Στην αυλή του σπιτιού του ζωγράφου Νίκου Νικολάου στην Αίγινα έστρωναν ένα μεγάλο τραπέζι, που ξεκινούσε από τη μία άκρη του κήπου και έφτανε στην άλλη. Χωρίς να ειδοποιούν φίλοι κατέφθαναν. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Μόραλης και ο Χρήστος Καπράλος, που επίσης είχαν σπίτι στο νησί, απολάμβαναν τα φαγητά που μαγείρευαν οι θείες της Δάφνης Ζουμπουλάκη, έπιναν κόκκινο κρασί –μέχρι τελικής πτώσεως– και τσακώνονταν επί ώρες σε ατελείωτες δημιουργικές και καλλιτεχνικές συζητήσεις
Η μικρή Δάφνη είχε την τύχη να μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον και θυμάται με νοσταλγία: «Του θείου μου του άρεσε πολύ να φιλοξενεί κόσμο. Δούλεψε και έζησε πολύ στην Αίγινα και έφτιαχνε και το δικό του κρασί. Το κλασικό κοκκινέλι, που πινόταν δεν πινόταν από ό,τι έλεγαν, θυμάμαι ότι ξεκινούσε από το πατητήρι που ήταν μέσα στο σπίτι και όπου εμείς ως παιδιά πατούσαμε τα σταφύλια. Γύρω από αυτό το τραπέζι γίνονταν και οι μοναδικές κουβέντες από τους ιδιαίτερους αυτούς ανθρώπους. Το έχουν εξάλλου αυτό οι καλλιτέχνες. Είναι όλη μέρα μόνοι τους και αναμετριούνται με τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και μετά χαίρονται τόσο την παρέα των άλλων».
Υπάρχουν τώρα ανάλογες παρέες;
Ναι, υπάρχουν. Όταν συνδιαλέγονται πνευματικοί άνθρωποι μεταξύ τους, π.χ. συγγραφείς ή ποιητές με ζωγράφους, τα πράγματα είναι εξαιρετικά ζωντανά και ενδιαφέροντα. θα το δούμε και στο μέλλον. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι στο δικό μου μυαλό άνθρωποι όπως ο Μόραλης ή ο Τσαρούχης –ο οποίος ήταν μεγάλος όταν τον γνώρισα– είναι μυθικοί.
Η Δάφνη Ζουμπουλάκη κανονίζει, παρουσία μου, τη βραδινή της έξοδο. θα βγει με μια παρέα καλλιτεχνών και θα πάνε στο αγαπημένο Paleo, στον Πειραιά. Πηγαίνουν συχνά και εκεί, ανάμεσα στα υπέροχα κρασιά του Γιάννη Καϋμενάκη, θα μοιραστούν ιστορίες τέχνης και κρασιού.
Γιατί όταν μιλάμε για τέχνη ή κρασί χρησιμοποιούμε μια γλώσσα που δεν είναι κατανοητή;
Αυτό που προσπαθώ να κάνω στην γκαλερί, δηλαδή στα κείμενα και σε ό,τι έχει σχέση με έργα και εκθέσεις, είναι να χρησιμοποιώ μια γλώσσα που να είναι κατανοητή. Όταν έρχεται στα χέρια μου ένα δυσνόητο κείμενο, αμέσως επεμβαίνω και το απλοποιώ, για να μπορεί ο καθένας να το καταλάβει. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι χαρά και για τον λόγο αυτόν, όπως και το κρασί, δεν απευθύνεται σε λίγους ή δεν θα έπρεπε. Δεν αντιμετωπίζω ελιτίστικα την τέχνη και οι άνθρωποι που εργάζονται μαζί μου δεν θέλω να το κάνουν.Μπορεί κάποιος να μπει και να πει –έχει τύχει– τι εννοείτε όταν γράφετε ότι αυτό το έργο είναι με λάδι, τι λάδι; Μαγειρέματος; Δεν χρειάζεται να είσαι σνομπ εκεί. Εμείς είχαμε πάντα αυτή την προσέγγιση και γι’ αυτό είμαστε και οι πρώτοι που βγάλαμε μεταξοτυπίες, αφίσες, για να μπορέσουν όσοι αγαπούν την τέχνη, μολονότι αδυνατούν να αποκτήσουν ένα πρωτότυπο, να έχουν τη χαρά. Μάλιστα πέρυσι είχαμε τη χαρά να γιορτάσουμε τα 52 χρόνια από την ίδρυση της γκαλερί με τις αφίσες μας – γύρω στις 400– που είχαν βγει για να διαφημίσουν τις εκθέσεις, ωστόσο με τα χρόνια γίνονται και οι ίδιες έργο τέχνης.
Ο παππούς της Δάφνης είχε μια αντικερί, από τις πιο παλιές στην Αθήνα, το 1912. Έτσι, όλη η οικογένεια του πατέρα της είχε σχέση με την τέχνη, αφού υπήρχαν έργα από τους πρώτους ζωγράφους. Όταν παντρεύτηκε την Πέγκυ Ζουμπουλάκη, άνοιξαν την γκαλερί στην Κριεζώτου και μετά, χάρη στον Takis, που ήθελε μεγάλους χώρους, απέκτησαν τον χώρο στην πλατεία Κολωνακίου. Το 2000 ανέλαβε η Δάφνη. Πριν, δούλευε στην γκαλερί και, ενώ είχε σπουδάσει συντήρηση έργων τέχνης, άρχισε να κάνει τα πάντα. Γοητεύτηκε από τους καλλιτέχνες και από όλη τη διαδικασία και ήταν, πλέον, μονόδρομος η εμπλοκή της.
«Η κάθε μέρα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Μπορεί να συναντήσω κάποιον, να μιλήσουμε για ένα νέο πρότζεκτ και να είμαι ενθουσιασμένη, ωστόσο υπάρχουν και οι απογοητεύσεις, κυρίως με σχέσεις που δεν προχωρούν ή λόγω των δυσκολιών που προέκυψαν με την κρίση. Ο κόσμος δεν είχε χρήματα για να αγοράσει έργα. Ερχόταν, έβλεπε τις εκθέσεις κι έφευγε. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν σταθεροποιηθεί και οι τιμές. Μια πολύ ωραία μέρα θα μπορούσε να είναι η μέρα του στησίματος μιας έκθεσης, που παρά το άγχος είναι μια πολύ δημιουργική μέρα. Η μεγάλη πρόκληση, όμως, είναι η σχέση με τον κάθε καλλιτέχνη. Επειδή μιλάμε για άτομα τα οποία είναι κλει- σμένα στον εαυτό τους, ο καθένας κουβαλάει και διάφορα δικά του θέματα. Όταν θα βγει λοιπόν να εκτεθεί στον κόσμο, αισθάνεται φοβερά ευάλωτος, και εκεί είναι που πρέπει να τον κάνεις να νιώσει εμπιστοσύνη και να ισορροπήσει. Γίνεσαι και λίγο ψυχολόγος».
Δεν υπάρχουν εγκαίνια στην γκαλερί Ζουμπουλάκη που να μη συνοδεύονται και από κρασί. Έτσι δεν είναι; Εξάλλου εσείς αρχίσατε και εκείνα τα ωραία μεσημέρια του Σαββάτου, όταν με αφορμή κάποια έκθεση μαζεύατε κόσμο γύρω από ένα τραπέζι με κρασί και τυρί.
“Υπάρχει η θεωρία ότι σε μια γκαλερί δεν θα έπρεπε να υπάρχει κρασί. Ο Μόραλης δεν ήθελε να έχει κρασί σε έκθεσή του. Όμως χρόνια είχαμε αυτό το ραντεβού τα Σάββατα. Γυρνάω πίσω στο παρελθόν, όταν ο παππούς μου στην αντικερί το μεσημέρι έκλεινε και έβγαζε το κρασί του, τα ζαμπόν του και καθόταν με τους φίλους του. Έτσι και εμείς το συνεχίσαμε, απλώς με περισσότερο κόσμο. Τώρα το κάνουμε μία φορά τον μήνα. Έχουμε εξάλλου και καλλιτέχνες που κάνουν τη δική τους παραγωγή, τα δικά τους κρασιά ή τσίπουρα. Πάντα είχα καλή σχέση με το κρασί, ιδιαίτερα μετά από μια δύσκολη μέρα το απολαμβάνω. Αποφεύγω να πίνω κάθε μέρα. Έχω πολλούς φίλους γνώστες, που μου εξηγούν. Στο Παρίσι πίνω πάντα κόκκινα και τώρα τελευταία έχω ανακαλύψει και τα λευκά, που πίνω στην Αθήνα, ή τα βιοδυναμικά, τα οποία προσπαθώ να γνωρίσω. Δεν μαγειρεύω πολύ, αλλά πάντα θα βγάλω κάποια τυριά για να συνοδεύσω τις αγαπημένες μου ετικέτες. Δοκίμασα αρκετά πρόσφατα, επειδή βρέθηκα στην Κεφαλονιά. Πάντα είμαι περίεργη και δοκιμάζω. φοβάμαι όμως ότι εμείς, που δεν είμαστε γνώστες, κατα- λήγουμε στα κλασικά μετά. Τα αγαπημένα μου είναι του Κτήματος Χαριτάτου. Το κτήμα τους και τα έργα είναι συγκλονιστικά, όπως όλοι στην οικογένεια. “●
Φωτογραφίες Γιώργος Καπλανίδης