Ήμουν νιος και γέρασα. Όταν σου ζητάνε να γράψεις για την εμπειρία σου σε έναν χώρο, σημαίνει ότι έχεις τα χρονάκια σου! Έτσι κι εγώ· όταν μου ζήτησαν η Θάλεια κι η Πηνελόπη να μιλήσω για τη «δική μου Νάουσα της Αμπέλου και του Οίνου», κατάλαβα ότι, πράγματι, έχω αρκετή εμπειρία για να τη βάλω κάτω σε ένα κομμάτι χαρτί. Η σχέση μου με τη Νάουσα είναι μια ιστορία ζωής. Όλοι νομίζουν ότι κατάγομαι από εκεί, όμως η πραγματικότητα είναι ότι είμαι Βλάχος και κατάγομαι από το Νυμφαίο Φλώρινας. Όμως, η επαγγελματική σχέση της οικογένειάς μου με τη Νάουσα με κάνει επίτιμο δημότη της πόλης!
Μικρό παιδί θυμάμαι να ξοδεύω την περίοδο του τρύγου στο Βρυσάκι, στο σπίτι μας πάνω από το οινοποιείο που είχε φτιάξει ο παππούς μου. Αν και Σαλονικείς, κατά τη διάρκεια του τρύγου μετακομίζαμε στη Νάουσα, μια που ο πατέρας μου τότε τα έκανε όλα. Τον θυμάμαι δίπλα στην πλάστιγγα να ζυγίζει τα κοφίνια και να μετράει τα beume. Τον θυμάμαι στο οινοποιείο να τραβάει τα λάστιχα, στο χημείο στον ημιώροφο να κάνει τις αναλύσεις, στην αυλή να διαπραγματεύεται με τους αμπελουργούς. Η δουλειά πήγαινε καλά, η Νάουσα δεν είχε πολλά αμπέλια και έρχονταν και φορτηγά από το Αμύνταιο με «Ποπόλκα», όπως λεγόταν τότε το Ξινόμαυρο στο Αμύνταιο. Αν και στα τέλη του 19ου αιώνα η Νάουσα είχε πάνω από 800 αμπελουργούς, σύμφωνα με τα κιτάπια του οθωμανικού κράτους, η φυλλοξήρα που χτύπησε στα μέσα του 20ού αιώνα, η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στην πόλη και η ζήτηση για ροδάκινο είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της αμπελουργίας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως! Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκινούσε την επαγγελματική του καριέρα ο πατέρας μου. Έπρεπε κι αυτός κάπως να δείξει το στίγμα του και να ξεπεράσει τον πατέρα του. Αργά, αλλά σταθερά άλλαξε την κατεύθυνση της εταιρείας. Ο παππούς μου ήταν έμπορος και του ήταν πολύ πιο εύκολο και κερδοφόρο να παράγει ούζο και βερμούτ από το να φτιάχνει κρασί. Ο πατέρας μου, επηρεασμένος κι από τον θείο του, Κωστάκη Νιτσιώτα, γαμπρό του προπάππου μου και άνθρωπο της παραγωγής, έδωσε μεγάλη σημασία στην παραγωγή. Έπρεπε, όμως, να δώσει το καλό παράδειγμα κι έτσι το ’69 αγόρασε ένα χερσολίβαδο στο Γιαννακοχώρι και άρχισε να φυτεύει το πρώτο του αμπέλι. Ήταν και μια μικρή επανάσταση, μια που η εταιρεία χρεώθηκε κι ο παππούς μου ήταν έξαλλος! «Εμείς φοράμε κουστούμι στη δουλειά», έλεγε. «Άσε τους χωριάτες να δουλεύουν μέσα στις λάσπες». Το καράβι, όμως, είχε αλλάξει πορεία. Η μεγάλη εμπορική επιτυχία της «Νάουσας Μπουτάρη» διεθνώς και η συμβολή της κυρίας Σταυρούλας Κουράκου, διευθύντριας τότε στο Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου, με την καθιέρωση της νομοθεσίας των Ονομασιών Προέλευσης, έβαλαν τον Οίνο ΟΠΑΠ Νάουσα σε κάθε τραπέζι στην Ελλάδα και στις παροικίες των ομογενών ανά τον κόσμο. Η δεκαετία του ’80 ήταν και η πρώτη χρυσή εποχή της Νάουσας. Η ζώνη απέκτησε πάνω από 6.000 στρέμματα, σοβαρούς αμπελουργούς, δημιουργήθηκε το ΒΑΕΝΙ, ο μεγάλος συνεταιρισμός, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της ζώνης. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Μπουτάρη και Τσάνταλη τεράστιος, πολύ καλός όμως τόσο για τους αμπελουργούς όσο και για τον καταναλωτή.
Λίγα χρόνια μετά, στα ’90s, έγινε και η πρώτη Διεπαγγελματική Ένωση, με πρωτοβουλία φυσικά του πατέρα μου. Προσελήφθη η Χαρούλα Σπινθηροπούλου ως γεωπόνος και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης ως διευθυντής. Η δουλειά που έκαναν τότε ανέδειξε στοιχεία της ζώνης που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε ανελλιπώς. Ήταν το πρώτο λιθαράκι που μπήκε στη δημιουργία των μικρών παραγωγών της περιοχής. Έλεγε πάντα ο πατέρας μου ότι μια περιοχή με δυο τρεις παραγωγούς δεν είναι πραγματικά περιοχή. Απαιτείται η κριτική μάζα των παραγωγών, ευθυγραμμισμένων σε μια κοινή λογική ανάδειξης και υποστήριξης του κοινού οράματος, που είναι η ενδυνάμωση σε όλα τα επίπεδα του brand «Νάουσα».
Δεν είναι όλα όμως πάντα ρόδινα· και μετά ήρθε η μεγάλη πτώση. Οι δυσκολίες στις αγορές και η μεγάλη ζήτηση του ροδάκινου είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή. Και πάλι, ωστόσο, μέσα από μια κρίση βγήκε μια ευκαιρία. Οι καλοί αμπελουργοί, όπως ο Καρυδάς, ο Φουντής, ο Θυμιόπουλος, ο Μαρκοβίτης κι άλλοι, έφτιαξαν τα δικά τους οινοποιεία και άρχισαν να χτίζουν τη δική τους πορεία. Σήμερα έχουμε πάνω από είκοσι παραγωγούς στη Νάουσα. Έχουμε ξανά Διεπαγγελματικό Σύνδεσμο, έχουμε κοινό όραμα και κοινή στρατηγική. Το νέο μοντέλο του αμπελουργού-οινοποιού έχει αποκτήσει σάρκα και οστά στη Νάουσα και το βλέπουμε να απλώνεται σε όλη την Ελλάδα. Ήμουν παρατηρητής όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν πολύ τυχερός, μια που ο πατερούλης μου πάντα με έπαιρνε μαζί του. Το έκανε από τύψεις, γιατί δεν μου έδινε ποτέ χρόνο, ή από τη διάθεσή του να μεγαλώσω μέσα στα αμπέλια και στις μυρωδιές της κάβας, ώστε κάποια στιγμή να έχω κι εγώ την ίδια αγάπη και όρεξη να συνεχίσω το όραμά του; Μάλλον λίγο κι από τα δύο! Πάντα μου έλεγαν οι γονείς μου πως «θα κάνεις ό,τι θέλεις». Ναι, καλά! Αν και οι σπουδές μου δεν είχαν να κάνουν με το κρασί και ανδρώθηκα στο εξωτερικό, ήταν φυσικό επακόλουθο να μπω κι εγώ στη δουλειά.
Και τότε ήρθε η μεγάλη ανατροπή! Ο πατέρας μου κι ο θείος μου χωρίζουν επαγγελματικά κι ο πατέρας μου μένει με κάτι αμπέλια στο Γιαννακοχώρι και στο Αμύνταιο. Έβγαλα το κουστούμι, λοιπόν, και φόρεσα τις μπότες! Στα σαράντα μου, μετακόμισα ουσιαστικά στη Νάουσα και ξαφνικά έπρεπε να κάνω ό,τι έκαναν κι οι φίλοι μου αμπελουργοί όταν ξεκίνησαν. Έπρεπε να μάθω μια άλλη δουλειά, να κάνω τα πιο πολλά πράγματα μόνος μου. Ήμουν τυχερός που είχα δίπλα μου φίλους-συνεργάτες, που με στήριξαν στα δύσκολα. Χωρίς τον Γιώργο, τον Δάμο, την Ελπίδα, τον Μάκη, τον Αντώνη κι όλα τα άλλα παιδιά που ήταν πάντα εκεί, δεν θα τα είχα καταφέρει. Έζησα τη Νάουσα στα καλά της και στα δύσκολά της. Σήμερα βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, όπου υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για την ανάδειξη μιας ζώνης που κάνει κρασιά υψηλού επιπέδου και ιδιαίτερου χαρακτήρα. Η Νάουσα βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού κρασιού. Ξέρουμε καλύτερα τι πρέπει να κάνουμε, δουλεύουμε πολύ πιο συστηματικά και βλέπουμε τις προοπτικές της επιτυχίας μπροστά μας. Έχουμε δρόμο ακόμα και πολλά πράγματα να κάνουμε. Την επόμενη φορά που θα κληθώ να γράψω για τη «δική μου Νάουσα», θα χρειαστεί ένα ολόκληρο βιβλίο! ●
Φωτογραφία Γιώργος Καπλανίδης