KTHMA ABANTIΣ | της Θάλειας Καρτάλη #13

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να σε υποδέχονται κάπου με ένα ζεστό χαμόγελο. Πόσω μάλλον όταν βρίσκεσαι σε έναν χώρο ζεστό και φιλόξενο, διακοσμημένο με γούστο, έναν χώρο φτιαγμένο για να ικανοποιεί όλες τις αισθήσεις.

Ο Απόστολος και η Λένγκα.

Η Λένγκα Γρηγοριάδου έχει κάθε λόγο να χαμογελά πλατιά. Μαζί με τον σύζυγό της, Απόστολο Μούντριχα, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν στην Εύβοια ένα σημείο αναφοράς, όχι μόνο χάρη στα εξαιρετικά κρασιά που παράγουν στο Κτήμα Αβαντίς, αλλά και χάρη στη ζεστή φιλοξενία που επιφυλάσσουν στους επισκέπτες τους. Ευχάριστη και αναπάντεχη έκπληξη για όποιον φθάνει εκεί ανυποψίαστος, ο χώρος περιποίησης που έχει δημιουργήσει η Λένγκα, η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται με την παραγωγή καλλυντικών από τα υποπροϊόντα της οινοποίησης.

Καθισμένοι στον χώρο του οινοποιείου που το ζευγάρι έχει διαμορφώσει ως μπαρ και απολαμβάνοντας ένα ποτήρι από τη νέα ετικέτα τους, Lenga Pink, ένα ροζέ χαρμάνι από Gewüstraminer και Μαυροκουντούρα, ακούμε την ιστορία του Κτήματος, η οποία ξεκινά το 1830. Το οινοποιείο στεγάζεται στο πατρικό της οικογένειας Μούντριχα, αμπελουργών της περιοχής του Μύτικα, στο Ληλάντιο της κεντρικής Εύβοιας. Πρώτος οινοποιός της οικογένειας ήταν ο παππούς Απόστολος, ο οποίος παρήγε το δικό του κρασί και το πουλούσε στη Χαλκίδα και στον Βόλο. «Έχτισε δύο πέτρινα δωμάτια εδώ όπου βρισκόμαστε. Ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η κουζίνα του οινοποιείου», εξηγεί ο Απόστολος. Μεγαλωμένος και ο ίδιος μέσα στα αμπέλια, οι σπουδές Οικονομικών στο Οικονομικό της Νομικής Αθηνών οδήγησαν σε μια σύντομη δημοσιογραφική καριέρα, η οποία δεν στάθηκε ικανή να τον κρατήσει μακριά από την πραγματική του αγάπη. Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε η αφορμή να συνειδητοποιήσει ότι η καρδιά του χτυπούσε στα Αμπέλια (όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την περιοχή), κι έτσι το 1994 επέστρεψε οριστικά, για να οινοποιήσει το πρώτο κρασί από τα 15 στρέμματα Sauvignon Blanc που είχε φυτέψει από το 1990 δίπλα στο οινοποιείο, καθώς και άλλο ένα από Σαββατιανό και λίγο Ροδίτη

«Βγάλαμε 3.000 φιάλες, τις πούλησα μόνος μου στην Αθήνα, μαγαζί μαγαζί», θυμάται ο Απόστολος. Ακολούθησαν οι φυτεύσεις του Syrah, της ναυαρχίδας του Κτήματος Αβαντίς, και η σταδιακή αύξηση του αμπελώνα, ο οποίος φθάνει σήμερα τα 200 ιδιόκτητα στρέμματα. Ήταν ο πρώτος που φύτεψε ξενικές ποικιλίες στην Εύβοια, υποστηρίζοντας ότι «καλλιεργείται στον τόπο μας, είναι ελληνικό, από τη στιγμή που προσαρμόζεται και εγκλιματίζεται». «Η Αργεντινή πήρε το Malbec, που ήταν μια άγνωστη γαλλική ποικιλία, και την έκανε εθνική της ποικιλία, η Νέα Ζηλανδία ζει το θαύμα της με το Sauvignon Blanc, η Αυστραλία το δικό της θαύμα πάνω στο Syrah», λέει εξηγώντας την απόφασή του να επενδύσει σε ξένες ποικιλίες. Και το Gewüstraminer; «Το αποφάσισε ύστερα από δική μου πίεση επί δυόμισι χρόνια. Δεν το ήθελε με τίποτα, το φοβόταν», μας λέει γελώντας η Λένγκα. «Εμένα μου άρεσε πολύ, το βρίσκω πολύ εξωστρεφές και άρα πολύ ελληνικό, παρά την ξενική και δύσκολη ονομασία του». Επόμενο ήταν η νέα ετικέτα που προέκυψε να πάρει την ονομασία της από την εμπνεύστριά της και να γεννηθεί έτσι η Lenga, ένα ημίξηρο κρασί που συνοδεύει τέλεια πολλά πιάτα της ελληνικής κουζίνας και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η επιλογή των ξένων ποικιλιών φυσικά δεν σημαίνει αποκλεισμό των γηγενών, στις οποίες ο Απόστολος Μούντριχας έχει μεγάλη πίστη, αλλά με μέτρο. Στο Κτήμα καλλιεργούνται Ασύρτικο και Μοσχάτο, ενώ ο ίδιος ανακάλυψε και διέσωσε τη Μαυροκουντούρα, μια γηγενή ερυθρή ποικιλία με χαρακτηριστικά που θυμίζουν λίγο Cabernet Franc, την οποία ωστόσο αντιμετωπίζει με απόλυτο ρεαλισμό ως προς τις δυνατότητές της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας ξένος καταναλωτής πρέπει οπωσδήποτε να μάθει τη Μαυροκουντούρα. Εγώ φτιάχνω ένα κρασί από Syrah το οποίο στέκεται στον διεθνή ανταγωνισμό και είναι ελληνικό», υπογραμμίζει.

Ο Απόστολος και η Λένγκα.

Η σκληρή δουλειά των τελευταίων δεκαετιών έχει σίγουρα αποφέρει καρπούς, καθώς ανάμεσα στις 14 ετικέτες του Κτήματος περιλαμβάνονται κρασιά με βραβεύσεις και διακρίσεις. Το Κτήμα έχει μάλιστα φιλοξενηθεί στο ελληνικό Βιβλίο Γκίνες, χάρη στις 1.500 χειροποίητες διαφορετικές ετικέτες, που φιλοτεχνήθηκαν από τον αρχιτέκτονα αδελφό του του Απόστολου, Σπύρο, για το συλλεκτικό κρασί Aβαντίς Δρυός, 1996. Όμως το ανήσυχο πνεύμα του ζεύγους δεν τους αφήνει να επαναπαυθούν στις δάφνες τους, και πλέον αναζητούν και νέους δρόμους, στο απαιτητικό terroir της Σαντορίνης, η οποία ούτως ή άλλως «αποτελεί πρόκληση για κάθε ανήσυχο οινοποιό», όπως εξηγεί ο Απόστολος.

 

Η συζήτηση στρέφεται στη γνωριμία τους, η οποία έγινε μέσα από τη δουλειά. Πολλά χρόνια στο πλευρό του Απόστολου, η Λένγκα, τεχνικός οινολόγος και αμπελουργός και η ίδια, δεν ξέφυγε από το κομμάτι της παραγωγής. «Μαζί στους τρύγους, μαζί στις δειγματοληψίες, μαζί στο χημείο, στα πάντα. Έχω περάσει από όλο το κομμάτι της παραγωγής, μόνο εμφιάλωση δεν με έχει βάλει να κάνω ακόμη», μας λέει γελώντας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι δρόμοι τους έχουν κάπως χωρίσει, καθώς η Λένγκα ασχολείται αποκλειστικά με την παραγωγή των καλλυντικών που προέρχονται από τα υποπροϊόντα της οινοποίησης και τα οποία κλείνουν δέκα χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά. «Μου άρεσε πάντα η γυναικεία φυσική ομορφιά. Μου αρέσουν οι γυναίκες που είναι όμορφες σε όλες τις ηλικίες χωρίς παρεμβάσεις, κι αυτός ήταν και ο λόγος που με οδήγησε στην παραγωγή αυτών των φυσικών καλλυντικών από προϊόντα που περιέχουν πολλά αντιοξειδωτικά και σε άλλη περίπτωση θα πετιούνταν», μας λέει. Η δημιουργία ενός μικρού χώρου περιποίησης εντός του οινοποιείου αποτελεί μια καινοτομία την οποία σκοπεύει να επεκτείνει και στο νέο επισκέψιμο οινοποιείο που ετοιμάζεται στη Σαντορίνη.

 Μερικές από τις ετικέτες του κτήματος

Lenga  Οff dry λευκό κρασί από την ποικιλία Gewürztraminer, με έντονα αρώματα τριαντάφυλλου, εξωτικών φρούτων, πιπεριού, τζίντζερ και καραμέλας. Η οξύτητά του ισορροπεί τέλεια το λιπαρό στόμα. Ένα κρασί που συνοδεύει τέλεια την ασιατική κουζίνα, αλλά και πολλά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, όπως οι λαχανοντολμάδες.

Κτήμα Aβαντίς Λευκό  Ένα blend Viogner και Aσύρτικου με έντονα αρώματα αχλαδιού, πράσινου μήλου και τροπικών φρούτων.

Κτήμα Aβαντίς Syrah  100% Syrah με αρώματα μπαχαρικών, πιπεριού, κανέλας, καπνού, που πλαισιώνονται από άφθονο μαύρο φρούτο (δαμάσκηνο, βατόμουρο), μαρμελάδα ψημένου φρούτου με νύξεις βανίλιας.

Άγιος Χρόνος  Συνοινοποίηση των ποικιλιών Syrah και Viogner, στα πρότυπα των κρασιών που παράγονται στον Ροδανό, ο Άγιος Χρόνος είναι ένα κρασί με αρώματα βιολέτας και κόκκινων γλυκών φρούτων και ένα πολύ ισορροπημένο βαρέλι. Ωριμάζει για 12 μήνες σε δρύινα βαρέλια και έχει δυνατότητα παλαίωσης 10 ετών.

Κτήμα Aβαντίς Συλλογή  100% Syrah, προέρχεται από ένα και μοναδικό αμπελοτόπι και ωριμάζει για 18 μήνες σε δρύινα γαλλικά βαρέλια. Έντονη συμπύκνωση, αρώματα μαύρων και αποξηραμένων φρούτων, όπως δαμάσκηνο, σύκο, μπαχαριών και σοκολάτας●

avantisestate.gr

Παναγιώτης Κυριακίδης | της Θάλειας Καρτάλη #13

Σπούδασε Χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μια συνάντηση με έναν φίλο οινολόγο τον έπεισε να ασχοληθεί με την Οινολογία και έτσι λίγο αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, βρέθηκε στο Μπορντό για σπουδές Οινολογίας. Ήταν η εποχή της επανάστασης του ελληνικού κρασιού και με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνέβαλε σε αυτήν ως σύμβουλος οινολόγος με διάφορες συνεργασίες, που κάποια στιγμή τον οδήγησαν και στο κατώφλι του Κτήματος Παυλίδη, όταν ο γνωστός Δραμινός επιχειρηματίας ξεκινούσε τις πρώτες του οινοποιήσεις. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν ξανά δέκα χρόνια μετά, και από το 2015, από τη θέση του επικεφαλής οινολόγου και γενικού διευθυντή, διευθύνει πλέον την ορχήστρα ενός εκ των κορυφαίων οινοποιείων της χώρας.

Ο γενικός διευθυντής του Κτήματος Παυλίδη, Παναγιώτης Κυριακίδης.

Οι οινολόγοι είναι συνήθως οι αφανείς ήρωες πίσω από μια ετικέτα. Πώς αισθάνεσθε εσείς γι’ αυτό;

Το κρασί είναι ομαδική δουλειά. Ο καθένας από μας, από τον γεωπόνο, που ασχολείται με το αμπέλι, έως τον οινολόγο, που δουλεύει στην κάβα, όλοι βάζουν το λιθαράκι τους. Ο οινολόγος είναι ο διευθυντής της ορχήστρας. Το ωραίο στη δουλειά μας είναι ότι είναι δημιουργική, καθώς δίνουμε ζωή σε κάτι, το σταφύλι το κάνουμε κρασί, είναι σαν να μεγαλώνουμε παιδιά. Εγώ κάθε δεξαμενή που έχω θεωρώ ότι είναι παιδί μου. Όπως τα παιδιά που μεγαλώνεις δεν είναι όλα ίδια, έτσι και κάθε δεξαμενή είναι διαφορετική, με τα μειονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, τις… παραξενιές της. Αυτή είναι η ομορφιά και η γοητεία στο κρασί. Δεν είμαστε αφανείς, αφήνουμε τα «παιδιά» μας να μιλούν για μας.

Τι είναι αυτό που σας ιντριγκάρει περισσότερο στη δουλειά σας;

Να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά στο έπακρο την πρώτη ύλη, το σταφύλι, και να κάνουμε ένα κρασί όσο το δυνατόν καλύτερο.

Τι ρόλο παίζει μια καλή πρώτη ύλη; Κι αν δεν είναι καλή, ως οινολόγος τι περιθώρια βελτίωσης διαθέτετε;

Μια πολύ καλή πρώτη ύλη μπορεί να κάνει ένα σπουδαίο κρασί ή, αν δεν κατέχει κανείς το αντικείμενο, ένα πολύ κακό κρασί. Αντίθετα, με κακή πρώτη ύλη, όσο καλός κι αν είσαι, δύσκολα θα κάνεις καλό κρασί. Άρα, ξεκινάμε από την πρώτη ύλη και με την εμπειρία και τη γνώση μπορούμε να φτιάξουμε ένα πολύ ποιοτικό κρασί. Επειδή όμως τα σταφύλια δεν είναι πάντα ίδια, λόγω καιρού και συνθηκών, κάθε χρονιά έχει τη δική της μαγεία, το δικό της μυστικό, που θα πρέπει να ανακαλύψουμε ώστε να φτιάξουμε όσο το δυνατόν καλύτερο κρασί. Θα έχετε ακούσει πιθανόν ότι ο οινολόγος δεν έχει φτιάξει ποτέ το καλύτερό του κρασί, πάντα προσπαθεί να φτιάξει το καλύτερο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά…

Σπουδάσατε οινολογία στο Μπορντό. Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά με την Ελλάδα όσον αφορά τον τομέα σας;

Για μένα η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι εκεί οι άνθρωποι έχουν την κουλτούρα του κρασιού μέσα τους. Κι αυτό δεν το βλέπεις μόνο στο πανεπιστήμιο και στα εστιατόρια. Συνομιλώντας καθημερινά με απλούς ανθρώπους, βλέπεις ότι όλοι κατέχουν το κρασί, γνωρίζουν τις καλές και τις κακές χρονιές, πάντα θα βρεις ένα μπουκάλι κρασί στο τραπέζι τους. Είναι μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων. Από εκεί και πέρα, έχουν μια παράδοση πολλών ετών και σε ό,τι αφορά τις πανεπιστημιακές γνώσεις, όλοι οι κορυφαίοι του χώρου διδάσκουν εκεί. Δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία τριακονταετία η οινολογία έχει κάνει τεράστια άλματα, γεγονός που οφείλεται στο ότι έχουν επενδύσει στην έρευνα. Πράγματα που ψάχναμε στην εποχή μου τώρα εκεί θεωρούνται απλώς τετριμμένα, έχουν ξεπεραστεί.

Τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «τεχνολογικό» κρασί, τον οποίο ακούμε πολύ συχνά τελευταία; Και τι εννοούμε όταν μιλάμε για ένα κρασί «terroir»;

Όταν τα σταφύλια δεν είναι πολύ καλά και πρέπει να βγει μεγάλη ποσότητα, κάνεις μια οινοποίηση η οποία σε οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα πάνω κάτω σταθερά. Αυτό είναι τεχνολογικό κρασί, δεν έχει χαρακτήρα. Εάν τώρα δουλεύεις με μια πρώτη ύλη που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο terroir, με ιδιαίτερα κλιματολογικά στοιχεία, και «παίζοντας» κάθε χρόνο με την οινοποίηση μπορείς να δημιουργήσεις ένα κρασί που πραγματικά θα αντικατοπτρίζει την εικόνα του Κτήματος και του αμπελιού, τότε μιλάμε για ένα κρασί terroir και όχι τεχνολογικό. Οι γνώσεις που έχουμε μας επιτρέπουν να διαχειριστούμε καλύτερα αυτό που θα μας δώσει η φύση.

Στα χαρμάνια που δημιουργείτε στο Κτήμα Παυλίδη συνδυάζετε πάντα μια ελληνική με μια ξένη ποικιλία. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία πίσω από αυτή την επιλογή;

Δεν ξέρω αν έγινε επίτηδες ή κατά λάθος· η φιλοσοφία μας έγκειται στο ότι, επειδή θέλουμε να κατακτήσουμε και τις αγορές του εξωτερικού, είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον ξένο να δοκιμάσει μια αμιγώς ελληνική ποικιλία την οποία δεν γνωρίζει. Δίνοντάς του και μια ξένη, την οποία ξέρει, είναι πιο εύκολο να μπει στη διαδικασία να δοκιμάσει. Άπαξ και τον κερδίσεις με το χαρμάνι, μετά του θέτεις το ερώτημα «θέλεις να δοκιμάσεις κάτι 100% ελληνικό;».

Θεωρείτε δηλαδή ότι το συγκεκριμένο χαρμάνι του aσύρτικου με το Sauvignon blanc έχει βοηθήσει πολύ στην προβολή του Ασύρτικου στο εξωτερικό;

Πιστεύω ότι ναι, το έχει βοηθήσει πολύ. Βέβαια το Aσύρτικο έχει γίνει γνωστό λόγω Σαντορίνης. Θεωρώ όμως ότι, όταν ο κόσμος θέλει να γνωρίσει το Ασύρτικο, είναι προτιμότερο να το προσεγγίσει μέσω ενός χαρμανιού με μια ποικιλία που ήδη γνωρίζει.

Τελευταία γίνεται πολλή συζήτηση γύρω από τις τιμές της Σαντορίνης. Πώς επηρεάζει αυτό τους παραγωγούς Ασύρτικου στην υπόλοιπη Ελλάδα;

Eμάς στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν μας επηρεάζει. Μας επηρεάζει στις αγορές του εξωτερικού, όπου πάμε να χτίσουμε ένα όνομα με μπροστάρη το Ασύρτικο και όπου οι τιμές είναι ανταγωνιστικές. Από εκεί και πέρα όμως, οι ξένοι, που δεν έχουν τέτοια κωλύματα τοπικιστικά, θα δοκιμάσουν και, αν δεν μπορούν να αγοράσουν ένα Ασύρτικο από τη Σαντορίνη, θα πά- ρουν ένα από την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό θα έλεγα ότι μας βοηθά. Από την άλλη, στη Σαντορίνη οι τιμές εξαρτώνται από την προσφορά και τη ζήτηση. Δεν υπάρχει μεγάλη ποσότητα, άρα οι τιμές ανεβαίνουν, κάτι που δεν ισχύει στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφού εκεί είναι άφθονο, μπορείς να πάρεις 100 στρέμματα και να αυξήσεις τις φυτεύσεις, ενώ στη Σαντορίνη η γη είναι πολύ ακριβή.

Η δική σας αγαπημένη ποικιλία;

Γενικά δεν μου αρέσουν τα Μοσχάτα. Από ελληνικές, μου αρέσει πολύ το Ασύρτικο και στα ερυθρά προτιμώ το Αγιωργίτικο, παρόλο που με ιντριγκάρει περισσότερο το Ξινόμαυρο, αν και δεν έχουμε στο Κτήμα. Με ιντριγκάρει γιατί είναι πιο δύσκολο στην οινοποίηση, άρα απαιτεί πιο πολλή προσπάθεια από μας. Θεωρώ όμως ότι και το Ασύρτικο έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά που το κάνουν ξεχωριστό, μας δίνει τη δυνατότητα να «παίξουμε», να δουλέψουμε δηλαδή και στο αμπέλι και στην οινοποίηση, γιατί είναι δύσκολη ποικιλία. Το Αγιωργίτικο μου αρέσει γιατί είναι πασπαρτού. Μπορείς να φτιάξεις ροζέ, ερυθρά φρέσκα, ερυθρά παλαίωσης, κι εκεί πάλι μπορείς να «ελιχθείς» στο αμπέλι, για να πας ανάλογα με το σταφύλι που θέλεις στο κρασί που θέλεις. Από τις ξένες ποικιλίες, προτιμώ το Τempranillo, το οποίο καλλιεργούμε και οινοποιούμε και στο Κτήμα.

Πώς αποφασίσατε, αλήθεια, να φυτέψετε tempranillo;

Ήταν η αγαπημένη ποικιλία του κ. Παυλίδη. Όταν έφτιαξε το δικό του οινοποιείο στη Δράμα, εκτός από τις κλασικές ποικιλίες, είπε «θα βάλω και Τempranillo κι αν δεν βγει καλό ή δεν αρέσει στον κόσμο, θα το πίνω μόνος μου». Έτσι ξεκίνησε η καλλιέργεια και το κρασί όχι απλώς άρεσε στον κόσμο, αλλά και αποδείχθηκε τελικά ότι η επιφάνεια που φυτεύτηκε ήταν πολύ μικρή, αφού έχει πολύ μεγάλη ζήτηση. Είναι πολύ αρωματική ποικιλία και αρκετά παραγωγική, αλλά, όταν καταφέρεις και τιθασεύσεις το φυτό, τα αποτελέσματα σε δικαιώνουν.

Η Δράμα είναι μια σχετικά νέα οινοπαραγωγός περιοχή, η οποία σε μικρό διάστημα κατάφερε να δώσει πολλά υψηλής ποιότη τας κρασιά. Πού οφείλεται αυτό, κατά την άποψή σας; Έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αποφάσισαν να μπουν στον χώρο του κρασιού;

Εδώ θα δυσαρεστήσω κάποιους, αλλά η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας. Στη Δράμα ξεκίνησαν με όρεξη και χρήματα και επένδυσαν σε νέους επιστήμονες, πήραν γεωπόνους, πήραν οινολόγους για να κάνουν επαγγελματική δουλειά. Δεν έστησαν ένα αμπέλι στην τύχη ούτε βρήκαν κάτι το οποίο από παράδοση θα κρατούσαν ανεξαρτήτως της ποιότητας, παρότι στην περιοχή της Δράμας όλοι είχαν από ένα μικρό αμπελάκι. Επένδυσαν και σε ανθρώπινο δυναμικό και αυτό έκανε τη διαφορά, δεν είχαν κάτι να τους φρενάρει –βλέπε παραδοσιακή καλλιέργεια– ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, με όποια μειονεκτήματα έχει. To βασικό πλεονέκτημα της Δράμας ήταν ότι ουσιαστικά ξεκίνησε από το μηδέν. Σας το λέω αυτό τώρα, διότι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όταν άρχισα να δουλεύω ως σύμβουλος οινολόγος, μου έλεγαν «αυτό το ξέρω, πες μας τι θα κάνω τώρα». Αυτό σημαίνει, αφού έκανα τη στραβή, πώς θα το διορθώσω; Δεν γίνεται έτσι όμως. Όλα ξεκινούν από την αμπελοκαλιέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια τα κρασιά μας βελτιώνονται όλο και περισσότερο. Οι οινολόγοι υπήρχαν, εκεί που υστερούσαμε ήταν στην αμπελοκαλλιέργεια, και τα τελευταία χρόνια, αφού βελτιώσαμε την οινοποίηση, έχουμε επενδύσει πλέον και στην αμπελοκαλλιέργεια, άρα βελτιώσαμε την πρώτη ύλη και βελτιώσαμε και το κρασί.

Δεν συμβαίνει γενικότερα στην Ελλάδα αυτό;

Συμβαίνει γενικότερα, στη Δράμα όμως συγκεκριμένα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, γιατί υπήρχε η ανάγκη, και οι επιστήμονες που ήρθαν δεν διέθεταν μόνο τις γνώσεις, είχαν και τη βοήθεια του εξοπλισμού. Οι επιχειρηματίες που ξεκίνησαν να κάνουν τα οινοποιεία επένδυσαν και σε εξοπλισμό, πήραν σύγχρονα μηχανήματα, για να προστατεύσουν τα λευκά από τις οξειδώσεις χρησιμοποίησαν δρύινα γαλλικά βαρέλια ή αμερικανικά. Για να δώσουν υπεραξία στο προϊόν τους, δεν πήραν το παραδοσιακό πρότυπο παλιό βαρέλι που έδωσε ο παππούς στον εγγονό και το οποίο δεν έχει πια τίποτα να σου προσφέρει. Πλέον γίνεται σε όλη την Ελλάδα. Απλώς ξεκινήσαμε λίγο ανάποδα, αντί να επενδύσουμε πρώτα στην αμπελοκαλλιέργεια, επενδύσαμε πρώτα στην οινοποίηση και μετά στην αμπελοκαλλιέργεια, γιατί είδαμε ότι «πιάσαμε ένα ταβάνι» και δεν μπορούσαμε να το πάμε παραπάνω. Το μυστικό είναι να ξεκινάς από καλή πρώτη ύλη, για να μπορέσεις στο επόμενο στάδιο να κάνεις ένα πολύ καλό κρασί.

Πώς θα συνοψίζατε σε δύο κουβέντες τη φιλοσοφία του Κτήματος Παυλίδη;

Από τότε που ξεκίνησε το 1998, η φιλοσοφία ήταν να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να παράγουμε υψηλής ποιότητας κρασιά σε  -ας το πω– καλές τιμές, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να απολαύσει καλό κρασί σε προσιτές τιμές, όχι κρασιά που τα πίνουν οι λίγοι. Πάντοτε ο γνώμονας ήταν να βελτιώσουμε την ποιότητα και όχι να βγάλουμε μία ακόμη ετικέτα ή να αυξήσουμε την παραγωγή μας στις υπάρχουσες ετικέτες. Πρόσφατα, σε μια κουβέντα μου με τον κ. Παυλίδη, μου είπε: «Δεν με ενδιαφέρει να βγάλεις περισσότερες φιάλες, με ενδιαφέρει να κάνεις το κρασί καλύτερο». Επιμένει στην ποιότητα. Και φυσικά θέλουμε να αναδείξουμε και το terroir της Δράμας. Θέλουμε να κάνουμε ένα κρασί με χαρακτήρα, ώστε ο καταναλωτής που το πίνει να λέει «τώρα πίνω Δράμα». Ο κ. Παυλίδης, γέννημα θρέμμα της Δράμας, θέλει να την κάνει γνωστή στα πέρατα του κόσμου.

Το έχετε πετύχει πιστεύετε, δηλαδή ο καταναλωτής, όταν πίνει το κρασί, διακρίνει ότι προέρχεται από τη συγκεκριμένη περιοχή;

Δεν ξέρω αν το διακρίνει, διότι είναι και θέμα οινικής παιδείας. Το βέβαιο είναι ότι η Δράμα έχει έναν δικό της χαρακτήρα, κι αν δεν το έχουμε ακόμη πετύχει 100%, είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.

Ποιο θα ήταν το dream κρασί που θα θέλατε να οινοποιήσετε;

Ως γαλλοτραφής, θεωρώ ότι ένα μεγάλο κρασί θα μπορούσε να γίνει από Cabernet franc. Αυτή είναι η αγαπημένη μου ποικιλία στα γαλλικού τύπου κρασιά, που είναι πιο επιθετικά, πιο τανικά και πιο μακρόχρονης παλαίωσης. Θέλουν χρόνο.

Το μέλλον του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό;

Από τη φύση μου είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και θέλω να το βλέπω θετικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, είμαστε μια μικρή χώρα, που ναι μεν έχουμε παράδοση, αλλά προσπαθούμε με σφεντόνες να παλέψουμε απέναντι σε υπερδυνάμεις. Θέλει και οργάνωση και χρήματα, και επίσης δυναμικές κινήσεις από όλους μας, παραγωγούς, κράτος, καταναλωτές, άλλους επαγγελματίες του χώρου. Θα σας πω το πιο απλό, που το λέω πάντα: αντί να τρέχουμε σε εκατό οινοποιεία στην Αμερική για δέκα μέρες, για να δείξουμε τα κρασιά μας σε 1.000 Αμερικανούς, θα μπορούσαμε σε συνεννόηση όλος ο κλάδος με τους επαγγελματίες της εστίασης στην Ελλάδα, όταν υποδεχόμαστε 30 εκατομμύρια ξένους, να τους σερβίρουμε ποιοτικό κρασί, ώστε να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές μας στο εξωτερικό. Αυτό δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να το πετύχουμε. Και γιατί πολλοί από τους επαγγελματίες δεν γνωρίζουν το κρασί, και γιατί σκέφτονται το εύκολο κέρδος. Η εικόνα ωστόσο έχει αρχίσει λίγο να αλλάζει. Ολοένα και περισσότεροι διάσημοι οινογράφοι του εξωτερικού ασχολούνται με το ελληνικό κρασί και πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί, γιατί οι ποικιλίες που έχουμε είναι πάρα πολλές. Θα εξακολουθούν να μιλούν για το ελληνικό κρασί για πολλά χρόνια. Κι αν αυτή τη στιγμή μιλούν για το Ασύρτικο, ακολουθούν άλλες ποικιλίες, εξίσου πλούσιες και δυναμικές, οι οποίες θα κατακτήσουν πιστεύω τις αγορές του εξωτερικού. Οι ξένοι είναι ανοιχτοί, έχουν κουραστεί να πίνουν τα κλασικά, ψάχνουν κάτι διαφορετικό.

Κάποια δύσκολη στιγμή στο Κτήμα;

Δεν έχουμε δύσκολες στιγμές. Οι μοναδικές άσχημες στιγμές μπορούν να προέλθουν μόνο από τον καιρό. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε άσχημες στιγμές. Δύσκολη απόφαση, ναι, είναι αυτή της στιγμής του τρύγου. Άπαξ και τρυγήσεις, μετά τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους.

Η πιο ευχάριστη στιγμή;

Όταν κάποιο κρασί μας κερδίζει μια διάκριση ή ένα μετάλιο σε έναν διεθνή διαγωνισμό, εκεί είναι μεγάλη η χαρά, είναι σαν να σου λένε «μπράβο, έκανες καλά παιδιά, μεγάλωσαν κι έγιναν σπουδαία». Εκεί νιώθεις μεγάλη υπερηφάνεια… ●

ktima-pavlidis.gr

GAIA GAJA | κείμενο Θάλεια Καρτάλη | τεύχος 12

Εκπροσωπεί την πέμπτη γενιά μιας εκ των σημαντικότερων οικογενειών της Ιταλίας στον χώρο του κρασιού. Ο πατέρας της, Angelo Gaja, διορατικός και πρωτοπόρος, είναι ο άνθρωπος που έφερε επανάσταση στο ιταλικό κρασί τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και όχι απλώς έβαλε στον χάρτη την ονομασία προέλευσης του Barbaresco, αλλά και κατάφερε να κάνει το όνομά του συνώνυμο της υψηλής ποιότητας, με τα κρασιά του να συγκαταλέγονται πλέον στα καλύτερα και ακριβότερα του κόσμου.

Όμορφη, με μια ιδιαίτερη φινέτσα, αλλά και έναν δυναμισμό που υπογραμμίζει την έντονη προσωπικότητά της, η πρωτότοκη κόρη του Angelo, Gaia, θεωρείται η πρέσβειρα του ιταλικού κρασιού στο εξωτερικό, καθώς αποτελεί ένα απο τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα παγκοσμίως. Καθώς μας υποδέχεται στο οινοποιείο, που στεγάζεται εδώ και μερικά χρόνια στο κάστρο του πανέμορφου χωριού Βarbaresco, στην καρδιά του Langhe, της ζητάμε να μας πει πώς προφέρεται το όνομά της στα ιταλικά, εξηγώντας της ότι Gaia (Γαία) στα ελληνικά σημαίνει «γη». Χαμογελάει και μας λέει ότι δεν είναι τυχαίο, καθότι η ίδια αισθάνεται έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο με τη γη των προγόνων της, το Langhe, «μια περιοχή με προσωπικότητα, όπως και τα κρασιά που παράγει».

«Οι άνθρωποι εδώ έχουν έναν σπαρτιάτικο τρόπο σκέψης. Αντιμετωπίζουν με καχυποψία καθετί που αποκτιέται με ευκολία. Θεωρούν ότι η ζωή απαιτεί θυσίες». Η ζωή δεν ήταν ποτέ εύκολη για τους κατοίκους της περιοχής αυτής, αγρότες στην πλειονότητά τους, οι οποίοι μετά τον πόλεμο εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στα αστικά κέντρα, αφήνοντας πίσω τις γυναίκες και επιστρέφοντας μόνο για τον τρύγο. Η ίδια ωστόσο, μετά από πέντε γενιές, αποτελεί πια την αριστοκρατία του ιταλικού κρασιού, παρότι επιμένει να τονίζει την ταπεινή καταγωγή των προγόνων της. «Η οινοπαραγωγική ιστορία της οικογένειάς μας, η οποία έχει ισπανικές ρίζες όπως προδίδει και το όνομα Gaja, ξεκίνησε το 1859, όταν σταμάτησε να πουλά τα σταφύλια στους εμπόρους και άρχισε να παράγει το δικό της κρασί, για να καλύψει τις ανάγκες της ταβέρνας που είχε εδώ, στο κέντρο του χωριού. Το κρασί έγινε γνωστό, η ταβέρνα έκλεισε και οι επόμενες γενιές στράφηκαν αποκλειστικά στην οινοπαραγωγή. «Όταν όλοι επένδυαν στο Barolo, o προ-προ-προ- πάππους μου Angelo και η γυναίκα του Clautilda Rey αποφάσισαν να επενδύσουν στην καλύτερη γη του Βarberesco. Την εποχή εκείνη, το κρασί του Barbaresco θεωρούνταν υποδιέστερο του Βarolo». Σήμερα, τόσο η ίδια όσο και η αδελφή της Rossana και ο αδελφός της Giovani συμμετέχουν ενεργά στην επιχείρηση, υπό την επίβλεψη ακόμη του ακούραστου Angelo. Πώς είναι να εργάζεται κανείς σε ένα στενό οικογενειακό περιβάλλον και μάλιστα κάτω από έναν τόσο διάσημο πατέρα; είναι η προφανής ερώτηση που έρχεται στο μυαλό. «Ο πατέρας μου είναι πολύ ανοιχτό μυαλό και τα πάμε περίφημα μεταξύ μας», μας λέει χαμογελώντας, για να συμπληρώσει: «Ως διορατικός άνθρωπος βέβαια, έχει φροντίσει και για την περίπτωση που αρχίσουμε να μην τα πηγαίνουμε καλά: θα μοιράσει στους τρεις μας τα δύο οινοποιεία που έχουμε στην Τοσκάνη και το οινοποιείο εδώ». Μιλάει με πάθος για τις αλλαγές στο αμπέλι, τις οποίες εισήγαγε ο Angelo Gaja πριν από 20 χρόνια, όταν πρώτος εκείνος άρχισε να αντιλαμβάνεται και να προβληματίζεται γύρω από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αμπελοκαλλιεργεια. «Έπρεπε να γίνουν κάποιες αλλαγές, καθώς πια ο στόχος δεν ήταν η ωρίμαση του σταφυλιού, όπως παλαιότερα. Έπρεπε να προστατεύσουμε τα κρασιά μας από τις ακραίες συνθήκες που δημιουργούσε η κλιματική αλλαγή. Ο παππούς μου αγωνιζόταν να παράγει κρασιά με αλκοολικό βαθμό 13%, σήμερα η πρόκληση είναι να μην ξεπεράσουν το 15%». Η πρώτη από τις αλλαγές αφορούσε τον περιορισμό της ανάπτυξης του κλήματος, η δεύτερη την άρδευση του αμπελώνα και η τρίτη τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ο αμπελώνας μπορεί να μη μετατράπηκε τυπικά σε βιοδυναμικό, όπως η ίδια αρχικά επιθυμούσε, καθώς ο Angelo αποφάσισε για μία ακόμη φορά να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. «Η απάντηση στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής ακούει στο όνομα “βιοποικιλότητα”. Είναι πολύ αλαζονικό να πιστεύεις ότι μπορείς πραγματικά να προστατεύσεις ένα αμπέλι. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να το κάνεις πιο ανθεκτικό στις νέες συνθήκες». Μια ομάδα από εμπειρογνώμονες από διαφορετικούς τομείς επιστρατεύθηκε προκειμένου να βοηθηθεί ο αμπελώνας.

«Κανείς τους δεν ήταν ειδικευμένος στην αμπελοκαλλιέργεια και πάλι με την επιμονή του πατέρα μου κλήθηκαν ειδικοί εντομολόγοι, γεωλόγοι, βοτανολόγοι. Θυμάμαι πως ο πρώτος ειδικός που ήρθε ήταν βοτανολόγος, που επέμεινε να φύονται διαφορετικά είδη χορταριού ανάμεσα στα αμπέλια, τα οποία μάλιστα διαπι- στώσαμε ότι, όταν τα αφήναμε να μεγαλώνουν, εκτός του ότι βοηθούσαν στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, αποτελούσαν και μια φυσική προστασία των κλημάτων από αρκετές ασθένειες». Μέσα στον αμπελώνα φυτεύτηκαν κυπαρίσσια, τα οποία προσελκύουν διαφορετικά είδη πουλιών και εντόμων, όλα χρήσιμα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αντίστοιχες αλλαγές έγιναν και μέσα στο οινοποιείο. Οι μακρές περίοδοι παλαίωσης στα μεγάλα βαρέλια (botte) περιορίστηκαν, υιοθετήθηκαν σύγχρονες μέθοδοι οινοποίησης, η διαδικασία της απολάσπωσης ελαχιστοποιήθηκε. «Τα κρασιά χρειάζονται μεγαλύτερη προστασία από το οξυγόνο σήμερα σε σχέση με το παρελθόν, και αυτό προσπαθούμε να επιτύ- χουμε με τις μεθόδους που ακολουθούμε στο οινοποιείο». O Αngelo Gaja ήταν άλλωστε ο πρώτος οινοποιός στο Piemonte που πέρασε από τα παραδοσιακά μεγάλα βαρέλια παλαίωσης στα γαλλικά barrique, ανοίγοντας στη συνέχεια μια τεράστια συζήτηση γύρω από το θέμα, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα. Š

ΤΟ ΞΙΝΟΜΑΥΡΟ

«Η κλιματική αλλαγή», υπογραμμίζει η Gaia, «έχει ανατρέψει πολλά πράγματα. Ο φόβος σήμερα είναι η παραγωγή κρασιών πλαδαρών, χωρίς οξύτητες, με μεγάλο αλκολικό βαθμό εξαιτίας της μεγάλης ωρίμασης των σταφυλιών. Ο πατέρας μου, ως άνθρωπος που βλέπει πάντα μπροστά, θεωρεί ότι οι ελληνικές ποικιλίες, όπως και οι ποικιλίες της νότιας Ιταλίας, μπορούν να φανούν πολύ χρήσιμες στο μέλλον, καθώς είναι ποικιλίες που είναι συνηθισμένες στα ζεστά κλίματα. Μέχρι τώρα οι γαλλικές ποικιλίες, όπως το Pinot Noir και το Chardonnay, ήταν οι πιο εξαγώγιμες. Όμως είναι ποικιλίες που ωριμάζουν νωρίς και οι μεγάλες αλλαγές στις θερμοκρασίες δεν τις βοηθούν καθόλου. Οι όψιμες ποικιλίες έχουν πολύ μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να πίνουμε πολύ περισσότερο Ξινόμαυρο· ίσως να το φυτέψουμε μια μέρα και εδώ στο Piemonte!

ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ

«Το να πίνεις Νebbiolo είναι σαν να σε κλοτσάει στο πρόσωπο μια μπαλαρίνα», μας λέει η Gaia καθώς ετοιμαζόμαστε να δοκιμάσουμε το πρώτο κρασί. Η μαγεία του Νebbiolo είναι ότι αλλάζει, εξελίσσεται διαρκώς. Δεν είναι ένα κρασί που κρατάει τη νεότητά του, όπως για παράδειγμα τα κρασιά του Bordeaux, αλλά εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Ξεκινώντας τη δοκιμή, μας πρότεινε να δοκιμάσουμε το πρώτο κρασί που δεν προέρχεται από την περιοχή του Βarbaresco, αλλά από το οινοποιείο Ca’Marcanda του Borgheri (ένα από τα δύο οινοποιεία τους στην Τοσκάνη), το Μagari 2016, ένα blend Cabernet Franc 60%, Cabernet Sauvignon 30% και Petit Verdot 10%.

Είναι κρασί με έντονο και γεμάτο φρούτο, το οποίο δημιούργησαν πρώτη φορά το 1996. Στη συνέχεια το συγκρίναμε με το ντελικάτο Νebbiolo του Gaja Βarbaresco 2015, ένα blend από δεκαπέντε διαφορετικά αμπελοτόπια, το οποίο, αν και νεότατο, με όλες τις οξύτητες και τις έντονες τανίνες και το διακριτικό του φρούτο, αφήνει μια μοναδική αίσθηση στο στόμα, χαρακτηριστική της ποικιλίας αυτής. Διαθέτει όλη τη φινέτσα του Nebbiolo.

«Είμαι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με αυτό το κρασί, διότι αποτελεί το σήμα κατατεθέν της οικογένειάς μου. Είναι αυτό που μας έκανε γνωστούς στον κόσμο», μας λέει. «Και ήταν μάλλον αναπάντεχο, καθώς οι πάντες γνώριζαν το Βarolo. Η ονομασία προέλευσης του Barbaresco δεν ήταν τόσο σπουδαία. Τα κρασιά του Barbaresco θεωρούνταν ότι δεν παλαιώνουν τόσο καλά όσο του Βarolo και όμως αποδείξαμε ότι η δυνατότητα παλαίωσης έχει σχέση με το αμπέλι και τη φιλοσοφία του οινοποιού».

Κατόπιν δοκιμάσαμε το Sperss Barolo 2014, ένα single vineyard από το ομώνυμο αμπελοτόπι στο χωριό Sierra Lunga. Η ονομασία του σημαίνει «νοσταλγία» στην τοπική διάλεκτο και επελέγη προς τιμήν του παππού της Gaia, o οποίος λάτρευε το συγκεκριμένο χωριό και μιλούσε πάντα με μεγάλη νοσταλγία γι’ αυτό μέχρι τα βαθιά του γεράματα. «Όταν βγήκε στην αγορά το συγκεκριμένο αμπελοτόπι, ο πατέρας μου το αγόρασε χωρίς καν να το επισκεφθεί, με κλειστά μάτια, έχοντας στο μυαλό του την αδυναμία που είχε ο δικός του πατέρας στην περιοχή».

Το επόμενο κρασί ήταν το Sori San Lorenzo 1999, ένα single vineyard από το Barbaresco, ένα κρασί με όλα τα αρώματα της εξέλιξης του Νebbiolo, δαμάσκηνα και τρούφες, το οποίο αποδεικνύει έμπρακτα τη μοναδική δυνατότητα παλαίωσης αυτής της τόσο ιδιαίτερης ποικιλίας, αλλά και τη μαεστρία του οίκου Gaja στη δημιουργία κρασιών με μοναδικό χαρακτήρα. «“Αν θέλουμε να παραμείνουμε ίδιοι, πρέπει να αλλάξουμε”. Αυτή η φράση από τον “Γατόπαρδο” έρχεται στο μυαλό μου όταν σκέφτομαι όλες τις αλλαγές που έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια για να κρατήσουμε αυτόν τον μοναδικό χαρακτήρα των κρασιών μας», μας λέει πριν μας αποχαιρετήσει η Gaia, αφήνοντάς μας με τη μακρά επίγευση μιας ξεχωριστής συνάντησης.

Giacomo Conterno | κείμενο Πηνελόπη Κατσάτου | #12

«Δεν είμαι wine expert ούτε κανένας δυναμικός επιχειρηματίας. Απλώς απολαμβάνω τη φοβερή μου τύχη να είμαι γεννημένος στον μοναδικό αυτό τόπο και να κάνω μια δουλειά που από μωρό που ήμουν ήταν ξεκάθαρο ότι μόνο αυτή θα με έκανε ευτυχισμένο». Μία από τις πολλές ατάκες που στην πορεία της συζήτησής μας με τον Giacomo Conterno με έκαναν χαρούμενη. Ωραίες κουβέντες από έναν ωραίο Ιταλό και με μια Granbussia του 2006 να την απολαμβάνεις στο «σπίτι» της. Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος…

To αρχοντικό κτίριο του Aldo Conterno, τυλιγμένο στα σύννεφα –χαρακτηριστικό της περιοχής– μαρτυρεί την ευγενική καταγωγή του ιδιοκτήτη, που πάει πίσω πέντε γενιές. Ο ίδιος επιμένει: «Είμαστε αγρότες που είχαμε την τύχη να βρεθούμε σε έναν ευλογημένο τόπο». Η οικογένειά του και ο ίδιος ζουν στο Romirasco Farm, ένα αρχοντικό 200 ετών σε έναν κοντινό λόφο που σου κόβει την ανάσα. Η ρουτίνα του όμως –πηγαίνει καθημερινά τους γιους του στο σχολείο και στη συνέχεια επισκέπτεται τα αμπέλια– θυμίζει πραγματικά αυτήν ενός αγρότη. Τι κι αν πουλάει τα κρασιά του μερικές εκατοντάδες ευρώ; H κουβέντα μας ξεκίνησε από το κατά πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στην περιοχή και γενικότερα στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια. Και ο Giacomo ήταν απόλυτος.

«Το επάγγελμά μας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Υπάρχουν πάρα πολλοί παραγωγοί σε όλη την Ευρώπη και πάρα πολλές ετικέτες, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να είναι τεράστιος. Τη δεκαετία του ’80, ο παραγωγός είχε ένα συγκλονιστικό terroir, αλλά έφτιαχνε ένα μέτριο κρασί που πουλούσε στην τοπική αγορά ή τα σταφύλια του σε άλλα οινοποιεία, γιατί δεν είχε την τεχνογνωσία. Το ’90 η αγορά γύρισε ανάποδα. »Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο άρχισαν να έχουν πιο σοφιστικέ άποψη για το κρασί και οι παραγωγοί αντιλήφθηκαν ότι όσο πιο πολύ ασχολούνται με το αμπέλι τόσο πιο καλό κρασί θα κάνουν. Σύμμαχός τους ήταν και η ανάπτυξη της τεχνολογίας και έτσι έγινε το πέρασμα στο άλλο άκρο, με τους διάσημους συμβούλους- οινολόγους που αναλάμβαναν τους πάντες. Θυμάμαι ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν δοκίμαζα κρασιά με τον πατέρα μου, είχαμε μπροστά μας γύρω στα 10 μπουκάλια τυφλή δοκιμή. Στο τέλος της δοκιμής δεν είχαμε μεγάλες εκπλήξεις, αφού το 80% των κρασιών που δοκιμάσαμε ήταν φθηνά και δεν πίνονταν. Το 20% ήταν λίγο πιο ακριβά και ευχάριστα, εννοώντας όμως ότι δεν είχαν λάθη. Στις μέρες μας, σε μια γευστική δοκιμή τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Υπάρχει συνέχεια και συνέπεια. Κακό κρασί με την έννοια του λάθους δεν συναντάς. Ίσως η μόνη διαφορά και η πιο εντυπωσιακή είναι ότι θα ανακαλύψεις στο τέλος της γευστικής δοκιμής ότι το κρασί που στοίχιζε 10 € έμοιαζε πολύ με το κρασί που στοίχισε 100». Είναι απόλυτος όσον αφορά εκείνους που έχουν χρήματα και αποφασίζουν να επενδύσουν στην παραγωγή κρασιού. Για τον ίδιο είναι πολύ πιο προσωπικό θέμα, ενώ δηλώνει ότι βαριέται αφόρητα με τις ατελείωτες συζητήσεις που γίνονται στο Barolo για τα μικρά και τα μεγάλα βαρέλια. «Οι Ταλιμπάν και οι μοντερνιστές» τούς αποκαλεί και δηλώνει με χιούμορ: «Ελπίζω η ζωή μου και το κρασί μου να μη σχετίζονται με το μέγεθος ενός βαρελιού, γιατί τότε σίγουρα κάτι έχω κάνει λάθος. Ένα βαρέλι είναι απλώς ένα εργαλείο για τον οινοποιό. Είναι ένας μηχανισμός που επιτρέπει στο οξυγόνο να περάσει και στο κρασί να αναπνεύσει. Δεν έχει σημασία αν είναι μικρό, μεγάλο, παλιό ή καινούργιο. Δεν καθορίζει το βαρέλι την υπόστασή μου ως οινοποιού».

Ποια είναι η γνώμη σας για τα φυσικά κρασιά;

Οποιαδήποτε μόδα έχει να κάνει με τη φύση και με το πώς τη διαχειριζόμαστε είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μη γινόμαστε φανατικοί. Βρέθηκα σε μια συνάντηση με επαγγελματίες, όταν κάποιοι πολύ φανατικοί των φυσικών κρασιών άρχισαν να υπερ- βάλλουν. Τότε τους ρώτησα: «Ξέρετε ποιο είναι το πιο φυσικό κρασί στον κόσμο; Το ξίδι». Αλλά η δική μας δουλειά είναι ανάμεσα στο σταφύλι και το ξίδι, και αυτό ονομάζεται κρασί. Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τον αμπελώνα μας είναι σίγουρα οργανικός, αλλά, όταν μου λένε να δοκιμάσω κρασιά με ελάττωμα και να μου αρέσουν γιατί είναι φυσικά, τότε κάτι χάνω από την κουβέντα. Ακολουθώ τον οργανικό τρόπο παραγωγής κρασιού, αλλά, αν πρέπει να συνομιλήσω με το φεγγάρι, δεν θα το κάνω… Αυτό που λέω στους πελάτες μου είναι ότι σέβομαι τον τόπο μου. Ζω εδώ με την οικογένειά μου, το σπίτι μου περιστοιχίζεται από αμπέλια και δεν θα κάνω ποτέ τίποτα που να βλάψει τη γη μου, την περιουσία μου, τα παιδιά μου κι εμένα τον ίδιο.

Ο Giacomo Conterno γυρνούσε συνεχώς γύρω από το ίδιο θέμα. Επέμενε ότι δεν τον ενδιαφέρει αν κάποιος μισούσε ή λάτρευε τα κρασιά του Κτήματος. Αυτό που πραγματικά προσπαθούν τα αδέλφια του και ο ίδιος –με μεγάλη επιτυχία– είναι ο χαρακτήρας. Να μην έχεις καμία αμφιβολία δηλαδή ότι το Βarolo που έχεις στο ποτήρι σου είναι δικό του. Ισχυρίζεται δε ότι η πολύ μικρή παραγωγή τους εξασφαλίζει την ποιότητα και διαφορετικότητα αυτή. Σε αριθμούς, ενώ η δυνατότητα του οινοποιείου είναι μέχρι και 500.000 φιάλες ετησίως, το Aldo Conterno παράγει maximum 80.000!
«Πολλοί μας θεωρούν ανόητους», λέει χαρακτηριστικά, «αλλά η όλη ιδέα είναι να φτιάχνω κρασιά που αγαπώ και να τα μοιράζομαι με ανθρώπους που μοιράζονται τις ιδέες μας, και το βασικό μας όπλο είναι η ταυτότητά μας. Δεν ξέρω αν κάποιος μισεί ή λατρεύει τα κρασιά μας, αυτό που ελπίζω όμως είναι να τα αναγνωρίζει».
Η φιλοσοφία του Κτήματος είναι να δουλεύουν αυστηρά με το δικό τους προϊόν, για να έχουν και πλήρως την ευθύνη τού τι γίνεται. Αντίθετα με τους παραγωγούς-σταρ της εποχής μας, ο Giacomo και τα αδέλφια του δεν έχουν καμία σχέση με τα media, θα τη χαρακτήριζες μάλλον αρνητική. Το προϊόν τους όμως είναι διάσημο.
«Πρέπει να αφήνουμε το terroir να λέει τη δική του ιστορία. Για τον λόγο αυτόν προσπαθούμε να μη βάζουμε φίλτρα ανάμεσα στη γη μας και στα μπουκάλια μας. Και ένα τέτοιο φίλτρο θα μπορούσε να είναι, π.χ., ο σκληρός τρόπος οινοποίησης, όταν δηλαδή ο οινοποιός βάζει τον εαυτό του πάνω από τον χαρακτήρα της γης του. Εξάλλου η τεχνολογία επιτρέπει σε κάποιους να κάνουν πραγματικά θαύματα. Μπορώ, αν θέλετε, να σας μεταμορφώσω ένα λίτρο νερό σε κρασί, καλύτερα από ό,τι το έκανε ο Ιησούς στην Κανά. Αλλά είναι αυτό που ζητάμε στις μέρες μας; Όχι, το ζητούμενο είναι η ποιότητα, και αυτή έρχεται από τη γη. Είμαι εγωιστής και μου αρέσει να φτιάχνω κρασιά που μου αρέσουν πολύ».

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

«Στην Ελλάδα είχαμε τη χαρά να συνεργαστούμε μ’ ένα πολύ γνωστό εστιατόριο, το Sale e Pepe, και το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Αυτή την περίοδο συνεργαζόμαστε με το Trinity και είμαστε πολύ ευτυχείς. Έχω εντυπωσιαστεί με τα πράγματα που γίνονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα, παρά την κρίση. Λόγω της δουλειάς μου επίσης, μπορώ να διακρίνω πότε μια οικονομία ανακάμπτει, και αυτό γιατί οι άνθρωποι που αγοράζουν κρασί σίγουρα σε περιόδους κρίσης δεν αγοράζουν ακριβό κρασί. Όταν όμως αρχίζουν και πάλι να πηγαίνουν σε ένα καλό εστιατόριο και να ανοίγουν ένα ακριβό κρασί, τότε πιστεύω ότι και η οικονομία αρχίζει να αλλάζει. Και στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια βλέπω τη δυναμική αυτή. Στα ταξίδια μου στην Ελλάδα έχω γνωρίσει ανθρώπους που γνωρίζουν πάρα πολλά πράγματα γύρω από το κρασί και έχω εντυπωσιαστεί. Φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη κουλτούρα γύρω από το αντικείμενο, τόσο από απλούς ανθρώπους όσο και από παραγωγούς, και σε αυτό το σημείο υπάρχουν κενά ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Giacomo Conterno, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, έχει τρεις γιους, 8, 11 και 13 ετών –«οι γυναίκες στην οικογένεια είναι σπάνιο είδος», λέει και γελά– και τους λέει πάντα αυτό που έλεγε και στον ίδιο ο πατέρας του: «Δεν πρέπει ποτέ να λες σε κάποιον τι δουλειά να κάνει. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να μοιραστείς μαζί του τη χαρά που σου δίνει η δουλειά αυτή και να τον κάνεις να την αγαπήσει».

Isabelle Legeron MW | κείμενο Θάλεια Καρτάλη | #12

Mπορεί κανείς να διαφωνεί ριζικά μαζί της. Μπορεί να απορρίπτει παντελώς την ιδέα των φυσικών κρασιών. Μπορεί απλώς να θεωρεί όλο αυτόν τον θόρυβο που έχει δημιουργηθεί τελευταία μια απλή μόδα που θα περάσει, ένα ακόμη μαρκετινίστικο τρικ, ή όσους ασχολούνται με το ζήτημα… απλώς γραφικούς. Τα φυσικά κρασιά διχάζουν. Ο όρος από μόνος του δημιουργεί προβλήματα: «φυσικά» κρασιά έναντι τίνος; Το κρασί δεν είναι εξ ορισμού ένα φυσικό προϊόν; Έχουν όμως και φανατικούς οπαδούς, οινοποιούς που είναι αφοσιωμένοι στην παραγωγή τους και καταναλωτές που τα αναζητούν. To βέβαιο είναι, πάντως, ότι, όπως κι αν τοποθετείται κανείς απέναντι στο ζήτημα, αν βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με την Isabelle Legeron, τη διάσημη Γαλλίδα Master of Wine, συγγραφέα του βιβλίου «Φυσικά κρασιά» –το οποίο έχει μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες– και διοργανώτρια των φεστιβάλ Raw που σήμερα πλέον πραγματοποιούνται σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιλαμβάνεται το πάθος μιας γυναίκας που πιστεύει βαθιά ότι, «αν την αφήσουμε ήσυχη, η φύση πάντα θα παράγει ένα καλύτερο προϊόν».

«Η Ιsabelle συμβάλλει τα μέγιστα στο να κάνει το κρασί να προσεγγίσει κοινωνικές ομάδες και ηλικίες τις οποίες η παραδοσιακή εμπορία κρασιού δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Αν παρακολουθήσει κανείς τα Raw Festivals που διοργανώνει, καταλαβαίνει ότι εδώ πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο από τα φυσικά κρασιά. Έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του κρασιού». Με αυτά τα λόγια ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης MW την καλωσόρισε σε ένα μοναδικό Masterclass στη νέα έδρα του WSPC, στο Φάληρο. H Isabelle Legeron εξήγησε με λεπτομέρεια τι εννοοούμε όταν μιλάμε για φυσικά κρασιά: κρασιά που παράγονται από αμπέλια βιολογικής ή βιοδυναμικής καλλιέργειας και αφήνονται να ζυμωθούν και να εξελιχθούν χωρίς καμία παρέμβαση ή τη χρήση πρόσθετων. Ανέλυσε σε βάθος τα πλεονεκτήματα της βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας, έθιξε θέματα που αφορούν τη χρήση πρόσθετων κατά τη διαδικασία της οινοποίησης και καθοδήγησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γευστική δοκιμή φυσικών κρασιών από τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Γεωργία.

«Δεν έχω κανένα θέμα με τη συμβατική παραγωγή, εκείνο που με ενοχλεί είναι ότι δεν υπάρχει διαφάνεια. Δεν ξέρω πώς τα έχει καταφέρει ο κλάδος του κρασιού σήμερα και είναι ο μόνος που δεν αποκαλύπτει τα μυστικά του. Η βιομηχανία τροφίμων είναι αναγκασμένη να αναγράφει με λεπτομέρεια οτιδήποτε πρόσθετο χρησιμοποιείται. Αγοράζοντας ένα μπουκάλι κρασί, ποιος γνωρίζει πραγματικά τι περιέχει μέσα; Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε τι είναι το κρασί, θα σου πει ο χυμός που παράγει το σταφύλι. Είναι όμως και πολλά άλλα για τα οποία δεν έχουμε καμία πληροφόρηση, δεν υπάρχει καμία έρευνα γύρω από αυτά», υποστήριξε η κ. Legeron κατά τη διάρκεια της παρουσίασής της. Μετά τη λήξη της, είχαμε την ευκαιρία να λύσουμε μερικές απορίες σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση μαζί της.

Δεν είναι λίγο απόλυτη η θέση ότι οποιαδήποτε παρέμβαση καταστρέφει τη δουλειά της φύσης; Γιατί να αποκλείουμε τη συμβολή της τεχνολογίας, όταν μπορεί να βοηθήσει να παραγάγουμε ένα καλύτερο προϊόν;

Δεν αποκλείω την επιστήμη, η οποία έχει πολλά να προσφέρει στον τομέα της υγιεινής, για παράδειγμα. Αλλά, όταν αρχίζουμε και εξαρτιόμαστε από αυτήν, αντί να βασιζόμαστε στην ισορροπία που μας δίνει η φύση, γίνεται πρόβλημα. Ο χυμός του σταφυλιού έχει τόσο μεγάλη πολυπλοκότητα και αρμονία από τη φύση του, ώστε οι άνθρωποι που παράγουν φυσικό κρασί να δουλεύουν αποκλειστικά με αυτή την αρμονία και την ισορροπία. Όταν παράγεις κρασί με φυσικό τρόπο χρησιμοποιώντας μια πολύ καλή πρώτη ύλη που έχει καλλιεργηθεί οργανικά, όλη αυτή η αρμονία περνάει. Αν την αφήσεις, η φύση πάντα θα παράγει ένα καλύτερο προϊόν.

Μια κριτική που ακούγεται πολύ συχνά είναι ότι πολλά από τα κρασιά που παράγονται με τον τρόπο αυτόν είναι ελαττωματικά, αλλά τα ελαττώματα «παραβλέπονται» επειδή παράγονται με τον τρόπο που περιγράφεται ως φυσικός.

Εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το ελάττωμα. Για μένα ένα κρασί με υπερβολικό βαρέλι είναι ελαττωματικό σε σχέση με ένα κρασί με έντονη πτητική οξύτητα. Συμφωνώ στο ότι πολλά φυσικά κρασιά μπορεί να έχουν κάποιο ελάττωμα, κάποια δεν είναι έτοιμα, είναι λίγο ασταθή. Το brett όμως, για παράδειγμα, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα των φυσικών κρασιών. Συναντάται συχνά και σε αρκετά συμβατικά κρασιά.

Δοκιμάζοντας τα κρασιά στο Μasterclass νωρίτερα, σκεπτόμουν ότι είναι «δύσκολα» κρασιά, ότι κάποιος θα πρέπει να έχει γνώσεις για να τα εκτιμήσει. Δεν είναι έτσι;

Διαφωνώ απολύτως. Στην πραγματικότητα θεωρώ ότι όσο λιγότερα γνωρίζει κανείς για το κρασί τόσο περισσότερο μπορεί να εκτιμήσει αυτού του είδους τα κρασιά. Θεωρώ ότι είμαστε υπέρ το δέον μορφωμένοι πια γύρω από το κρασί, το έχουμε θεωρητικοποιήσει στο έπακρο. Επικεντρωνόμαστε στη βαθμολόγηση, στο να κρατάμε σημειώσεις, στο να αξιολογούμε με βάση μια θεωρία που έχουμε διδαχθεί. Αν ζητήσουμε σε κάποιον να τα ξεχάσει όλα αυτά, να δοκιμάσει όπως θα δοκίμαζε ένα φαγητό, να αφεθεί στην πραγματική αίσθηση και όχι σε αυτό που, για παράδειγμα, θα πρέπει να περιμένει εξαιτίας του χρώματος ενός κρασιού, θα τα λατρέψει. Οι καλύτερες γευστικές δοκιμές που κάνω είναι με ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για το κρασί. Σκεφτείτε το τυρί. Κανείς δεν το αναλύει με βάση κάποια θεωρητικά δεδομένα, το εκτιμά γι’ αυτό που είναι. Πρέπει να αρχίσουμε πάλι να συνδέουμε το κρασί με την καρδιά μας, με το στομάχι μας, να το απολαμβάνουμε γι’ αυτό που είναι. Δεν είναι εύκολο βέβαια, καθώς οι περισσότεροι συνδέουν τη γνώση τους για το κρασί με την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική άνεση. Είναι όμως σαν να λες σε κάποιον ότι μπορείς να πας σε αυτό το μουσείο και να εκτιμήσεις την τέχνη μόνον αν έχεις γνώσεις γύρω από αυτήν.

Είναι σαφές ότι το κίνημα υπέρ των φυσικών κρασιών έχει αρχίσει να ενισχύεται παγκοσμίως. Πώς θεωρείτε ότι θα εξελιχθεί μέσα στα επόμενα χρόνια;

Αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι που αγγίζει το κίνημα για τα φυσικά κρασιά είναι εκείνοι που είναι ήδη ευαισθητοποιημένοι και στον τομέα της διατροφής, που προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα και έχουν μια οικονομική άνεση που τους επιτρέπει να τα επιλέγουν. Έχει όμως παγκόσμια απήχηση. Ποιος θα φανταζόταν ποτέ ότι σε χώρες όπως η Ρωσία, για παράδειγμα, όπου οι άνθρωποι τρελαίνονται για τα brands, θα υπήρχε τέτοια απήχηση; Eίναι ωστόσο μια περίεργη κατάσταση. Κάποιοι παραγωγοί γίνονται της μόδας και πάνε πολύ καλά, άλλοι αγωνίζονται να επιβιώσουν. Δεν είναι εύκολο, όμως όλο και περισσότεροι παράγουν φυσικά κρασιά και ο αριθμός των ανθρώπων που τα καταναλώνουν μεγαλώνει. Πιστεύω ότι σε δέκα χρόνια το κίνημα θα έχει γίνει πολύ πιο mainstream, στο πλαίσιο που του επιτρέπει η φύση του βέβαια, πάντα θα απευθύνεται σε ένα niche κομμάτι της αγοράς, όπως το κίνημα των βιολογικών τροφίμων. Αυτό που θα ήθελα εγώ είναι να ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, να μην αποτελεί περιθώριο, να διδάσκεται στις σχολές οινολογίας και αμπελουργίας αντί να αποτελεί μια απλή υποσημείωση.

Κτήμα Γεροβασιλείου | κείμενο Θάλεια Καρτάλη, Πηνελόπη Κατσάτου | #12

O Bαγγέλης Γεροβασιλείου έχει κάθε λόγο να αισθάνεται υπερήφανος. Η σεμνότητα όμως που τον χαρακτηρίζει δεν τον αφήνει να παινευτεί για τίποτα, ωστόσο τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Ένας από τους πρωτεργάτες της αναγέννησης του ελληνικού κρασιού, είναι ο άνθρωπος που οινοποίησε πρώτος και διέσωσε από την εξαφάνιση τη Μαλαγουζιά, μία από τις πιο δημοφιλείς σήμερα λευκές ελληνικές ποικιλίες. Ένα εξαιρετικό οινοποιείο στην Επανομή, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο συγκαταλέγεται στα 100 καλύτερα του κόσμου, με έναν ιδιαίτερα φροντισμένο αμπελώνα που αντικατοπτρίζει το πάθος του για το αμπέλι και ένα Μουσείο Οίνου, το οποίο φιλοξενεί μεταξύ άλλων μια μοναδική, προσωπική συλλογή με ανοιχτήρια από όλο τον κόσμο, είναι απλώς αυτά που συναντά το μάτι.

Πίσω από όλα κρύβονται δεκαετίες σκληρής δουλειάς, επιμονής, συνέπειας και κυρίως σεβασμού στους ανθρώπους και στο προϊόν που παράγει. Αφού δούλεψε επί 22 χρόνια στο Πόρτο Καρράς, στο πλευρό του γκουρού των οινολόγων Εμίλ Πεϊνό –ο οποίος τον ανακάλυψε στο Μπορντό όπου είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται για το διδακτορικό του και του πρότεινε να ενταχθεί στην ομάδα του–, επέστρεψε τελικά στην πατρική γη της Επανομής. Εκεί, με βάση αρχικά τα λίγα στρέμματα της οικογένειάς του, κατάφερε κομμάτι κομμάτι να δημιουργήσει τον ενιαίο αμπελώνα των 750 στρεμμάτων. Σήμερα έχει πια τη χαρά να καλωσορίζει στη δουλειά την επόμενη γενιά, τα τρία του παιδιά, τα οποία φαίνονται αποφασισμένα να συνεχίσουν με την ίδια συνέπεια αυτό που ξεκίνησε ο πατέρας τους. Δίπλα τους, ακούραστη αρωγός η σύζυγός του, Σόνια. Ακολουθώντας τα βήματα του Bαγγέλη Γεροβασιλείου, με σπουδές Γεωπονίας στο Αριστοτέλειο και στη συνέχεια Οινολογίας στο Μπορντό, ο Αργύρης Γεροβασιλείου εργάζεται πλέον στο πλευρό του, ακούγοντας, μαθαίνοντας και… διαφωνώντας κάπου κάπου με τον πατέρα του. Αντίθετα με εκείνον, που βρέθηκε από ένα τυχαίο γεγονός να σπουδάζει Γεωπονία –ένας τραυματισμός στο ποδόσφαιρο τον κράτησε μακριά από τα φροντιστήρια που παρακολουθούσε για την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο και τον οδήγησε να αλλάξει πορεία–, ο Αργύρης ακολουθεί μια μάλλον προδιαγεγραμμένη πορεία.

Η απόφασή σας να ακολουθήσετε αυτό το επάγγελμα ήταν μάλλον μονόδρομος;

Α. Γ. Η πορεία μου ήταν δρομολογημένη από την αρχή. Εν τέλει, τα πράγματα έγιναν όπως τα φανταζόμουν. Δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω κάτι διαφορετικό· όταν αγαπάς την οικογένειά σου, όταν τη βλέπεις να αγωνίζεται, δύσκολα επιλέγεις άλλο δρόμο. Φεύγοντας για τη Γαλλία είχα την ψευδαίσθηση ότι γνώριζα κάποια πράγματα. Όταν όμως έφθασα εκεί, κατάλαβα πόσα λίγα ήξερα. Η διαφορά με την προηγούμενη γενιά που βρέθηκε εκεί είναι ότι κάποια πράγματα που τότε τα έκαναν εμπειρικά τώρα έχουν αποδειχθεί επιστημονικά. Πάνω σε αυτά τα θέματα μερικές φορές έχουμε κάποιες διαφωνίες με τον πατέρα μου. Το βέβαιο είναι ότι το πέρασμά τους από το Μπορντό, αν και με μερικές δεκαετίες διαφορά, έφερε και τους δύο σε επαφή με μια διαφορετική νοοτροπία, την οποία ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου υιοθετεί μέχρι σήμερα στον τρόπο που εργάζεται.

Β. Γ. Αυτό που έμαθα στο Μπορντό ήταν ότι η δουλειά γίνεται στο αμπέλι· κάτι που στην Ελλάδα αρχίζει να ξεκαθαρίζει τα τελευταία χρόνια. Το δεύτερο που διαπίστωσα τότε ήταν ότι οι πάντες εκεί δούλευαν πολύ σοβαρά, δεν τους ενδιέφερε τόσο το μάρκετινγκ όσο το ίδιο το κρασί, δεν έκαναν εκπτώσεις. Εν συνεχεία καλλιεργήθηκε ο μύθος. Δούλεψαν συλλογικά και δημιούργησαν εθνικό προϊόν. Ποτέ κανείς δεν έλεγε «το κρασί μου είναι καλύτερο από το δικό σου».

Εσείς όμως, εκτός από τα πολύ καλά κρασιά που παράγετε, θεωρείστε και ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας.

Β. Γ. Επιχειρηματίας δεν είμαι, οινολόγος είμαι. Όμως ακολούθησα τη συνταγή του πατέρα μου «να μη χρωστάς ποτέ λεφτά και να έχεις αξιοπρέπεια». Η αξιοπρέπεια είναι αδιαπραγμάτευτη, όχι μόνο προς τους ανθρώπους, αλλά και προς το προϊόν που παράγεις. Η αλήθεια είναι ότι η κρίση μάς βοήθησε, καθώς είδαμε συνεχώς αύξηση πωλήσεων. Και εκ των υστέρων φαίνεται ότι κάποιες από τις επιλογές που έχουμε κάνει, όπως η δημιουργία του Βιβλία Χώρα και του Κτήματος Κόκκαλη στην Πελοπόννησο, ήταν πολύ σωστές.

Το νεότερο project του Γεροβασιλείου βρίσκεται στη Σαντορίνη και συγκεκριμένα στη Θηρασιά. Εκεί αγοράστηκαν αρχικά δύο αμπέλια, από τα οποία φέτος θα βγουν περίπου 1.000 φιάλες Ασύρτικου, που οινοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του οινοποιείου Μπουτάρη, ενώ αναμένονται οι άδειες για τη φύτευση νέων αμπελώνων.

«Είναι δύσκολη η κατάσταση, άδειες δεν δίνονται, θέλει χρόνο η ιστορία, δεν θα είναι εύκολο», παραδέχεται ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου. Στα σχέδια βρίσκεται και η δημιουργία ενός μικρού οινοποιείου στη Θηρασιά. Παράλληλα, η πρόσφατη απόκτηση του Κτήματος Ευτυχίδη στη Γουμένισσα ανοίγει νέους δρόμους για τον Γεροβασιλείου.

Υπάρχει κάποιος Έλληνας παραγωγός τον οποίο έχετε ζηλέψει;

Β. Γ. Έλληνα παραγωγό δεν έχω ζηλέψει. Έχω ζηλέψει το Pinot Noir και το Sauvignon Blanc της Νέας Ζηλανδίας, το Cabernet Sauvignon του Μπορντό, το Sauvignon Blanc του Aldo Aldige. Αυτά έχω ως πρότυπα νέων γεύσεων. Αν μπορούσα, δε, θα πήγαινα στη Νέα Ζηλανδία να κάνω Pinot Noir.

A. Γ. Εγώ ζηλεύω τους παραγωγούς που δουλεύουν σε ζώνες, θα ήθελα πολύ να είμαι στη Νάουσα και να κάνω Ξινόμαυρο. Γι’ αυτό μου αρέσει πολύ που πήγαμε στη Σαντορίνη.

Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που προσεγγίζει ο Έλληνας καταναλωτής το κρασί;

Β. Γ. Δυστυχώς, κατά το ξεκίνημα του κρασιού στην Ελλάδα υπήρξε μια λάθος προσέγγιση από ορισμένους δημοσιογράφους, οι οποίοι το παρουσίασαν σαν ένα προϊόν ελιτίστικο. Χρησιμοποιούσαν προκάτ λέξεις, έδιωχναν τον κόσμο, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο κλάδος του κρασιού. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης, ο Γιάννης Καρακάσης και άλλοι, που δεν ψάχνουν να εντυπωσιάσουν, αλλά κοιτάζουν την ουσία και έτσι το κρασί έχει μπει στη σωστή του βάση για τον καταναλωτή.

Α. Γ. Η νέα γενιά δοκιμάζει κρασιά, βλέπω ότι έχουν αλλάξει πια τα πράγματα. Το κρασί αρέσει σε όλους, φτάνει να μην τους τρομάζει όλο αυτό το μυστήριο με τις βαρύγδουπες λέξεις!

ΤΟ ΚΤΗΜΑ

Ο ενιαίος αμπελώνας του Κτήματος Γεροβασιλείου στην Επανομή αποτελείται από 750 στρέμματα, όπου σήμερα καλλιεργούνται ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες, με κυρίαρχες τη Μαλαγουζιά και το Ασύρτικο από τις λευκές, το Λημνιό, το Μαυρούδι και το Μαυροτράγανο από τις ερυθρές, καθώς και Chardonnay, Sauvignon Blanc, Viogner, Syrah και Μerlot. H φιλοσοφία του Κτήματος βασίζεται στη διαρκή μελέτη και στον συνεχή πειραματισμό και ενισχύεται από τη συνεργασία με τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και του Μπορντό. Το Κτήμα διαθέτει πειραματικό αμπελώνα, στον οποίο καλλιεργούνται και μελετώνται 48 ποικιλίες. Απόδειξη της ευρύτητας του πνεύματος που χαρακτηρίζει τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου αποτελούν τα έργα τέχνης που κοσμούν τον αμπελώνα, ανάμεσα στα οποία έργα γνωστών Ελλήνων εικαστικών, όπως ο Κώστας Βαρώτσος και ο Κώστας Τσόκλης.

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ

Το οινοποιείο, εκτός από τον υπερσύγχρονο χώρο παραγωγής, φιλοξενεί και το Μουσείο Οίνου, στο οποίο εκτίθενται σπάνια αντικείμενα που σχετίζονται με την καλλιέργεια και την παραγωγή κρασιού στην Ελλάδα. Επίσης, η σπανιότατη προσωπική συλλογή του Βαγγέλη Γεροβασιλείου με ανοιχτήρια, η οποία αφήνει πραγματικά άφωνο τον επισκέπτη. Πάνω από 2.500 κομμάτια, μεταξύ των οποίων και ανοιχτήρια του 18ου αιώνα, αποτελούν τη συλλογή, που συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες του κόσμου. Πολιτιστικές εκδηλώσεις, επισκέψεις και ξεναγήσεις σχολείων οργανώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στους φιλόξενους χώρους του οινοποιείου, οι οποίοι περιλαμβάνουν αίθουσα εκδηλώσεων και εστιατόριο με θέα τους αμπελώνες, αλλά και ιδιαίτερα προσεγμένη κουζίνα.

80 χρόνια Cellier | κείμενο Πηνελόπη Κατσάτου | #12

Έτος 1938. Το εστιατόριο Cellar ανοίγει τις πόρτες του στην αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας. Ανάμεσα στους επισκέπτες του μερικές από τις μεγαλύ- τερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, όπως ο Σαρλ Ντε Γκολ και ο στρατάρχης Μοντγκόμερι, αλλά και οι απαιτητικοί gourmands της εποχής οι οποίοι σε αυτό το εστιατόριο μπορούν να βρουν μοναδικά μενού που συνοδεύονται από εκλεκτά κρασιά της Οιν. Καμπάς και των πιο αναγνωρισμένων ξένων παραγωγών. Σήμερα, 80 χρόνια μετά, ο Παύλος Καρακώστας φωτογραφίζεται στην πόρτα του ιστορικού μαγαζιού και θυμάται…

«Ο χώρος σού έκοβε την ανάσα, ήταν αρ νουβό. Μια τεράστια μπάρα, που ξεκινούσε σχεδόν από την είσοδο του μαγαζιού, διέσχιζε όλο το εσωτερικό, 18 μέτρα, και θύμιζε το Harry’s bar στη Νέα Υόρκη. Όταν χρειάστηκε να φύγει η μπάρα, αναγκάστηκαν να την κόψουν σε κομμάτια, ενώ οι τοίχοι ήταν όλοι ζωγραφισμένοι από κάποιον ζωγράφο της εποχής που ονομαζόταν Ντόρης. Ήταν κάτι σαν τον Θεόφιλο, ο οποίος πήγαινε, έτρωγε και σε αντάλλαγμα ζωγράφιζε. Το αγαπημένο του θέμα ήταν οι τσιγγάνες*. »Ήταν το πρώτο κλιματιζόμενο μαγαζί στην Ελλάδα, ακόμα και η “Μεγάλη Βρεταννία” δεν είχε κλιματισμό. Είχε την πρώτη μηχανή εστιατορίου, μια Remington –τη θυμάμαι ακόμα ως παιδί– η οποία είχε 99 πλήκτρα, ένα για κάθε φαγητό, εξαιρετικά σημαντικό και βοηθητικό για την εποχή, αφού με τον τρόπο αυτόν μπορούσαν να υπολογίσουν τις ποσότητες για την αποθήκη. Μάγειρας ήταν κάποιος Παπίδας, ενώ είχαν περάσει όλοι από εδώ: ο Μοντγκόμερι, ο Ντε Γκολ, όλη η καλή κοινωνία του Κολωνακίου και πολλοί ξένοι, λόγω εγγύτητας με τη “Μεγάλη Βρεταννία”. Όλος ο δρόμος (η Κριεζώτου) είχε μεγάλο ενδιαφέρον, απέναντι ήταν το εστιατόριο Corfu, ενώ λίγο πιο κάτω το King’s Palace και στη γωνία το Coronet, το διάσημο καμπαρέ».

  • 2018 – Ο Παύλος Καρακώστας στην είσοδο του καταστήματος Cellier, φωτ. Γιώργος Καπλανίδης

Η εταιρεία ΓΕΝΚΑ εισάγει κρασιά από το 1934, κυρίως από Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Νότια Αφρική, κύριος προμηθευτής της όμως ήταν το Μπορντό. Το 1938 ιδρύεται η εταιρεία Cellar, με σκοπό την αντιπροσώπευση και την εμπορία διεθνώς φημισμένων οίνων και αποσταγμάτων. Όμως, όπως μας εξηγεί ο Παύλος Καρακώστας, «ο κόσμος μπερδευόταν και νόμιζε ότι θα βρίσκει σε εμάς μόνο το house wine. Αυτό το γεγονός μάς οδήγησε στο να αλλάξουμε την ονομασία μας τo 1975, αν θυμάμαι καλά, και να την κάνουμε Cellier».

Οι σταθμοί στην επαγγελματική σας πορεία;

Έχω κάνει απ’ όλα. Έχω χτίσει ξενοδοχεία, εργοστάσια, μπράντες. Έχω πουλήσει το γάλα Νουνού, το Μπαλαντάινς, ενώ η Βότκα Σέρκοβα γεννήθηκε στη ΓΕΝΚΑ. Επίσης, φαστ φουντ, εταιρείες ανακύκλωσης. Το 1977 δημιούργησα την Ασφαλιστική εταιρεία ΔΥΝΑΜΙΣ. Έκλεισε πέρυσι 40 χρόνια ζωής. Η σχέση μου όμως με το κρασί είναι σχέση μίσους και πάθους. Όλη μου η ζωή είχε να κάνει με μπουκάλια. Τώρα κάνω και το δικό μου κρασί στο Κτήμα Μοντοφώλι στην Κάρυστο, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν οινοποίηση πριν από 2.500 χρόνια, από Ασύρτικο, Αηδάνι, Αθήρι και Λιάτικο από την Κρήτη – και είναι λιαστό. Εάν δεν «εκτεθείς» σε όλα τα κρασιά, δεν κάνεις τίποτα. Το καλύτερο κρασί είναι αυτό που σου αρέσει, μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένη παρέα.

Έχετε πει ότι το ελληνικό κρασί είναι καλό, αλλά ακριβό.

Ναι, και έχω άποψη επί του θέματος. Διατείνομαι ότι ο Μπουτάρης και εγώ υποστηρίξαμε με ενάργεια τη δημιουργία αμπελοοινικών κτημάτων με την έννοια του Chateau. Ήξερα πολύ καλά τον διεθνή αμπελώνα λόγω δουλειάς, ήξερα τι γινόταν στη Χιλή, στη Γαλλία. Υπήρχε τότε αντίσταση από τις οινοβιομηχανίες της εποχής να γίνουν κτήματα στην Ελλάδα. Οι αγρότες πωλούσαν το κρασί στους μεγάλους. Όταν λοιπόν ξεκίνησε η ιδέα του Κτήματος με τη σοβαρή προσπάθεια του Καρρά με τον Πενό και την Κουράκου και οινολόγο τον Γεροβασιλείου, ήταν η αρχή. Η νομοθεσία ήταν άθλια. Υπήρχε μια φυσιογνωμία στο ελληνικό κρασί, ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος. Ήταν γόνος των Αντωνοπουλαίων της Αχάια Κλάους, πολυταξιδεμένος, μορφωμένος. Έχοντας όλη αυτή την οινική παράδοση, ξεκίνησε μια δουλειά όπου έβγαλε εξαιρετικά νέα branded κρασιά, αλλά δυστυχώς χάθηκε άδικα σε τροχαίο νωρίς. Αν δεν είχε «φύγει», θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα, γιατί ήταν πρωτοπόρος και ο μόνος που ήξερε πραγματικά τη νομοθεσία και ό,τι χρειαζόταν για να στηθεί σοβαρά η αμπελουργία στην Ελλάδα, ήταν και εξαιρετικός άνθρωπος. Όλοι οι υπόλοιποι κοίταζαν πως να πάρουν δάνεια για να αγοράσουν σταφύλια.

Το ελληνικό ποιοτικό κρασί δεν μπορεί να είναι φθηνό, λόγω του τρόπου που γίνονται εδώ οι εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι μηχανικές, όπως στη Χιλή ή στη Γαλλία, όπου περνάει ένα τρακτέρ, μαζεύει τα σταφύλια και τα πηγαίνει κατευθείαν για πάτημα. Εδώ όλα γίνονται με το χέρι και πρέπει το κρασί να είναι ακριβό για να δικαιολογεί την τιμή του στο εξωτερικό. Έτσι άλλωστε γίνονται τα καλά κρασιά σε όλο τον κόσμο Έχουμε, επίσης, γηγενείς ποικιλίες τις οποίες ακόμα τις ψάχνουμε. Για το Ξινόμαυρο αλλά και το Μοσχοφίλερο έχουμε δρόμο μέχρι την εξαιρετική τους οινοποίηση. Χρειάζεται τουλάχιστον τρεις γενιές συστηματικής δουλειάς. Όπως λένε χαρακτηριστικά στο Μπορντό, πρέπει να έχεις τα εξής τρία πράγματα για να κάνεις καλό κρασί: καλό terroir, έναν καλό αμπελουργό (αυτόν τον τύπο με την κόκκινη μύτη ο περίφημος Maître de Chai, ο υπεύθυνος του κελαριού, ο άνθρωπος που στη Γαλλία παρακολουθούσε την εξέλιξη του κρασιού) και τρεις γενιές οινοπαραγωγών. Εμείς, ενώ δύο χιλιάδες χρόνια πίναμε κρασί για να ξεδιψάσουμε ή να μεθύσουμε, οι άλλοι έκαναν δουλειά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή. Το ότι οι Αυστραλοί σήμερα κάνουν κρασιά που κοστίζουν 200 ευρώ το μπουκάλι δεν ήρθε ουρανοκατέβατο. Το 1850 ο Max Schubert γεννημένος στην Αυστραλία πήγε στο Μπορντό, γυρνώντας πίσω δημιούργησε ένα φανταστικό κρασί το Grange.

Κλείνοντας ρώτησα τον Παύλο Καρακώστα αν θα δούμε και την τέταρτη γενιά να ασχολείται. Με υπερηφάνεια μου είπε ότι οι κόρες του έχουν όλες περάσει από το Cellier και, ενώ έχουν κάνει διαφορετικές σπουδές, είναι και οι τρεις ειδικές στο κρασί. Όταν τον ρώτησα δε πού θα ήθελε να δει τα Cellier στα 100 του χρόνια, μου είπε: «Δεν θέλω να βγει ποτέ κανείς από αυτά τα μαγαζιά με ένα κρασί το οποίο δεν είναι σε τέλεια κατάσταση. Η εταιρεία αυτή ήταν και θα είναι κουρδισμένη πάνω σε αυτή τη λογική. Αυτό που περιμένω από τους ανθρώπους μου είναι να παρακολουθούν τις εξελίξεις στον παγκόσμιο αμπελώνα και να δίνουν τις καλύτερες υπηρεσίες σε όλους αυτούς που μας εμπιστεύονται».

TIMELINE

1877 Ο Νικόλαος Δ. Καρακώστας φεύγει από τη γενέτειρά του, την Κάρυστο, και ιδρύει στο Μαρκόπουλο Αττικής κατάστημα εμπορίας τροφίμων.

1879 Μετακομίζει στην οδό Πειραιώς & Γερανίου και ιδρύει επιχείρηση Εδώδιμα & Αποικιακά.

1903 Μετακομίζει σε ιδιόκτητο ακίνητο επί της οδού Κλεισθένους 9, στο οποίο στεγάζονται μέχρι και σήμερα τα κεντρικά γραφεία του ομίλου.

1917 Μετά τον θάνατο του Ν. Δ. Καρακώστα, αναλαμβάνουν οι γιοι του, Κυριάκος και Γεώργιος.

1980 Το Cellier μεγαλώνει και επεκτείνεται με δύο ακόμη καταστήματα και το 1989 δημιουργείται το Cellier Wine Club, το πρώτο club κρασιού στην Ελλάδα για τους οινόφιλους.

2018 Με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων Cellier, προστίθεται στην οικογένεια ένα ακόμη κατάστημα Cellier, στο Ψυχικό.

Eυρυβιάδης Σκλάβος | κείμενο: Πηνελόπη Κατσάτου | τεύχος 11

Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης

Ο Ευρυβιάδης Σκλάβος είναι σαν τα κρασιά του: αυθεντικός, χωρίς πολλά πολλά. Μέση κατάσταση δεν υπάρχει. Τα κρασιά του Σκλάβου ή θα τα λατρέψεις ή θα τα απορρίψεις, και σίγουρα η μετριότητα δεν είναι η λέξη που τα χαρακτηρίζει. Ο ίδιος, όμως, αποκλείεται να μη σε κερδίσει. Σεμνός, γλυκομίλητος και λιγομίλητος. Τον συνοδεύει μια θετική αύρα. Δεν του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του, προτιμά να μιλάει για το κρασί του ή, ακόμα καλύτερα, για τα αμπέλια του. Εκεί αλλάζει εντελώς, αποκτά μια εξωστρέφεια και μια δύναμη που σε εντυπωσιάζουν.

Τη μέρα που φτάσαμε στο κτήμα, στον Κεχριώνα του Ληξουρίου, είχαμε νέα Σελήνη στον ταύρο. Φρούτο… «καλό σημάδι», μας είπε ο Ευρυβιάδης. «Καλή μέρα για τρύγο, εμφιαλώσεις, μεταγγίσεις, δοκιμές», σύμφωνα με τη Βίβλο του, το βιοδυναμικό ημερολόγιο. «Το γκρι είναι το κακό, γιατί βρισκόμαστε σε σύγχυση πλανητικών επιρροών, με πολλές αντικρουόμενες δυνάμεις μεταξύ τους και συγκεχυμένο αποτέλεσμα. Αυτές τις μέρες δεν κάνεις απολύτως τίποτα. Είχαμε εξαιρετικά αρνητικές εμπειρίες τέτοιες μέρες, δημιουργήσαμε απ’ το πουθενά ένα εντελώς διαφορετικό προϊόν. Έχουμε επανειλημμένα δοκιμάσει και κρασιά τις μέρες αυτές και ήταν σκέτη τραγωδία». Την ίδια προσήλωση στη βιοδυναμική καλλιέργεια μοιράζεται με την Ευαγγελία Μωραΐτη, την οινολόγο του.

Μαζί έκαναν φέτος τον έκτο τους τρύγο. Τα αμπέλια γύρω μας βρίσκονται σε απόλυτα φυσική κατάσταση, μέσα στο δάσος, ανάμεσα σε δέντρα και σε αγριόχορτα  τα οποία κόβονται μόνο σε περίπτωση που θα ανταγωνιστούν το φυτό σε νερό σε συνθήκες καύσωνα ή λειψυδρίας. Δέκα κατσίκες κόβουν βόλτα ανενόχλητες στο αμπέλι, όταν αυτό δεν έχει φύλλα και βλαστούς, για ευνόητους λόγους.

«Το αμπέλι είναι ένα βακχικό φυτό», λέει ο Ευρυβιάδης Σκλάβος. «Είναι ένας γίγαντας που του αρέσει να αναρριχάται, και αυτό γιατί δεν έχει τη δύναμη, αφού έχει ασθενές σώμα, και δεν έχει δυνατότητα στήριξης. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί τη γηγενή βλάστηση των δασών για να μπορέσει να φτάσει στον ήλιο, που είναι και ο προορισμός του. Ο αμπελουργός έρχεται να “ιερουργήσει” κατά μία έννοια, να βοηθήσει το φυτό να βρει τον ανώτερό του εαυτό. Μια άγρια μουριά φύτρωσε, προφανώς από κάποιο πουλί που κουβαλούσε τον σπόρο. Επί πέντε χρόνια πάλευα να την αφανίσω, χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος είπα “θα σε αφήσω να ζήσεις”, και το αμπέλι ήρθε και έκατσε πάνω της.

“Στο φυσικό οικοσύστημα που έχουμε αφήσει να δημιουργηθεί, ο βασικός εργάτης είναι οι γεωσκώληκες. τα εντόσθια της γης, κατά τον θεόφραστο, επεξεργάζονται τεράστιες ποσότητες χώματος, το οποίο περνάει από το πεπτικό τους σύστημα και βγαίνει στο περιβάλλον, εμπλουτισμένο με άζωτο, φώσφορο και κάλιο, που περνά στο ριζικό σύστημα, έχοντας κρατήσει στο σώμα τους τα βαριά μέταλλα. Πρόκειται για έναν βιολογικό καθαρισμό της φύσης». Ο αμπελώνας φυτεύτηκε το 1919 από τον παππού του Ευρυβιάδη, που αναγκάστηκε να αφήσει την Οδησσό, όπου η οικογένεια είχε οινοποιείο, εξαιτίας του πολέμου και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Για τα δεδομένα της Κεφαλονιάς, και ιδιαίτερα της περιοχής, είναι μεγάλος. Στο κτήμα στον Κεχριώνα βρίσκεται και το οινοποιείο. Μια μεγάλη πέτρινη μάντρα, φτιαγμένη πέτρα πέτρα από τις εκκλησίες και τα σπίτια που ισοπεδώθηκαν στον σεισμό του ’53, ορίζει το κτήμα. «Εδώ βρίσκονται γύρω στα 17 στρέμματα από τα συνολικά 80 που καλλιεργούμε, όχι μόνο βιολογικά, αλλά και βιοδυναμικά. Οι αποδόσεις είναι πάρα πολύ χαμηλές και δεν ξεπερνούν τα 300 kg ανά στρέμμα, ενώ το όριο στη ζώνη φτάνει τα 850 kg ανά στρέμμα.

Υπάρχουν όρια από τον συνεταιρισμό για το πόση Ρομπόλα θα σας διατεθεί;

Τα μέλη του συνεταιρισμού καθορίζουν ποιοι θα πάρουν ρομπόλα. Επειδή δεν μπορούν να δώσουν Ρομπόλα σε εμάς που είμαστε, σε εισαγωγικά, δεύτερης κατηγορίας παραγωγοί, αναγκαζόμαστε κάθε χρόνο να δίνουμε μάχη. Στην προσπάθειά μας αυτή δημιουργήσαμε έναν νέο αμπελώνα πριν από 10 χρόνια, ο οποίος φέτος θα μας δώσει για πρώτη φορά. Πιστεύω ότι, όταν ένα προϊόν περιχαρακώνεται μέσα στο πλαίσιο ενός συνεταιρισμού, υποβαθμίζεται. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες αλλαγές προς το καλύτερο. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι, πιο φωτισμένα μυαλά και αυτή η διαδικασία έχει μπει σε μια άλλη πορεία, πιο θετική.

Οργίων, Μεταγειτνίων, Ευφράνωρ. Τα κρασιά του έχουν ονόματα… περίεργα, προερχόμενα όλα από την αρχαία ελλάδα, όπως για παράδειγμα το «Οργίων», που ήταν τίτλος τιμής που έδιναν στον υπεύθυνο για τις τελετές μυστηρίων. Επίσης, ο μεταγειτνιών ήταν ο δεύτερος μήνας του Αττικού ήμερολογίου, ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, που είναι ο μήνας του τρύγου. Ο Ευρυβιάδης Σκλάβος ξεκίνησε την παραγωγή των κρασιών του πριν από 23 χρόνια, ενώ πέρυσι συνεταιρίστηκε με την οικογένεια Ζησιμάτου.

Ήταν ο πρώτος παραγωγός που δούλεψε την ξηρή Μαυροδάφνη το 1996, αφού είδε τις δυνατότητες να βγει ξηρό κρασί από τη γνωστή έως τότε γλυκιά Μαυροδάφνη. Οι άλλες τοπικές ποικιλίες με τις οποίες δουλεύει είναι το Βοστιλίδι, το Ζακυνθινό και το Τσαούσι.

Πώς ξεκινήσατε τη βιοδυναμική καλλιέργεια;

Ως γεωπόνος δούλευα σε ένα κατάστημα με γεωργικά είδη και έζησα από πρώτο χέρι τι σημαίνει φυτοφάρμακο και τι μπορεί να προκαλέσει, οπότε η προσωπική μου ευαισθητοποίηση μας οδήγησε αρχικά στη βιολογική και στη συνέχεια στη βιοδυναμική καλλιέργεια, που αποτελεί περισσότερο φιλοσοφική στάση, αφού είναι και τρόπος ζωής να γίνεσαι διαρκώς λίγο καλύτερος.

Αυτή η θεώρηση θέλω να με ακολουθεί στον τρόπο που ζω, αλλά και στη δουλειά. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να πει ότι είναι και λίγο μόδα το φυσικό κρασί. Έχουμε φτάσει στο σημείο να πίνουμε πολύ κακά κρασιά, γιατί είναι φυσικά. Το να πας μόνο για να πουλήσεις είναι λάθος και δεν θα σου δώσει καλό κρασί. Πρέπει πάντα να συνοδεύεται από μια εσωτερική αναζήτηση…

Σας αντιμετωπίζουν με κάποια επιφυλακτικότητα, να το πω απλά ως τον γραφικό της παρέας, για την προσήλωσή σας αυτή;

Όχι λίγο, πολύ, λέει γελώντας. Eιδικά ο φίλος μου ο Παρασκευόπουλος. Eγώ είμαι της άποψης ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με το κρασί και ιδιαίτερα αυτοί που διδάσκουν –γιατί ο Παρασκευόπουλος είναι καθηγητής– έχουν άποψη και πρέπει να τη λένε, αλλά και εμείς επίσης. Eμείς επιλέγουμε να κάνουμε φυσική οινοποίηση, αυτό που γίνεται χρόνια στο εξωτερικό και που στην Eλλάδα αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό στην καλύτερη περίπτωση, για να μην πω κακία. Kοπιάζουμε για να καταφέρουμε να μην πειράξουμε πολύ το προϊόν και να ακολουθήσουμε τη φυσική διαδικασία, και αυτό έχει και ρίσκο και κόστος. Στο Βοστιλίδι, παραδείγματος χάριν, που είναι λευκή ποικιλία, αλλά με ερυθρή συμπεριφορά, δεν προσθέτουμε ούτε θειώδη. Είναι εντελώς φυσικό. Kαλό θα ήταν να προσεγγίσουμε το κρασί με μια άλλη λογική, που λέει ότι, αν είναι φυσικό, τότε αυτό είναι καλό. Εάν είναι βιολογικό, ακόμα καλύτερα, και αν είναι βιοδυναμικό, τότε τέλεια. Ποτέ όμως δεν θα αρνηθώ να πιω ένα καλό τεχνολογικό κρασί και να πω ότι αξίζει να το πιω.

Πιστεύτετε ότι η Ρομπόλα έχει δυνατότητες;

Έχει τεράστιες δυνατότητες. Tη συγκρίνω με το Ασύρτικο Σαντορίνης και γιατί όχι με το Riesling. Με τον μακαρίτη τον Χαρίδημο Χατζηδάκη ήμασταν στενοί φίλοι. Είχαμε πολλές κοινές προσεγγίσεις και σε θέματα πρακτικής οινοποίησης, αλλά και στον τρόπο χειρισμού του κρασιού μετά την ολοκλήρωση της αλκοολικής ζύμωσης, όπως μεγαλύτερη παραμονή στις δεξαμενές πάνω στις υγιείς λάσπες, γεγονός που συντείνει στο να ωριμάσει ένα κρασί σε πιο φυσικό περιβάλλον. Εμείς βέβαια πιστεύουμε ότι στην πορεία ένα κρασί είναι καλό να έρθει και σε κάποια επαφή λογική με το οξυγόνο. Όταν όμως έχει σταθεί στα πόδια του και έχει την επάρκεια να παλέψει αυτό το πάντρεμα με το οξυγόνο. Η Ρομπόλα είναι ένα αρκετά λεπτό και φίνο κρασί με μεγάλη μεταλλικότητα, αφού φύεται σε πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη, ενώ αρκετές φορές είναι έντονη και η αίσθηση της κιμωλίας. Λόγω του υψομέτρου έχει αρκετά καλές οξύτητες και για τον λόγο αυτόν εμείς δεν βάζουμε πρόσθετα, αφήνουμε τις φυσικές οξύτητες. Σε ένα κρασί που δεν προσθέτουμε θειώδη και άλλα συντηρητικά ο μόνος τρόπος προστασίας είναι να ανέβει λίγο το αλκοόλ. Επίσης, δεν φιλτράρουμε τα κρασιά μας. Τουλάχιστον όχι όλα, και αυτό γίνεται γιατί έχουν πάρα πολύ χαμηλά θειώδη έως καθόλου και οποιαδήποτε επαφή με το οξυγόνο, μέχρι και αυτή του φιλτραρίσματος, επηρεάζει. Ακόμα και στην παλαίωση λειτουργεί καλά. Δοκιμάζουμε και τρίτο χρόνο και βλέπουμε ότι έχει μια πιο γαστρονομική προσέγγιση. Στη φρέσκια της εκδοχή, πάνω στο εξάμηνο βγάζει περισσότερα αρώματα εσπεριδοειδών με έντονα αρωματικό δυναμικό, ενώ αργότερα υπερισχύουν τα αρώματα της ασβεστολιθικής καταγωγής της, αυτό που αποκαλούμε «πετρόλ».

Μία από τις χειρότερες στιγμές για τον ίδιο ήταν ο σεισμός του 2014. Εκεί χάθηκαν 20 τόνοι κρασί. Η μία δεξαμενή έπεσε πάνω στην άλλη και, όταν έφτασε στο οινοποιείο, το κρασί είχε φτάσει ήδη στον δρόμο, ενώ δεν είχε ασφαλίσει το προϊόν. «Όλα όμως είναι στη ζωή», μας λέει χαμογελώντας ο Eυρυβιάδης, σφραγίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τη φιλοσοφία της ζωής που τον διακρίνει.

Τα κρασιά του κτήματος
Οργίων
Από σταφύλια της τοπικής ποικιλίας Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας, που καλλιεργούνται με παραδοσιακό τρόπο στη ζώνη αυτή.
Οργίων Bio
Από βιολογικά σταφύλια της τοπικής ποικιλίας Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας, που καλλιεργούνται με παραδοσιακό τρόπο στη ζώνη αυτή.
Synodos Bio
Συν-οινοποίηση βιολογικών σταφυλιών των τοπικών ποικιλιών Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας και Βοστιλίδι, από ιδιόκτητο αμπελώνα που καλλιεργείται με βιοδυναμικό τρόπο στη ζώνη αυτή.
Οίνος Ηδύς του Ηλίου
Από την παραδοσιακή ποικιλία Μοσχάτος Κεφαλληνίας που καλλιεργείται στην περιοχή Κατωγή της Πάλλης.
Efranor
Από συν-οινοποίηση σταφυλιών των τοπικών ποικιλιών Μοσχατέλα και Βοστιλίδι της Κεφαλονιάς, που καλλιεργούνται στην περιοχή της Κατωγή στη χερσόνησο της Πάλλης.
Vino di Sasso
Από σταφύλια της τοπικής ποικιλίας Ρομπόλα Κεφαλληνίας, καλλιεργημένα στη ζώνη της Ρομπόλας.
Μεταγειτνίων Bio
Στο κτήμα της οικογένειας Σκλάβου στον Κεχριώνα της Πάλλης καλλιεργούμε με ιδιαίτερη φροντίδα την παραδοσιακή ποικιλία Βοστιλίδι.
Alchymiste rosé
Ο ροδίζων αυτός οίνος προέρχεται από τη συν-οινοποίηση Μαυροδάφνης Κεφαλληνίας και Μοσχατέλας.
Ζακυνθινό
Η τοπική αυτή ποικιλία καλλιεργείται στην περιοχή Ελιός της νότιας Κεφαλληνίας. g

Πέτρος Mαρκαντωνάτος | Κείμενο: Θάλεια Καρτάλη | issue 11

 
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης

«Συγγνώμη, συγγνώμη, φθάνω, σε 10 λεπτά είμαι εκεί!» ακούστηκε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Kαθισμένες στον ιδιαίτερα προσεγμένο περιβάλλοντα χώρο του οινοποιείου Gentilini, στον δρόμο που ενώνει το αεροδρόμιο της Kεφαλονιάς με το Αργοστόλι, υποδεχθήκαμε τον Πέτρο Mαρκαντωνάτο, συνιδιοκτήτη του γνωστού οινοποιείου, ο οποίος κατέφθασε αγχωμένος που μας είχε «στήσει», αν και στην πραγματικότητα είχε επισπεύσει κατά μία ημέρα την επιστροφή του στην Kεφαλονιά, μόνο και μόνο για να μας συναντήσει.

Οι σύντομες συστάσεις έδωσαν γρήγορα τη θέση τους στον χειμαρρώδη λόγο του Πέτρου, ο οποίος έμοιαζε να βιάζεται να μας τα πει όλα μεμιάς. «Πείτε μου αν σας κουράζω», διέκοπτε κάθε τόσο τη διήγησή του για την ιστορία του κτήματος, η οποία ξεκίνησε το 1977, με τις πρώτες φυτεύσεις που έκανε στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το οινοποιείο ο Σπύρος Κοσμετάτος, πατέρας της έτερης ιδιοκτήτριας, και συζύγου του Πέτρου, Μαριάννας. Και η ονομασία Gentilini; Οφείλεται στην προγιαγιά της συζύγου του, Μαριάννας Gentilini, απόγονο του ιταλού μηχανικού που κατασκεύασε τον 14ο αιώνα το ενετικό κάστρο της Άσσου και εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στην Κεφαλονιά.

«Το 1984 έγιναν οι πρώτες οινοποιήσεις με οινολόγο τον Γιώργο Σκούρα (ναι, τον γνωστό κ. Σκούρα της Νεμέας), με πρώτη ποικιλία το Τσαούσι και ύστερα το Sauvignon blanc. Από την πρώτη σοδειά έγιναν εξαγωγές στην Αγγλία  ο Σπύρος Κοσμετάτος ήταν ο πρώτος μικρός παραγωγός στην Ελλάδα που ξεκίνησε εξαγωγές».

Αν υπάρχει μια λέξη να χαρακτηρίσει κανείς τη νοοτροπία αυτού του οινοποιείου, είναι η εξωστρέφεια. και ο Πέτρος Mαρκαντωνάτος είναι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να την εκφράσει, διαθέτοντας πλατύ χαμόγελο, αυτοπεποίθηση, πάθος για τη δουλειά του. Στη διάρκεια, δε, της κουβέντας μας μας έδειξε ότι δεν φοβάται τις προκλήσεις και λατρεύει τους πειραματισμούς. Γεννημένος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, με σπουδές Βιοτεχνολογίας και μοριακής Βιολογίας και Master στην τεχνολογία Ζυμών, ανέλαβε μαζί με τη σύζυγό του Μαριάννα τα ηνία του οινοποιείου το 2002, όταν ο Σπύρος Κοσμετάτος «μας πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι και μας είπε: εγώ τελείωσα». «Πήρα ένα αλυσοπρίονο και άρχισα να κόβω… αμπέλια! Πρώτα πέταξα το Chardonnay και άρχισα να εμβολιάζω με ντόπιες ποικιλίες. Οι ξένες αγορές δεν ήθελαν Sauvignon, ήθελαν ελληνικές ποικιλίες. Το να κόψεις ένα αμπέλι δεν είναι εύκολο. Όμως ο Κοσμετάτος μάς άφησε να πειραματιστούμε. Όταν πέταξε τα κλειδιά, πραγματικά το εννοούσε. Κάναμε λάθη, πληρώσαμε, μάθαμε».

 

 

Όση ώρα κουβεντιάζουμε, κοιτάμε γύρω μας τον χώρο του οινοποιείου. Μερικά ξύλινα τραπέζια με πάγκους σε έναν καλαίσθητα διαμορφωμένο χώρο, όπου γίνονται οι γευσιγνωσίες, συνοδεία προσεγμένων μεζέδων που αποτελούνται από ντόπια τοματίνια, ψωμί από τον ξυλόφουρνο, λάδι παραγωγής του κτήματος και πετιμέζι, επίσης παραγωγής δικής τους, όλα σερβιρισμένα σε πιάτο φτιαγμένο από magnum φιάλη που έχει μπει στην πρέσα. «Δεχόμαστε 4.000 επισκέπτες τον χρόνο, κυρίως ξένους», μας εξηγεί ο Πέτρος, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι τα τελευταία χρόνια και οι Έλληνες που επισκέπτονται το οινοποιείο είναι άνθρωποι με γνώσεις γύρω από το κρασί. «Χάρη στις προσπάθεις ανθρώπων όπως ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης, ο Έλληνας καταναλωτής έρχεται πια διαβασμένος».

Ο χώρος παραγωγής του οινοποιείου είναι επισκέψιμος υπό όρους – είναι μικρός, φτιαγμένος για παραγωγή μάξιμουμ 50.000 φιαλών, και σήμερα παράγει 120.000. «Όταν ξέσπασε η κρίση, είχα το δίλημμα να επενδύσω σε χώρους ή σε αμπέλια. και επένδυσα σε αμπέλια. Για μένα όλα είναι το αμπέλι. Δεν με ενδιαφέρουν οι ακριβές δεξαμενές. το πιο ακριβό μου κρασί το παράγω σε μια πλαστική δεξαμενή ανοιχτή, που τη δουλεύουμε με το χέρι».

Ο πειραματισμός μέσα στο αμπέλι είναι το πραγματικό του πάθος. «Οι διαφορές που υπάρχουν ακόμη και μέσα στο ίδιο αμπελοτόπι είναι τεράστιες. Διαφορετικά μικροκλίματα μέσα στα ίδια τα μικροκλίματα». Πάνω σε αυτά πειραματίζεται διαρκώς, πλαισιωμένος από την ομάδα του κτήματος, για την οποία μιλάει με ιδιαίτερη αδυναμία. Βασικός συνεργάτης, εκτός από τη σύζυγό του Μαριάννα, είναι ο οινολόγος Αλέξανδρος Δούκας. «Πιστεύουμε στο team work. Αν η ομάδα δεν είναι δεμένη, δεν κάνεις τίποτε». Η ίδια νοοτροπία διέπει και τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους παραγωγούς του νησιού. «Όταν ξεκινήσαμε, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Αυτή τη στιγμή είμαστε όλοι μια αγκαλιά, ωριμάσαμε. Καταλάβαμε ότι πρέπει να λειτουργήσουμε συλλογικά, για να πουλήσουμε προϊόν στο εξωτερικό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις στις οινοποιήσεις μας. Εμείς, για παράδειγμα, είμαστε της μοντέρνας σχολής, ο Σκλάβος είναι βιοδυναμικός. Κάθε οινοποιός στην Κεφαλονιά βγάζει Ρομπόλα και Μαυροδάφνη διαφορετικού πρ φίλ. Για όλες τις παλέτες. Έτσι μπορούμε και διεισδύουμε σε όλες τις αγορές».

Ο ίδιος πάντως δεν δίστασε να έρθει αντιμέτωπος με τα κακώς κείμενα της (απαρ- χαιωμένης) Ελληνικής νομοθεσίας, όταν, πεπεισμένος ότι το βιδωτό πώμα λειτουργούσε καλύτερα στην εμφιάλωση της Ρομπόλας, αποφάσισε να αντικαταστήσει τον φελλό, αναγκαζόμενος να αλλάξει την ετικέτα του από ΠΟΠ σε επιτραπέζιο οίνο. μιλώντας μας για τις δύο πιο γνωστές ποικιλίες της Κεφαλονιάς, τη Ρομπόλα και τη Μαυροδάφνη, δεν διστάζει και πάλι να πει τα πράγματα όπως τα πιστεύει: «θεωρώ ότι η ρομπόλα θα είναι το επόμενο Ασύρτικο. Να μην παρεξηγηθώ: ή Σαντορίνη είναι ένα εξαιρετικό κρασί από έναν σπάνιο αμπελώνα και η θέση του είναι αυτή που πρέπει να είναι. Έχει όμως αρχίσει να ξεφεύγει ως προς τις τιμές. Πλέον στο εξωτερικό αναζητούν terroir κρασιά εναλλακτικά του Ασύρτικου. Η Ρομπόλα έχει πολλά παρόμοια χαρακτηριστικά με το Ασύρτικο, έχει ασβεστολιθικά (αντί για ηφαιστειογενή) εδάφη, τα οποία της προσδίδουν έντονα μεταλλικό χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα τσακμακόπετρας, ειδικά όταν παλαιώνει. Δεν θα αντικαταστήσει ποτέ το Ασύρτικο, μπορεί όμως να λειτουργήσει ως εναλλακτική ποικιλία terroir σε καλύτερη τιμή». Όσο για τη Μαυροδάφνη, όπως είπε, «ετοιμαστείτε για μεγάλα κόκκινα κρασιά από αυτή την ποικιλία».

«Η μαγεία της είναι ότι θα σου συμπεριφερθεί όπως της συμπεριφερθείς. Αν κάνεις κλασική οινοποίηση, θα βγάλει περισσότερες τανίνες, λιγότερο σώμα, θα θέλει περισσότερο χρόνο. Η πιο μοντέρνα προσέγγιση δίνει κρασιά που μπορούν να καταναλωθούν άμεσα, αλλά σε 10 χρόνια μπορεί να είναι πολύ καλύτερα». g

 
Τα κρασιά του κτήματος
 ⁂
 Gentilini Aspro
Παράγεται από τις κεφαλονίτικες ποικιλίες Τσαούσι και Μοσχάτο Κεφαλονιάς, που οινοποιούνται ξεχωριστά. Συνδυάζονται με μικρή ποσότητα Sauvignon Blanc.
 Gentilini Rose
Παράγεται από 100% Μοσχοφίλερο των ιδιόκτητων αμπελώνων μας πιστοποιημένης βιολογικής καλλιέργειας.
 Gentilini Red
Παράγεται από 60% Αγιωργίτικο Νεμέας και 40% Syrah και Μαυροδάφνη των ιδιόκτητων αμπελώνων στην Κεφαλονιά.
 Gentilini Robola
Παράγεται από 100% Ρομπόλα Κεφαλληνίας. Τα σταφύλια προέρχονται από ορεινές περιοχές της ζώνης ΟΠΑΠ.
 Gentilini Eclipse
Παράγεται από τη σπάνια ποικιλία Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας. Τα σταφύλια προέρχονται από ιδιόκτητους αμπελώνες.
 Gentilini Syrah
Ένα ιδιαίτερο κρασί από σταφύλια Syrah (90%) βιολογικής καλλιέργειας των αμπελώνων μας, συνδυασμένο με την τοπική Μαυροδάφνη (10%).
 Robola Cellar Selection
Τα σταφύλια προέρχονται από παλιά κλίματα στην περιοχή του Φαγιά Επανοχωρίου σε υψόμετρο 850 μέτρων.
 Eclipse Limited Release
Παράγεται από τη σπάνια ποικιλία Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας.
 Syrah Limited Edition
Παράγεται από σταφύλια Syrah από τους ιδιόκτητους βιολογικούς μας αμπελώνες.

Υasuhiro Shimizu | συνέντευξη στη Θάλεια Καρτάλη | τεύχος 9

 Μια πρόσκληση για ένα ταξίδι στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ήταν η αφορμή για τη γνωριμία μου με τον πρέσβη της Ιαπωνίας στην Ελλάδα, Yasuhiro Shimizu.

Kατά την πρώτη μας συνάντηση –ένα δείπνο γνωριμίας που είχε οργανώσει η ιαπωνική πρεσβεία εν όψει του ταξιδιού μας– εντυπωσιάστηκα από τις γνώσεις του γύρω από το ελληνικό κρασί.

Λάτρης του Αγιωργίτικου και του Ασύρτικου, έχει ήδη γνωρίσει τις ελληνικές ποικιλίες, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μόλις έξι μήνες στην Ελλάδα. Άνθρωπος γλυκομίλητος, χαμηλών τόνων, με εκείνη την ευγένεια που χαρακτηρίζει τους Ιάπωνες, μας υποδέχθηκε στην κατοικία του φορώντας το παραδοσιακό ένδυμα της χώρας του, το κιμονό. Φρόντισε μάλιστα να οργανώσει και μια σπάνια γευστι- κή δοκιμή ιαπωνικών κρασιών, δίνοντάς μου έτσι την ευκαιρία να μάθω και κάτι που δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου, ότι, ναι, η Ιαπωνία παράγει κρασί. Απόφοιτος του ερασιτεχνικού τμήματος της Σχολής Σομελιέ της Ιαπωνίας, φέρει τον επίσημο τίτλο του Wine expert, διαθέτει γνώσεις αμπελουργίας και συμμετέχει σε μια ομάδα που φτιάχνει το δικό της κρασί, το οποίο μου παρουσιάζει με μεγάλη υπερηφάνεια. Όνειρό του, να αποκτήσει κάποτε το δικό του οινοποιείο. Πού; Μα στην Ιαπωνία φυσικά. Τον κοιτώ με απορία, όμως, όπως μου εξηγεί, «το κρασί έχει αρχίσει να γίνεται ένα προϊόν πολύ δημοφιλές στη χώρα μου. Τα τελευταία χρόνια η ποιότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά και σήμερα υπάρχουν σε όλη την Ιαπωνία 210 οινοποιεία.

“Υπάρχουν βέβαια και κάποιες μεγάλες εταιρείες οι οποίες εισάγουν έτοιμο μούστο και παράγουν κρασί το οποίο βαφτίζουν ιαπωνικό. Όμως τώρα τροποποιείται η νομοθεσία και σύντομα θα απαγορευθεί να ονομάζεται ιαπωνικό οποιοδήποτε κρασί δεν παράγεται στην Ιαπωνία», εξηγεί.

Θέλοντας να δώσει έναν ιδιαίτερο τόνο στη συνάντησή μας, ο κ. Shimizu είχε φροντίσει να οργανώσει και μια μικρή γευστική δοκιμή των δύο δημοφιλέστερων κρασιών που παράγει η χώρα του. Δοκιμάσαμε το Grace Koshu Barrel 2016, ένα αρωματικό λευκό που θύμιζε Μοσχοφίλερο, και το Muscat Bailey A Cuvée Ikegawa 2014, ένα ερυθρό που στην τυφλή δοκιμή θύμιζε έντονα Beaujolais Nouveau, στο οποίο έχουν ιδιαίτερη αδυναμία οι Ιάπωνες.

Το μεγαλύτερο μέρος των αμπελώνων βρίσκεται στο νησί Χοκάιντο και στην κεντρική Ιαπωνία, και συγκεκριμένα στην περιοχή Γιαμακάσι, όπου καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η Koshu, γηγενής λευκή αρωματική η οποία, σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις του DNA, προήλθε από την Ευρώπη και ανήκει στην οικογένεια των Vitis Vinifera –ο θρύλος λέει ότι την ανακάλυψε ένας Δυτικός μοναχός το 1718– και η Μuscat Baily A, μια ερυθρή ποικιλία την οποία «δημιούργησε» ένας Ιάπωνας ειδικός το 1927 και σήμερα είναι η πιο δημοφιλής ερυθρή ποικιλία της Ιαπωνίας.

H συζήτησή μας στρέφεται γύρω από το ελληνικό κρασί, το οποίο, όπως μου τονίζει, βρίσκει εξαιρετικό. «Tο ελληνικό κρασί έχει αρχίσει να αποκτά μεγάλη αναγνωρισιμότητα διεθνώς. H Ελλάδα διαθέτει τόσο πολλές και καλές γηγενείς ποικιλίες!»

Ποιες ποικιλίες θα ξεχωρίζατε;

Λατρεύω το Αγιωργίτικο και το Ασύρτικο. Βρίσκω επίσης πολύ ενδιαφέρον το Μοσχοφίλερο. Έχω επισκεφθεί οινοποιεία στην Πελοπόννησο. Πρόσφατα επισκέ- φθηκα και την Kρήτη, ανακάλυψα πολύ ωραίες ποικιλίες κι εκεί, όπως τη Βηλάνα. Στη Βόρεια Ελλάδα δεν έχω προλάβει να πάω ακόμη, όμως με το ξινόμαυρο δεν τα πάω πολύ καλά. Κάποιοι μου λένε ότι παλαιώνει ωραία, αλλά δεν έχω ακόμη δοκιμάσει κάτι που να μου αρέσει πραγματικά.

Υπάρχει παρουσία του ελληνικού κρασιού στην Ιαπωνία;

Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές προς τη χώρα σας αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Πράγματι οι εξαγωγές του ελληνικού κρασιού στην Ιαπωνία μοιάζουν πολλά υποσχόμενες. Ωστόσο, όταν παρευρέθηκα στην εκδήλωση προώθησης του ελληνικού κρασιού που πραγματοποιήθηκε στο Τόκιο, μου έκαναν εντύπωση οι υψηλές τιμές. Τώρα βέβαια που ήρθα στην Ελλάδα και γνώρισα καλύτερα τη Σαντορίνη, καταλαβαίνω γιατί το Ασύρτικο μπορεί να πωλείται τόσο ακριβά, όμως θεωρώ ότι τα 50-60 ευρώ ανά φιάλη είναι αρκετά πιο υψηλά από ό,τι περιμένει ο Ιάπωνας από ένα ελληνικό κρασί. Ίσως με λίγο χαμηλότερες τιμές οι εξαγωγές να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο.

Κλείνοντας την κουβέντα μας, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι είναι αυτό που σας έχει εντυπωσιάσει περισσότερο στην Ελλάδα τους έξι μήνες που βρίσκεστε εδώ;

Η αντιμετώπιση των ξένων από τους απλούς ανθρώπους. Οι Έλληνες είναι πολύ διαφορετικοί από τους Ιάπωνες, είστε λαός εξωστρεφής, σε αντίθεση με εμάς που είμαστε πολύ εσωστρεφείς. Στην Ιαπωνία, οι επισκέπτες είναι δύσκολο να επικοινωνήσουν, οι περισσότεροι Ιάπωνες δεν αισθάνονται άνετα να μιλήσουν αγγλικά. Εδώ, ακόμη κι αν δεν μιλούν αγγλικά, βρίσκουν τον τρόπο να συνεννοηθούν. Μου αρέσει πολύ αυτό. ■