια ακακίας και ό,τι φανταστεί ο νους του οινοποιού, βρίσκονται σήμερα στα οινοποιεία της Νεμέας, όπου κάτω από τη σκέπη του Συνδέσμου Οινοποιών Νεμέας 25 χρόνια τώρα –ήμουνα νιος και γέρασα– συζητήσεις επί συζητήσεων που αφορούν το θέμα της ανάδειξης των αμπελοτοπίων και των υποζωνών της Νεμέας δείχνουν αυτές τις μέρες να φτάνουν στο τέλος και να συμφωνούμε όλοι σε έναν καινούργιο τρόπο παρουσίασης του νεμεάτικου κρασιού Προστατευμένης Ονομασίας Προέλευσης. Σύντομα λοιπόν θα έχουμε νέα.

Οινοτουρισμός. Μία ώρα από την Αθήνα, δίπλα σε άκρως τουριστικές περιοχές όπως είναι το Λουτράκι, η Κόρινθος, οι Μυκήνες, το Ναύπλιο, η Νεμέα, κατάφερε την τελευταία δεκαετία να γεμίσει από όμορφα οινοποιεία και από πολλούς πολλούς Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που έρχονται στη Νεμέα, οι οποίοι κατευχαριστημένοι ανακαλύπτουν την ομορφιά του τόπου και τους οινοποιούς, τους αμπελουργούς και τα υπέροχα κρασιά τους.

Εδώ θα πω πως, ναι, σίγουρα φτιάξαμε οινοποιεία και σίγουρα τα γεμίσαμε κόσμο, τώρα μένει – και μένει μάλλον στην επερχόμενη γενιά – να δούμε καταλύματα, εστιατόρια, οργανωμένες δραστηριότητες, έτσι ώστε αυτός ο τόπος να φτάσει στο σημείο που του αξίζει. Ο Οινοτουρισμός είναι η σφραγίδα της προβολής όλου του μόχθου και όλης της ομορφιάς της ιστορίας του αμπελιού και του κρασιού, αλλά και της σταφίδας και του ελαιολάδου και τόσων άλλων τοπικών προϊόντων. Η δική μου Νεμέα είναι πηγή έμπνευσης τα τελευταία 35 χρόνια που δουλεύω σε αυτόν τον τόπο και θα είναι καθημερινή έμπνευση για όλη μου τη ζωή. ●

Κεφαλονιά | του Γιάννη Παππά, GM Mr Vertigo

Πριν από μερικά χρόνια, αποφασίσαμε με τέσσερις φίλους να κάνουμε ένα road trip σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, το οποίο όμως να έχει και οινικό ενδιαφέρον. Μην τα πολυλογώ, ο προορισμός που επιλέχθηκε μετά από πολλή φασαρία ήταν η Κεφαλονιά. Είχα να πάω από την πενθήμερη της Γ ́ Λυκείου, όταν ακόμα δεν ήξερα τι διαφορά έχει η μπίρα από το κρασί. Από τότε είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της, κι ας είμαστε μακριά.

Ο Συνεταιρισμός Παραγωγών Ρομπόλας στη σκιά του Αίνου

Δύο όμως είναι οι βασικοί λόγοι που αγαπώ την Κεφαλονιά. Ο πρώτος είναι οι άνθρωποι. Ακούγεται ότι είναι θεόμουρλοι, φωνακλάδες και αρκετά ιδιαίτεροι. Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα και μετά από αρκετές συναναστροφές με ντόπιους ότι ισχύει στο 100%. Η εξωστρέφειά τους και η κουλτούρα τους σε κάνουν να αισθάνεσαι τόσο οικεία, σαν να πηγαίνεις στο χωριό σου ή, μάλλον καλύτερα, σαν να πηγαίνεις στο Γαλατικό χωριό. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Κεφαλονιά μού θυμίζει σε πολλά σημεία της τον τόπο καταγωγής μου, την Κρήτη. Ο Αίνος δημιουργεί άγρια, βραχώδη τοπία και απότομες πλαγιές για να χοροπηδούν τα αγριοκάτσικα. Όπως οδηγείς το αμάξι μαγεμένος από το μέρος, πατάς το φρένο με δύναμη, για να μην πέσεις πάνω στο κοπάδι με τα πρόβατα που σαλαγάει ένας βοσκός! Κι εκεί καταλαβαίνεις ποιοι ευθύνονται για την πυροβολημένη πινακίδα σήμανσης που μόλις πέρασες. Ο Εθνικός Δρυμός με το πυκνό ελατόδασος είναι must για επίσκεψη, χειμώνα-καλοκαίρι. Είσαι στην κορυφή του Αίνου με το μπουφάν, μέσα σε 45 λεπτά καταλήγεις να πίνεις τη δροσερή κρασάρα σου σε κάποιο beach bar ή να βουτάς στα πανέμορφα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Η τοπική κουζίνα είναι απλή και πεντανόστιμη, και αν έχεις κανέναν φίλο να βουτάει για ψαροντούφεκο, τότε αγγίζεις την τελειότητα. Η Κεφαλονιά περιλαμβάνεται σίγουρα στο Top 5 των οινοπαραγωγών ζωνών της Ελλάδας. Αυτό όμως δεν την κατατάσσει ταυτόχρονα και στη λίστα με τους οινοτουριστικούς προορισμούς. Περιπλανώμενοι στα οινοποιεία του νησιού, σίγουρα δεν θα συναντήσουμε την οργάνωση των επισκέψιμων της Νεμέας, αλλά ούτε και τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά κτίσματα της Βόρειας Ελλάδας. Περνώντας όμως την πόρτα τους, θα γνωρίσουμε ανθρώπους ζεστούς, οινοποιούς με αγάπη και πάθος για το κρασί και τον τόπο τους.

Πρώτη μας στάση ήταν το οινοποιείο του Ευρυβιάδη Σκλάβου στο Ληξούρι. Ο Βλάδης (για τους φίλους) θεωρείται ο πατέρας της βιοδυναμικής καλλιέργειας στην Ελλάδα, αλλά αν τον ρωτήσετε, από την ταπεινότητά του θα κοιτάξει κάτω και θα πει ότι δεν ξέρει να φτιάχνει κρασιά. Για πολλούς φτιάχνει την καλύτερη ξηρή εκδοχή της Μαυροδάφνης, το Οργίων (το οποίο ΔΕΝ σημαίνει αυτό που φαντάζεστε). Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά λευκά κρασιά είναι το Μεταγειτνίων. Βοστυλίδι ζυμωμένο και ωριμασμένο μέσα σε μεγάλη ξύλινη δεξαμενή για περίπου έναν χρόνο, το οποίο παρουσιάζει ξεκάθαρα τη μεγαλειότητα του terroir της Κεφαλονιάς. Το διάσημο Vino di Sasso (Ρομπόλα) με συγκλονίζει κάθε φορά που το δοκιμάζω, με την ορυκτότητά του και την αλμύρα του, ενώ το Ζακυνθινό μού διεγείρει τη φαντασία με τις γαστρονομικές επιλογές με τις οποίες μπορεί να ταιριάξει. Δεύτερη στάση το Κτήμα Χαριτάτου. Τα τρία αδέλφια Χαριτάτου είναι τόσο φιλόξενα που, αν δεν νιώσεις άνετα στο οινοποιείο, μπορεί και να νευριάσουν. Την ώρα που η Ιωάννα σε εντυπωσιάζει με τη γαλλική φινέτσα της, ο Χαρίτος σού κάνει χαβαλέ και σατιρίζει τα πάντα και ο Κωνσταντίνος σε μπουκώνει με τσίπουρο και τραγουδάει «Do you like Mademoiselle the Greece». Μας έκαναν μια πολύ ωραία ξενάγηση μέσα στο κτήμα, όπου καλλιεργούν μόνο τις τρεις τοπικές ποικιλίες Μαυροδάφνη, Μοσχάτο και Βοστυλίδι και στη συνέχεια δοκιμάσαμε τα κρασιά τους. Το απόγευμα απέκτησε τρομερό ενδιαφέρον, όταν ήρθαν στην παρέα μας ο Ευρυβιάδης μαζί με τον συνεταίρο του Σπύρο Ζησιμάτο και συζητούσαμε θέματα γύρω από το κρασί. Στην Κεφαλονιά υπάρχει το ίδιο πρόβλημα με τα σταφύλια που υπάρχει και στη Σαντορίνη, μπορεί όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, κι εδώ κάθε χρόνο πρέπει να ασπρίζουν τα μαλλιά των οινοποιών από το άγχος αν θα καταφέρουν να αγοράσουν καλής ποιότητας σταφύλια.

Ακριβώς απέναντι, στις Μηνιές του Αργοστολίου, είναι το οινοποιείο Gentilini. Μια πιο «αυστραλιανή» προσέγγιση στο όλο θέμα, αφού τόσο το επισκέψιμο όσο και τα κρασιά θυμίζουν Barossa Valley. Ο Πέτρος Μαρκαντωνάτος δίνει μεγάλη σημασία στην πρώτη ύλη και γι’ αυτό καλλιεργεί βιολογικά τα αμπέλια του. Ταυτόχρονα, σαν μαέστρος διευθύνει αρμονικά την ορχήστρα με τις δεξαμενές και τα βαρέλια του οινοποιείου, με μόνη του έννοια το κρασί να είναι απολαυστικό. Οι παρεμβάσεις δεν είναι απαγορευτικές και οι τεχνικές οινοποίησης είναι πολύ εξελιγμένες. Κάθε φορά που βρισκόμαστε, μου δείχνει απομακρυσμένα μέσω του κινητού του τις θερμοκρασίες των δεξαμενών και όλα τα νέα του «τρελά» projects. Τα κρασιά που φτιάχνει είναι εξαιρετικά, με προσωπικό μου αγαπημένο τη Ρομπόλα του, η οποία όσο εξελίσσεται στη φιάλη εμφανίζει περισσότερα ορυκτά και petrol αρώματα. Ταιριάζει φανταστικά με το πεντανόστιμο ceviche που φτιάχνει ο ίδιος.

Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να επισκεφτούμε το Οινοποιείο Πετρακόπουλου (πρώην Μελισσινός). Ο Νίκος Πετρακόπουλος και η Κική Σιαμέλη κάνουν απίστευτη δουλειά και παράγουν ίσως την καλύτερη Ρομπόλα της Κεφαλονιάς, ενώ πειραματίζονται συνεχώς με διαφορετικές πρακτικές οινοποίησης (single vineyard οινοποιήσεις, orange wines κ.λπ.). Ανυπομονούν να μας δουν στην επόμενη επίσκεψή μας, και σίγουρα θα τους κάνουμε το χατίρι. Η Κεφαλονιά είναι για μένα το next big thing του ελληνικού αμπελώνα, λόγω terroir και ποικιλιών. Έχει τις δύο από τις τρεις πιο παρεξηγημένες ποικιλίες της Ελλάδας, αλλά και μια ένωση οινοποιών που δεν το βάζει κάτω. Προσπαθούν με ομαδικό πνεύμα να δώσουν πιο φρέσκο, πιο μοντέρνο και πιο γαστρονομικό χαρακτήρα στο κεφαλονίτικο κρασί. Είναι ένα νησί που όσες φορές κι αν το επισκεφτεί κανείς, πάντα θα βρίσκει λόγο για να επιστρέψει. ●

Η δική μου Κεφαλονιά | του Ευρ. Σκλάβου, Κτήμα Σκλάβου #18

Σε μια περίοδο παράξενη και αντιφατική όσο ποτέ, το αμπέλι στο τέλος μιας εκκωφαντικής άνοιξης διάγει την πιο ρωμαλέα και έντονη περίοδο της ετήσιας νεότητάς του. Άραγε πόσες φορές στο παρελθόν να βίωσαν οι αμπελοκαλλιεργητές αντίστοιχα συναισθήματα και με ποια αποθέματα δύναμης συνέχισαν τη δύσκολη πορεία τους;

Ο Ευρυβιάδης Σκλάβος, με τον αγαπημένο του σκύλο στα αμπέλια

Μακραίωνη η ιστορία του αμπελιού στο νησί μας, με απαρχή τον γενάρχη Κέφαλο, γιο του Ερμή, ο οποίος, εξορισμένος από την Αθήνα, ερχόμενος στη Θηναία της Κεφαλονιάς κάρφωσε στη γη μια βέργα από το θεϊκό φυτό του Διονύσου. Με το πέρασμα των χρόνων, το αμπέλι θέριεψε και κατέλαβε τις πλαγιές των βουνών και των λόφων, αλλά και τις καρδιές των κατοίκων, οι οποίοι αγάπησαν και μόχθησαν σκληρά για την ανάπτυξή του. Ανατριχιάζει κανείς όταν αναπλάθει στο μυαλό του την εικόνα που αντίκρισε ο περιηγητής – ιστοριοδίφης Ιωσήφ Παρτς γύρω στο 1895, όταν επισκεπτόμενος την περιοχή των Ομαλών (ζώνη Ρομπόλας) περιέγραφε τις πεζούλες σαν πράσινα σκαλοπάτια που χάνονταν στα σύννεφα. Ξεχωριστή φαίνεται να είναι η παρουσία του Άγγλου αρμοστή Καρόλου Νάπιερ το 1822, ο οποίος πίστεψε στις κρυμμένες δυνατότητες της αμπελοκαλλιέργειας στην Κεφαλονιά.

Αυτό ίσως να ήταν το αποτέλεσμα που οδήγησε στην εγκατάσταση γύρω στο 1850 μιας γαλλικής φίρμας, η οποία όμως δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί, σε αντίθεση με την αγγλική φίρμα Tool, που εγκαταστάθηκε το 1872 στο Αργοστόλι και σύντομα ανέπτυξε σημαντικές εξαγωγές στην Ευρώπη με κρασιά των ποικιλιών Μαυροδάφνη, Ρομπόλα και Μοσχάτο. Αυτή η άνθηση στο οινικό εμπόριο κράτησε μέχρι τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε μειώθηκε σημαντικά για να δεχθεί το πιο ισχυρό χτύπημα του Β ́ Παγκοσμίου. Όμως καταλυτικά στον μαρασμό της αμπελοκαλλιέργειας συντέλεσε ο σεισμός του 1953, που έδιωξε σχεδόν τον μισό πληθυσμό του νησιού και οδήγησε σε αντίστοιχη μείωση την αμπελοκαλλιέργεια. Στην πιο σύγχρονη περίοδο, γύρω στο 1970, η φίρμα Καλλιγάς και λίγο αργότερα ο Συνεταιρισμός Παραγωγών Ρομπόλας Κεφαλονιάς και το Οινοποιείο Μαντζαβίνο, με τη Ρομπόλα βασικό προϊόν, στο πλαίσιο του νέου τότε κανονισμού για τις ονομασίες προέλευσης παράγουν περί τα 10.000 εκατόλιτρα Ρομπόλας. Τον όψιμο αυτό κύκλο ολοκληρώνει ο Σπύρος Κοσμετάτος, που γύρω στο 1984 οινοποιεί την ποικιλία Τσαούσι σε μια μικρή παραγωγή, γύρω στα 250 εκατόλιτρα. Στις μέρες μας δραστηριοποιούνται γύρω στις δέκα οινοποιητικές επιχειρήσεις, με τον Συνεταιρισμό Παραγωγών Ρομπόλας να έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή κρασιού στο νησί της Κεφαλονιάς. Η ζώνη της Ρομπόλας έχει θεσμοθετηθεί από το 1971 και περιλαμβάνει τα υψίπεδα και τις πλαγιές της ευρύτερης περιοχής των Ομαλών, με υψόμετρο από 250 έως 800 μ. από το Ιόνιο πέλαγος. Κάτι πολύ σημαντικό είναι πως η μέγιστη παραγωγή ανά στρέμμα δεν πρέπει να ξεπερνά τα 800 κιλά, γεγονός που επιτυγχάνεται στις πεδινές περιοχές της ζώνης με σχετική ευκολία, ενώ στα πλάγια η μέση παραγωγή δεν ξεπερνά τα 450 κιλά. Η απόδοση, καθώς και οι εδαφοκλιματικές συνθήκες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τουλάχιστον δύο μεγάλες κατηγορίες ποιότητας στο παραγόμενο τελικό προϊόν: την πεδινή και την ορεινή Ρομπόλα. Γαστρονομικά η Ρομπόλα, που ήταν ο βασικός πόλος της παραδοσιακής κεφαλονίτικης ψαροταβέρνας (βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής του νησιού για πολλά χρόνια), συνδυάζεται με τόνο στη σχάρα, ξιφιό και σολομό καρυκευμένο με χυμό λεμονιού και κάππαρη. Επίσης, ωμά στρείδια, αχινοί ωμοί με μια σταξιά λεμόνι ίσως μπορεί να εξασφαλίσουν για τη Ρομπόλα μια θέση στην καρδιά των εραστών του γαστρονομικού κρασιού.

Ο Ευρυβιάδης Σκλάβος στο οινοποιείο 

Χωρίς να αποτελούν τους φτωχούς συγγενείς, τόσο ο λευκός μικρόρραγος Μοσχάτος όσο και η Μαυροδάφνη δίνουν αντίστοιχα στη ζώνη καλλιέργειάς τους, που ταυτίζεται με τη χερσόνησο της Παλικής κυρίως, είτε εξαιρετικά ξηρά είτε επίσης εξαιρετικά γλυκά κρασιά. Ο μεν Μοσχάτος, ακολουθώντας μια μακραίωνη ιστορία, αφού ήταν μετά την άλωση της Κρήτης το αγαπημένο κρασί των Ενετών και κατευθυνόταν όλη η παραγωγή του στη Βενετία, δίνει με την ίδια τεχνική του λιασίματος το φυσικώς γλυκό παλαιωμένο λικέρ, ενώ η Μαυροδάφνη, κυρίως μετά από αρκετές ημέρες εκχύλιση και παλαίωση σε δρύινες δεξαμενές – βαρέλια, δίνει ξηρούς, με ολοκληρωμένη επίγευση ερυθρούς οίνους ποιότητας. Στις αξιόλογες και πολλά υποσχόμενες ποικιλίες περιλαμβάνονται το Τσαούσι, το Βοστυλίδι και το Ζακυνθινό, ενώ η Μοσχατέλα, η οποία αποτελεί έναν κλώνο του Μοσχάτου Αλεξανδρείας που καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή Κατωγή από την περίοδο της γαλλικής κατοχής (1797), συνήθως συνοινοποιείται με άλλες λευκές ποικιλίες. Στην Κεφαλονιά, όπου η φυλλοξήρα χτύπησε πριν από τριάντα χρόνια το αμπέλι, παράγονται ακόμα σημαντικές ποσότητες σταφυλιών από αυτόρριζα πρέμνα. Η ποιότητα των παραγόμενων κρασιών από αυτόρριζα αμπέλια σαφώς υπερέχει έναντι των εμβολιασμένων και δίνει κρασιά με μια ιδιαίτερη ταυτότητα, ειδικά στην περίπτωση όπου ακολουθούνται πρωτόκολλα ήπιας οινοποίησης με χρήση γηγενών (άγριων) ζυμομυκήτων, μη χρήση φίλτρου και χαμηλή περιεκτικότητα σε θειώδη. Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά στα οινικά πράγματα της Κεφαλονιάς, θα κάνω μνεία της μοναδικής αξίας που έχει μια επίσκεψη στην κορυφή του νεφεληγερέτη Αίνου. Προσοχή στην ακριβώς αντίθετη πλευρά της ντροπής του πάρκου κεραιών. Όταν ο επισκέπτης περπατήσει για λίγο στο βουνό, εκεί ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα της κεφαλληνιακής ελάτης, μπορεί ίσως να αισθανθεί τη μοναδική ενέργεια του χώρου και να βιώσει την ιδιοσυγκρασία του νησιού. Συνηθίζω πάντα με αγαπημένους φίλους να επισκέπτομαι το βουνό, για μια ξεχωριστή εμπειρία δοκιμής μιας φιάλης παλαιωμένης Ρομπόλας. Ίσως έτσι ο χρόνος σταματά για μια στιγμή. ●

Cellar Rat | του Γ. Καυμενάκη, Wine Sommelier #18

Βρέθηκα και εγώ, όπως όλοι μας, το τελευταίο διάστημα σε ένα πρωτόγνωρο καθεστώς με άπλετο χρόνο, αρκετούς δικαιολογημένους περιορισμούς στο τι θα μπορούσα να κάνω και μπερδεμένη ψυχολογική κατάσταση. Όσο η αβεβαιότητα έκανε party στο μυαλό μου, θυμήθηκα μια συμβουλή που μου είχε δώσει ένας καλός φίλος πριν από χρόνια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά τα λεγόμενά του, χρειάζεσαι τρία πράγματα: κρασιά, βιβλία και καλούς φίλους. 

Το κρασί διαχρονικά έχει την ικανότητα να ενώνει τους ανθρώπους, να ομορφαίνει τις συνευρέσεις μας και να μας συντροφεύει σε ατέρμονες συζητήσεις. Κάπως έτσι, έστω και κάτω από αντίξοες συνθήκες, όλοι μας προσπαθήσαμε να ξεγελάσουμε τη θλίψη με φιλικές αμπελοφιλοσοφίες γύρω από ένα τραπέζι με φαγητό και κρασί. Πιο ειδικά, έτσι για να γαργαλήσω τη διάθεσή μας για οινικό κουτσομπολιό, ήπιαμε τα πάντα: σπουδαία κρασιά, παλιές καλοσυντηρημένες χρονιές, μικρά διαμάντια, εξεζητημένα τοπωνύμια, κλασικές προτιμήσεις, ακραίες-πειραματικές εμφιαλώσεις, ακόμα και πρώην αγαπημένα κρασιά που θέλαμε να ξεφορτωθούμε, πάντα με γνώμονα το πόσο ελπιδοφόρα ή απαισιόδοξα ήταν τα λεγόμενα των κυρίων Τσιόδρα και Χαρδαλιά. Τις πρώτες μέρες θυμάμαι καλά ότι είχαν την τιμητική τους τα λεγόμενα μεγάλα κρασιά. Κάποιοι πιστέψαμε ότι έρχεται η συντέλεια του κόσμου και θα ήταν κρίμα να φύγουμε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχουμε δοκιμάσει το Haut Brion του 1989 ή το Corton-Charlemagne του Coche-Dury του 1999. Κάποιοι άλλοι βρήκαν τρόπο να παραμείνουν επίκαιροι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με post γεμάτα αστερόσκονη, και βέβαια υπήρξαν και κοινοί θνητοί που ήθελαν απλώς να κολακέψουν το λαρύγγι τους από την ασφάλεια του καναπέ τους. Oσο οι μέρες περνούσαν, οι ανακοινώσεις του Υπουργείου Υγείας και της Πολιτικής Προστασίας γίνονταν όλο και πιο δραματικές, ενώ μαθαίναμε για κοντινούς μας που νοσηλεύονταν ή νοσούσαν κατ’ οίκον. Η σοβαρότητα της κατάστασης και το ομιχλώδες τοπίο μάς έδωσαν την ευκαιρία να γνωριστούμε με πιο ταπεινές απολαύσεις και τοπωνύμια που κάποτε περιφρονούσαμε. Η Νεμέα και το Μοσχοφίλερο από το χαμηλό ράφι της κάβας για το τραπέζι της καθημερινής έκαναν θραύση, είτε για να μην προκαλούμε είτε από ανασφάλεια για το αύριο. Προσωπικά, παραδέχομαι πως είμαι ένας βαρετός, συντηρητικός Francoholic, που όλο αυτο το διάστημα απόλαυσα με καλούς φίλους ωραία κρασιά. Η αλήθεια είναι πως επικεντρώθηκα στη στιγμή, στην κουβέντα και στους φίλους μου, που είχα τόσο ανάγκη. Μπορεί να μη δάμασα τη δίψα μου με Wine Viagra, όπως λέμε στην οινική αργκό τη λύσσα για διαφορετικά, εξεζητημένα και προβεβλημένα από τον κύριο Parker κρασιά, αλλά πέρασα καλά.

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μου θύμισε ένα παλιό βρετανικό ρητό της πιάτσας του κρασιού, που για κάποιο λόγο μού φάνηκε τρομερά επίκαιρο: «There are no Great Wines ,only Great Bottles of Wine». Το πιο σπουδαίο κρασί μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ίσως και κατώτερο των προσδοκιών, ενώ ένα καθημερινό, απλό κρασί μπορεί να μας προσφέρει στιγμές που θα θυμόμαστε για μια ζωή. Η κατανάλωση του κρασιού δεν αφορά μόνο το «ζουμί» που θα γεμίσει τα ποτήρια μας. Στα δικά μου κριτήρια έχει να κάνει με τη στιγμή, με την παρέα, με τη διάθεσή μας. Διαχρονικά, οι πωλητές του κρασιού έχουμε τους λόγους μας και το συμφέρον να επικοινωνούμε τη μοναδικότητα των κρασιών που προτείνουμε. Πρέπει να παραδεχτώ πως στην πράξη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πιστεύω πως η απόλαυση στο κρασί δεν είναι μετρήσιμη, το κρασί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περνάει διαδικασία κλινικής εξέτασης. Αγαπάμε και πίνουμε τα κρασιά που μας αρέσουν, γιατί έτσι μας αρέσει. Τόσο απλά. ●