Έτος 1938. Το εστιατόριο Cellar ανοίγει τις πόρτες του στην αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας. Ανάμεσα στους επισκέπτες του μερικές από τις μεγαλύ- τερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, όπως ο Σαρλ Ντε Γκολ και ο στρατάρχης Μοντγκόμερι, αλλά και οι απαιτητικοί gourmands της εποχής οι οποίοι σε αυτό το εστιατόριο μπορούν να βρουν μοναδικά μενού που συνοδεύονται από εκλεκτά κρασιά της Οιν. Καμπάς και των πιο αναγνωρισμένων ξένων παραγωγών. Σήμερα, 80 χρόνια μετά, ο Παύλος Καρακώστας φωτογραφίζεται στην πόρτα του ιστορικού μαγαζιού και θυμάται…
«Ο χώρος σού έκοβε την ανάσα, ήταν αρ νουβό. Μια τεράστια μπάρα, που ξεκινούσε σχεδόν από την είσοδο του μαγαζιού, διέσχιζε όλο το εσωτερικό, 18 μέτρα, και θύμιζε το Harry’s bar στη Νέα Υόρκη. Όταν χρειάστηκε να φύγει η μπάρα, αναγκάστηκαν να την κόψουν σε κομμάτια, ενώ οι τοίχοι ήταν όλοι ζωγραφισμένοι από κάποιον ζωγράφο της εποχής που ονομαζόταν Ντόρης. Ήταν κάτι σαν τον Θεόφιλο, ο οποίος πήγαινε, έτρωγε και σε αντάλλαγμα ζωγράφιζε. Το αγαπημένο του θέμα ήταν οι τσιγγάνες*. »Ήταν το πρώτο κλιματιζόμενο μαγαζί στην Ελλάδα, ακόμα και η “Μεγάλη Βρεταννία” δεν είχε κλιματισμό. Είχε την πρώτη μηχανή εστιατορίου, μια Remington –τη θυμάμαι ακόμα ως παιδί– η οποία είχε 99 πλήκτρα, ένα για κάθε φαγητό, εξαιρετικά σημαντικό και βοηθητικό για την εποχή, αφού με τον τρόπο αυτόν μπορούσαν να υπολογίσουν τις ποσότητες για την αποθήκη. Μάγειρας ήταν κάποιος Παπίδας, ενώ είχαν περάσει όλοι από εδώ: ο Μοντγκόμερι, ο Ντε Γκολ, όλη η καλή κοινωνία του Κολωνακίου και πολλοί ξένοι, λόγω εγγύτητας με τη “Μεγάλη Βρεταννία”. Όλος ο δρόμος (η Κριεζώτου) είχε μεγάλο ενδιαφέρον, απέναντι ήταν το εστιατόριο Corfu, ενώ λίγο πιο κάτω το King’s Palace και στη γωνία το Coronet, το διάσημο καμπαρέ».
- 2018 – Ο Παύλος Καρακώστας στην είσοδο του καταστήματος Cellier, φωτ. Γιώργος Καπλανίδης
Η εταιρεία ΓΕΝΚΑ εισάγει κρασιά από το 1934, κυρίως από Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Νότια Αφρική, κύριος προμηθευτής της όμως ήταν το Μπορντό. Το 1938 ιδρύεται η εταιρεία Cellar, με σκοπό την αντιπροσώπευση και την εμπορία διεθνώς φημισμένων οίνων και αποσταγμάτων. Όμως, όπως μας εξηγεί ο Παύλος Καρακώστας, «ο κόσμος μπερδευόταν και νόμιζε ότι θα βρίσκει σε εμάς μόνο το house wine. Αυτό το γεγονός μάς οδήγησε στο να αλλάξουμε την ονομασία μας τo 1975, αν θυμάμαι καλά, και να την κάνουμε Cellier».
Οι σταθμοί στην επαγγελματική σας πορεία;
Έχω κάνει απ’ όλα. Έχω χτίσει ξενοδοχεία, εργοστάσια, μπράντες. Έχω πουλήσει το γάλα Νουνού, το Μπαλαντάινς, ενώ η Βότκα Σέρκοβα γεννήθηκε στη ΓΕΝΚΑ. Επίσης, φαστ φουντ, εταιρείες ανακύκλωσης. Το 1977 δημιούργησα την Ασφαλιστική εταιρεία ΔΥΝΑΜΙΣ. Έκλεισε πέρυσι 40 χρόνια ζωής. Η σχέση μου όμως με το κρασί είναι σχέση μίσους και πάθους. Όλη μου η ζωή είχε να κάνει με μπουκάλια. Τώρα κάνω και το δικό μου κρασί στο Κτήμα Μοντοφώλι στην Κάρυστο, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν οινοποίηση πριν από 2.500 χρόνια, από Ασύρτικο, Αηδάνι, Αθήρι και Λιάτικο από την Κρήτη – και είναι λιαστό. Εάν δεν «εκτεθείς» σε όλα τα κρασιά, δεν κάνεις τίποτα. Το καλύτερο κρασί είναι αυτό που σου αρέσει, μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένη παρέα.
Έχετε πει ότι το ελληνικό κρασί είναι καλό, αλλά ακριβό.
Ναι, και έχω άποψη επί του θέματος. Διατείνομαι ότι ο Μπουτάρης και εγώ υποστηρίξαμε με ενάργεια τη δημιουργία αμπελοοινικών κτημάτων με την έννοια του Chateau. Ήξερα πολύ καλά τον διεθνή αμπελώνα λόγω δουλειάς, ήξερα τι γινόταν στη Χιλή, στη Γαλλία. Υπήρχε τότε αντίσταση από τις οινοβιομηχανίες της εποχής να γίνουν κτήματα στην Ελλάδα. Οι αγρότες πωλούσαν το κρασί στους μεγάλους. Όταν λοιπόν ξεκίνησε η ιδέα του Κτήματος με τη σοβαρή προσπάθεια του Καρρά με τον Πενό και την Κουράκου και οινολόγο τον Γεροβασιλείου, ήταν η αρχή. Η νομοθεσία ήταν άθλια. Υπήρχε μια φυσιογνωμία στο ελληνικό κρασί, ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος. Ήταν γόνος των Αντωνοπουλαίων της Αχάια Κλάους, πολυταξιδεμένος, μορφωμένος. Έχοντας όλη αυτή την οινική παράδοση, ξεκίνησε μια δουλειά όπου έβγαλε εξαιρετικά νέα branded κρασιά, αλλά δυστυχώς χάθηκε άδικα σε τροχαίο νωρίς. Αν δεν είχε «φύγει», θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα, γιατί ήταν πρωτοπόρος και ο μόνος που ήξερε πραγματικά τη νομοθεσία και ό,τι χρειαζόταν για να στηθεί σοβαρά η αμπελουργία στην Ελλάδα, ήταν και εξαιρετικός άνθρωπος. Όλοι οι υπόλοιποι κοίταζαν πως να πάρουν δάνεια για να αγοράσουν σταφύλια.
Το ελληνικό ποιοτικό κρασί δεν μπορεί να είναι φθηνό, λόγω του τρόπου που γίνονται εδώ οι εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι μηχανικές, όπως στη Χιλή ή στη Γαλλία, όπου περνάει ένα τρακτέρ, μαζεύει τα σταφύλια και τα πηγαίνει κατευθείαν για πάτημα. Εδώ όλα γίνονται με το χέρι και πρέπει το κρασί να είναι ακριβό για να δικαιολογεί την τιμή του στο εξωτερικό. Έτσι άλλωστε γίνονται τα καλά κρασιά σε όλο τον κόσμο Έχουμε, επίσης, γηγενείς ποικιλίες τις οποίες ακόμα τις ψάχνουμε. Για το Ξινόμαυρο αλλά και το Μοσχοφίλερο έχουμε δρόμο μέχρι την εξαιρετική τους οινοποίηση. Χρειάζεται τουλάχιστον τρεις γενιές συστηματικής δουλειάς. Όπως λένε χαρακτηριστικά στο Μπορντό, πρέπει να έχεις τα εξής τρία πράγματα για να κάνεις καλό κρασί: καλό terroir, έναν καλό αμπελουργό (αυτόν τον τύπο με την κόκκινη μύτη ο περίφημος Maître de Chai, ο υπεύθυνος του κελαριού, ο άνθρωπος που στη Γαλλία παρακολουθούσε την εξέλιξη του κρασιού) και τρεις γενιές οινοπαραγωγών. Εμείς, ενώ δύο χιλιάδες χρόνια πίναμε κρασί για να ξεδιψάσουμε ή να μεθύσουμε, οι άλλοι έκαναν δουλειά. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή. Το ότι οι Αυστραλοί σήμερα κάνουν κρασιά που κοστίζουν 200 ευρώ το μπουκάλι δεν ήρθε ουρανοκατέβατο. Το 1850 ο Max Schubert γεννημένος στην Αυστραλία πήγε στο Μπορντό, γυρνώντας πίσω δημιούργησε ένα φανταστικό κρασί το Grange.
Κλείνοντας ρώτησα τον Παύλο Καρακώστα αν θα δούμε και την τέταρτη γενιά να ασχολείται. Με υπερηφάνεια μου είπε ότι οι κόρες του έχουν όλες περάσει από το Cellier και, ενώ έχουν κάνει διαφορετικές σπουδές, είναι και οι τρεις ειδικές στο κρασί. Όταν τον ρώτησα δε πού θα ήθελε να δει τα Cellier στα 100 του χρόνια, μου είπε: «Δεν θέλω να βγει ποτέ κανείς από αυτά τα μαγαζιά με ένα κρασί το οποίο δεν είναι σε τέλεια κατάσταση. Η εταιρεία αυτή ήταν και θα είναι κουρδισμένη πάνω σε αυτή τη λογική. Αυτό που περιμένω από τους ανθρώπους μου είναι να παρακολουθούν τις εξελίξεις στον παγκόσμιο αμπελώνα και να δίνουν τις καλύτερες υπηρεσίες σε όλους αυτούς που μας εμπιστεύονται».
TIMELINE
1877 Ο Νικόλαος Δ. Καρακώστας φεύγει από τη γενέτειρά του, την Κάρυστο, και ιδρύει στο Μαρκόπουλο Αττικής κατάστημα εμπορίας τροφίμων.
1879 Μετακομίζει στην οδό Πειραιώς & Γερανίου και ιδρύει επιχείρηση Εδώδιμα & Αποικιακά.
1903 Μετακομίζει σε ιδιόκτητο ακίνητο επί της οδού Κλεισθένους 9, στο οποίο στεγάζονται μέχρι και σήμερα τα κεντρικά γραφεία του ομίλου.
1917 Μετά τον θάνατο του Ν. Δ. Καρακώστα, αναλαμβάνουν οι γιοι του, Κυριάκος και Γεώργιος.
1980 Το Cellier μεγαλώνει και επεκτείνεται με δύο ακόμη καταστήματα και το 1989 δημιουργείται το Cellier Wine Club, το πρώτο club κρασιού στην Ελλάδα για τους οινόφιλους.
2018 Με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων Cellier, προστίθεται στην οικογένεια ένα ακόμη κατάστημα Cellier, στο Ψυχικό.