Παραδοσιακά, στο τέλος του έτους κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του κάνει τον απολογισμό-καταγραφή σε όποιο σπουδαίο και μεγάλο κρασί βρέθηκε στο ποτήρι του τη χρονιά που πέρασε. Λογικό και χρήσιμο μου ακούγεται, αν εξαιρέσω βέβαια τη διάθεση εντυπωσιασμού, που πάντα μου προκαλεί αποστροφή.
Θα μπορούσα να αναφερθώ με επιχειρήματα σε ό,τι μου πήρε την ανάσα, αν και φοβάμαι ότι τα κρασιά που με γοήτευσαν δεν έχουν την αστερόσκονη που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η χρονιά του 2016 του Κτήματος Γράμψα, Στη Ρίζα του Βουνού Αυγουστιάτης, από τον αμπελώνα της Ζακύνθου είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα τιμιότατο ερυθρό κρασί που αντανακλά το terroir του, αλλά δεν είναι Merlot, δεν είναι Syrah, δεν είναι ροζέ στο στιλ της Προβηγκίας και δεν έχει και ίχνος Μαλαγουζιάς. Εναλλακτικά, αποχαιρετώντας το 2018, σκέφτηκα να αναφερθώ στα καλώς και στα κακώς κείμενα, στις τάσεις και στις τρέλες που διέκρινα στα ποτήρια μας τη χρονιά που φεύγει. «Η διαφορετικότητα είναι το παν» θα μπορούσε να είναι το προωθητικό σλόγκαν των ελληνικών κρασιών για το 2018. Αφού ήπιαμε και με το παραπάνω το πατροπαράδοτο χαρμάνι Sauvignon Blanc-Ασύρτικου, μεταξύ άλλων, πλέον ζούμε την επανάστασή μας με οτιδήποτε το διαφορετικό. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι επιτυχημένο, αν είναι σωστά τιμολογημένο, αν έχει λόγο ύπαρξης, αν είναι αρεστό τελοσπάντων, αρκεί να είναι διαφορετικό.
Στο άρμα της διαφορετικότητας χωράνε όλοι: τα φυσικά ή ελεγχόμενα φυσικά κρασιά, τα χαρμάνια με δύο ή και παραπάνω πληθωρικά σταφύλια, οι σπάνιες γηγενείς ποικιλίες, τα εξεζητημένα διεθνή σταφύλια και φυσικά οτιδήποτε θυμίζει Προβηγκία. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, δεν είμαι ενάντιος ούτε στα φυσικά κρασιά ούτε σε οποιασδήποτε μορφής πειραματικότητα, αρκεί να συνάδει με την όλη φιλοσοφία του Κτήματος.
Σε πιο τοπικό πλαίσιο, τα κρασιά της Σαντορίνης συνεχίζουν να γοητεύουν το κοινό, ιδιαίτερα εκτός συνόρων, με αιχμή του δόρατος τη γευστική τους ιδιαιτερότητα. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για το πιο σημαντικό τοπωνύμιο του ελληνικού αμπελώνα και τους αξίζει κάθε επιτυχία. Στη Νάουσα, αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα, τα πράγματα βαίνουν εξίσου καλά με τη γη και το τοπωνύμιο στη θέση του οδηγού. Δεν έχει καμία σημασία αν μας αρέσει ο Καρυδάς, αν προτιμάμε τον Δαλαμάρα ή το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, σημασία έχει ότι η εξωστρέφεια της περιοχής είναι καθολική και επωφελούνται όλοι οι άνθρωποι που στηρίζουν την αμπελουργική ζώνη. Πιο νότια, στην Πελοπόννησο, η Νεμέα, αν και ανομοιογενής ως σύνολο, δείχνει πως έχει βρει τον τρόπο να γοητεύει τους καταναλωτές. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται μερικά από τα σπουδαιότερα οινικά ονόματα της χώρας μας, που σε συνεργασία με τους γηγενείς δείχνουν ικανοί να προσελκύσουν και τον πιο απαιτητικό οινόφιλο. Στη γειτονική Μαντινεία το Μοσχοφίλερο ζει τις πιο ποιοτικές-δημιουργικές του στιγμές. Δυστυχώς, λείπει η ζωτική μάζα οινοποιείων που δυνητικά θα δημιουργούσε αυτό που λέμε «ρεύμα» στην εμπορική αργκό. Το αίνιγμα της οινικής Ελλάδας έχει να κάνει με την Κρήτη. Όλοι μας πιστώνουμε στη νέα γενιά οινοπαραγωγών το ότι κατάφερε σε χρόνο ρεκόρ να αποτινάξει τον χιτώνα του μέτριου κρασιού των προηγούμενων χρόνων. Το στοίχημα έχει να κάνει με το αν θα τα καταφέρουν να πορευτούν τόσα διαφορετικά οινοποιεία, από διαφορετικές αμπελουργικές περιοχές, κάτω από την ίδια ομπρέλα του τοπωνυμίου της Κρήτης. Το πιο ελπιδοφόρο που μας συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η δυναμική είσοδος νέων (ή και επαναπροσδιοριζόμενων) οινικών προορισμών, όπως η Κεφαλονιά, η Τήνος, η Θράκη, η Ζίτσα, η Ραψάνη, η Αττική, τα Δωδεκάνησα, η Σαμοθράκη. Προφανώς και ήταν κάτι που χρειαζόμασταν για να γλιτώσουμε τη «δικτατορία» του Βig 4 (Μαντινεία, Νεμέα, Νάουσα, Σαντορίνη) και για να πάψουν τα ράφια στις κάβες να μας φαίνονται βαρετά και προβλέψιμα.
Κατά τα άλλα, το οινόφιλο κοινό συνεχίζει να κυνηγά με μανία σταφύλια, ονόματα και brand names, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το κοινό, όσο με όλους εμάς τους επαγγελματίες του χώρου, που βλακωδώς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, προβάλλουμε εμπορικά ονόματα και σταφύλια τα οποία μοιραία θα πεθάνουν εμπορικά μόλις εμφανιστεί το νέο εμπορικό όνομα ή η νέα ποικιλία που θα γίνει η Barbie της εποχής. Ας κουραστούμε όλοι μαζί να εγκαθιδρύσουμε τοπωνύμια στις αντιλήψεις των πελατών μας, μακροπρόθεσμα θα είναι επωφελές για όλους. Η αλήθεια κρύβεται πίσω από την ετικέτα της Νάουσας Μπουτάρη: πρόκειται για το πρώτο εμφιαλωμένο ελληνικό κρασί και συνεχίζει, μέσα από πολλές δεκαετίες τρυγητών, να προβάλλει και να επικοινωνεί μια ολόκληρη αμπελουργική περιοχή. Αντίθετα, το φαινόμενο με τις Μαλαγουζιές χωρίς ξεκάθαρο γεωγραφικό προσανατολισμό δείχνει προβλέψιμο και θνησιγενές. Δεν θα ήθελα να γίνω μάντης κακών, αλλά πιστεύω πως θα αποδομηθεί σχετικά εύκολα, με την άφιξη της επόμενης όμορφης κοπέλας στην πόλη μας.
Καλή Χρονιά!