KTHMA ΑΛΦΑ XINOMAVRO RESERVE | του Γρ. Μιχαήλου, Dip WSET #16

Αν ο χαρακτήρας ενός κρασιού προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το έδαφος στο οποίο καλλιεργούνται τα αμπέλια του, τότε γιατί δεν μιλάμε περισσότερο για το κομμάτι του αμπελιού που βρίσκεται κάτω από αυτό, τις ρίζες του;

Δεν θέλει και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να απαντηθεί η παραπάνω ερώτηση. Ο κορμός, τα φύλλα, το σταφύλι βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας, κάτι το οποίο όμως δεν συμβαίνει και με τις ρίζες, τη σημασία των οποίων συχνά πυκνά τείνουμε να αγνοούμε… Η αλήθεια είναι ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις παγκοσμίως, αυτό το οποίο ονομάζουμε «ρίζα» σε ένα αμπέλι είναι ένας ξένος παράγοντας, μια διαφορετική ποικιλία, που λειτουργεί ως «ενδιάμεσος» ανάμεσα στη γη και στο φρούτο. Η καταστρεπτική φυλλοξήρα στα τέλη του 19ου αιώνα αφάνισε τον ευρωπαϊκό αμπελώνα και τα αμερικανικά υποκείμενα και υβρίδια που γεννήθηκαν μέσα στο χάος της φυλλοξήρας έδωσαν μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Η αλήθεια είναι πως η φυλλοξήρα άλλαξε οριστικά τον κόσμο του κρασιού, άλλαξε όμως και τη γεύση του; Κανείς δεν θα μπορεί να δώσει οριστική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Υπάρχουν διαφορετικά «στρατόπεδα» και απόψεις, και ο καθένας παίρνει τη δική του θέση πάνω στο ζήτημα. Στις λίγες όμως ευκαιρίες που σου δίνονται να δοκιμάσεις κρασιά που φτιάχνονται από αυτόρριζα αμπέλια, δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι πώς θα ήταν ο παγκόσμιος αμπελώνας αν η φυλλοξήρα δεν είχε υπάρξει ποτέ… Σε μια σπάνια κατηγορία κρασιών, που προέρχονται από προφυλλοξηρικά αμπέλια, ανήκει το Κτήμα Άλφα Οικοσύστημα ξινόμαυρο Reserve Vieilles Vignes Single Block «Μπάρμπα Γιάννης». Στα υψίπεδα του Αμυνταίου υπάρχουν κομμάτια γης τα οποία, λόγω αμμώδους εδάφους, η φυλλοξήρα δεν κατάφερε να προσεγγίσει ποτέ. Ένα τέτοιο μοναδικό αμπελοτόπι με ξινόμαυρο, έκτασης μόλις 3,71 ha, ηλικίας 100 ετών, φυτεμένο στις δικές του ρίζες, δίνει το «διαμάντι» του κτήματος.

Αυτόρριζα αμπέλια σε αμμώδη εδάφη με υπόστρωμα ασβεστολιθικό, εξαιρετικής αποστράγγισης, με μεγάλο θερμοκρασιακό εύρος, άμεση γειτνίαση με τις λίμνες που μετριάζουν το ψυχρό κλίμα, αλλά και μεγάλος βλαστικός κύκλος δίνουν αρωματικό πλούτο στο ξινόμαυρο του Αμυνταίου, το οποίο σε συνεπαίρνει. Αλλά το ξινόμαυρο Reserve του Κτήματος έχει και μια ποιότητα και διάσταση τανινών που δεν συναντάς εύκολα. Σε κάποιες χρονιές μπορεί να είναι θηριώδεις και να μαρτυρούν τις δυνατότη- τες του κρασιού στον χρόνο, αλλά πάντα περιβάλλονται από έναν «βελούδινο» μανδύα. Το σίγουρο είναι ότι κάθε γουλιά του Χινόμαυρο Reserve μπορεί να σε συνδέσει με μια περίοδο την οποία δεν γνώρισες ποτέ. Είναι σαν να πίνεις ένα κομμάτι της ιστορίας, μιας ιστορίας που ευτυχώς διασώθηκε μέσα από τις σπάνιες φιάλες που παράγονται σε ελάχιστες ανά τον κόσμο περιοχές οι οποίες κατάφεραν να γλιτώσουν από την καταστρεπτική μανία της φυλλοξήρας. Και πιστέψτε με, πρόκειται για μια πολύ όμορφη ιστορία…

2016

Αν και ελαφρώς κλειστό αρωματικά στο ξεκίνημα, τα zalto ποτήρια γρήγορα αναπτύσσουν τον υπέροχο φρουτώδη χαρακτήρα του κρασιού, που διαθέτει εξαιρετική συμπύκνωση. Κρασί terroir γι’ αυτούς που αγαπούν την καθαρότητα του φρούτου. Πυκνές, στιβαρές τανίνες, εξαιρετική φαινολική ωρίμαση, φοβερή ισορροπία και μακρά επίγευση για ένα κρασί που είναι ακόμα πολύ πολύ νεαρό.

2015

Χρονιά που εκφράζει τον πιο ντελικάτο, αρωματικό χαρακτήρα του Αμυνταίου, με αρώματα λιαστής ντομάτας, αλλά και τραγανού κόκκινου φρούτου, όπως φράουλα και κεράσι. Το στόμα είναι αρκετά αυστηρό, με υψηλές τανίνες και οξύτητα, γήινες και βοτανικές νύξεις, με έμφαση στην κομψότητα. θέλει λίγο χρόνο ακόμα για να μαλακώσει περισσότερο.

2014

Ψυχρή χρονιά με ωραίο φρούτο στη μύτη και δίπλα φυτικές και γήινες νότες, ενώ το στόμα φέρνει ατελείωτη φρεσκάδα, οξύτητα και τανίνες, οι οποίες ακόμα δείχνουν άγριες διαθέσεις. Ο χρόνος πιθανόν να το μαλακώσει ακόμα, χρειάζεται υπομονή για να αποκτήσει καλύτερη ισορροπία.

2013

Φρούτο εκφραστικό, αλλά και πιο προχωρημένα αρώματα εξέλιξης, μπαχαρικών spices και δέρματος. Το στόμα με καλή συμπύκνωση και όγκο, τανίνες στιβαρές σε μια χρονιά με όμορφο χαρακτήρα γι’ αυτούς που αγαπούν τα περισσότερο εξελιγμένα αρώματα.

2012

Πολύ όμορφο παιχνίδισμα φρεσκάδας και εξέλιξης στη μύτη, με φρούτο και γήινη διάσταση, garrigues και αποξηραμένα λουλούδια. Το στόμα ακολουθεί σε τανικό μοτίβο, αλλά με τέλεια ισορροπία, συμπύκνωση και δύναμη, χέρι χέρι με την κομψότητα. Μακρύ τελείωμα.

2011

Γήινα αρώματα, μανιτάρι, καφές και φρούτο αποξηραμένο, ευγενική εξέλιξη στη μύτη, ενώ το στόμα έχει μαλακή υφή, με τις τανίνες να έχουν μαλακώσει με τα χρόνια και το κρασί να δείχνει πολυεπίπεδο γευστικά. Όμορφη σχέση του κρασιού με τον χρόνο.

2004

Απαλή γκρενά χρωματική απόχρωση, εντυ- πωσιακή φρεσκάδα για την ηλικία του, έχοντας ήδη αναπτύξει ωραία επίπεδα πολυπλοκότητας. Το μανιτάρι θυμίζει τρούφα, το φρούτο αντιστέκεται σθεναρά στον χρόνο, δίνοντας μια πολυδιάστατη αρωματικά μύτη. Στόμα με φρεσκάδα και οξύτητα, τανίνες λεπτόκοκκες και απολαυστικό τελείωμα.

2003

Γήινο, με νότες από μανιτάρι και δέρμα, χωρίς μεγάλη ένταση φρούτου, και καβουρντι- σμένα αρώματα από το βαρέλι. Οι τανίνες δείχνουν ότι το κρασί θα πάει ακόμα στον χρόνο, bitter σοκολάτα στο στόμα και μακρά εξελισσόμενη ξηροκαρπάτη επίγευση. ●

ΤΕΤΡΑΜΥΘΟΣ ΡΟΔΙΤΗΣ | του Γ. Μιχαήλου, DiP WSET

Η σπουδαιότητα αυτής της κάθετης γευστικής δοκιμής έγκειται στο ότι καταφέρνει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον Ροδίτη.

Ο Ροδίτης του οινοποιείου Τετράμυθος, από τον χαρισματικό, ιστορικό αμπελώνα της Αιγιάλειας, με τις βορινές εκθέσεις, την εγγύτητα με τη θάλασσα και τα μεγάλα υψόμετρα, είναι ένα λευκό κρασί τόσο σοβαρό σε ποιότητα και δυναμικό παλαίωσης, που μπορεί να «γκρεμίσει» την αντίληψη ότι μόνο το Σαντορινιό Ασύρτικο –από τις ελληνικές λευκές ποικιλίες– είναι ικανό να ωφεληθεί από τη μακρόχρονη παραμονή του στη φιάλη. Εξοστρακισμένος για πολλά χρόνια από τα «σαλόνια» των εκλεκτών ποικιλιών, ο ερυθρωπός Ροδίτης, το δεύτερο πιο πολυφυτεμένο σταφύλι στον ελληνικό αμπελώνα, έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό για την ποιότητα των κρασιών που παράγει. Τεράστιες στρεμματικές αποδόσεις, έμφαση στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα, πεδινά αμπέλια και υπερβολικό πότισμα είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή «βιομηχανικών» κρασιών αμφιβόλου ποιότητος και την περιφρόνηση της ποικιλίας και του ευγενούς της χαρακτήρα.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι καλύτεροι παραγωγοί του Ροδίτη στοιχημάτισαν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για την ποικιλία. Το μονοπάτι που ακολούθησαν δεν διαφέρει πολύ από αυτό το οποίο πήραν κορυφαίοι παραγωγοί σε άλλα μέρη του κόσμου: καλύτερες αμπελουργικές πρακτικές –σε ελεύθερη μετάφραση οργανική ή/και βιοδυναμική καλλιέργεια–, χαμηλότερες στρεμματικές αποδόσεις και ήπιων παρεμβάσεων οινοποίηση, στην οποία άφησαν το υπέροχο terroir της Αιγιαλείας να «λάμψει». Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ροδίτης της Αιγιάλειας παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα σπουδαία λευκά κρασιά της Ελλάδας. Θα μπορούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι όσο το Ασύρτικο της Σαντορίνης γίνεται όλο και πιο απρόσιτο, ο Ροδίτης της Αιγιάλειας είναι έτοιμος να σταθεί στην αγορά ως μια σπουδαία εναλλακτική στους –αν μη τι άλλοεραστές της ορυκτότητας.

Το οινοποιείο Τετράμυθος βρίσκεται στην είσοδο του Άνω Διακοπτού, μόλις λίγα ανηφορικά χιλιόμετρα από τον Κορινθιακό κόλπο, μέσα στην καρδιά της ζώνης της Αιγιάλειας. Ανήκει στο νέο κύμα των ελληνικών οινοποιείων, που δίνει μια διαφορετική πρόταση, βασιζόμενο σε γηγενείς ποικιλίες της περιοχής του, στην οργανική καλλιέργεια και σε μια φιλοσοφία ήπιας οινοποίησης, παράγοντας κρασιά που αποδίδουν πιστά το μοναδικό ορεινό terroir της Αιγιάλειας. Ο Ροδίτης του αποτελεί εξαιρετική έκφραση της ορεινής του προέλευσης, ενώ οι αδιάκοποι πειραματισμοί του οινοποιείου έδωσαν και μια εκπληκτικά κομψή Ρετσίνα από Ροδίτη σε αμφορέα, έναν Ροδίτη φυσικής οινοποίησης και μια orange εκδοχή της ποικιλίας, δείχνοντας τα διαφορετικά μονοπάτια στα οποία μπορεί να βαδίσει…

Και για να σας βάλω από νωρίς στο mood της κάθετης, ο εξαιρετικός σε value for money Ροδίτης του Τετράμυθου έδειξε σε αρκετές περιπτώσεις πιο νεαρός από πολλές Σαντορίνες αντίστοιχης ηλικίας, ορυκτός, με το πλούσιο φρούτο του να κοντράρεται από τη διαπεραστική –σαν λέιζερ– ένταση του κρασιού, ενώ ταυτόχρονα έδειξε μια απίστευτη συνέπεια στην εξέλιξή του στον χρόνο. Μια συνολικά μοναδική γευστική εμπειρία.

2018 Μέτριο λεμονί χρώμα, διακριτικά, αλλά σύνθετα αρώματα εσπεριδοειδών, όπως λεμόνι, λευκά λουλούδια και ορυκτός χαρακτήρας που θυμίζει πέτρα, αλλά και μαγιά. Βοτανικές νότες, όπως φύλλα τσαγιού και άνθη χαμομηλιού. Κοφτερό και ζωηρό στο στόμα, δροσιστική οξύτητα, ελαφρύς χαρακτήρας και εξαιρετικό drinkability και πολύ ευχάριστη –γεμάτη λεμονάτη φρεσκάδα– επίγευση.

2017 Ευεργετικός ο έξτρα χρόνος στα αρώματα του κρασιού, που εμφανίζονται πιο ώριμα και μεστά, με νότες από λεμόνι και φλούδες, τσακμακόπετρα και νύξεις από μέλι. Στόμα «αποψάτο», νευρικό, με το λεμονάτο φρούτο να «πατάει» στέρεα πάνω στη φρεσκάδα της οξύτητας και τον ορυκτό χαρακτήρα να παίρνει τα ηνία μέχρι το επίμονο τελείωμα του κρασιού.

2016 Σαντορινιά διάσταση στη μύτη, με την ορυκτότητα, το τσακμάκι και την αλμύρα να… κάνουν πάρτι, ώριμο λεμόνι και γκρέιπ- φρουτ και πολύπλοκες απαλές οξειδωτικές νότες. Το στόμα διαθέτει εξίσου υφάλμυρη υφή και τονισμένη οξύτητα σε ένα φόντο πιο μεστού και ώριμου φρούτου, αλλά και πολλές εντάσεις μέχρι την μπριοσένια, μακρά και πολύπλοκη επίγευση του κρασιού.

2015 Όμορφη εξέλιξη στη μύτη, μελένιο και ώριμο, με ελαφρά ξηροκαρπάτα στοιχεία, έντονη ορυκτότητα και καπνό. Πολυεπίπεδο και πολύπλοκο αρωματικά, με φοβερή εκφραστικότητα. Έντονο και ιδιαίτερα κοφτερό στο στόμα, αλλά με πάχος και οξύτητα σε ισορροπία και με μια ήπια πικράδα, άκρως ορεκτική, στο ελαφρώς φαινολικό τελείωμα.

2014 Νότες μπριός και μέλι, βρεγμένη πέτρα και έντονο ώριμο, γλυκό φρούτο σε μια μύτη που πραγματικά «ζωγραφίζει» πάνω στην πενταετία. Μεσογειακά βότανα, θυμάρι και φλούδα πορτοκαλιού. Απίθανο στόμα, κοφτερό και ξυραφάτο, a la Chablis ορυκτότητα και ατελείωτα επίμονη επίγευση, με πάρα πολύ φρέσκο φρούτο ακόμα. Κανένα ίχνος κόπωσης, παρά μόνο διαπεραστικές εντάσεις και φοβερή πολυπλοκότητα.

2012 Εξαιρετική συνέπεια στην εξέλιξη του κρασιού στον χρόνο. Το φρέσκο φρούτο έχει δώσει τη θέση του σε όμορφα εξελιγμένα τριτογενή αρώματα, καπνού, αποξηραμένου βερίκοκου και γλύκα μαρμελάδας, πάντα με την υπογραφή της ορυκτότητας του terroir. Το στόμα έχει λειανθεί από τις κοφτερές γωνίες, αλλά η οξύτητα δίνει το «παρών» και επιπλέον ασφάλεια για ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα εξέλιξης στον χρόνο. Κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι έχει περάσει και από βαρέλι.

2008 Πέντε χρόνια μετά την τελευταία φορά που τον δοκίμασα, και αυτός ο Ροδίτης 11ετίας κατάφερε και πάλι να με εντυπωσιάσει με την όμορφη εξέλιξή του. Αγυάλιστο χρυσαφί χρώμα, διαπεραστική μύτη με κονφί λεμόνι, άφθονα garrigues και φλούδες εσπεριδοειδών, ανθόμελο. Ωραία εξέλιξη στο ποτήρι, επίμονος αρωματικός χαρακτήρας και ήπια οξείδωση. Παλαιό, αλλά σε καμιά περίπτωση κουρασμένο. Απίθανη ακόμα φρεσκάδα και επίπεδα οξύτητας στο στόμα, πολύ πιο ζωηρό, αναπάντεχα φρέσκο και επίμονο. Εντάσεις, διάρκεια και πολυπλοκότητα που συναντάς σε μεγάλα λευκά κρασιά. ●

Dom Pérignon ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ «ΑΣΤΕΡΙΑ» | του Γρ. Μιχαήλου, DIP WSET #13

Πίσω από τον μύθο που έχει καταφέρει να χτίσει από το 1921, στην πρώτη σοδειά παραγωγής της, η σπουδαία prestige cuvée Σαμπάνια Dom Pérignon, ορίζοντας την απόλυτη έκφραση χλιδής και κοινωνικής καταξίωσης και αποτελώντας ταυτόχρονα μια «στέρεη» δήλωση υπεροχής αυτού που την απολαμβάνει, κρύβεται η μόνη πραγματική «ουσία» της ύπαρξής της.

Η Dom Pérignon είναι ένα μεγάλο κρασί, μια φευγαλέα ματιά σε μια δεδομένη χρονική στιγμή που αποτυπώνεται στο περιεχόμενο του μπουκαλιού και ταυτόχρονα, όπως σε κάθε μεγάλο κρασί, αποδεικνύει ανεξάντλητες δυνατότητες παλαίωσης. Είναι το «ζουμί» που υπάρχει μέσα στην εκπληκτική φιάλη και όχι τελικά το «περιτύλιγμα», με το οποίο φροντίζουν μαεστρικά να ντύνουν οι Καμπανίτες τα κρασιά τους, που σηματοδοτεί τη διαφορά… Η αυστηρή επιλογή των καλύτερων σταφυλιών, η μακρά παραμονή στις οινολάσπες, η ανυπέρβλητη ισορροπία, το άψογο χαρμάνιασμα και η πολυπλοκότητα που αυτό χαρίζει σε κάνουν να ορκίζεσαι ότι έχουν χρησιμοποιήσει reserve wines από άλλες χρονιές. Η Dom Pérignon είναι σαν να «πίνεις τα αστέρια», φράση την οποία ο μύθος λέει πως χρησιμοποίησε ο διάσημος μοναχός του αβαείου του Hautvillers όταν ανακάλυψε τον τρόπο παραγωγής της. Ο μοναχός «δανείζει» την ονομασία και μέρος από τη μαγεία του στην Dom Pérignon, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι ένα όμορφο παραμύθι από αυτά που ξέρουν καλά να δημιουργούν οι Γάλλοι για να «χτίσουν» μύθους. Ο μοναχός αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την εξέλιξη της Σαμπάνιας, αφού χρησιμοποίησε τον 17ο αιώνα σταφύλια από πολλούς διαφορετικούς αμπελώνες, πρώτος τελειοποίησε την παραγωγή λευκού κρασιού βάσης από κόκκινα σταφύλια, όπως επίσης αναζήτησε πιο ανθεκτικό γυαλί για τις φιάλες. Αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτός που ανακάλυψε τη μέθοδο παραγωγής της Σαμπάνιας.

Οι αμπελώνες του αβαείου του Hautvillers περιήλθαν στα χέρια του οίκου Moët et Chandon στις αρχές του 19ου αιώνα και μέχρι σήμερα αποτελούν τη βασική πηγή προέλευσης σταφυλιών για την Dom. Είκοσι πέντε έως πενήντα διαφορετικές πηγές χρησιμοποιούνται για τον αριστοτεχνικό σχεδιασμό της, ενώ ο ακριβής αριθμός φιαλών είναι πάντα ένα επτασφράγιστο μυστικό. Φημισμένα grand cru χωριά, όπως το Aÿ-Champagne, το Bouzy, το Cramant, το Mesnil-sur-Oger και το Verzenay, αποτελούν τη βάση της, ενώ το μόνο Premier Cru που μπαίνει στο χαρμάνι είναι το Hautvillers, προσθέτοντας μια πινελιά Meunier στο σχεδόν ισόποσο blend Pinot Noir και Chardonnay, κάτι το οποίο κανείς επίσης δεν θα σας πει ανοιχτά…

Ο Νίκος Γιαννόπουλος, πρέσβης της Moët & Chandon στην Ελλάδα, έδωσε μια σχεδόν «θεατρική» υπόσταση στην κάθετη των τεσσάρων εσοδειών που δοκιμάσαμε, ξεκινώντας μάλιστα από την παλαιότερη χρονιά, του 2003, και αφήνοντας για το τέλος την αριστουργηματική χρονιά του 2008, που μόλις κυκλοφόρησε στην αγορά. Η σπουδαία αυτή εμπειρία ήταν διαφωτιστική στο να αντιληφθείς ότι ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις αυτές τις κορυφαίες Σαμπάνιες είναι απλώς να τις πιεις. Αυτή είναι η ουσία της απόλαυσης που χαρίζουν, όποιο κι αν είναι το αντίτιμο που ζητούν.

2003 Το 2003 υπήρξε η πιο ζεστή χρονιά τα τελευταία 53 χρόνια στην Καμπανία. Στα 16 της χρόνια, ξέφευγε από τα όρια του αφρώδους κρασιού, με τον αφρισμό εκλεπτυσμένο και «ευαίσθητο» και τα αρώματά της να θυμίζουν μια κορυφαία Βουργουνδία. Τοστ και καπνός, ξηροκαρπάτος χαρακτήρας, άφθονες στρώσεις πολυπλοκότητας με μπισκότο, γη, καμένο ξύλο, γλυκά μπαχάρια και αποξηραμένα φρούτα. Αρρενωπή στο στόμα, πλούσια, με σπουδαία ξηροκαρπάτη επίγευση, έχοντας προχωρήσει σε ένα άλλο στάδιο απόλαυσης: αυτό ενός μεγάλου κρασιού που θυσιάζει λίγο από τo «νεύρο» για να προσφέρει νέα μονοπάτια ευχαρίστησης. Σίγουρα άλλα πέντε χρόνια μπροστά της.

2006 Ζεστές και ξηρές συνθήκες γενικά, με δροσερό Αύγουστο και βροχή τον Σεπτέμβρη, που βοήθησε την ανάπτυξη βοτρύτη. Με αυστηρή διαλογή, όμως, σε έναν τρύγο που κράτησε κοντά έναν μήνα, έφτασε στο ποτήρι ένα πραγματικό ποίημα… Ο χαρακτήρας, σε απόλυτο contrast με τη χρονιά 2003, έδινε έμφαση σε φρεσκάδα, ανθικότητα, κομψά μπριοσένια αρώματα, κρέμα ζαχαροπλαστικής και διαπεραστική ορυκτότητα. Οι φυσαλίδες στο στόμα, σαν μικρές πέρλες, συντελούσαν στη γευστική έκρηξη, ενώ με τη βοήθεια της φρέσκιας οξύτητας ισορροπούσαν αριστοτεχνικά το πάχος. Παλλόμενη ενέργεια στο στόμα, που συνηγορούσε σε ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα παλαίωσης. Σίγουρα μία δεκαετία μπροστά της.

2009 Μια χρονιά σχετικά ζεστή, η οποία χάρισε όμορφη δομή και φρούτο στο κρασί. Ένας μπαξές από φρούτα, εσπεριδοειδή, τροπικές νότες και τοσταρισμένο ψωμί. Πολύ εκφραστικό, πιο έτοιμο και απολαυστικό από το 2006 τη δεδομένη χρονική στιγμή. Έδειχνε πιο έτοιμη να την ανοίξει κανείς, παρά το γεγονός ότι ήταν τρία χρόνια νεότερη. Στο στόμα εκφραστικότατη, με κρεμώδη υφή και φυσαλίδες, φρούτο, ανθικότητα και ορυκτές ιωδιούχες νότες, ίσως χωρίς να φέρει την πολυπλοκότητα του 2003 ή του 2006. Σε κάθε περίπτωση, όμως, σπουδαία και περισσότερο έτοιμη από το 2006.

2008 Η χρονιά 2008, ένα μικρό θαύμα, σηματοδοτεί και την αποχώρηση του σπουδαίου chef de cave Richard Geoffroy μετά από πολλά χρόνια στον οίκο, παραχωρώντας τη θέση του στο δεξί του χέρι, Vincent Chaperon. Το 2008 ακολούθησε το 2009 σε κυκλοφορία στην αγορά και είναι το legacy edition από μια μεγάλη χρονιά, το οποίο αναφέρει τα ονόματα και των δύο στην ετικέτα. Εξωτική στη μύτη, πικάντικη και ανθική, με μια ήπια φυτικότητα στο φόντο που θυμίζει το πράσινο μέρος του τριαντάφυλλου. Κρέμα από φουντούκι, μικρά κόκκινα φρούτα, σοκολάτα γάλακτος χαρίζουν απίστευτα επίπεδα κομψότητας και πολυπλοκότητας στο κρασί. Το στόμα σαν μετάξι, με κρεμώδη αίσθηση και αέρινες φυσαλίδες σε ανυπέρβλητη ισορροπία. Το κύκνειο άσμα του Richard και το ξεκίνημα μιας ελπιδοφόρας πορείας για τον Vincent, που καλείται να βάλει τη σφραγίδα του στο εξής. Με τι επίγευση μας αφήνει το 2008 και με τι δύναμη κοιτάει προς το μέλλον… ●

Tenuta delle Terre Nere Prephylloxera La Vigna di Don Peppino Rosso | κείμενο Γρηγόρης Μιχαήλος, Dip WSET| #12

Η ιστορία που κρύβεται πίσω από το προφυλλοξηρικό La Vigna di Don Peppino του οινοποιείου Tenuta delle Terre Nere είναι από εκείνες που αξίζει κάποιος να γνωρίσει, ειδικά αν ψάχνει για μικρές δόσεις «μαγείας» στη ζωή του. Μπροστά ακριβώς από το κτίριο του οινοποιείου, με το ηφαίστειο της Αίτνας συχνά πυκνά να βρυχάται στο φόντο, υπάρχει ένα μικρό κομμάτι γης που δεν ξεπερνά τα 10 στρέμματα και το οποίο –άγνωστο γιατί– κατάφερε να διασωθεί από την επέλαση της φυλλοξήρας που έφτασε στη Σικελία το 1879. Με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, η ηλικία του συγκεκριμένου αμπελώνα αγγίζει σήμερα τα 140 χρόνια. Για 70 συναπτά έτη το αμπέλι δεχόταν το «χάδι» του Don Peppino, ενός Ιταλού αγρότη που αφοσιώθηκε στο να φροντίζει αυτό το μοναδικό «έργο τέχνης» της φύσης. Στο όνομα της αγάπης του Peppino για το προφυλλοξηρικό αμπέλι, ο σπουδαίος Marco de Grazia, ιδιοκτήτης του οινοποιείου Tenuta delle Terre Nere, όταν οινοποίησε για πρώτη φορά πίσω στο 2006 τους «καρπούς» του συγκεκριμένου αυτόριζου αμπελώνα, έδωσε στο κρασί το όνομα «La Vigna di Don Peppino». Έτσι ο Ιταλός αμπελουργός και το όνομά του πέρασαν για πάντα στην ιστορία.

Η πραγματική μαγεία, όμως, ξεκινάει κάθε φορά που ανοίγει μια φιάλη από το κρασί. Η ευγένεια και η αρχοντιά που προσφέρει μπορούν να συγκριθούν μόνο με κορυφαίες Βουργουνδίες και Barolo. Πιο «τολμηρό» από μια έξοχη Βουργουνδία με περισσότερο αέρα και «drinking pleasure» από τα πιο σφιχτά, κορυφαία Barolo. Ένα ιδιόμορφος συνδυασμός κομψότητας, δύναμης και ορυκτότητας σαν «ηφαίστειο» στο ποτήρι. Η Αίτνα διαθέτει ένα συγκλονιστικά μοναδικό terroir σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε ποιο άλλο μέρος μπορείς να συναντήσεις έναν τέτοιο συνδυασμό ευγενών ποικιλιών, ηφαιστειογενών εδαφών, υψομέτρου και προ- φυλλοξηρικών αμπελιών; Τα κρασιά πάλλονται από φρεσκάδα, δύναμη και εσωτερική ενέργεια.

Ο Marco στέκεται απέναντι στο προφυλλοξηρικό αμπέλι σαν απλός «υπηρέτης» του terroir. Ο «αρχιτέκτονας» του λεγόμενου μοντέρνου στιλ των Barolo, με μπόλικες δόσεις νέου βαρελιού και τρομακτικής συμπύκνωσης, δείχνει το «λεπτεπίλεπτο» χέρι του απέναντι στο συγκλονιστικό terroir της Αίτνας. Η Βουργουνδία της Μεσογείου, όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί, είναι πηγή «μαγείας»… Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα το γήινο γύρω από το συγκεκριμένο κρασί. Κάθε φορά είναι σαν να γεύεσαι τα σύννεφα και την ευτυχία. Παρακαλώ μη με ξυπνήσετε από το όνειρο μιας τέτοιας κάθετης γευστικής δοκιμής…

2016 Πικάντικο κόκκινο φρούτο, πιπέρι, γραφίτης και μεσογειακά βότανα εκρήγνυνται στη μύτη. Εντάσεις και δύναμη στο στόμα, σπάνια συναντάει κάποιος τανίνες με τόσο σοφιστικέ χαρακτήρα και διάρκεια. Βελούδινες στο ξεκίνημα, ανελέητες στην πορεία, ζητούν έξτρα χρόνο. Ένα μικρό θηρίο στο κλουβί, το οποίο όμως δεν υστερεί ήδη από αυτή τη στιγμή σε αρμονία και ισορροπία.

2015 Η ανθισμένη του μύτη θα κάνει τις καλύτερες Βουργουνδίες να «κοκκινίσουν». Πολυεπίπεδο, εκφραστικότατο, με μοσχοβολιστές βιολέτες και τριαντάφυλλα να συμπληρώνουν το απίθανο κόκκινο φρούτο, ασιατικά μπαχαρικά και στο φόντο ορυκτότητα. Στο στόμα δείχνει πλούσιο, με σαρκώδες, ζουμερό φρούτο και δυνατές τανίνες που δείχνουν πόσο νέο είναι. Το βαρέλι προς αναζήτηση, σχεδόν τέλεια ενσωματωμένο.

2013 Πιο ντροπαλό, χωρίς όμως να του λείπουν το βάθος και η συμπύκνωση. Πικάντικο και μπαχαρένιο, με ώριμο μαύρο κεράσι και ξύσμα από μολύβι. Τανικό και σφιχτό στο στόμα, με εξαιρετική δύναμη, άγριο, αλλά και φίνο ταυτόχρονα. Η εκπληκτική δομή υπάρχει και με την ώρα το κρασί φαίνεται πως ανοίγει. Μια σπουδαία έκφραση του προφυλλοξηρικού αμπελώνα.

2012 Πολυεπίπεδο, με «τόνους» φρούτου, αλλά και υπέροχη γήινη διάσταση με ζωικές νότες. Θυμάρια, βότανα, φασκόμηλο λες και περπατάς στην εξοχή. Το στόμα είναι υπέροχα δομημένο, με πιο ζεστό αλκοόλ, αλλά και άφθονο φρούτο στη μέση της παλέτας. Πικάντικο επίμονο τελείωμα με ορυκτή υπογραφή.

2011 Ένας μπαξές με κόκκινα τριαντάφυλλα, κεράσια και μια αιθέρια φυτικότητα που το ανεβάζει σε άλλα επίπεδα. Είναι μαγικός ο τρόπος με τον οποίο οι τανίνες, ενώ διαθέτουν αχαλίνωτη δύναμη, δεν δείχνουν υπερβολικές, ενώ το terroir πάντα βγαίνει στο προσκήνιο. Ο χρόνος δεν το έχει αγγίξει ακόμα, έχει πολύ δρόμο μπροστά του.

2010 Πιο ώριμο ζεστό φρούτο, μαύρο κεράσι, λικέρ, σοκολάτα και μέντα. Καραμέλα βουτύρου, toffee και αποξηραμένο σύκο. Η μύτη εξελιγμένη, αλλά χωρίς ίχνος κόπωσης. Τανίνες και δομή στο στόμα συνδυάζονται με την κομψότητα και την αρμονία. Εξαιρετική ισορροπία με φίνες γραμμές και εξαιρετικά χαλιναγωγημένες τανίνες. Χαμόγελο και πάλι στα χείλη.

2007 Όμορφο γκρενά, μύτη πολύπλοκη που συνδυάζει αποξηραμένο φρούτο, ορυκτότητα και μπαχάρια. Οι τανίνες έχουν μεγάλη ένταση και ακούγονται λίγο παραπάνω από ό,τι θα περίμενε κανείς, ενώ το βαρέλι δίνει ελαφρώς καπνιστό χαρακτήρα και ζωικές νότες σαν μπέικον. Η επίγευση είναι μακρά και πολύπλοκη.

2006 Η πρώτη χρονιά παραγωγής δεν ήταν καν σπουδαία, αλλά ο χρόνος είναι σύμμαχος. Σε εκπληκτική στιγμή το κρασί, αρωματικά φλερτάρει με μεσογειακά βότανα, καπνό, και ώριμο κόκκινο φρούτο. Ευγενικό και πολύπλοκο, εξαιρετικά ισορροπημένο. Έχει ό,τι θα προσδοκούσες να βρεις, αλλά και πολύ χρόνο ακόμα μπροστά του.

Kuentz-bas Riesling Pfersigberg | κείμενο: Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET | τεύχος 11

Ποια τρέλα οδηγεί τους ανθρώπους στο να καλλιεργούν αμπέλια στα πιο δύσκολα σημεία μιας περιοχής, εκεί όπου οι κλίσεις μπορεί να σου προκαλέσουν ζάλη και τα εδάφη είναι τόσο φτωχά που πιστεύεις ότι μόνο εντελβάις μπορούν να φυτρώσουν;

Και όμως, ιστορικά η απόφαση να καλλιεργηθούν τέτοιοι αμπελώνες υπήρξε διαχρονικά σοφή και η έξτρα προσπάθεια που απαιτούσαν φάνηκε πως άξιζε τον κόπο. H επόμενη και πιο δύσκολη «πίστα» για τους αμπελουργούς απεδείχθη ότι μπορούσε να κουβαλήσει στις πλάτες της περισσότερη φήμη και να δικαιολογήσει υψηλότερο μερίδιο τιμής στην αγορά. Έτσι, με την πάροδο των χρόνων οι συγκεκριμένοι αμπελώνες έγιναν γνωστοί με το όνομά τους  η γενέτειρα τοποθεσία τόσο σπουδαίων κρασιών άξιζε να μείνει χαραγμένη στη μνήμη των ανθρώπων. Άλλο πράγμα η κατανάλωση μιας Βουργουνδίας και άλλο η κατανάλωση ενός Montrachet, του σπουδαίου κρασιού από τον πιο φημισμένο αμπελώνα της ευρύτερης περιοχής. Στη συνέχεια ήρθε η νομοθεσία να επιστεγάσει τη γνωστή για αιώνες ανωτερότητα συγκεκριμένων αμπελοτεμαχίων. Συγκεκριμένα στην Αλσατία, η ιστορία των περίφημων grand cru (μεγάλης κλάσης) αμπελώνων ξεκίνησε μόλις το 1975, όταν και επισήμως αναγνωρίστηκε και ταξινομήθηκε το πρώτο grand cru αμπέλι της περιοχής. Στην πραγματικότητα, όμως, το όμορφο αυτό παραμύθι με τους κορυφαίους αμπελώνες της Αλσατίας μπορεί να ξεπερνάει και τους δέκα αιώνες καταγεγραμμένης ιστορίας. Σήμερα, 51 τέτοιοι Αλσατικοί αμπελώνες έχουν το δικαίωμα να αναγράφουν «περήφανα» το όνομά τους στην ετικέτα της ψηλόλιγνης flute αλσατικής φιάλης. Περήφανοι είναι και οι ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων αμπελώνων, που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν αυτές τις ιδιοκτησίες στα χέρια τους εδώ και αμέτρητες γενεές. Παρά τις όποιες αμφισβητήσεις και κριτικές που μπορεί να δέχεται η συγκεκριμένη ταξινόμηση, τα grand cru είναι εν δυνάμει τα κορυφαία αλσατικά λευκά κρασιά και παράγονται σχεδόν αποκλειστικά από τις τέσσερις «ευγενείς» επονομαζόμενες ποικιλίες, το riesling, το Gewürztraminer, το Muscat και το Pinot Gris. Εδώ, περισσότερο από την ποικιλία, το βάρος πέφτει στον «τόπο», στο terroir, όπως αρέσκονται να λένε οι Γάλλοι, και τα κρασιά πάντα δείχνουν εξαιρετικές δυνατότητες παλαίωσης. Οι Kuentz-bas, με ιστορία που ξεπερνά τα 200 χρόνια στην Αλσατία, διαθέτουν ιδιοκτησίες σε τέσσερις grand cru αμπελώνες. Όμως το grand cru Pfersigberg είναι το καμάρι τους και ένα από τα πολύτιμα στολίδια της σπουδαίας συλλογής των κρασιών τους. Απότομες πλαγιές, φτωχά ασβεστολιθικά εδάφη, πλούσια σε απολιθώματα, εφοδιάζουν τα Riesling που βγαίνουν από τα «σπλάχνα» αυτού του αμπελώνα με ορυκτότητα, πλούτο, διάρκεια και μια εντυπωσιακή εξέλιξη. Πού μπορεί να φτάσει η εξέλιξη μιας τέτοιας φιάλης; εμείς σταματήσαμε στην εικοσαετία, με μια συγκλονιστική φιάλη του 1998, που μας «φώναζε» ότι έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της.

2014

Δεν πρόκειται για το dream vintage της δεκαετίας, αλλά το δροσερό καλοκαίρι του 2014 αφήνει το αποτύπωμά του στο κρασί, δίνοντας έμφαση στη φρεσκάδα και στη φινέτσα έναντι του πλούτου. Ορυκτότητα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θυμίζει περισσότερο τσακμακόπετρα, και λεμονάτο φρούτο «αγκαλιάζονται» και μαζί με την τονισμένη οξύτητα χαρίζουν μπόλικο νεύρο στο κρασί. Αυστηρό και νεαρό, θα αναπτύξει έξτρα πολυπλοκότητα στη φιάλη.

 2011

Πανέμορφο Riesling με έξτρα στρώσεις πολυπλοκότητας, με γλυκό λεμονάτο φρούτο που θυμίζει μαρμελάδα λεμόνι, μέλι, κερί και ενσωματωμένη οξύτητα  μοιάζει πανέτοιμο να το απολαύσεις. Διάρκεια, ένταση και επιμονή των γεύσεων στο στόμα, η συγκεκριμένη χρονιά χάρισε ένα Riesling με περισσότερο όγκο και πλούτο, χωρίς όμως να χάνει τη χαρακτηριστική φρεσκάδα και τις εντάσεις των ασβεστολιθικών εδαφών του Pfersigberg.

2010

Grapefruit, λεμόνι, περισσότερο φυτικό και πράσινο αρωματικά, με μια ωραία δροσερή «αίσθηση». Παρά την υψηλή οξύτητα και την αυστηρότητα που έχει στο στόμα, ήδη διακρίνεται για την όμορφη γευστική του εξέλιξη, με ανθικές νότες και φρούτο να παλεύουν με τις πετρόλ χαρακτηριστικές νύξεις της ποικιλίας.

2009

Κουβαλώντας τη δική της γοητεία, η δύσκολη χρονιά με αρκετά σκαμπανεβάσματα φαίνεται πως έδωσε μια γρηγορότερη εξέλιξη στο «ζουμί» της φιάλης. Φλερτάροντας με τις οξειδωτικές νότες, με το φρούτο να έχει υποχωρήσει και με ηπιότερα επίπεδα οξύτητας, σε ισορροπία με την αλκοόλη, το συγκεκριμένο κρασί είχε πολύ γρηγορότερη εξέλιξη από ό,τι θα περίμενε κανείς.

2007

Μια δύσκολη χρονιά για τον συγκεκριμένο αμπελώνα που δεν κατάφερε να φτάσει πολύ μακριά.  Το χρώμα βαθύ χρυσό, ενώ το φρούτο σε φθίνουσα πορεία, με αρώματα οξείδωσης να κυριαρχούν και αρκετή κόπωση στο στόμα. Σίγουρα μια χρονιά που θα έπρεπε να καταναλωθεί νωρίτερα.

2001

Ονειρική μύτη, μια πανδαισία εντυπωσιακών αρωμάτων που φωνάζουν ξεκάθαρα Riesling. Λευκά λουλούδια, όπως γιασεμί, πιο ώριμο φρούτο, όπως ανανάς, μελένιος χαρακτήρας και τα βενζοϊκά αρώματα να μην κυριαρχούν, Aλλά να προσδίδουν έξτρα πολυπλοκότητα στο κρασί. Ζουμερό φρούτο στο στόμα με εξαιρετικό γευστικό βάθος και συμπύκνωση σε ένα κρασί που θα πάει ακόμα μακριά.

 1999

Ίσως το πιο ανθικό και βοτανικό κρασί στη μύτη συνολικά με νύξεις από χαμομήλι και γιασεμί, μαζί με αρώματα μελένια και φρυγανισμένου ψωμιού. ςτο στόμα αρώματα από καπνό, ορυκτότητα και πετρόλ κυριαρχούν, ενώ η όμορφα ενσωματωμένη οξύτητα δίνει έξτρα πόντους σε πάχος και όγκο. Mακρά, γευστική επίγευση.

1998

Σίγουρα ξεγελάει ηλικιακά, ένα κρασί στο απόγειο της πολυπλοκότητάς του και χαρακτηριστικό των δυνατοτήτων του συγκεκριμένου terroir. Εξαιρετικά εκφραστικό, ξεδιπλώνει την εξαιρετική πολυπλοκότητα που ανέπτυξε, με το φρούτο ώριμο και σαρκώδες να το συντροφεύουν τα λευκά άνθη, ο καπνιστός ορυκτός χαρακτήρας και τα αρώματα λανονίλης. Όλα σε τέλεια ισορροπία. Στόμα γεμάτο κομψότητα και εντάσεις με μεγάλη διάρκεια και σχεδόν επική επίγευση. Ένα πραγματικό αριστούργημα με την υπογραφή του Pfersigberg. g

 

Το δάκρυ του Πεύκου |Κείμενο Γρηγόρης Μιχαήλος, Dip WSeT |τεύχος 9

Μια ατυχής στιγμή, μια λάθος κίνηση, μια κακή επιλογή μπορεί σε μεγάλο βαθμό να καθορίσει και το μέλλον σου… Kαι δεν νομίζω πως υπάρχει ελληνικό κρασί με πιο «ένοχο» παρελθόν από τη Ρετσίνα, αυτό το τόσο ιδιαίτερο γευστικά και αρωματικά κρασί που φτιάχνεται με την προσθήκη ρητίνης πεύκου κατά τη διάρκεια της αλκοολικής ζύμωσης και οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Βέβαια, την ίδια στιγμή –και… ζητώντας συγγνώμη από το Ασύρτικο, το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και τα άλλα «παιδιά»– η Ρετσίνα είναι ό,τι πιο ελληνικό μπορεί κάποιος να σκεφτεί όταν η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από το κρασί.
Ήδη 4.000 χρόνια πριν, οι αρχαίοι Έλληνες σφράγιζαν με ρετσίνι τους αμφορείς που χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τον οίνο, διαδικασία που άρχισε να κάνει τα βαλσαμικά αρώματα που σχετίζονται με την προσθήκη της ρητίνης πεύκου ιδιαίτερα δημοφιλή και τη συγκεκριμένη μέθοδο μια κοινή πρακτική. Ερχόμενοι στο σήμερα, αυτό το οποίο μένει να καταλάβουμε είναι ότι η πρόοδος που συντελείται συνολικά γύρω από το ελληνικό κρασί την τελευταία εικοσαετία δεν άφησε απέξω τη Ρετσίνα. Μια νέα γενιά Ρετσινών έχει αναδυθεί, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα, στην καινοτομία και στη διαφορετικότητα, από μια γενιά Ελλήνων παραγωγών που δείχνουν πρόθυμοι να επαναπροσδιορίσουν το πλέον παραδοσιακό στυλ ελληνικού κρασιού. Το Δάκρυ του Πεύκου υπήρξε ανάμεσα στους πρωτοπόρους σε αυτή την «επανάσταση», μια Ρετσίνα με σοφιστικέ και «αιρετικό» χαρακτήρα που φτιάχνεται από Ασύρτικο φυτεμένο στην περιοχή της Γουμένισσας.
Η πρώτη χρονιά παραγωγής του ήταν το 2005. Κομψότητα, ισορροπημένη έκφραση των αρωμάτων της ρητίνης, υψηλής ποιότητας φρούτο, οινοποίηση και ωρίμαση σε δρύινο βαρέλι είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ του κρασιού. Πολύπλοκο, πολυεπίπεδο, ντελικάτο, ισορροπημένο, ποιοτικό, αυθεντικό, συναρπαστικό… τι άλλο Χρειάζεται κανείς για να το χαρακτηρίσει σπουδαίο; Ίσως μια κάθετη 7 διαφορετικών εσοδειών, που θα αναδείξει και την αντοχή που έχει το Δάκρυ του Πεύκου στον χρόνο, ξαφνιάζοντας και γκρεμίζοντας ένα ακόμα στερεότυπο για τη Ρετσίνα.

2016 ― Μια εξαιρετική χρονιά για το Δάκρυ του Πεύκου, που συνδυάζει αυτή τη στιγμή στη μύτη τον τοσταρισμένο και βανιλάτο χαρακτήρα του βαρελιού με το ώριμο φρούτο και τα αρώματα του ρετσινιού, τα οποία στην περίπτωση αυτή θυμίζουν φασκόμηλο, θυμάρι και μαστίχα. Το στόμα είναι συναρπαστικά πληθωρικό, με την εκρηκτική οξύτητα του Ασύρτικου να συμπληρώνει ιδανικά το γεμάτο σώμα και το τελείωμα, εκτός από μακρύ, να είναι και εξελισσόμενο.

2015 ― Ιδιαίτερα εκφραστικό, με έντονες βοτανικές νύξεις στη μύτη, δεντρολίβανο και φασκόμηλο κυρίως, ορυκτότητα και αρώματα brioche. Το βαρέλι, ιδανικά ενσωματωμένο αυτή τη στιγμή στο κρασί, αναδεικνύει το φρούτο και τα κομψά αρώματα της ρητίνης. Το στόμα πολύ ζωηρό και νευρικό, χωρίς τον όγκο του 2016, πιο καλλίγραμμο και με έμφαση στην κομψότητα. Αγάπησα το ελαφρώς φαινολικό τσίμπημα στην επίγευση, μαζί και τα πικάντικα μπαχαρικά του.

2014 ― Χρωματικά το 2014 ήταν πολύ περισσότερο εξελιγμένο σε σχέση με το 2016 και το 2015, με έντονες χρυσίζουσες αποχρώσεις. Καπνός, ορυκτότητα, κάποιες νύξεις petrol στη μύτη μού θύμισαν σε μεγάλο βαθμό ένα όμορφα εξελιγμένο, έντονα βαρελάτο λευκό κρασί. Αυτή την αίσθηση είχα συνολικά και στο στόμα, με τις βοτανικές νότες να έρχονται σε δεύτερο πλάνο, όπως και τα αρώματα του πεύκου και της ρητίνης.

2013 ― Πιο παραδοσιακό στυλ στη μύτη, τουλάχιστον όπως φάνηκε στην εξέλιξή του, με κυρίαρχα αρώματα πεύκου και ρητίνης, μαστίχας και αποξηραμένου φρούτου. Κάποιες νύξεις μέντας έδιναν μια ωραία αίσθηση φρεσκάδας. Καλή ισορροπία στο στόμα, με συμπύκνωση και ισορροπημένη οξύτητα να οδηγούν σε μια ξηροκαρπάτη επίγευση.

2012 ― Από μια πολύ ζεστή και ξηρή χρονιά, το Δάκρυ του 2012 είχε ένα βαθύ χρυσαφί χρώμα, με ώριμα χαρακτηριστικά στη μύτη, όπως πολύ γλυκά φρούτα, θυμαρίσιο μέλι και καραμέλα. Στο στόμα ο χαρακτήρας του ρετσινιού ήταν αρκετά έντονος, με θυμάρι, μαστίχα, πευκοβελόνες, ενώ η οξύτητα «βαστάει» ακόμα χαρίζοντας ισορροπία. Εντυπωσιακή ήταν η εξέλιξή του στη μύτη με το πέρασμα της ώρας.

2009 ― Το πιο εξελιγμένο από όλες τις χρονιές που δοκιμάστηκαν, με εμφανείς οξειδωτικούς χαρακτήρες και σχετική κούραση στη μύτη. Το στόμα ήταν σαφώς καλύτερο και πιο ζωηρό από τη μύτη, με βαρέλι, μέλι, καραμέλα και ξηρούς καρπούς, μαζί με μαστίχα και θυμάρι, σε ένα ώριμο και ξηροκαρπάτο τελείωμα.

2008 ― Ίσως η πιο ιδιαίτερη μύτη από όλες τις χρονιές, αρχικά έδειξε έναν έντονο ζωικό καπνιστό χαρακτήρα, αλλά στην πορεία τη θέση του παίρνουν αρώματα δημητριακών, μαστίχας και βοτάνων. Στο στόμα το βαρέλι είναι σε δεύτερο πλάνο, ενώ έχει περισσότερο τη γεύση και τη φρεσκάδα του πεύκου και όχι τόσο της ρητίνης. Υπέροχα ισορροπημένο σε όλα τα επιμέρους στοιχεία του, μια Ρετσίνα παλαιωμένη που αναδεικνύει όλη την αυθεντικότητα, αλλά και την εξέλιξη του σπουδαίου αυτού κρασιού.

Καθέτως| Γρηγόρης Μιχαήλος, Dip WSET | τεύχος 8

Κάνοντας μία σύντομη στάση στο ταβερνάκι ανηφορίζοντας με το αμάξι τον δρόμο για τα Καλάβρυτα, περίπου στα 1.000 μ. υψόμετρο, μπορείς για πρώτη φορά να δεις τον αμπελώνα του Μεγάλου Σπηλαίου. Κοιτάζοντας από ψηλά το ανάγλυφο του αμπελώνα μέσα στο φαράγγι, χάνεις στιγμιαία την επαφή με την πραγματικότητα θαρρείς πως αντικρίζεις έναν πανέμορφο πίνακα που κάποιος «μεγάλος» έχει ζωγραφίσει. Ταυτόχρονα, την ίδια εκείνη στιγμή συνειδητοποιείς ότι η έννοια του σπουδαίου terroir δεν υπάρχει στην ουσία χωρίς την εμπλοκή του ανθρώπινου παράγοντα. Ο άνθρωπος ήταν αυτός που πήρε τη δύσκολη απόφαση να φυτέψει το αμπέλι του μέσα στην απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποτάμι το οποίο δεν μπορείς να δεις από ψηλά, αλλά σε συνθήκες απόλυτης ηρεμίας θα αφουγκραστείς την ορμητικότητα των παγωμένων νερών του.

Η ιστορία της «Μεγάλης Αμπέλου» χρονολογείται από τον 15ο αιώνα, όταν οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου εγκατέστησαν εκεί τον αμπελώνα τους για να παράγουν κρασί. Η οινοποίηση γινόταν σε ένα μικρό πέτρινο κτίσμα μέσα στον αμπελώνα και στη συνέχεια με γαϊδούρια μετέφεραν το κρασί 3 χιλιόμετρα ανηφορικό δρόμο έως τα υπόγεια της μονής, για να ωριμάσει στα ξύλινα βαρέλια. Η παρακμή και η εγκατάλειψη ήρθαν μαζί με την ερήμωση της ιστορικής μονής από μοναχούς. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι άνθρωποι της Cavino αποφάσισαν να αναβιώσουν τον ιστορικό αμπελώνα στο ίδιο ακριβώς σημείο, το μόνο που βρήκαν στη θέση του ήταν το εγκαταλελειμμένο οινοποιείο, με τον αμπελώνα να έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο βοσκοτόπι.

Από τα κρασιά που παράγονται σήμερα στο Μέγα Σπήλαιο, το ερυθρό χαρμάνι Μαυροδάφνης και Μαύρου Καλαβρυτινού αποτελεί τη ναυαρχίδα του οινοποιείου. Περίπου στα 850 μ. υψόμετρο, σε ένα terroir που κάθε άλλο παρά μεσογειακό μπορεί να χαρακτηριστεί -απόλυτα δροσερό για τα ελληνικά δεδομένα–, είναι εκπληκτικό το πώς η ωριμότητα μπορεί να συνδυαστεί με τις υψηλές οξύτητες και τη φρεσκάδα. Πώς μεταφράζεται αυτό στα κρασιά; Ακόμα και στις χρονιές που τα κρασιά ανεβάζουν υψηλό αλκοόλ, υπάρχει μια ανυπέρβλητη ισορροπία στην παλέτα, ένας συνδυασμός συγκρατημένης δύναμης και φίνας κομψότητας που στο μυαλό μου ορίζουν την έννοια του μεγάλου κρασιού.

7 ΧΡΟΝΙΕΣ ΚΤΗΜΑ ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ ΕΡΥΘΡΟ, ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΜΟΝΟ…

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό, 2011

Η τρέχουσα σοδειά έμεινε για δυόμισι περίπου χρόνια σε «κομψά» βαρέλια και περίπου τρία χρόνια στη φιάλη πριν κυκλοφορήσει στην αγορά. Η ηλικία πια του αμπελώνα και η εξαιρετική χρονιά χαρίζουν όγκο στο κρασί, τον οποίο όμως καταφέρνει να κρύψει επιμελώς η δροσερή οξύτητα. Κόκκινα φρούτα, φραμπουάζ, βοτανικές αιθέριες νότες και αποξηραμένα τριαντάφυλλα σε συνεπαίρνουν στη μύτη και στο στόμα, με το βαρέλι να ανα- δεικνύει και όχι να «καπελώνει» το φρούτο.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2010

Από τις χρονιές που ξεχώρισα με μεγάλες εντάσεις και εξαιρετική συμπύκνωση φρούτου. Εκφραστικό και ώριμο αρωματικά, κερά- σι, φράουλα να φρεσκάρονται από τις νότες της Μαυροδάφνης, που μου θύμισαν φασκόμηλο και τσάι του βουνού και με το πέρασμα της ώρας δυνάμωναν στο ποτήρι. Το στόμα σε μια πιο εξτρίμ εκδοχή πρόβαλλε τη δύναμη των τανινών, αλλά συμπύκνωση και οξύτητα επανέφεραν την απόλυτη ισορροπία. Πολύς δρόμος ακόμα μπροστά του.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2009

Μια χρονιά ξηρή και αρκετά πιο ζεστή, η οποία κατάφερε να δώσει πολύ καλά επίπεδα ωρίμασης του καρπού. Το κρασί έδειξε περισσότερο γήινο στα χαρακτηριστικά του, με αποξηραμένο, εξελιγμένο φρούτο και νότες από τριτογενή αρώματα, όπως μανιτάρι και βρεγμένα φύλλα. Μαλακές τανίνες στο στόμα, πιο ώριμο στυλ γενικά, αλλά και νύξεις από μέντα και ευκάλυπτο.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2008

Σύκο, μανιτάρι, πράσινη πιπεριά και μέντα στη μύτη, ορυκτότητα που θυμίζει ξύσμα από μολύβι και γεμάτο στόμα, στο οποίο όμως η εξαιρετικά υψηλή οξύτητα είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πόσα κρασιά μπορούν να συνδυάζουν υψηλά επίπεδα αλκοόλης με οξύτη- τες που μπορείς να βρεις περισσότερο σε λευκά κρασιά; Μια χρονιά στην οποία φαίνονται οι ακραίες δυνατότητες του συγκεκριμένου terroir.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2007

Η πρώτη φορά που τα μέχρι εκείνη τη στιγμή νεαρά ακόμα αμπέλια αρχίζουν να δίνουν πολύ ωραία συμπύκνωση, αλλά και φινέτσα στο κρασί. Στη μύτη ένας φοβερός αγώνας ανάμεσα στο φρούτο και στην εξέλιξη. Ιώδης χαρακτήρας, μανιτάρι, αλλά και κύματα δροσιάς από τα αρώματα δάφνης και κόκκινου φρούτου. Στόμα το οποίο έχει μαλακώσει, εκπληκτικά «χωνεμένες» τανίνες, βελούδινος χαρακτήρας και κομψότητα τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εξαιρετικής χρονιάς.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2006

Δύσκολη, βροχερή χρονιά, η οποία σε συνδυασμό με τα ακόμα νεαρά αμπέλια δεν κατάφεραν να δώσουν συμπύκνωση. Γήινος χαρακτήρας, βρεγμένο χώμα, μανιτάρι, δάσος, αλλά και προζύμι στη μύτη δίνουν τη θέση τους σε ένα στόμα το οποίο δεν έχει μεγάλη συμπύκνωση, κάνοντας λίγο τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κρασιού να δείχνουν περισσότερο γωνιώδη. Υψηλή οξύτητα και τανίνες που δείχνουν αρκετά επιθετικές.

Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρό 2005

Από μια πολύ καλή, ζεστή και ώριμη χρονιά. Η μύτη εξελισσόταν διαρκώς στο ποτήρι, δίνοντας στο ξεκίνημα ζωικές νύξεις που θύμιζαν σιτεμένο κρέας και αίμα, αλλά στην πορεία ήρθαν στο προσκήνιο πικάντικα στοιχεία και καπνός. Δώδεκα χρόνια μετά τον τρύγο, το στόμα διέθετε ακόμα εξαιρετική δομή με πολύ καλής ποιότητας τανίνες και μακρύ, εξελισσόμενο τελείωμα. ●

ΜΑΡΜΑΡΙΑΣ ΤΣΕΛΕΠΟΥ | ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΙΧΑΗΛΟΥ, DIP WSET | τεύχος 7

Αντιλαμβάνομαι πως όσοι από εσάς «ψάχνεστε» λίγο παραπάνω με το κρασί δεν είναι και πολύ trendy να παραδεχτείτε ότι τρέφετε αγάπη και αφοσίωση στο Chardonnay. Δεν υπάρχουν όμως πολλά σταφύλια στον κόσμο που να διαθέτουν τον versatile χαρακτήρα της ποικιλίας, όντας ευπροσάρμοστα σε διαφορετικά μήκη και πλάτη, σε ψυχρά ή θερμά κλίματα, και δίνοντας μεγάλο εύρος κρασιών διαφορετικού στυλ.

Μην ξεχνάτε ότι ονομασίες όπως Montrachet, Corton-Charlemagne, Champagne Blanc de Blancs, Chablis Les Clos είναι μύθοι της γαλλικής οινοπαραγωγής που παράγονται από την ποικιλία. Η κλασική συνταγή θέλει κατά προτίμηση ένα ξηρό Chardonnay να ζυμώνεται και να ωριμάζει σε νέα κυρίως βαρέλια, «αντιγράφοντας» οινοποιητικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη Βουργουνδία, που θεωρείται το «λίκνο» της ποικιλίας. Γι’ αυτό και πολλοί υποστηρίζουν ότι το Chardonnay είναι περισσότερο μια ποικιλία οινοποίησης παρά terroir. Και όμως, το αμπελοτόπι είναι αυτό που διαφοροποιεί ένα μεγάλο Chardonnay από ένα απλώς καλό παράδειγμα της ποικιλίας, κάτι το οποίο σίγουρα γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό στη Βουργουνδία και στην ταξινόμηση των αμπελώνων της. Και φαίνεται ότι το οροπέδιο της Μαντινείας, στα 750 μ. υψόμετρο, με τον κόκκινο άργιλο και τα κομμάτια μαρμάρου, αποτελεί επίσης με τη σειρά του ένα εξαιρετικό πεδίο για να διαπρέψει η ποικιλία στην Ελλάδα. Ο Μαρμαριάς του Κτήματος Τσέλεπου είναι σταθερά ένα από τα πολύ καλά ελληνικά Chardonnay, βουργουνδέζικης οινοποιητικής προσέγγισης, αναφορά στις σπουδές του Γιάννη Τσέλεπου στην Dijon της Γαλλίας.

Η ζύμωση του Μαρμαριά ξεκινά σε ανοξείδωτες δεξαμενές και, όταν το κρασί προσεγγίσει περίπου τους 9° αλκοόλης, κατεβαίνει στο κελάρι και στα δρύινα βαρέλια για να πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωσή της μέσα σε αυτά. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερος θερμοκρασιακός έλεγχος, μια που είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί η θερμοκρασία στο βαρέλι. Το κρασί θα παραμείνει για 4-6 μήνες σε δρυ –κάτι το οποίο εξαρτάται από την κάθε χρονιά– μαζί με τις φίνες οινολάσπες, ενώ περίπου στο 15% του κρασιού θα προκληθεί μηλογαλακτική ζύμωση, βοηθώντας έτσι το κρασί να κερδίσει σε πάχος και υφή στο στόμα, αλλά και έξτρα αρωματική πολυπλοκότητα. Μέσα στα χρόνια που παράγεται ο Μαρμαριάς, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στην οινοποίησή του, με σπουδαιότερη αλλαγή τη χρήση 500λιτρων βαρελιών σε σχέση με τα 225λιτρα που μέχρι το 2010 χρησιμοποιούσαν για τη ζύμωση και την ωρίμαση του κρασιού. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν τα Chardonnay πέρα από τις top Βουργουνδίες (και αυτές όχι στην εποχή του premox*) μπορούν ή αξίζει τον κόπο να παλαιώσουν για πολλά χρόνια στη φιάλη. Μια κάθετη γευστική δοκιμή έξι εσοδειών Μαρμαριά, φτάνοντας πίσω στη χρονιά του 2005, νομίζω ότι μπορεί να μας διαφωτίσει…

* Premox: πρόωρη οξείδωση, όρος ο οποίος παραπέμπει κυρίως σε λευκές Βουργουνδίες της δεκαετίας του ’90, στις οποίες παρατηρήθηκε το πρόβλημα της πρόωρης οξείδωσης φιαλών, που αποδόθηκε τελικά στα χαμηλά επίπεδα θείωσης κατά την εμφιάλωση των κρασιών εκείνης της εποχής που μίκρυνε τον κύκλο ζωής τους.

Μαρμαριάς 2015

Εξωτικά και κίτρινα φρούτα στη μύτη, ανθικές νύξεις, βανίλια, κρέμα και υποψία ξηρών καρπών. Πλούσιο και κρεμώδες στο στόμα, χωρίς όμως να είναι βαρύ, εξαιτίας της δροσιστικής οξύτητας που ισορροπεί όμορφα με εξαιρετικά ενδιαφέρον τελείωμα, με διάρκεια και νότες από πικραμύγδαλο.

Μαρμαριάς 2014

Περισσότερη δροσιά στη μύτη και ένα touch παραπάνω κομψότητα σε σχέση με το 2015. Ροδάκινο και βερίκοκο, ορυκτότητα, κάποιες φυτικές νύξεις και όμορφα ενσωματωμένο βαρέλι με νότες βανίλιας και καπνού. Ελαιώδης υφή στο στόμα, καλή συμπύκνωση και ισορροπημένη οξύτητα με ξηροκαρπάτο τελείωμα. 

Μαρμαριάς 2013

Ήπιες αρωματικές εντάσεις και χρώμα περισσότερο κίτρινο σε σχέση με το 2014. Το φρούτο παίζει με πιο πολύπλοκες νότες, όπως καρύδι, τοστ και καπνός. Το στόμα όμως έχει ζωηρή οξύτητα, με έμφαση περισσότερο στην κομψότητα παρά στο πάχος. Μελένιο τελείωμα με καβουρντισμένους ξηρούς καρπούς.

Μαρμαριάς 2012

Χρυσίζουσα απόχρωση με αρκετά εξελιγμένα και πολύπλοκα αρώματα, ψημένο φουντούκι, μήλο, καπνό, crème fraîche και αποξηραμένο βερίκοκο. Το βαρέλι ζωηρό στο στόμα, μέλι και ξηροί καρποί σε ένα ώριμο, παρατεταμένο, φουντουκένιο, τελείωμα.

Μαρμαριάς 2008

Χρυσό, με οξειδωτική μύτη στην πλήρη ωριμότητά της να συνδυάζει αποξηραμένα φρούτα, κομπόστα μήλου, κάστανο και το βαρέλι να βγαίνει μπροστά. Κατά τη χρονική περίοδο πριν από το 2010, η παλαίωση του κρασιού γινόταν σε barriques των 225 lt. Το στόμα δεν έχει πολύ φρούτο στη δεδομένη στιγμή του, αλλά σφύζει από ξηροκαρπάτες νύξεις και τοσταρισμένο βαρέλι.

Μαρμαριάς 2005

Ο αερισμός με decanting στη συγκεκριμένη περίπτωση βοήθησε το κρασί. Χρώμα βαθύ χρυσό, σημάδια οξείδωσης, πολύ γλυκό φρούτο, υπερώριμο ροδάκινο και κομπόστα ροδάκινο, έντονα καπνιστός χαρακτήρας. Βαρελάτο στόμα, με τις τανίνες του ξύλου να προεξέχουν αφού το φρούτο έχει υποχωρήσει. Έχοντας μία δωδεκαετία ήδη στην πλάτη του, θα προτιμούσα να το είχα ανοίξει μερικά χρόνια νωρίτερα.

Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET

CEPPARELLO-ISOLE E OLENA | ΤΟΥ ΓΡ. ΜΙΧΑΗΛΟΥ, DIP WSET | τεύχος 5

Ένα μικρό ρέμα που διασχίζει το Κτήμα Isole e Olena δανείζει την ονομασία του στο εμβληματικό Cepparello. Το πρωτοκλασάτο Super Tuscan κατάφερε ήδη από την πρώτη χρονιά παραγωγής του, το 1980, να αποδώσει πιστά τη φιλοσοφία και τις ιδέες του ιδιοκτήτη του, Paolo de Marchi. Για τους περισσότερους αποτελεί την αποθέωση της ποικιλίας Sangiovese, για τον ίδιο τον παραγωγό είναι ένα κρασί που τιμά την προέλευσή του, τη γη από την οποία παράγεται δηλαδή, και αποδίδει πιστά την τυπικότητα του σταφυλιού.

Αν προτιμάτε τα μεγάλα, πληθωρικά, υπέρμετρα δυνατά, εκχυλισμένα κόκκινα κρασιά, μπορείτε να προσπεράσετε σε αυτό το σημείο. Το Cepparello δεν πρόκειται ποτέ να γίνει το κρασί σας και το Sangiovese σε καμιά περίπτωση η αγαπημένη σας ποικιλία. Είναι σαν να προσπαθείς να βρεις στην ευαισθησία της Penelope Cruz τον δυναμισμό της Angelina Jolie. Το μεγαλείο του Cepparello δεν βρίσκεται στην υπέρμετρη δύναμη, αλλά στις φίνες γραμμές, στη λεπτότητα και στην κομψότητα του χαρακτήρα του. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να ξεδιπλωθεί αυτό το μεγαλείο από μια κάθετη γευστική δοκιμή σε 7 χρονιές Cepparello, φτάνοντας πίσω στο 1998. Πρόκειται για ένα κρασί ανέγγιχτο από τον χρόνο, το οποίο φτιάχνεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο από το ξεκίνημά του και πρεσβεύει τις ίδιες ακριβώς αξίες από τότε. 100% Sangiovese, αυστηρά επιλεγμένο από τα καλύτερα κομμάτια του κτήματος, με στόχο τη φρεσκάδα, τις εντάσεις, το γευστικό βάθος, μαζί με μεγάλες δυνατότητες παλαίωσης. Η μαγεία όμως της κάθετης έγκειται περισσότερο στο πόσο ελεύθερα εκφράζεται η διαφορετικότητα της κάθε χρονιάς, ένα στοιχείο το οποίο ο Paolo de Marchi προσπαθεί να αναδείξει μέσα από τα κρασιά που παράγει. Σε μια εποχή τεχνολογικών κρασιών όπου η τελειότητα, η ομοιομορφία και οι βαθμολογίες οινοκριτικών είναι το απόλυτο ζητούμενο, ο Paolo αναζητά την πρόκληση κάθε τρύγου και παλεύει να αποτυπώσει τη χρονιά –καλή ή λιγότερο καλή– στα κρασιά του. Αν αυτό δεν ορίζει την έννοια του terroir, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε. Και από υψηλές βαθμολογίες δεν νομίζω πως έχει παράπονο…

Cepparello 2013

Δύσκολα θες να πάρεις τη μύτη σου από το ποτήρι. Εκπληκτική κομψότητα και φρεσκάδα, με διαπεραστικό κόκκινο κεράσι, βιολέτες και πιπέρι. Ψάχνεις να βρεις το βαρέλι, το οποίο ήδη δείχνει εξαιρετικά ενσωματωμένο. Στο στόμα νεύρο και οξύτητα κάνουν το κρασί να πάλλεται, τανίνες βελούδινες και επίγευση μακρά και νόστιμη. Ήδη όμορφα ισορροπημένο, αλλά, αν δεν βιάζεστε, δώστε του 3-4 χρόνια στο κελάρι σας πριν σκεφτείτε να το ανοίξετε πρώτη φορά.

Cepparello 2012

Μεγάλες εντάσεις στη μύτη, με το φρούτο πιο σκουρόχρωμο σε σχέση με το 2013, πιο ζεστό, να συνδυάζεται με πολύπλοκες ζωικές νότες. Το στόμα δείχνει αρκετά πιο αυστηρό και τανικό σε μια πιο ρωμαλέα, «αθλητική» εκδοχή σε σχέση με το 2013, πάντα όμως με την περιβολή της κομψότητας. Έχει πολλά χρονιά μπροστά του ακόμα για να συναρπάζει.

Cepparello 2008

Περισσότερο εξελιγμένο από το 2007, με πράσινο πιπέρι, βοτανικές νύξεις και ζωικούς χαρακτήρες. Το βαρέλι του «ακούγεται» λίγο παραπάνω τόσο στη μύτη όσο και στο στόμα, το οποίο έχει αποξηραμένο δαμάσκηνο και οι τανίνες προεξέχουν ελαφρώς, χωρίς να ενοχλούν όμως ακόμα. Θα το άνοιγα αύριο το μεσημέρι με μια ζουμερή σπαλομπριζόλα, φοβούμενος ότι, αν το κρατήσω παραπάνω, μπορεί και να το μετανιώσω. Μπορεί και όχι όμως…

Cepparello 2007

Γλυκιά μύτη με περισσότερο μπαχαρένιο χαρακτήρα από το βαρέλι και ώριμο σκουρόχρωμο φρούτο, όχι τόσο τυπικό στυλ για την ποικιλία. Από την άλλη, ένα στόμα υπέροχα δομημένο, σοκολατένιο, με περισσότερο όγκο και μια ελαφρά πικράδα στο τελείωμα που ανοίγει την όρεξη.

Cepparello 2005

Αν θέλετε να δείτε πώς παλαιώνει με χάρη ένα κρασί της κλάσης του Cepparello, τότε αυτή είναι η χρονιά σας. Μύτη που παίζει στην κυριολεξία ανάμεσα στη φρεσκάδα και την  εξέλιξη και συνεχώς αλλάζει χαρακτήρα. Αιθέρια, βοτανική, με αρώματα που θυμίζουν τσάι, το κεράσι του Sangiovese και ανθικές νότες δίνουν τη θέση τους σε ένα στιβαρό στόμα, στο οποίο όμως οι τανίνες πατάνε πάνω στο ζουμερό φρούτο ισορροπώντας απόλυτα. Γευστική έκρηξη και ένα επίμονο τελείωμα, το οποίο δεν σε αφήνει να προχωρήσεις στην επόμενη γουλιά.

Cepparello 2003                

Ίσως η κατανάλωσή του δύο-τρία χρόνια πριν να μην το αδικούσε, πιθανόν γιατί δοκιμάστηκε μετά το εκπληκτικό 2005, αλλά το Cepparello του 2003 δεν βρέθηκε στη μέρα του. Αρκετό δαμάσκηνο στη μύτη, λιωμένο υπερώριμο φρούτο και πυρήνας ελιάς. Η γλύκα του βαρελιού έντονη στο γεμάτο στόμα, αλλά το φρούτο έχει υποχωρήσει δείχνοντας σημάδια κόπωσης. Δεν είναι δυσάρεστο, αλλά σίγουρα έχει περάσει το καλύτερό του σημείο.

Cepparello 1998                

Μανιτάρι, βρεγμένο χώμα και φύλλα τσαγιού στη μύτη, η οποία δείχνει σημάδια προχωρημένης εξέλιξης από την άλλη, θα χάριζε τεράστιες συγκινήσεις στους φανατικούς της παλαίωσης. Σε μια κίνηση ματ, το στόμα παλεύει με τη φρεσκάδα, διαθέτοντας εντυπωσιακή οξύτητα, καθαρότητα και αρκετό δρόμο μπροστά του ακόμα. Love it or hate it, αλλά σίγουρα άκρως εντυπωσιακό για τη –σχεδόν– εικοσαετία που κουβαλάει στις πλάτες του.

Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET