Σε κάποιο πρόσφατο ταξίδι μου σε μια μικρή πόλη του ιταλικού Βορρά, βρέθηκα να χαζεύω τη θέα του πλήθους γύρω από ένα συνοικιακό wine bar. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, καμάρωνα νεαρούς σχετικά ανθρώπους να φλερτάρουν, να βλέπουν φίλους, να γκρινιάζουν με την καθημερινότητά τους, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Το βλέμμα μου αιχμαλωτίστηκε όχι τόσο από τα ακριβά ή σπάνια κρασιά που είχαν στα τραπέζια τους, όσο από τη μεστή-ανεπιτήδευτη σχέση που έδειχναν να έχουν με το κρασί. Υποσυνείδητα έκανα τον συνειρμό και προσπάθησα μάταια να θυμηθώ αντίστοιχες εικόνες της δικής μας καθημερινότητας. Δυστυχώς για όλους μας, οφείλω να παραδεχτώ πως ο τρόπος που καταναλώνουμε το κρασί απέχει αρκετά από αυτό που θα χαρακτηρίζαμε βιωματική καλοπέραση.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πιστεύω πως η καλοπέραση σχετίζεται με το ρεζερβουάρ της γνώσης του καθενός, ούτε βέβαια με το ταξικό του προφίλ. Αντιθέτως, πασχίζω καθημερινά να τονίζω ότι το κρασί είναι ένα από τα φίνα πράγματα της ζωής και κανενός είδους ακαδημαϊσμός δεν μας προσφέρει καλύτερη απόλαυση. Όσο μου επιτρέπεται να σκιαγραφώ την καταναλωτική μας συμπεριφορά, διαπιστώνω ότι λείπει η ζωτική μάζα καταναλωτών που απλώς πίνει κρασί και περνάει καλά. Αντιθέτως, αυξάνεται καθημερινά το ποσοστό των «ειδικών» και όσων θα ήθελαν να είναι «ειδικοί». Σε πρώτο βαθμό η κατάσταση μου φαίνεται προβλέψιμη, καθώς ο κόσμος του κρασιού με τις χιλιάδες πληροφορίες (χρήσιμες και μη) είναι βούτυρο στο ψωμί για κάθε λογής εξυπνάκια. Με μια πιο ενδελεχή ματιά, ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να είμαι το κρασί στα ποτήρια τους. Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, ο connoisseur του σήμερα απέχει δραματικά από τον connoisseur του μακρινού 2000, έτους που ξεκινούσα τη σταδιοδρομία μου. Τότε, ο κύριος ειδικός εξέπεμπε ένα αυστηρό ύφος και χρησιμοποιούσε με στόμφο την οινολογική ορολογία, θέλοντας να κάνει τους συνομιλητές του να νιώσουν αδαείς. Συνήθως κατάφερνε με σχετική ευκολία να κάνει τους γύρω του να μισήσουν το κρασί. Στις μέρες μας, είναι επίκαιρες πιο ανάλαφρες ατάκες, ενώ ζούμε και την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Πιο ειδικά, κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ποστάρει κάθε σπάνιο και σπουδαίο κρασί που πίνει, όπως επίσης πρέπει να χρησιμοποιεί τσιτάτα του τύπου «έκλαψα», «εξωγήινο κρασί που δεν υπάρχει» κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης. Ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση γκρίνιας και εύχομαι κάθε άνθρωπος να ζει την περιπέτειά του με θέμα το κρασί όπως ο ίδιος πιστεύει. Αυτό που με φοβίζει λιγάκι είναι μήπως τελικά χάνεται η ηδονή, χάνεται η ίδια η απόλαυση στον βωμό της εξωστρέφειας και του εντυπωσιασμού. Όσον αφορά τη γνώση του αντικειμένου, δεν είμαι απολύτως σίγουρος αν οι αυτοχαρακτηριζόμενοι connoisseurs έχουν ουσιαστική γνώση του κρασιού, όπως επίσης και αν η συνεύρεση με τα ιερά τέρατα του κρασιού θα μας διευρύνει τους οινικούς ορίζοντες. Ειδικά για το τελευταίο έχω πεισθεί για το αντίθετο και προσπαθώ σε κάθε ενδεχόμενη πρόταση να προσποιούμαι ραντεβού με τον οδοντίατρο. Εναλλακτικά, γοητεύομαι σε αφάνταστο βαθμό από Drinking Buddies που αντιμετωπίζουν την απόλαυση του κρασιού με ρομαντισμό, με χιούμορ και με ωραία αίσθηση για κάθε τι το φίνο στη ζωή.
Πρακτικά, υπάρχουν τρεις τρόποι να προσεγγίσουμε το κρασί. Μπορούμε να το δοκιμάσουμε, μπορούμε να το κρίνουμε, μπορούμε και να το πιούμε. Μιλάμε για τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις και, μιλώντας επί του προσωπικού, θα έδινα τα πάντα για να παραμείνω στην τρίτη και πιο σημαντική. ●