Σία Κοσιώνη | της Π. Κατσάτου, #17

“Πίνω ένα ποτηράκι κρασί σχεδόν κάθε μέρα”. Αμέσως σκέφτηκα ότι η συνάντησή μας με τη Σία Κοσιώνη θα πάει καλά. Δυναμική, όμορφη, με προσωπικότητα, όλες αυτές οι ιδιότητες συνέθεταν την εικόνα που είχα παρακολουθώντας την επί χρόνια στο δελτίο. Δεν είναι τυχαίο ότι αγαπημένο της μότο είναι το «πάμε παρακάτω». Ωστόσο, όταν τη γνώρισα από κοντά, ήρθαν να προστεθούν και άλλα, ακόμα καλύτερα. Απλή, χαμογελαστή, επαγγελματίας, με καλή διάθεση και εξαιρετικά ανοιχτή. Η Σία Κοσιώνη είναι cool.

Όταν κάποια στιγμή η γνωστή δημοσιογράφος «κράσαρε», όπως η ίδια λέει χαρακτηριστικά, στη δουλειά, ένας γιατρός τής πρότεινε, όταν νιώθει πιεσμένη, να πίνει λίγο κρασί. Ακολούθησε τη συμβουλή του.

«Μια συνηθισμένη μέρα θα τελειώσω τρομερά φορτισμένη και με πολλή ένταση από το δελτίο –η δική μου δουλειά έχει την ιδιαιτερότητα ότι τελειώνω αργά, είναι μια βραδινή δουλειά–, άρα όλο το φορτίο της έντασης πέφτει μεταξύ 7 και 8 το βράδυ. Συνεπώς, εκείνη την ώρα που όλος ο κανονικός κόσμος είναι στο σπίτι του και χαλαρώνει, εγώ είμαι στο απόγειο της έντασης. Έτσι, όταν επιστρέφω σπίτι, το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί και να βάλω ένα ποτηράκι, να χαλαρώσω. Σε συνθήκες σπιτιού, λοιπόν, κάθε βράδυ θα πιω ένα ποτηράκι μισό, ένα, ενάμισι το πολύ για να ρίξω τους τόνους. Είναι και μια μικρή προσωπική στιγμή ευτυχίας αυτή, και είναι μια στιγμή δική μου, πολύ δική μου. Οπότε, με αυτή την έννοια, είναι ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου, ένα ευχάριστο κομμάτι, αλλά είναι και προσωπικός μου φίλος. Μαζί κάνουμε ένα pause συχνά, χωρίς να κάνω τίποτε άλλο, δηλαδή ούτε τηλε- όραση ούτε κινητό, τίποτα».

Με εντυπωσίασε με τις γνώσεις της γύρω από το κρασί η Σία Κοσιώνη. Όχι τόσο με την έννοια του ειδήμονα, όσο με την έννοια του ανθρώπου που διασκεδάζει να πειραματίζεται, είναι ανοιχτός στο να δοκιμάζει νέα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα ξέρει και πολύ καλά τι του αρέσει. «Έχω κάποιες ποικιλίες που έχω καταλήξει ότι δεν μου αρέσουν. Ας πούμε, δεν μου αρέσει το Ασύρτικο, δεν μου ταιριάζει στη γεύση. Αλλά θα πιω ένα Sauvignon Blanc ή μια Μαλαγουζιά. Στα κόκκινα πάλι, ανάλογα με τη διάθεση, στο σπίτι συνήθως θα βάλω ένα Merlot. Μια πιο ήρεμη, ευκολόπιοτη γεύση. Όταν είμαι έξω, θα πάω στα Cabernet, κάτι πιο βαρύ, πιο γεμάτο. Αλλά γενικά δεν έχω κολλήσει με κάτι. Στο κόκκινο δεν με ενθουσιάζει το Ξινόμαυρο και επίσης με διακατέχει κάτι το εθνικοπατριωτικό! Δοκιμάζω ξένα κρασιά, αλλά προτιμώ τις ελληνικές ποικιλίες».

Η ίδια χαρακτηρίζει τη σχέση της με το κρασί… κυτταρική, αφού ο πατέρας της έχει καταγωγή από τη Νεμέα και το κόκκινο κρασί ήταν πάντα στο τραπέζι της οικογένειας, συμβολίζοντας τη χαρά τού να μοιράζεσαι πράγματα, ενώ θυμάται με νοσταλγία και χιούμορ τα φοιτητικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη. «Εκεί ως φοιτήτρια έζησα την τεράστια ταλαιπωρία της ρετσίνας. Στη Θεσσαλονίκη λες “λευκό κρασί” και σου φέρνουν ρετσίνα – τουλάχιστον τότε. Οπότε μου πήρε κάποιο διάστημα να μάθω το “έχετε αρετσίνωτο;” – που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν, στα ταβερνάκια όπου πηγαίναμε τότε ως φοιτητές. Είχα, μάλιστα, σταμπάρει και τα μαγαζιά που είχαν αρετσίνωτο».

Τώρα, στις βραδινές της εξόδους ρωτάει τους ειδικούς για το τι θα πιει.

«Δεν το παίζω ειδική, δεν με ενδιαφέρει ο άλλος να με θεωρήσει ειδική, οπότε πολλές φορές τούς κάνω και πλάκα. Λέω: “Δεν κατάλαβα τίποτε απ’ ό,τι μου είπατε. Αν πιστεύετε ότι είναι ωραίο, βάλτε να το πιούμε”. Δεν είμαι υποχρεωμένη να γνωρίζω όλες αυτές τις λεπτομέρειες, ούτε ειδική είμαι ούτε μου αρέσει να κάνω την ειδική και ότι κατάλαβα. Καταλαβαίνω έως ενός σημείου. Μετά μιλάει η γεύση, και πιστεύω ότι ο κάθε ουρανίσκος έχει την ιδιαιτερότητά του και τα βρίσκεις κάπου εκεί με το κρασάκι σου, ό,τι και να σου πει ο άλλος».

Ακολουθείς κάποιους κανόνες που λένε λευκά με ψάρι και κόκκινο με κρέας;

Σε γενικές γραμμές, ναι. Αλλά έχω φάει ψάρι και με κόκκινο. Και επίσης, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Όπως επίσης έχω φάει κόκκινο κρέας πίνοντας λευκό κρασί, αλλά κατά βάση ισχύει αυτό που λες, εντάξει.

Μαγειρεύεις;

Ξέρω πολύ καλά να μαγειρεύω, είμαι πολύ καλή μαγείρισσα, αλλά δεν προλαβαίνω καθημερινά. ωστόσο στο σπίτι μας απολαμβάνουμε τις στιγμές με φίλους που θα έρθουν και λέμε θα ανοίξουμε αυτό το μπουκάλι. Αλλά και κάποιες στιγμές που είμαστε πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι, πάρα πολύ πιεσμένοι, το να ανοίξουμε ένα καλό μπουκάλι κρασί μάς δίνει μια αίσθηση χαράς και επιβράβευσης του εαυτού μας για τα όσα έχουν γίνει στη διάρκεια της μέρας.

Σε wine bars πηγαίνεις;

Νομίζω ότι έγινε μόδα το wine bar κάπου στα zeros. Και μου αρέσει το περιβάλλον που έχουν στήσει στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. ωραίοι, ζεστοί χώροι. Μου αρέσει να πηγαίνω λόγω περιβάλλοντος, αλλά και για το κρασί, που ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να βρω κάπου αλλού. Και πιστεύω ότι αυτό έχει βοηθήσει και λίγο την ελληνική οινοπαραγωγή, στο να την προωθήσει, και βγάζει έναν σεβασμό απέναντι σ’ ένα προϊόν που είναι τρομερά ελληνικό και άρρηκτα συνυφασμένο με την ελληνική κουλτούρα, που εμένα με γοητεύει. Μου αρέσει που μπήκαμε σε μια διαδικασία να σεβόμαστε τα δικά μας προϊόντα, να νιώθουμε την ανάγκη να τα αγαπήσουμε εμείς, αλλά και να τα προωθήσουμε προς τα έξω.

Ακριβό, φθηνό. Παίζει ρόλο; Βλέπεις διαφορές;

Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορές, αλλά έχω βρει και πολύ φθηνά κρασιά, τα οποία επιλέγω για την καθημερινότητα, ή πιο φθηνά τέλος πάντων, τα οποία βρίσκω εξαιρετικά. Βρήκα το Μπλε Τρακτέρ του Κυρ Γιάννη, που κοστίζει 7-8 ευρώ το μπουκάλι, και για το ένα ποτηράκι το βράδυ το βρίσκω μια χαρά.

Η πιο δύσκολη επαγγελματική στιγμή;

Κοίτα, υπήρξαν πολλές δύσκολες στιγμές, αλλά η πιο δύσκολη περίοδος ήταν αυτή του δημοψηφίσματος νομίζω. Έχω βρεθεί σε πολύ σκληρές στιγμές, με πολέμους, με πολιτικά γεγονότα, εγκλήματα, όπως της μικρής Άννυ, που δεν μπορούσα να το πω, ανακατευόταν το στομάχι μου, αλλά εν πάση περιπτώσει σε επίπεδο στρες, πίεσης, σε συνθήκες απειλών και φόβου, ήταν η εποχή του δημοψηφίσματος.

Ο ήρωας στην πραγματική σου ζωή;

Δεν ξέρω… Δεν λειτουργώ με πρότυπα και ήρωες, αλλά θαυμάζω γενικά πολύ και έντονα ανθρώπους που παλεύουν και τα καταφέρνουν. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα, αλλά κάθε φορά που βλέπω έναν άνθρωπο που έχει κάνει κάτι σημαντικό, σπουδαίο και κυρίως έχει διανύσει μια μεγάλη διαδρομή για να το καταφέρει, τον θαυμάζω και το λέω ανοιχτά. Θέλω να εκφράζω τον θαυμασμό μου για εκείνους που θεωρώ ήρωες.

Με ποιο ταλέντο θα ήθελες να ήσουν προικισμένη;

Με τη φωνή. Μου αρέσει πολύ να τραγουδάω.

Έχεις καλή φωνή;

Έχω, αλλά όχι αυτή που θα ’πρεπε! Επίσης, και με τη ζωγραφική. Δηλαδή γενικά έχω μια τάση καλλιτεχνική.

Αγαπημένο μότο;

Πάμε παρακάτω.

Φωτογραφίες Γιώργος Καπλανίδης

Mindful Drinking | της Π. Κατσάτου, #17

Oι οδηγίες μας στο μάθημα του Μindful eating ήταν σαφείς:* «Πάρτε μπροστά σας δύο –ναι, δύο– σταφίδες. Κοιτάξτε τες σαν να βλέπετε για πρώτη φορά αυτό το είδος. Αγγίξτε τες, ζουλήξτε τες, μυρίστε τες, περιεργαστείτε τες λες και είστε εξωγήινοι και μετά με μικρές μπουκιές φάτε τες». Η όλη διαδικασία κράτησε περίπου 10 λεπτά και όταν τελείωσε είχα ανακαλύψει δεκάδες πράγματα που δεν ήξερα για τις σταφίδες, που καταβροχθίζω από μικρή. Μια σταφίδα μπορεί να είναι άσχημη, καφέ, ρυτιδιασμένη, οβάλ, μαλακιά, κολλώδης, μικρή, αηδιαστική στην όψη, κάτι σαν ανθρώπινη ελιά. Μυρίζει σαν μούστος, κρασί, μου θυμίζει κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, μυρίζει σαν γη και χώμα και, όταν την τρώω, είναι γλυκιά και ζουμερή, γεμίζει σάλια το στόμα μου, σαν μια μικρή καραμέλα γεμάτη ζάχαρη κολλάει στα δόντια μου, έχει μια φλούδα που δεν είχα προσέξει ποτέ και δεν θέλω να την καταπιώ, για να μην τελειώσει η γλύκα της.

 ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ Φίλιππος Αβραμίδης

Μόλις πήρατε μια γεύση από μια πρακτική Mindfulness. Η περιέργεια να παρατηρούμε ακόμα και πράγματα που μας φαίνονται γνωστά –θυμηθείτε πώς ήταν να είστε παιδί και να μαθαίνετε–, αυτή η στάση ανοιχτής περιέργειας. Η όλη διαδικασία μού θύμισε μια γευσιγνωσία κρασιού. Ο τρόπος που κοιτάμε, στροβιλίζουμε ένα ποτήρι κρασί, που κλείνουμε τα μάτια μας και προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τις μυρωδιές και μετά τις γεύσεις, και ξαφνικά αναδύονται μνήμες από γνώριμες μυρωδιές, από μια γουλιά ανακαλύπτουμε υψόμετρα και εδάφη και μπορούμε να μπούμε σε κουβέντες ωρών, αν βρεθούν κι άλλοι σαν κι εμάς. Απολαμβάνοντας κάθε γουλιά.

Mindfulness είναι η επίγνωση που προκύπτει όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στο παρόν, με μια διάθεση αποδοχής και χωρίς κριτική. Εξασκούμαστε στο να παρατηρούμε χωρίς να κρίνουμε οτιδήποτε μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα από τις πέντε αισθήσεις μας –όραση, ακοή, γεύση, αφή, όσφρηση–, αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Αυτό μας βοηθά να αποκτήσουμε περισσότερη διαύγεια για τις συνήθεις συμπεριφορές μας και να κάνουμε πιο συνειδητές επιλογές σε κάθε κομμάτι της ζωής μας – από τη διατροφή και την άθληση μέχρι τις σχέσεις μας, τον ύπνο, τη δουλειά ή τον τρόπο που απολαμβάνουμε τα μικρά και μεγάλα πράγματα στη ζωή μας. Όσο εξασκούμαστε στο να παρατηρούμε τις στιγμές της ζωής μας χωρίς κριτική μέσα από την προσέγγιση της ενσυνειδητότητας, μπορούμε να παίρνουμε απόσταση από τις άσχημες συνήθειες που συχνά μας βλάπτουν.

Η Mυρτώ Λεγάκη, πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια Mindfulness από το Πανεπιστήμιο Brown και ιδρύτρια του One Breath, μας εξηγεί: «Μindful drinking είναι η πρόθεση να καταναλώνουμε οινοπνευματώδη με περισσότερη επίγνωση. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε πιο οξυμμένη αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης και συνήθως απολαμβάνουμε περισσότερο ενώ καταναλώνουμε λιγότερο. Αντί να “ρουφάμε” το ένα ποτήρι μετά το άλλο, απολαμβάνουμε αργά, κάνουμε παύσεις και γευόμαστε πραγματικά την κάθε γουλιά. Εξάλλου, όσο εξασκούμαστε στο mindfulness, αποκτάμε καλύτερη ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τις αισθήσεις του σώματος και έτσι αναγνωρίζουμε καλύτερα τα σημάδια του κορεσμού ή της μέθης. Έπειτα έχουμε την επιλογή να σταματήσουμε πριν νιώσουμε άσχημα ή κάνουμε κάτι για το οποίο αργότερα θα μετανιώσουμε.

Επίσης, όσο περισσότερη επίγνωση έχουμε του φαύλου κύκλου των συνηθειών μας (habit loop, όπως ονομάζεται στην ψυχολογία), τόσο αναγνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο αναζητούμε το ποτό – είναι συναισθηματικός, κοινωνικός ή πραγματική απόλαυση; Πότε σταματά να είναι απόλαυση και καταντά δεκανίκι; Πίνουμε γιατί πραγματικά απολαμβάνουμε ή γιατί νιώθουμε κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα; Και πώς νιώθουμε μετά; Μπορεί επίσης να αρχίσουμε να εντοπίζουμε ότι τείνουμε να καταναλώνουμε περισσότερο με συγκεκριμένες κοινωνικές συναναστροφές ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Ενδεικτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει ολοένα αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τις δυνατότητες που παρουσιάζει η πρακτική Μindfulness για την αντιμετώπιση εθισμών, είτε πρόκειται για αλκοόλ, τσιγάρο, ναρκωτικές ουσίες είτε για υπερφαγία. Οι νευρολογικοί μηχανισμοί είναι ίδιοι, όπως αναφέρει ο δρ Judson Brewer του Πανεπιστημίου Brown, που πρωτοστατεί σε αυτό το ερευνητικό και θεραπευτικό πεδίο.

»Έτσι όταν δεχόμαστε κάποιο έναυσμα ή ερέθισμα, που για παράδειγμα στην περίπτωση του φαγητού μπορεί να είναι η αίσθηση ότι το στομάχι γουργουρίζει, αυτό ξυπνά την επιθυμία να ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη για να επιβιώσουμε. Τότε μπαίνουμε στη δράση επιλέγοντας να φάμε κάποια τροφή με πολλές θερμίδες και έπειτα νιώθουμε την αίσθηση του κορεσμού, που είναι η επιβράβευσή μας, μέσα από την έκκριση νευροδιαβιβαστών ευχαρίστησης, όπως η ντοπαμίνη. Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε το στομάχι να γουργουρίζει, ο εγκέφαλος μαθαίνει να αποζητά την ίδια τροφή για να πάρει το ίδιο αποτέλεσμα όπως και πριν. Έτσι δημιουργείται ένα habit loop. Κάποιες φορές όμως δημιουργούνται habit loops που δεν είναι εποικοδομητικά, διότι ο εγκέφαλός μας συνεχώς αναζητεί τρόπους να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας με βάση την προηγούμενη εμπειρία του. Έτσι μπορεί να στενοχωρηθούμε ή να αγχωθούμε στη δουλειά και ο εγκέφαλος, ενεργοποιώντας το ίδιο habit loop, αποζητά να καταναλώσει μια σοκολάτα. Θα νιώσουμε σίγουρα καλά για λίγο (η επιβράβευση), αργότερα όμως ίσως παρατηρήσουμε την αύξηση βάρους ή προβλήματα στο πεπτικό σύστημα και όσο συχνότερα επαναλαμβάνουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο, τόσο πιο δύσκολο είναι να διακοπεί.

»Με την πρακτική mindfulness μαθαίνουμε να βλέπουμε ξεκάθαρα τι πυροδοτεί κάθε μας ανάγκη, αλλά και το τι επιλογές κάνουμε για να ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη. Αποκτάμε την ελευθερία να ανταποκριθούμε διαφορετικά, αντί να ακολουθούμε στα τυφλά ένα μονοπάτι που έχει δημιουργηθεί από συνήθεια. Μαθαίνουμε να διακρίνουμε την επίδραση κάθε ενέργειας πάνω μας σε σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο και έτσι αποκτάμε την ελευθερία πλέον να ανταποκριθούμε διαφορετικά. Εν τέλει, μαθαίνουμε να ρωτάμε συνεχώς αν η κάθε επιλογή που κάνουμε είναι εποικοδομητική ή όχι, αν μας θρέφει ή τελικά μας αφήνει να νιώθουμε χειρότερα από πριν σε βάθος χρόνου. Μαθαίνουμε να γινόμαστε οι ίδιοι κύριοι της ζωής μας.

»Όπως λέει ο Αυστριακός νευρολόγος και ψυχίατρος Viktor E. Frankl που επέζησε του Ολοκαυτώματος και έγραψε το σπουδαίο βιβλίο “Το νόημα της ζωής” με την εμπειρία του σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, “μεταξύ του ερεθίσματος και της ανταπόκρισής μας σε αυτό υπάρχει ένας χώρος, μια παύση. Σε αυτή την παύση υπάρχει η δύναμή μας να επιλέξουμε το πώς θα ανταποκριθούμε. Και στην ανταπόκρισή μας βρίσκουμε την ελευθερία μας”». ■

Cesare Benvenuto | της Θ. Καρτάλη, #17

    Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μη συμπαθήσεις με την πρώτη ματιά τον Cesare Benvenuto. Αντίθετα με τον ισχυρισμό που θέλει τους κατοίκους του Piemonte δύσκολους και ντροπαλούς, σαν το κρασί που παράγουν, αυτός ο πέμπτης γενιάς οινοποιός, εκπρόσωπος μιας από τις παλαιότερες οικογένειες οινοποιών της βόρειας Ιταλίας, μόνο ντροπαλός και απόμακρος δεν είναι. Με φοβερή αίσθηση του χιούμορ, ανεπιτήδευτος, αλλά με τη σιγουριά που του προσφέρει η μακρά ιστορία της οικογένειάς του, υπερασπίζεται με πάθος την οινοποιητική παράδοση της περιοχής του, η οποία αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο της φιλοσοφίας του οινοποιείου Pio Cesare. Eίναι το μόνο που έχει απομείνει στην καρδιά της πόλης alba από την εποχή που η οικογένεια Cesare οινοποίησε τα πρώτα της κρασιά, το 1881.

«Παρακαλούμε μην αποκαλείτε τα κρασιά μας normale», γράφει η φιάλη του Βarolo του Pio Cesare, σε μια προσπάθεια να τονιστεί –με χιούμορ– στον καταναλωτή πως το γεγονός ότι τα κρασιά παράγονται από blend των καλύτερων αμπελιών που διαθέτει το οινοποιείο και όχι από single vineyards δεν τα καθιστά υπο- δεέστερα, ίσα ίσα. Συναντήσαμε τον Cesare Benvenuto στην Αθήνα, δοκιμάζοντας, μεταξύ άλλων, τέσσερις χρονιές από την εμβληματική ετικέτα του Pio Cesare Βarolo (2014, 2010, 2008, 2006) σε ένα εξαιρετικό Masterclass, το οποίο διοργανώθηκε στην έδρα του WSPC, με εισηγητή τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη ΜW.

H φιλοσοφία σας στο Pio Cesare βασίζεται στο blending διαφορετικών αμπελοτεμαχίων, εν αντιθέσει με την τάση που θέλει πλέον να προβάλλονται περισσότερο μεμονωμένα αμπελοτεμάχια (single vineyards). Γιατί;

Η φιλοσοφία μας στο Pio Cesare είναι απλή και ξεκάθαρη, διότι αυτό που κάνουμε είναι αυτό που έκαναν και οι πρόγονοί μας πριν από εκατό χρόνια. Παραδοσιακά, στην περιοχή του Piemonte όλη η οινοποίηση βασιζόταν στο blending. Έτσι παράγονταν το κλασικό Barolo, το Βarbaresco, το Dolcetto d’alba, η Barbera. Όλα αυτά τα κρασιά, παρότι προέρχονται από διαφορετικές ποικιλίες, οινοποιούνταν κατά τον ίδιο τρόπο, με βάση το blending από διαφορετικά αμπέλια της ίδιας περιοχής. Στόχος ήταν να αντικατοπτρίζουν όσο το δυνατόν πληρέστερα τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιοχής. Πράγματι, σήμερα η τάση είναι η προβολή μεμονωμένων αμπελοτεμαχίων. Έτσι, πολλά οινοποιεία δημιουργούν πολλές διαφορετικές ετικέτες, εμείς όμως έχουμε μία ετικέτα Barolo, αν και παράγουμε και ένα single vineyard. Δεν μπορώ να σας πω τι είναι σωστό και τι λάθος· εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στόχος είναι η πολύ υψηλή ποιότητα, κι αυτό φαίνεται να το έχουμε πετύχει, καθώς το Barolo πάει πολύ καλά στις διεθνείς αγορές.

Πολλά έχουν γραφτεί για τη διαμάχη μεταξύ μοντερνιστών και παραδοσιακών του Βarolo, γνωστή και ως «Βarolo Wars». eσείς πού τοποθετείστε σε αυτή τη «σύγκρουση»;

Πράγματι, περάσαμε μια φάση κατά την οποία οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην οινοποίηση, η παραδοσιακή από τη μια και η μοντέρνα από την άλλη, δημιουργούσαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των οινοποιών. Οι διαφορές όμως έχουν πλέον αμβλυνθεί, δεδομένου ότι η πλειονότητα των οινοποιών έχει συνειδητοποιήσει ότι το Νebbiolo είναι ένα σταφύλι που λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν οινοποιείται με τον παραδοσιακό τρόπο. Άλλωστε στον διεθνή ανταγωνισμό υπάρχουν τόσα άλλα κρασιά που θεωρούνται «μοντέρνα», πολλές περιοχές το κάνουν πολύ καλύτερα από μας. Στην περίπτωσή μας το δυνατό μας χαρτί είναι η παράδοση. Υπό αυτή την έννοια, το Pio Cesare είναι ένα παραδοσιακό οινοποιείο, το οποίο ωστόσο παρακολουθεί στενά όλες τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας.

Πώς θα περιγράφατε το Nebbiolo ως ποικιλία;

Είναι μια κομψή, θηλυκή, ντελικάτη ποικιλία, η οποία ωστόσο κρύβει μέσα της μεγάλη δύναμη. Δεν μπορείς εύκολα να επέμβεις στη συμπεριφορά της. Μια όμορφη και δυναμική γυναίκα κάνει πάντα αυτό που πιστεύει, έτσι είναι και το Nebbiolo. Είναι όμως πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο χαρακτήρας του Νebbiolo αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα των ανθρώπων του Piemonte. Όπως κι εμείς, είναι μια ποικιλία ντροπαλή, της αρέσει να κρατάει χαμηλό προφίλ. Δεν θα την ερωτευτείς ποτέ κεραυνοβόλα, όταν όμως την ερωτευτείς, δεν υπάρχει επιστροφή.

Σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο, καθημερινό κρασί. Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξει κανείς ένα Βarolo;

Όντως δεν είναι ένα καθημερινό κρασί, αλλά πλέον είναι πολύ πιο εύκολο να απολαύσει κανείς ένα Βarolo από ό,τι παλαιότερα. Είναι το ιδανικό κρασί για μια ιδιαίτερη στιγμή μεν, αλλά συχνότερα. Παλαιότερα, ο κόσμος αγόραζε Barolo όταν, για παράδειγμα, γεννιόταν ο γιος, για να το ανοίξουν στον γάμο του, 25-30 χρόνια αργότερα. Πλέον δεν είναι έτσι, μπορεί κανείς να ανοίξει ένα ωραίο Barolo σε ένα κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι ή σε ένα τραπέζι με φίλους που εκτιμούν το καλό κρασί. Είναι πολύ πιο εύκολο να ανοίξει σήμερα κανείς ένα Barolo από ό,τι παλαιότερα.

Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό της επιτυχίας του Piemonte; Πώς από μια πολύ φτωχή περιοχή μετά τον πόλεμο έφτασε σταδιακά να θεωρείται μία από τις πλουσιότερες της ιταλίας, με την πρωτεύουσα Αlba να κατέχει το ρεκόρ σε αριθμό τραπεζών;

Ευχαριστώ για την ερώτηση, είναι πολύ σημαντική, και η απάντηση είναι μία: σκληρή δουλειά. Μέσα από σκληρή δουλειά καταφέραμε να στήσουμε τις δικές μας επιχειρήσεις, ξεκινώντας από το τίποτα. Αυτή όμως είναι και η νοοτροπία των κατοίκων της περιοχής, δεν μας αρέσουν τα λούσα και η επίδειξη, κι ας έχουμε τις περισσότερες τράπεζες!

Μπορεί το Piemonte να λειτουργήσει ως παράδειγμα για άλλες αναπτυσσόμενες οινικές περιοχές;

Το μεγάλο πλεονέκτημα του Piemonte είναι ότι έχουμε μια πολύ δυνατή ονομασία προέλευσης κι ένα πολύ δυνατό brand ως χώρα γενικότερα. Χρειάζεται χρόνος για να το χτίσει κανείς αυτό, το Barolo χρειάστηκε πάνω από εκατό χρόνια για να φθάσει σε αυτό το σημείο, δεν έγινε από τη μία στιγμή στην άλλη. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμη μαθαίνουμε.

Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο ανερχόμενες οινοπαραγωγούς ζώνες του κόσμου. Πώς βλέπετε εσείς αυτή την εξέλιξη;

Το μόνο που ελπίζω είναι να μην ξεφύγουν εντελώς οι τιμές της γης. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η τάση είναι αυτή, πουλήθηκαν κάποια αμπελοτόπια σε πολύ υψηλές τιμές. Αυτό δεν συνάδει με τη νοοτροπία μας. Ναι, το Barolo είναι και πρέπει να είναι ένα ακριβό κρασί, υπάρχουν όμως όρια. Υπάρχουν βέβαια οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης, αν όμως λειτουργήσουμε σε λογικό πλαίσιο, θα έχουμε μπροστά μας πολλά χρόνια. ξέρετε, όταν φθάνει κανείς στα ύψη, είναι μοιραίο να αρχίσει ο κατήφορος αργά ή γρήγορα. Δεν είναι καλό να φθάνουμε τα πράγματα στα άκρα. ■

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Γιώργος Καπλανίδης

WINE JOURNAL | του Γ. Κόντου, Dip WSET #17

«Οι άνθρωποι δεν θυμόμαστε μέρες. Θυμόμαστε στιγμές». Κρασιά, εστιατόρια, αρώματα, στιγμές και απόψεις που καταγράφηκαν σε ένα ημερολόγιο.

Ανοιξε ο καιρός, ξεκίνησαν πάλι οι μαζώξεις και τα barbeque στις αυλές και στους κήπους! Κάπως έτσι μαζευτήκαμε ένα μεσημέρι Κυριακής στην αυλή ενός φιλικού μας ζευγαριού και ψήσαμε αρνίσια παϊδάκια, λουκάνικα και ζουμερά μπιφτέκια. Πατατούλες τηγανητές και στα ποτήρια μας ένα κρασί που θα ταίριαζε γάντι σε αυτή την comfort συγκυρία: Alamos Malbec 2017 από τη Mendoza της Αργεντινής. Κεράσια, βύσσινα και άλλα κόκκινα φρούτα μπλέκονται με γλυκόριζα, τζίντζερ, βανίλια και γλυκά μπαχαρικά. Τη γλυκιά αίσθηση ενισχύουν οι νότες σοκολατούχου γάλακτος και οι ζουμερές, γλυκές, ώριμες τανίνες. Ο ορισμός του comfort!

Είναι αρκετά σπάνιο να δοκιμάσει κανείς Eλβετικό κρασί, καθώς το περισσότερο το καταναλώνουν οι ίδιοι οι Ελβετοί εντός της χώρας τους! Παρ’ όλα αυτά, είχα τη χαρά να δοκιμάσω ένα μοναδικό κρασί που μου προσέφερε ένας οινόφιλος Ελβετός σεφ-ιδιοκτήτης ενός bistro στην ακτή της λίμνης Thun, πολύ κοντά στην ομώνυμη πανέμορφη πόλη. Luc Massy Chemin de Fer Dezaley Grand Cru 2018, από Grand Cru αμπελώνες της ποικιλίας Chasselas σε αναβαθμίδες (πεζούλες) στο γαλλόφωνο Vaud, 11 χιλιόμετρα από το κέντρο της Λωζάνης. Αρώματα από λευκόσαρκο ροδάκινο, λεμόνι και μια χαρακτηριστική καπνιστή ορυκτότητα. Μέτρια (+) οξύτητα, μέτριο σώμα, μέτριο αλκοόλ (13,5%) και κρεμώδες, φίνο, ευγενές, ξηροκαρπάτο στόμα, με πλούσιο όγκο και μακρά διάρκεια. Ένα μαγικό κρασί από έναν μυθικό αμπελώνα που κοιτάζει τη λίμνη της Γενεύης, με κλίση και ομορφιά που κόβουν την ανάσα. Και με UNESCO World Heritage υπογραφή για τους δύσπιστους!

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. Παρακολουθήσαμε την παράσταση «100 γεμάτα σώματα» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη όπως ερμηνεύτηκε από τρεις γενιές χορευτών! Αμέσως μετά, κρασί στο μπαρ Filotimos, στο πλάιτου θεάτρου. Το ερυθρό Takun Reserva Merlot της Vina Caliterra από τη Χιλή, με έμφαση στο κόκκινο φρούτο, τα έβγαλε πέρα μια χαρά με το πλατό αλλαντικών που το συνόδευσε, αλλά ακόμα και με ένα απίθανο ροκφόρ-έκπληξη.

Tο βράδυ εκείνο στο Malabar in House του ξενοδοχείου The Margi, στη Βουλιαγμένη, γιορτάσαμε μια νέα κουμπαριά. Ήταν λαμπερό τόσο λόγω της περίστασης, όσο και λόγω της ατμόσφαιρας του ίδιου του εστιατορίου, το οποίο εκπέμπει μια θαλπωρική φινέτσα, με αποχρώσεις ώχρας και British Colonial αισθητική. Τα πιάτα όλα υπέροχα, με πρώτες ύλες που προέρχονται από τη φάρμα του The Margi στα Καλύβια, και στα ποτήρια μας το ολόφρεσκο, δροσερό Sauvignon blanc του Kτήματος Δημόπουλου από το Αμύνταιο.

 

Τα Masterclass της εταιρείας Wine Style του Στέφανου Κόγια Dip WSET είναι πλήρη, εκτεταμένα, μοναδικά. Το απόγευμα της Δευτέρας 3 Φεβρουαρίου 2020 είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε 35 ξινόμαυρα όλων των πιθανών στιλ και περιοχών. Πολλά υπέροχα κρασιά, αλλά ειδικά δύο από αυτά έχουν μέχρι σήμερα στοιχειώσει τη γευστική μου μνήμη: η Νάουσα Διαμαντάκου 2017, με μοναδική κομψότητα και αρώματα από βιολέτες, ορυκτό χαρακτήρα και σεμιναριακή ισορροπία στο στόμα, και το κυρ-Γιάννη XMD 2013 (blend 50% Ξινόμαυρο 50% Μαυροδάφνη), με μύτη επιπέδου Vosne- Romanée και αρώματα από καπνιστό ζαμπόν, δέρμα, τομπάκο, μανιτάρια, άγρια τρούφα, υψηλή οξύτητα και ξηρές τανίνες, που αναζητούν ταιριάσματα με λιπαρά πατέ συκωτιού και terrines. Εμπειρία!

Mία φιάλη Whispering Angel του φημισμένου ChâteauD’esclans από την Προβηγκία (Grenache, Rolle, Cinsault, Syrah, Tibouren) «καθαρίσαμε» μαζί με τα νιόκι, τα ζυμαρικά και τις πίτσες μας στην υπέροχη trattoria Bella Vespa στη Γλυφάδα! Οι εκλεκτές ζυμωτές φοκάτσιες που έρχονταν στα ξύλινα κασελάκια έγιναν στόχος των παιδιών, ενώ ένα δροσερό limoncello και ένα μυθικό προφιτερόλ (με τραγανά sous, επιτέλους!) έκλεισαν όμορφα την επίσκεψή μας. ■

 

 

 

 

Mark Andrew | της Θ. Καρτάλη, #17

Eίναι σχεδόν συγκινητικό να ακούς κάποιον να μιλάει για τη χώρα σου και τις δυνατότητές της με τόσο πάθος. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς ανθρώπους του κρασιού στην Ευρώπη, ο οποίος εδώ και λίγα χρόνια «ταράζει τα νερά» με τις απόψεις του. To ότι η Ελλάδα διαθέτει πολλές εξαιρετικές ποικιλίες το γνωρίζουν λίγο πολύ όλοι όσοι ασχολούνται με το κρασί. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος ξένος μιλάει θερμά για το ελληνικό κρασί.

Ίσα ίσα, πληθαίνουν τα θετικά σχόλια που έρχονται από το εξωτερικό, καθώς και οι διεθνείς βραβεύσεις ελληνικών κρασιών, γεγονός που αποδεικνύει την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει οι Έλληνες οινοποιοί τα τελευταία χρόνια, ανεξαρτήτως μεγέθους. Γνωστός, ωστόσο, για το πάθος του για κρασιά λίγο πιο ιδιαίτερα και για οινοποιεία που εστιάζουν σε ιδιαίτερα terroirs και σε μικρές παραγωγές, ο εκδότης του περιοδικού Νοble Rot και ιδιοκτήτης του ομώνυμου εστιατορίου στο Λονδίνο, Mark Andrew, καθήλωσε πραγματικά όσους είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία του με τίτλο «Small is Beautiful», στην οποία τόνιζε τον κομβικό ρόλο των μικρών οινοποιείων για την ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της έκθεσης «Μικροί Οινοποιοί 2020», η οποία διοργανώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά στο The Hub Events.

«Ιστορία και παράδοση / Γηγενείς ποικιλίες / Ιδιαίτερο terroir / Παλαιά κλήματα» αποτελούν, κατά τον Μark andrew, τους τέσσερις βασικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να κινηθεί ως χώρα προς την κατεύθυνση του boutique οινοποιείου, στο οποίο συμβάλλει άλλωστε και το γεγονός ότι είναι ούτως ή άλλως μια μικρή οινοπαραγωγός χώρα. «Ποια θέλετε να είναι η εικόνα της χώρας σας στο εξωτερικό, μιας χώρας που παράγει φθηνά, ευχάριστα κρασιά, κρασιά που μιμούνται εκείνα άλλων χωρών ή κρασιά αυθεντικά, με χαρακτήρα, που βασίζονται στην εκπληκτική κληρονομιά που διαθέτετε;»

Hταν το ερώτημα που έθεσε, περνώντας στη συνέχεια στην ανάλυση του κομβικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν τα μικρά οινοποιεία στη διαμόρφωση της εικόνας της Ελλάδας. «Τα μικρά οινοποιεία μπορούν να υπηρετήσουν άριστα τον σκοπό αυτόν, αρκεί να τηρούν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων το να καινοτομούν πάντα με σεβασμό στην παράδοση και να βάζουν τη γη πάνω από το brand». Κατά τη διάρκεια της παρουσίασής του, ο M. Andrew αναφέρθηκε εκτενώς στους νέους μικρούς παραγωγούς που έχουν τα τελευταία χρόνια εμφανιστεί στη Champagne, ένα από τα ισχυρότερα brands του κόσμου, οι οποίοι δίνουν μια άλλη διάσταση με τη διαφορετική προσέγγιση στην παραγωγή της σαμπάνιας, την έμφαση σε μοναδικά αμπελοτεμάχια και την προβολή του terroir. Επίσης, αναφέρθηκε και στη Νότια Αφρική, υπογραμμίζοντας ότι η εμφάνιση οινοποιείων που είχαν ως βάση της φιλοσοφίας τους τον σεβασμό στο αμπέλι, τις ήπιες πρακτικές οινοποίησης και τις μικρές παραγωγές έχουν ήδη αλλάξει το οινικό τοπίο σε μία από τις πιο διάσημες οινοπαραγωγούς περιοχές του κόσμου. Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις γηγενείς ποικιλίες, έκανε λόγο για έναν μοναδικό θησαυρό που διαθέτει η Ελλάδα, τον οποίο θα πρέπει να εκμεταλλευτεί. «Μη χάνετε την ώρα σας με Cabernet Sauvignon και Merlot, υπάρχουν άλλοι που μπορούν να το κάνουν πολύ καλύτερα. Έχετε Ξινόμαυρο, έχετε Ασύρτικο, Λημνιώνα, Ρομπόλα, τόσο πολλές εξαιρετικές ποικιλίες», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Έχοντας επισκεφθεί τη χώρα μας πολλές φορές, ο Μark Αndrew έχει ιδία άποψη για το οινικό τοπίο της Ελλάδας, γεγονός που του επέτρεψε να παρουσιάσει έναν δεκάλογο συμβουλών προς τους οινοποιούς, καλώντας τους μεταξύ άλλων να δίνουν έμφαση στις γηγενείς ποικιλίες, να αντιμετωπίζουν με συνέπεια το αμπέλι και να υιοθετούν ήπιες πρακτικές οινοποίησης, να σέβονται πάντα την ποιότητα και να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο packaging του προϊόντος τους. «Γνωρίζω ότι πολλοί από εσάς θα δυσφορήσετε ακούγοντας συμβουλές από κάποιον που δεν παράγει κρασί, όμως θα τις δώσω παρ’ όλα αυτά», τόνισε χαριτολογώντας ο Mark andrew, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι θα ήθελε πολύ κάποια στιγμή να κάνει και ο ίδιος κρασί στην Ελλάδα.

Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ MARK ANDREW

  1.  Το terroir είναι η βάση.
  2. Προβάλλετε τις γηγενείς ποικιλίες
  3. Ακολουθείτε τις αρχέςτης βιολογικής καλλιέργειας.
  4. Χρησιμοποιείτε φυσικές ζύμες.
  5. Υιοθετήστε πρακτικές ήπιας οινοποίησης.
  6. Έχετε πάντα ως γνώμονα τον σεβασμό στην ποιότητα.
  7. Οργανώστε έξυπνα τη διανομή του προϊόντος σας.
  8. Προσέξτε το packaging.
  9. Tιμολογήστε συνετά.
  10. Συνεργαστείτε με άλλους οινοποιούς με παρόμοια φιλοσοφία

Αγγελος Ιατρίδης | της Θ.Καρτάλη, #17

Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό, διότι ασχολείται με ένα αντικείμενο που επέλεξε εξαρχής και κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Με σπουδές στο Χημικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακά Οινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Bordeaux, επέλεξε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την περιοχή του Αμυνταίου Φλώρινας, έναν τόπο με μεγάλη αμπελουργική παράδοση, και με τον συνεταίρο του, αμπελουργό Μάκη Μαυρίδη, δημιούργησαν έναν εντυπωσιακό αμπελώνα 1.200 στρεμμάτων και ένα σύγχρονο οινοποιείο σε μια εποχή που το ελληνικό κρασί έκανε τα πρώτα δειλά βήματα στο εξωτερικό. Σκληρή δουλειά, συνέπεια στην ποιότητα, πολλά ρίσκα, αλλά και πολύ προσεκτικός σχεδιασμός είναι τα συστατικά που οδήγησαν το Κτήμα Άλφα στην κορυφή, χαρίζοντας στα κρασιά του διεθνή αναγνώριση και πολλές διακρίσεις.

Ο Άγγελος Ιατρίδης και ο Μάκης Μαυρίδης δοκιμάζουν τα κρασιά του Κτήματος. 

Ένας οινολόγος, εσείς, και ένας αμπελουργός, ο συνεταίρος σας Μάκης Μαυρίδης, ενώσατε την κοινή σας «τρέλα» για το κρασί και δημιουργήσατε το κτήμα Άλφα. Πίσω όμως από τους τομείς της οινολογίας και της αμπελουργίας κρύβεται μια σημαντική επιχειρηματική προσέγγιση, η οποία έχει οδηγήσει το κτήμα Άλφα στην κορυφή. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας;

Αυτό που μας διαφοροποίησε εξαρχής είναι το ότι επενδύσαμε στην πρωτογενή παραγωγή. Είναι πολύ σημαντικό να επενδύεις σε κομμάτια τα οποία θα σε στηρίξουν για να πας μπροστά στο μέλλον. Είναι όμως ένα κομμάτι πολύ δύσκολο, αργήσαμε πάρα πολύ μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να πατήσουμε στα πόδια μας. Από το 1995 που ξεκινήσαμε, επενδύαμε συνέχεια, και το «νεκρό» σημείο της εταιρείας ήρθε το 2012-13. Ποιος λογικός επιχειρηματίας θα το έκανε αυτό; Αυτή όμως είναι η φύση του αμπελιού, δεν υπάρχουν θαύματα. Η συνέπεια στην ποιότητα ήταν για μας το πιο βασικό. Μας πήρε δεκαεπτά χρόνια να φθάσουμε σε αυτό το σημείο, επενδύσαμε, ρισκάραμε πάρα πολλά πράγματα. Έτσι χτίστηκε το Κτήμα Άλφα, παίρνοντας πάρα πολλά ρίσκα, γι’ αυτό είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί.

Δημιουργήσατε ένα οινοποιείο πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή του, σημείο αναφοράς για πολλούς συναδέλφους σας. Το μεγαλύτερο κομμάτι της προσπάθειάς σας όλα αυτά τα χρόνια θεωρείτε ότι ήταν στο αμπέλι ή στο οινοποιείο;

Η μεγαλύτερη δουλειά έγινε στο αμπέλι. Αν το μετέφραζα σε ποσοστά, θα έλεγα ότι 85% της προσπάθειας ήταν στο αμπέλι. Εκείνο που έχει σημασία είναι πώς θα φθάσει στο οινοποιείο σταφύλι υψηλής ποιότητας. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί οινολόγοι, κάτι που λείπει από την πρωτογενή παραγωγή. Ο ελληνικός αμπελώνας συρρικνώνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Στη δική μας περιοχή είμαστε τυχεροί, καθώς τα τελευταία χρόνια ο αμπελώνας διευρύνθηκε από τα 6.000 στρέμματα στα 10.500. Γενικά, όμως, ως χώρα είμαστε πολύ πίσω στον τομέα αυτόν. Ο παραγωγός πρέπει να επικεντρωθεί στο αμπέλι. Πρέπει να είσαι καθημερινά εκεί, να σκέφτεσαι τι μπορεί να συμβεί για να το προλαβαίνεις, το αμπέλι είναι επιστήμη, πρέπει να ενημερώνεσαι διαρκώς, να έχεις πρόσβαση στη διαδικασία επιστημονικής προσέγγισης. Δεν ισχύει το ότι, επειδή ο παππούς κι ο προπάππους έκαναν καλό κρασί, θα κάνεις κι εσύ. Κάνεις καλό σταφύλι και καλό κρασί επειδή ασχολείσαι με μεγάλη ακρίβεια. Αυτό απαιτεί και ο διεθνής ανταγωνισμός άλλωστε· ο Έλληνας παραγωγός δεν θα συγκριθεί με τον γείτονά του, αλλά με τους παραγωγούς όλου του κόσμου που θα βγουν να πουλήσουν στο ίδιο σημείο. Το μέλλον της ελληνικής οινοποιίας είναι στο αμπέλι.

Έχετε μια πολύ επιστημονική προσέγγιση σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής του κρασιού. Ποια είναι η θέση σας απέναντι στην άποψη ότι πρέπει να αφήνουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της, χωρίς παρεμβάσεις;

Με ρωτάτε για πράγματα που με έχουν προβληματίσει πολύ. Το κομμάτι της φύσης που κάνει τη δουλειά της το πιστεύω έως ένα σημείο. Από εκεί και πέρα, η φύση δεν κάνει πάντα καλή δουλειά. Μπορεί να δώσει το καλύτερο και το χειρότερο. Μπορεί να σου δώσει τον ιδανικό καιρό να κάνεις μια σωστή οινοποίηση, για να παρακολουθήσεις σωστά τον αμπελώνα σου, μπορεί όμως και να τον καταστρέψει. Πιστεύω συνεπώς στη συνεργασία της φύσης με τον άνθρωπο. Σε ό,τι αφορά τον όρο «φυσικά κρασιά», πιστεύω ότι όλα τα κρασιά είναι φυσικά. Τεχνητά είναι τα κρασιά που χρησιμοποιούμε ως δείκτες στις αναλύσεις μας. Όλα τα κρασιά παράγονται από σταφύλι, με συγκεκριμένες οινοποιητικές διαδικασίες που τις διδασκόμαστε και τις υποστηρίζουμε. Από εκεί και πέρα, η επιλογή να μη χρησιμοποιούνται ορισμένα πράγματα, όπως τα θειώδη π.χ., ή κάποια άλλα στοιχεία που δεν θεωρούνται φιλικά προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο, είναι μια άλλη συζήτηση, πολύ μεγάλη. Η επιλογή αυτή θεωρώ ότι πρέπει να αποτελεί στάση ζωής, την οποία και σέβομαι απολύτως. Όταν όμως είσαι στα κρασιά φυσικός και στην υπόλοιπη ζωή σου συμβατικός, δεν το δέχομαι. Υπάρχουν πολλοί παραγωγοί τους οποίους σέβομαι απόλυτα, θεωρώ όμως ότι είναι λίγοι αυτοί που είναι από τη φύση τους δοσμένοι στη συγκεκριμένη διαδικασία.

Ο Αγγελος Ιατρίδης δίπλα σε παλέτες του κτήματος Αλφα

Υπάρχει, ωστόσο, χώρος για όλους. Έτσι δεν είναι;

Κοιτάξτε, επειδή ακούω πολλά τσιτάτα τελευταία του τύπου «το φυσικό κρασί έχει μπει στη ζωή μας», πολλά πράγματα έχουν μπει στη ζωή μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα είναι χρήσιμα. Σίγουρα όλοι προσπαθούμε να βελτιώσουμε κάποια πράγματα, ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει πώς θα το κάνει. Αντιλαμβάνεστε ότι πάντα πρέπει κάποιος να ανακαλύπτει κάτι καινούργιο, σέβομαι το δικαίωμα όλων να μπορούν να ανακαλύπτουν κάτι διαφορετικό. Ο χρόνος θα δείξει πόσο μπορεί να κρατήσει αυτή η διαφορετικότητα. Σημασία έχει η συνέπεια σε αυτό που κάνει ο καθένας, η συνέπεια στην ποιότητα. Τα φυσικά κρασιά είναι σίγουρα μια τάση, δεν πιστεύω όμως ότι η μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών, όταν έχει να δοκιμάσει τυφλά δύο κρασιά, θα προτιμήσει ένα κρασί natural. Φυσικό κρασί θα επιλέξει κανείς από ενδιαφέρον, από περιέργεια ίσως, αλλά πιστεύω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα το επαναλάβει.

Υπάρχει η άποψη ότι με τη βοήθεια της τεχνολογίας δύσκολα μπορεί να κάνει κανείς «κακό» κρασί. Κατά τη γνώμη σας, τι είναι αυτό που κάνει ένα κρασί αξιομνημόνευτο, που το διαφοροποιεί πραγματικά;

Το να δημιουργήσεις εμπειρία σε αυτόν που το απολαμβάνει. Πώς; Πρέπει να τον εντυπωσιάσεις, είναι πολύ σημαντικό να δείξεις ότι υπάρχει μια μοναδικότητα που δεν μπορεί να τη βρει αλλού. Εκεί κερδίζεις τη δυνατότητα να τον κάνεις όχι μόνο πρεσβευτή, αλλά και απόστολο της προσπάθειας να κάνει γνωστό το κρασί σου. Κάθε λεπτομέρεια μετράει. Από το πώς θα εμφανιστεί το κρασί σου, τι υπάρχει μέσα στο κρασί σου και –το πιο σημαντικό– τι θα υπάρχει όταν μπει στο ποτήρι. Όλα θα πρέπει να είναι μοναδική εμπειρία. Όσο πιο μοναδικό κάνεις αυτό το μονοπάτι, τόσο πιο εύκολα θα σε θυμάται ο άλλος.

Από τις δεκαεπτά ετικέτες που παράγετε ποια θα ξεχωρίζατε ως πραγματικά μοναδική;

Δύσκολο να απαντήσω, καθώς όλα τα κρασιά μας είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης δουλειάς. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο, αυτό θα ήταν το Κτήμα Άλφα Syrah, Merlot-Ξινόμαυρο, που πρεσβεύει ακριβώς τη φιλοσοφία μας. Έχεις ένα χαρμάνι από τρεις ποικιλίες και φτιάχνεις μια καινούργια οντότητα. Σαν τον καλλιτέχνη που έχει κάποια χρώματα στην παλέτα του και αποτυπώνει μια σύνθεση στην οποία βάζει την υπογραφή του.

Ποια είναι τα σχέδιά σας για τα επόμενα χρόνια;

Υπάρχει ένας σχεδιασμός για την επόμενη πενταετία να αναπτυχθούμε και σε άλλες περιοχές του ελληνικού αμπελώνα. Υπάρχουν κάποιες προτεραιότητες, ακόμη όμως είναι σχέδια που τα μελετάμε. Όλοι γνωρίζουν πια ότι η Σαντορίνη είναι μια ζώνη σημαντική, που έχει μπει στον παγκόσμιο οινικό χάρτη. Το ακούμε, κάνουμε τις έρευνές μας για να έχουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, ώστε να αναπτύξουμε αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να αναπτυχθεί, δηλαδή παραγωγικά η δραστηριότητά μας, ώστε να ενισχυθεί η παρουσία μας σε αυτή τη ζώνη.

Πώς βλέπετε συνολικά την πορεία του ελληνικού κρασιού στις ξένες αγορές;

Έχει βελτιωθεί πολύ, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά και οργανωμένα βήματα. Θυμάμαι πριν από μία δεκαπενταετία-εικοσαετία, όταν ξεκινήσαμε στις αγορές αυτές, δεν ήθελαν καν να δοκιμάσουν ελληνικό κρασί, δεν ήξεραν καν ότι η Ελλάδα παράγει κρασί. Τώρα έχουν συνειδητοποιήσει ότι φτιάχνουμε καλό κρασί και βρισκόμαστε σε έναν δρόμο σωστό, αλλά θέλει πάρα πολλή δουλειά. Δεν υπάρχει ακόμη η κρίσιμη μάζα ποιότητας για να πεις ότι θα ανταγωνιστείς. Είμαστε λίγο σαν τον Δαυίδ με τον Γολιάθ. Πρέπει συνέχεια να σκαρφίζεσαι νέα στιλ, να προβάλλεις τις ελληνικές ποικιλίες που είναι η αιχμή του δόρατος, να πρέπει να πείσεις τον αγοραστή από όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης να σε διαλέξει. Θέλει πολλή δουλειά.

Πέρα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε τα χρόνια εκείνα στο εξωτερικό, θυμάστε κάποια άλλη στιγμή που σας έκανε να μετανιώσετε για τον δρόμο που έχετε επιλέξει;

Ποτέ δεν βρέθηκα αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο. Είχα την τύχη η ενασχόλησή μου με το κρασί να είναι επιλογή μου ως φοιτητή, ως μεταπτυχιακού, μετά ως δουλειά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πολύς κόσμος που έχει την πολυτέλεια να επιλέξει και την τύχη να κάνει αυτό που ονειρεύεται.

Αγαπημένες ποικιλίες, εκτός από το Ξινόμαυρο φυσικά;

Μαντηλάρι. Θεωρώ ότι αδικείται. Έπρεπε να χαίρει μεγαλύτερης καλλιεργητικής φροντίδας. Έχω δοκιμάσει κάτι Μαντηλάρια στην ορεινή Ρόδο απίστευτα! Σε μεγάλες χρονιές πολύ καλής ωριμότητας πιστεύω ότι μπορεί να είναι εκπληκτικό. Είναι κάτι που ζηλεύω, δεν έχω ασχοληθεί όσο θα ήθελα… ■

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Αλέξανδρος Αβραμίδης

Φίτα | Φωτ. Κώστας Σταυρόπουλος, #17

Kοντά στις γραμμές του τραμ, στο ιστορικό Δουργούτι, στον Νέο Κόσμο, ο Φώτης Φωτεινόγλου και ο Θοδωρής Κασσαβέτης, σεφ και ιδιοκτήτες, δημιούργησαν το ΦΙΤΑ. Σε ένα σύγχρονο και λιτό περιβάλλον, που προεκτείνεται σε μια καταπράσινη αυλή, εναλλάσσουν καθημερινά το μενού του εστιατορίου, εστιάζοντας στο ψάρι και σε επιλογές από κρέατα που έρχονται στο ΦΙΤΑ από τον τόπο καταγωγής τους. Η λίστα κρασιών ανανεώνεται συχνά με τον ίδιο τρόπο, με επίκεντρο τον ελληνικό αμπελώνα.

Ο Φώτης Φωτεινόγλου, ο Θοδωρής Κασσαβέτης και η ομάδα του ΦΙΤΑ.

 Χταπόδι ψητό με κρέμα από πιπεριά Φλωρίνης και πικραλίδα (ταραξάκο)

Για το χταπόδι

Το αφήνουμε στον ήλιο μία ημέρα και κατόπιν το ψήνουμε στη σχάρα.

Κρέμα πιπεριάς

  • 2πιπεριές Φλωρίνης
  • 1 σκελίδα σκόρδο
  • 2 κ.σ. μηλόξιδο
  • 30 ml ελαιόλαδο
  • Αλάτι,πιπέρι

Ψήνουμε τις πιπεριές και τις ξεφλουδίζουμε. Σε ένα μπλέντερ βάζουμε όλα τα υλικά για την κρέμα και χτυπάμε μέχρι να ομογενοποιηθούν.

Σαλάτα πικραλίδας

Βράζουμε τις πικραλίδες αλλάζοντας τρεις φορές το νερό. Προσθέτουμε ελαιόλαδο, ξίδι και αλάτι. Τέλος, γαρνίρουμε με φέτες ραπανάκι.

Ο SΟMMΕLIER  ΑΡΗΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Rosé de Xinomavro 2017, Ξινόμαυρο, Αμπελώνες Θυμιόπουλου, Νάουσα

Το ροζέ από το Κτήμα Θυμιόπουλου είναι ένα ξινόμαυρο με χαρακτήρα. Βγαίνει στην αγορά παλαιωμένο, κάτι όχι τόσο σύνηθες για ροζέ. Η ένταση των αρωμάτων θα ισορροπήσει την ένταση του ψησίματος του χταποδιού. Επίσης η βοτανικότητα του κρασιού θα ισορροπήσει με αυτήν της πιπεριάς. Η πιπεριά και η πικραλίδα όμως βγάζουν ένα πικρό στοιχείο, που θα σβήσει από την ωριμότητα και τη γλύκα του φρούτου. Η αλμύρα του πιάτου θα κάνει το κρασί μας πιο έντονο στα αρώματά του.

Χριστόψαρο με ριζότο τσουκνίδας

Ζωμός ψαριού

  • 25gr ελαιόλαδο
  •  150 gr κρεμμύδι,κομμένο σε φέτες
  • 50 gr πράσο, μόνο το λευκό μέρος
  •  25 gr σέλερι
  • 2,5 kg κόκαλα ψαριού
  • 2 lt νερό
  • Θυμάρι
  • Μαϊντανός
  •  2 φύλλα δάφνης
  • Μαύρο πιπέρι σε κόκκους

Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε το λάδι και «ιδρώνουμε» τα λαχανικά. Προσθέτουμε τα κόκαλα του ψαριού και σοτάρουμε για 10 λεπτά. Προσθέτουμε το νερό και σιγοβράζουμε. Αφαιρούμε τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια. Στη συνέχεια βάζουμε το θυμάρι, τον μαϊντανό, τη δάφνη, τους κόκκους πιπεριού και συνεχίζουμε να σιγοβράζουμε για 50 λεπτά. Τέλος, το περνάμε από λεπτή σήτα.

Κρέμα τσουκνίδας

  •  500 gr τσουκνίδα
  •  50 gr φιστίκι Αιγίνης
  • 50 ml ελαιόλαδο
  • 2 gr τσίλι

Ζεματίζουμε τις τσουκνίδες για 2 λεπτά και στραγγίζουμε καλά. Σε ένα μπλέντερ προσθέτουμε όλα τα υλικά της κρέμας και χτυπάμε μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά. Αφού έχουμε ετοιμάσει και το ριζότο μας, στο τέλος τα ανακατεύουμε πολύ καλά.

Ριζότο

  • 180 gr ρύζι arborio για ριζότο
  • 70 gr κρεμμύδι ξερό, ψιλοκομμένο
  • 2 κ.σ. ελαιόλαδο
  •  1 κούπα λευκό κρασί
  • 600 ml ζεστός ζωμός ψαριού

Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε το λάδι, προσθέτουμε το κρεμμύδι και σοτάρουμε μέχρι να γυαλίσει. Συνεχίζουμε με το ρύζι για 3 λεπτά. Σβήνουμε με το κρασί μέχρι να εξατμιστεί και ρίχνουμε κουταλιά κουταλιά τον ζωμό.

Για το ψάρι

• 120 gr φιλέτο χριστόψαρου • 2 κ.σ. ελαιόλαδο

Σε καυτό τηγάνι με βαρύ πάτο ρίχνουμε το ελαιόλαδο και το φιλέτο από τη μεριά του δέρματος, σοτάρουμε για 4 λεπτά, το γυρίζουμε και σοτάρουμε για άλλα 2 λεπτά.

Ο SΟMMΕLIER  ΑΡΗΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Σαντορίνη 2018, Ασύρτικο, Κτήμα Αργυρού, Σαντορίνη

Το Κτήμα Αργυρού είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο παραγωγής, που βγάζει ένα από τα πιο ποιοτικά Ασύρτικα της Σαντορίνης. Έχει την ένταση και τον όγκο να σταθεί δίπλα στο ριζότο. Η οξύτητα του κρασιού θα ισορροπήσει ιδανικά με τον mineral χαρακτήρα του κρασιού και θα «σπάσει» τη λιπαρότητα του πιάτου, ενώ το υψηλό αλκοόλ θα δώσει μια θέρμη που θα ισορροπήσει την πίκρα της τσουκνίδας.

OINOΠΟΙΕΙΟ ΑΙΒΑΛΗ

Νεμέα…. Ο  Ναός του Δία, το αρχαίο στάδιο, ελιές και αμπέλια, μα πάνω από όλα στην καρδιά κάθε οινόφιλου τα κρασιά που μαρτυρούν την καταγωγή των σταφυλιών από την ιστορική αυτή περιοχή. Η τοπική ποικιλία Αγιωργίτικο, η πασίγνωστη και γοητευτική αυτή ποικιλία κλείνει μέσα της αρώματα κερασιού, βύσσινου και γλυκών μπαχαρικών. Η μεγαλύτερη οινική ΠΟΠ ζώνη της Ελλάδας, έχει να επιδείξει πολλούς παραγωγούς, δεκάδες ετικέτες και πολλές διαφορετικές φιλοσοφίες οινοποίησης. Όμως ανάμεσα στους δεκάδες παραγωγούς της Νεμέας υπάρχει ένας που ξεχωρίζει τόσο για τα κρασιά όσο και για το ταπεραμέντο του. «Μπορεί εγώ να λέω πολλά αλλά να ξέρεις, είμαι πάντα σε θέση να τα αποδείξω σε οποιονδήποτε το ζητήσει. Όποιος θέλει ας έρθει να δει τα αμπέλια μας, θα του κοπεί η ανάσα.»

Η φωνή του Χρήστου Αϊβαλή, ιδιοκτήτη του οικογενειακού Οινοποιείου Αϊβαλή στο Πετρί της Νεμέας ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση. Και η αλήθεια είναι ότι τα κρασιά του δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας σε κανέναν. Πληθωρικότητα, αρωματική και γευστική συμπύκνωση, όγκος, διάρκεια αλλά και πολυπλοκότητα και χαρακτήρας. Με ποιους τρόπους όμως ο Χρήστος Αϊβαλής φτάνει σε αυτό το αποτέλεσμα;  «Σκληραγωγούμε τα αμπέλια μας», καθώς λέει. «Δεν ποτίζουμε ποτέ. Λιπαίνουμε τα φυτά ελάχιστα έως καθόλου. Το αμπέλι για να επιβιώσει απλώνει τις ρίζες του βαθύτερα στο χώμα για να βρει τροφή και υγρασία. Έτσι τα αμπέλια μας παράγουν κρασί με χαρακτήρα.» Τέλος, οι στρεμματικές αποδόσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές (150 έως 550 κιλά / στρέμμα), ενώ το κάθε αμπελοτεμάχιο τρυγιέται και οινοποιείται ξεχωριστά. Αλλά και στην οινοποίηση τα πράγματα είναι αυστηρά: 48 ώρες προζυμωτική εκχύλιση, ελεγχόμενη ζύμωση, ελάχιστη πίεση των στέμφυλων (μέγιστη πίεση 0,8 bars για τα ερυθρά) απολάσπωση, πέρασμα από βαρέλι και εμφιάλωση του κρασιού, ασταθεροποίητου και αφιλτράριστου, κρατώντας έτσι την αυθεντικότητα και το μοναδικό του χαρακτήρα. Πλέον και οι τρεις ‘Νεμέες’ του οινοποιείου, τα κρασιά δηλαδή που παράγονται αποκλειστικά από Αγιωργίτικο της ζώνης ΠΟΠ Νεμέα, χαρακτηρίζονται single-vineyard, καθώς προέρχονται από συγκεκριμένα αμπέλια. Η Νεμέα Αϊβαλή παράγεται από σταφύλια από το αμπελοτόπι ‘Γερακίνα’ στα 580 μέτρα, το Μονοπάτι από τη Συκίτσα στο Μεγαλοβούνι στα 600 μέτρα και το Le Sang de la Pierre (Το Αίμα της Πέτρας) από το χαμηλότερο αλλά πετρώδες αμπελοτόπι ‘Τραγάνες’.

Νεμέα θα έπρεπε να ονομάζεται και το θηριώδες 4 (τέσσερα), το οποίο, όπως λέει και το όνομά του, παράγεται από ένα προφυλλοξηρικό αμπελώνα τεσσάρων στρεμμάτων ηλικίας 150 ετών (!) με εκτεταμένο ριζικό σύστημα στο Φλιάσιο Πεδίο με αμπέλια που ανήκουν στην οικογένεια Αϊβαλή για πάνω από έναν αιώνα. Ο νομοθέτης όμως δεν είχε προβλέψει ότι θα υπήρχε παραγωγός που θα ωρίμαζε το κρασί του δύο φορές σε καινούριο βαρέλι (γαλλικό και αμερικάνικο) από 18 μήνες! Για αυτό και μόνο το λόγο το σπανιότερο κρασί του οινοποιείου κυκλοφορεί ως επιτραπέζιο. Τελευταία προσθήκη στη συλλογή το ‘Dieux Dieux’ (ντε ντιε), δηλαδή δύο Θεοί, από χαρμάνι του Αγιωργίτικου με το μπορντολέζικο Cabernet Sauvignon από τους αμπελώνες Άγιος Δημήτριος και Τσιντάρια. Την συγκλονιστική γκάμα των ερυθρών συμπληρώνει το πιο εμπορικό – αλλά καλοφτιαγμένο- Ροζέ Αϊβαλή και ένα ή δύο λευκά που εναλλάσσονται κάθε χρόνο, ανάλογα με την πρώτη ύλη που βρίσκει και επιλέγει η οικογένεια. Φέτος κυκλοφορεί ένα Chardonnay ζυμωμένο σε γαλλικά βαρέλια Allier, ενώ στο παρελθόν έχουν κυκλοφορήσει μονοποικιλιακά κρασιά από Μοσχοφίλερο, Sauvignon Blanc και Ασύρτικο.

Τα τελευταία τρία χρόνια την ευθύνη της οινοποίησης έχει αναλάβει ο γιος του Χρήστου, Σωτήρης Αϊβαλής ο οποίος έρχεται να ισορροπήσει ιδανικά τόσο τα κρασιά όσο και την κουλτούρα του οινοποιείου. Στην πληθωρικότητα του Χρήστου, έρχεται να προστεθεί η εσωτερικότητα, η επιστημονική τεκμηρίωση και η λεπτότητα του Σωτήρη για να τυλιχτεί η δύναμη των κρασιών με ένα όμορφο πέπλο φινέτσας. Κάποτε ρώτησα το Χρήστο γιατί, εφόσον τα κρασιά είναι πληθωρικά, ο Σωτήρης επέλεξε να σπουδάσει στη Βουργουνδία και όχι στο Μπορντώ και έλαβα την εξής απάντηση: «Γιατί, για να τα συμφωνούμε; Εγώ είμαι ήδη της σχολής του Μπορντώ. Το θέμα είναι να διαφωνούμε. Τότε μόνο θα γίνουμε ακόμα καλύτεροι.» Επισκεφτήκαμε το Οινοποιείο Αϊβαλή κατά τη διάρκεια του τρύγου και περπατήσαμε ανάμεσα στα αμπέλια νιώθοντας την ομορφιά του ζεστού ακόμα φθινοπώρου. Το αμπελοτόπι Γερακίνα σε υψόμετρο σχεδόν 600 μέτρων είναι πραγματικά σπουδαίο. Υποδειγματική καλλιέργεια, ανάπτυξη φυτών, καθαρότητα διαδρόμων, εξαιρετικό φύλλωμα και λίγα, πολύ λίγα σταφύλια. Λίγα αλλά συμπυκνωμένα, πλούσια, πληθωρικά! Όταν επιστρέψαμε στο Οινοποιείο, οι ρυθμοί συνέχισαν να είναι αργοί και χαλαροί. Ο Χρήστος πιο πολύ νοιαζόταν να μαγειρέψει παρά για τη διαδικασία της παραλαβής. «Στον τρύγο εδώ ξεκουραζόμαστε. Αν έχεις δουλέψει όλο το χρόνο στο αμπέλι, στον τρύγο ξεκουράζεσαι» μας λέει με έμφαση.

Τα κρασιά Αϊβαλή –και ειδικά τα ερυθρά- έχουν εδώ και χρόνια cult status και πιστούς οπαδούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σε κάθε λάτρη των κρασιών του Μπορντώ ή της Napa Valley αλλά και σε κάθε οινόφιλο που θεωρεί ότι το Αγιωργίτικο δεν μπορεί να προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις, του συστήνουμε να γνωρίσει τη δουλειά του απόλυτου Νεμεάτη terroirίστα η οποία ανατρέπει όλα τα στερεότυπα για τη Νεμέα σε δευτερόλεπτα! Όσο για το Χρήστο Αϊβαλή, όταν του θυμίζουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που τρομάζουν με την υπερβολική αυτοπεποίθηση και σιγουριά του, εκείνος φωνάζει: «Οι μετριοπαθείς να πάνε στο μοναστήρι!» και μας κάνει να γελάμε. g

Θωμάς Λίγας | της Π. Κατσάτου, #17

«Έγινα οινολόγος από ατύχημα», λέει χαμογελώντας ο Θωμάς Λίγας. Ένας ζεστός άνθρωπος, με γαλλική στόφα και φινέτσα που δεν θυμίζει στο ελάχιστο Έλληνα. Τα κρασιά του, όμως, δεν έχουν τίποτα από αυτή την ηρεμία που μοιάζει να έχει ο ίδιος. Αιχμηρά, τολμηρά, έντονα και απολύτως φυσικά, μπορεί να σου αρέσουν, μπορεί και όχι. Ένα είναι πάντως σίγουρο: δεν μοιάζουν με άλλα… σε καμία περίπτωση.

Ο Θωμάς Λίγας μας παρουσιάζει τα κρασιά του

«Δεν μπήκα για δύο μονάδες στο πανεπιστήμιο και έφυγα για τη Γαλλία, όπου ξεκίνησα από τη Βιοχημεία, αλλά κατέληξα να σπουδάζω Οινολογία στο Μontpellier και έκανα πρακτική στο Bordeaux. Μέχρι τότε κανείς στην οικογένεια δεν είχε επαφή με αμπέλια. Φέτος, έκανα τον τεσσαρακοστό μου τρύγο και κοιτάζοντας πίσω χαίρομαι, γιατί μπόρεσα να πειραματιστώ και να διαλέξω εγώ τον τρόπο που θα δουλέψω. Σήμερα, ενώ το πρώτο μου μάθημα στην Οινολογία ήταν τα θειώδη, έχω φτάσει στο σημείο να μη χρησιμοποιώ καθόλου θειώδη», λέει και χαμογελά με ικανοποίηση, συνοψίζοντας σε αυτή τη φράση όλη του τη φιλοσοφία.
Ο Θωμάς Λίγας εφαρμόζει τη μέθοδο Permaculture. Δεν ραντίζει, δεν οργώνει, δεν χρησιμοποιεί τρακτέρ στο αμπέλι, ουσιαστικά αφήνει τη φύση να ισορροπήσει από μόνη της, δίνοντας πλούτο στο αμπέλι. Αντί να θεραπεύει, ενισχύει το φυτό απέναντι στις ασθένειες. Το πολυκόμπι που υπάρχει σε κάθε ρεματιά περιέχει κατά 94% πυρίτιο και προστατεύει το φυτό από τον περονόσπορο. Η τσουκνίδα είναι δυναμωτικό βότανο και ενεργοποιεί τη φωτοσύνθεση, ενώ το καλοκαίρι το αμπέλι αφυδατώνεται και γι’ αυτό του κάνουν «μπάνιο» με χαμομήλι. Και όταν όμως το σταφύλι πάρει τον δρόμο για το οινοποιείο, συνεχίζει να του φέρεται με παρόμοιο τρόπο. Όχι ζύμες, προσθήκες, θειώδη, φιλτράρισμα, διαύγαση, τίποτα που να επηρεάσει τη more than organic προσέγγιση, την οποία εφαρμόζει πιστά τα τελευταία έξι χρόνια.
«Βιολογική καλλιέργεια έκανα πριν από τριάντα χρόνια, ενώ η στροφή μου ήταν καθαρά ιδεολογική αρχικά. Όταν ήμουν μικρός, βοηθούσα τον πατέρα μου στα καπνά και έβλεπα ότι τα λιπάσματα και τα φάρμακα είχαν την τιμητική τους. Επηρεάστηκα, γιατί είχα οικολογική συνείδηση. Με τα χρόνια, άρχισα να τα μειώνω και έφτασα στο σημείο να ακυρώσω εντελώς τα σκευάσματα και σήμερα να είμαι πλήρως βιολογικώς πιστοποιημένος. Εκεί “έφαγα κλοτσιά” από τη νεολαία, από τα παιδιά μου, που με έβαλαν στα φυσικά κρασιά. Οινολόγοι και οι δύο, ο μεν Ιάσονας, πιστός στις αρχές της πασιονάριας των φυσικών κρασιών Isabelle Legeron, κάνει το δικό του project στη Σάμο, η δε κόρη του μοιράζεται τη ζωή της μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας.
«Ακούω τα βήματα των νέων και κάνω στην άκρη», λέει ο Θωμάς Λίγας με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ως γαλλοτραφής, όλη η οικογένεια –η σύζυγός του είναι Γαλλίδα–, προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τη βιοδυναμική όχι εμπειρικά, αλλά επιστημονικά. Δεν είναι “έλα να σου πω τη μοίρα σου”. Ερμηνεύουμε τα φαινόμενα και τα προσαρμόζουμε ανάλογα με το terroir. Άλλες οι ανάγκες του Τάτση και άλλες οι δικές μου. Όλα αυτά τα χρόνια, ενώ στην αρχή υπήρχε ένδεια σε αμπελουργικό υλικό, τώρα έχουμε καλύτερο υλικό. Ο Ροδίτης, π.χ., όταν ξεκίνησα εγώ, ήταν μόνο για ρετσίνα. Έλεγα δεν είναι δυνατόν, και έκανα πειράματα, αυστηρό κλάδεμα, καθόλου λιπάνσεις, νερά, συμπύκνωση, και έτσι με τόλμη έβαλα στην ετικέτα μου “Ροδίτης”.
»Πριν από μερικά χρόνια, αποφάσισα να ξεπατώσω τις ξένες ποικιλίες και να στραφώ στις ελληνικές. Το Ασύρτικο είχε ήδη πάρει τον δρόμο του και θα το χρησιμοποιούσαμε, αλλά αποφάσισα να πειραματιστώ με την Κυδωνίτσα και δικαιώθηκα. Διανύουμε την έβδομη χρονιά χωρίς χαλκό. Δεν το κάνω από μαγκιά, απλώς έχω συνειδητοποιήσει ότι ο χαλκός είναι ένα μέταλλο τοξικό. Η τοξικότητα αυτή, ακόμα και σε μικρή ποσότητα –βιολογικής καλλιέργειας–, επηρεάζει τον φλοιό, το γίγνεσθαι, δηλαδή τις πρόωρες αρωματικές ενώσεις, τις ζυμώσεις. Ο κλασικός οινοποιός που χρησιμοποιεί ζύμες δεν επηρεάζεται, εμείς όμως, ναι. Μην ξεχνάτε ότι η ζύμη κουβαλά γενετικό υλικό. Αν βάλεις ζύμες από Sauvignon blanc σε Ροδίτη, θα έχουν τη γεύση του. Δεν είναι λοιπόν ιδεολογικό το θέμα, είναι ουσιαστικό. Η οινοποίηση έχει καταντήσει, κατά τη γνώμη μου, σαν μια κουζίνα… Επειδή δεν θέλεις να ανησυχείς για το τι θα γίνει, “ξεντύνεται” ό,τι είναι ευάλωτο και το προστατεύεις με κάτι τεχνητό. Είναι σαν το κερασάκι γλασέ της τούρτας, που είναι ένα ψόφιο κεράσι, αφού έχει κάνει “μπάνιο” σε θειώδες οξύ, φεύγει το χρώμα του και μετά το βάφουν. Αυτό το ντύσιμο-γδύσιμο αφαιρεί οποιαδήποτε αυθεντικότητα σου δίνει η γη. Είτε αυτό το κεράσι είναι από τη Βραζιλία είτε από την Ουκρανία, είναι το ίδιο και το αυτό».

Κέρατα αγελάδας που γεμίζουν κοπριά και χρησιμοποιούνται στη βιοδυναμική καλλιέργεια.

Το Κτήμα Λίγας παράγει περίπου 32.000 φιάλες ετησίως. Οι ποικιλίες που καλλιεργούν είναι Ροδίτης, Ασύρτικο, Κυδωνίτσα, Ξινόμαυρο και Λημνιώνα. Ο τρύγος γίνεται χειρωνακτικά από τα μέσα Αυγούστου έως το τέλος Σεπτεμβρίου. Ο Θωμάς Λίγας εφαρμόζει πιστά τις αρχές της βιοδυναμικής καλλιέργειας. Όχι μόνο στο αμπέλι, αλλά και στις δοκιμές, όπως αποδεικνύεται. Κοιτάζει το τηλέφωνό του και η εφαρμογή του βιοδυναμικού ημερολογίου τον συμβουλεύει για το τι μέρα είναι η σημερινή. «Η γευστική δοκιμή δεν είναι καλή για σήμερα, είναι γκρι», λέει και χαμογελάει, αλλά δεν πειράζει. Είναι και λίγο μόδα αυτή η ιστορία με τα φυσικά κρασιά; τον ρωτάμε λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας. «Προφανώς είναι και λίγο μόδα όλα αυτά, αλλά εμένα δεν με αφορά. Δεν επιδιώκω να είναι το κρασί μου θολό, έτσι βγαίνει. Αν το επιδιώκεις όμως αυτό, είναι μόδα.

»Όλα τα κρασιά είναι φυσικά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε από αυτή τη βάση. Όταν όμως σε ένα κρασί βάζεις αραβινόλη, δηλαδή το δάκρυ της ακακίας, για να δώσεις σώμα, τότε παρεμβαίνεις. Παρεμβαίνεις όταν προσθέτεις και σάκχαρα ή γάλα για διαύγαση ή ζελατίνη. Καταλαβαίνω την πρακτική των παππούδων μας, που έβαζαν ασπράδι από αυγό, αλλά τώρα παράγουμε ζελατίνη. Το ίδιο πράγμα είναι; Είμαι υπέρμαχος του όρου “φυσικό κρασί”, και καλό είναι να δούμε την παραπλάνηση όταν μου λες ότι αυτό είναι ξινόμαυρο, αλλά χρησιμοποιείς ζύμες από Cabernet. Υπάρχουν συστατικά που αλλοιώνουν τη φυσικότητα του κρασιού».

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Η δοκιμή μας ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, απευθείας από δεξαμενές και βαρέλια.

Πάτα τράβα Η περίφημη αυτή μέθοδος οινοποίησης, που έδωσε και το όνομά της στο κρασί, προκύπτει με πολύ ελαφριά πίεση των σταφυλιών και άμεση παραλαβή του μούστου, ο οποίος προ- κύπτει μετά τη μικρότερη δυνατή επαφή του με τον σκουρόχρωμο φλοιό. «Το κάναμε για να ικανοποιήσουμε εκείνους που θέλουν κάτι ελα- φρύ, χωρίς μεταλλικότητα», μας λέει ο Θωμάς Λίγας. Ακολούθησε ένα Μοσχόμαυρο, ροζέ από δεξαμενή, φρέσκο, φετινό, με έντονα σταφυλικά αρώματα, το οποίο θα μπει ακολούθως σε βαρέλια για να σταθεροποιηθεί.

Ροδίτης Ζυμώνεται στο βαρέλι, όπου μένει για να σταθεροποιηθεί. Δευτερογενή και τριτογενή αρώματα, κυρίως από αποξηραμένο φλοιό από πορτοκάλι και ροδάκινο. Σαφέστατα ο χαρακτήρας του Ροδίτη είναι εμφανής, με αρκετά έντονη οξύτητα και ελαφρά σάκχαρα. Παντελής απουσία μυρωδιάς του βαρελιού.

Ασύρτικο Μόνο μία ή δύο μέρες παραμένει στη δεξαμενή και στη συνέχεια στραγγίζει στο πιεστήριο, χωρίς να πιέζεται, και πηγαίνει κατευθείαν στο βαρέλι, όπου και θα μείνει μέχρι να εμφιαλωθεί. Έκδηλα αρώματα από Ασύρτικο σε χαμηλή ένταση. Στο ποτήρι είναι μέτριο λεμονί με χρυσαφί ανταύγειες. Πολύπλοκη μύτη, με αρώματα ζαχαρωμένης φλούδας λεμονιού, κίτρου, μελιού, πορτοκαλιού και ορυκτές νύξεις που θυμίζουν τσακμακόπετρα. Στο στόμα, έχει μέτριο προς γεμάτο σώμα και τραγανή οξύτητα.

Κυδωνίτσα Βarrique Δεν μοιάζει με καμία άλλη και έχει πολύ έντονα και περίπλοκα αρώματα. Έχει βαθύ λεμονί χρώμα με πορτοκαλί ανταύγειες. Λεμόνι, κίτρο, κυδώνι, βερίκοκο και νεράντζι. Το μέτριο προς γεμάτο σώμα, η ισορροπημένη οξύτητα και η μεγάλη συμπύκνωση συνθέτουν ένα εντυπωσιακό σύνολο.

Ρετσίνα από Ασύρτικο Έντονη μυρωδιά δεντρολίβανου και πεύκου. Αφού ξεκινήσει η ζύμωση, ποντίζεται μέσα ένα τούλι με ρητίνη, με ένα βαρίδι, για να φτάσει στη μέση του βαρελιού και να απελευθερώσει τα αρώματα. Όσο περνά η ώρα, φεύγει από το ποτήρι μας η ένταση του ρετσινιού και εμφανίζονται περισσότερα αρώματα.

Λημνιώνα Διαφορετική από αυτές που έχουμε δοκιμάσει, με αρώματα πασχαλιάς και βιολέτας. Αρκετά ζουμερό κρασί, που προκύπτει από τη μέθοδο οινοποίησής του: diffusion (διάχυση). Με τον τρόπο αυτόν σχεδόν εξαλείφεται η τανικότητα εντυπωσιακά. ■