KTHMA ABANTIΣ | της Θάλειας Καρτάλη #13

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να σε υποδέχονται κάπου με ένα ζεστό χαμόγελο. Πόσω μάλλον όταν βρίσκεσαι σε έναν χώρο ζεστό και φιλόξενο, διακοσμημένο με γούστο, έναν χώρο φτιαγμένο για να ικανοποιεί όλες τις αισθήσεις.

Ο Απόστολος και η Λένγκα.

Η Λένγκα Γρηγοριάδου έχει κάθε λόγο να χαμογελά πλατιά. Μαζί με τον σύζυγό της, Απόστολο Μούντριχα, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν στην Εύβοια ένα σημείο αναφοράς, όχι μόνο χάρη στα εξαιρετικά κρασιά που παράγουν στο Κτήμα Αβαντίς, αλλά και χάρη στη ζεστή φιλοξενία που επιφυλάσσουν στους επισκέπτες τους. Ευχάριστη και αναπάντεχη έκπληξη για όποιον φθάνει εκεί ανυποψίαστος, ο χώρος περιποίησης που έχει δημιουργήσει η Λένγκα, η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται με την παραγωγή καλλυντικών από τα υποπροϊόντα της οινοποίησης.

Καθισμένοι στον χώρο του οινοποιείου που το ζευγάρι έχει διαμορφώσει ως μπαρ και απολαμβάνοντας ένα ποτήρι από τη νέα ετικέτα τους, Lenga Pink, ένα ροζέ χαρμάνι από Gewüstraminer και Μαυροκουντούρα, ακούμε την ιστορία του Κτήματος, η οποία ξεκινά το 1830. Το οινοποιείο στεγάζεται στο πατρικό της οικογένειας Μούντριχα, αμπελουργών της περιοχής του Μύτικα, στο Ληλάντιο της κεντρικής Εύβοιας. Πρώτος οινοποιός της οικογένειας ήταν ο παππούς Απόστολος, ο οποίος παρήγε το δικό του κρασί και το πουλούσε στη Χαλκίδα και στον Βόλο. «Έχτισε δύο πέτρινα δωμάτια εδώ όπου βρισκόμαστε. Ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η κουζίνα του οινοποιείου», εξηγεί ο Απόστολος. Μεγαλωμένος και ο ίδιος μέσα στα αμπέλια, οι σπουδές Οικονομικών στο Οικονομικό της Νομικής Αθηνών οδήγησαν σε μια σύντομη δημοσιογραφική καριέρα, η οποία δεν στάθηκε ικανή να τον κρατήσει μακριά από την πραγματική του αγάπη. Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε η αφορμή να συνειδητοποιήσει ότι η καρδιά του χτυπούσε στα Αμπέλια (όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την περιοχή), κι έτσι το 1994 επέστρεψε οριστικά, για να οινοποιήσει το πρώτο κρασί από τα 15 στρέμματα Sauvignon Blanc που είχε φυτέψει από το 1990 δίπλα στο οινοποιείο, καθώς και άλλο ένα από Σαββατιανό και λίγο Ροδίτη

«Βγάλαμε 3.000 φιάλες, τις πούλησα μόνος μου στην Αθήνα, μαγαζί μαγαζί», θυμάται ο Απόστολος. Ακολούθησαν οι φυτεύσεις του Syrah, της ναυαρχίδας του Κτήματος Αβαντίς, και η σταδιακή αύξηση του αμπελώνα, ο οποίος φθάνει σήμερα τα 200 ιδιόκτητα στρέμματα. Ήταν ο πρώτος που φύτεψε ξενικές ποικιλίες στην Εύβοια, υποστηρίζοντας ότι «καλλιεργείται στον τόπο μας, είναι ελληνικό, από τη στιγμή που προσαρμόζεται και εγκλιματίζεται». «Η Αργεντινή πήρε το Malbec, που ήταν μια άγνωστη γαλλική ποικιλία, και την έκανε εθνική της ποικιλία, η Νέα Ζηλανδία ζει το θαύμα της με το Sauvignon Blanc, η Αυστραλία το δικό της θαύμα πάνω στο Syrah», λέει εξηγώντας την απόφασή του να επενδύσει σε ξένες ποικιλίες. Και το Gewüstraminer; «Το αποφάσισε ύστερα από δική μου πίεση επί δυόμισι χρόνια. Δεν το ήθελε με τίποτα, το φοβόταν», μας λέει γελώντας η Λένγκα. «Εμένα μου άρεσε πολύ, το βρίσκω πολύ εξωστρεφές και άρα πολύ ελληνικό, παρά την ξενική και δύσκολη ονομασία του». Επόμενο ήταν η νέα ετικέτα που προέκυψε να πάρει την ονομασία της από την εμπνεύστριά της και να γεννηθεί έτσι η Lenga, ένα ημίξηρο κρασί που συνοδεύει τέλεια πολλά πιάτα της ελληνικής κουζίνας και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η επιλογή των ξένων ποικιλιών φυσικά δεν σημαίνει αποκλεισμό των γηγενών, στις οποίες ο Απόστολος Μούντριχας έχει μεγάλη πίστη, αλλά με μέτρο. Στο Κτήμα καλλιεργούνται Ασύρτικο και Μοσχάτο, ενώ ο ίδιος ανακάλυψε και διέσωσε τη Μαυροκουντούρα, μια γηγενή ερυθρή ποικιλία με χαρακτηριστικά που θυμίζουν λίγο Cabernet Franc, την οποία ωστόσο αντιμετωπίζει με απόλυτο ρεαλισμό ως προς τις δυνατότητές της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας ξένος καταναλωτής πρέπει οπωσδήποτε να μάθει τη Μαυροκουντούρα. Εγώ φτιάχνω ένα κρασί από Syrah το οποίο στέκεται στον διεθνή ανταγωνισμό και είναι ελληνικό», υπογραμμίζει.

Ο Απόστολος και η Λένγκα.

Η σκληρή δουλειά των τελευταίων δεκαετιών έχει σίγουρα αποφέρει καρπούς, καθώς ανάμεσα στις 14 ετικέτες του Κτήματος περιλαμβάνονται κρασιά με βραβεύσεις και διακρίσεις. Το Κτήμα έχει μάλιστα φιλοξενηθεί στο ελληνικό Βιβλίο Γκίνες, χάρη στις 1.500 χειροποίητες διαφορετικές ετικέτες, που φιλοτεχνήθηκαν από τον αρχιτέκτονα αδελφό του του Απόστολου, Σπύρο, για το συλλεκτικό κρασί Aβαντίς Δρυός, 1996. Όμως το ανήσυχο πνεύμα του ζεύγους δεν τους αφήνει να επαναπαυθούν στις δάφνες τους, και πλέον αναζητούν και νέους δρόμους, στο απαιτητικό terroir της Σαντορίνης, η οποία ούτως ή άλλως «αποτελεί πρόκληση για κάθε ανήσυχο οινοποιό», όπως εξηγεί ο Απόστολος.

 

Η συζήτηση στρέφεται στη γνωριμία τους, η οποία έγινε μέσα από τη δουλειά. Πολλά χρόνια στο πλευρό του Απόστολου, η Λένγκα, τεχνικός οινολόγος και αμπελουργός και η ίδια, δεν ξέφυγε από το κομμάτι της παραγωγής. «Μαζί στους τρύγους, μαζί στις δειγματοληψίες, μαζί στο χημείο, στα πάντα. Έχω περάσει από όλο το κομμάτι της παραγωγής, μόνο εμφιάλωση δεν με έχει βάλει να κάνω ακόμη», μας λέει γελώντας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι δρόμοι τους έχουν κάπως χωρίσει, καθώς η Λένγκα ασχολείται αποκλειστικά με την παραγωγή των καλλυντικών που προέρχονται από τα υποπροϊόντα της οινοποίησης και τα οποία κλείνουν δέκα χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά. «Μου άρεσε πάντα η γυναικεία φυσική ομορφιά. Μου αρέσουν οι γυναίκες που είναι όμορφες σε όλες τις ηλικίες χωρίς παρεμβάσεις, κι αυτός ήταν και ο λόγος που με οδήγησε στην παραγωγή αυτών των φυσικών καλλυντικών από προϊόντα που περιέχουν πολλά αντιοξειδωτικά και σε άλλη περίπτωση θα πετιούνταν», μας λέει. Η δημιουργία ενός μικρού χώρου περιποίησης εντός του οινοποιείου αποτελεί μια καινοτομία την οποία σκοπεύει να επεκτείνει και στο νέο επισκέψιμο οινοποιείο που ετοιμάζεται στη Σαντορίνη.

 Μερικές από τις ετικέτες του κτήματος

Lenga  Οff dry λευκό κρασί από την ποικιλία Gewürztraminer, με έντονα αρώματα τριαντάφυλλου, εξωτικών φρούτων, πιπεριού, τζίντζερ και καραμέλας. Η οξύτητά του ισορροπεί τέλεια το λιπαρό στόμα. Ένα κρασί που συνοδεύει τέλεια την ασιατική κουζίνα, αλλά και πολλά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, όπως οι λαχανοντολμάδες.

Κτήμα Aβαντίς Λευκό  Ένα blend Viogner και Aσύρτικου με έντονα αρώματα αχλαδιού, πράσινου μήλου και τροπικών φρούτων.

Κτήμα Aβαντίς Syrah  100% Syrah με αρώματα μπαχαρικών, πιπεριού, κανέλας, καπνού, που πλαισιώνονται από άφθονο μαύρο φρούτο (δαμάσκηνο, βατόμουρο), μαρμελάδα ψημένου φρούτου με νύξεις βανίλιας.

Άγιος Χρόνος  Συνοινοποίηση των ποικιλιών Syrah και Viogner, στα πρότυπα των κρασιών που παράγονται στον Ροδανό, ο Άγιος Χρόνος είναι ένα κρασί με αρώματα βιολέτας και κόκκινων γλυκών φρούτων και ένα πολύ ισορροπημένο βαρέλι. Ωριμάζει για 12 μήνες σε δρύινα βαρέλια και έχει δυνατότητα παλαίωσης 10 ετών.

Κτήμα Aβαντίς Συλλογή  100% Syrah, προέρχεται από ένα και μοναδικό αμπελοτόπι και ωριμάζει για 18 μήνες σε δρύινα γαλλικά βαρέλια. Έντονη συμπύκνωση, αρώματα μαύρων και αποξηραμένων φρούτων, όπως δαμάσκηνο, σύκο, μπαχαριών και σοκολάτας●

avantisestate.gr

ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΟΠ ΔΕΝ ΕΧΕΙ STOP | του Γιάννη Βαλαμπού, Ιδρυτή του Οινοποιείου Vassaltis #13

Έχουμε την ευτυχία τα λιγοστά χρόνια που δραστηριοποιούμαστε στον χώρο να αφορούν τη σημαντικότερη –κατά γενική ομολογία– ζώνη ΠΟΠ της Ελλάδας, τη Σαντορίνη. Και λέω ευτυχία, γιατί, εκτός από το μοναδικό terroir που μας παρέχει ο τόπος μας, έχουμε κι άλλο ένα μεγάλο ατού: την ένδειξη ΠΟΠ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ και τη βοήθεια που αυτή προσφέρει στην προώθηση των κρασιών μας.

Το μοντέλο των ζωνών ΠΟΠ (AOC, DOC κ.τ.λ.) είναι, άλλωστε, το μοντέλο πάνω στο οποίο «χτίστηκαν» οι μεγαλύτερες οινοπαραγωγοί χώρες, χώρες με τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα κρασιά τους. Η θέσπιση και η τήρηση μιας ζώνης ΠΟΠ αποτελεί αναγνώριση της ποιότητας του παραγόμενου οίνου και, ταυτόχρονα, εγγύηση αυτής προς τον καταναλωτή, μέσω της θέσπισης κανόνων και διαδικασιών ελέγχου και πιστοποίησης των εν λόγω οίνων. Οι κανόνες αυτοί καθορίζουν τα χαρακτηριστικά ώστε να εκφραστεί η τυπικότητα ενός terroir, είτε μέσω της ποικιλιακής σύνθεσης είτε μέσω βέλτιστων οινοποιητικών πρακτικών. Η οινοποίηση προϊόντων ΠΟΠ είναι μέγιστη ευθύνη πρωτίστως προς τον καταναλωτή, αλλά συγχρόνως και προς τους συναδέλφους οινοποιούς που επίσης δρουν στην ίδια ζώνη. Διότι, ως οινοπαραγωγοί, το σημαντικότερο πάγιο που έχουμε είναι αυτή η φήμη της ζώνης στην οποία οινοποιούμε – όποια κι αν είναι αυτή. Η περιφρούρηση και η ενδυνάμωση της φήμης των ζωνών ΠΟΠ αποτελεί μοναδικό εργαλείο για να προωθήσει η Ελλάδα τα κρασιά της, αφού το μέγεθος και το κόστος παραγωγής μάς στερούν άλλα εργαλεία, όπως οι οικονομίες κλίμακος (βλ. Νέος Κόσμος). Έτσι, η αύξηση της ποιότητας και της υπεραξίας των ελληνικών κρασιών νομοτελειακά περνάει μέσα από τις ζώνες ΠΟΠ.

Είναι λοιπόν πιο επίκαιρη από ποτέ η αναθεώρηση των φακέλων ΠΟΠ της χώρας, ούτως ώστε να ευθυγραμμιστούν με τις νέες παραγωγικές συνθήκες, τις σύγχρονες απειλές, αλλά και το στρατηγικό σχέδιο για την προώθηση του ελληνικού κρασιού. Οι κλιματικές συνθήκες αλλάζουν και μαζί τα χαρακτηριστικά του αμπελώνα. Η διάδοση της γνώσης και η μεταφορά των δεξιοτήτων στην οινοποίηση σε συνδυασμό με την ωρίμαση νεαρών φυτεύσεων οδηγούν στην ανάδειξη γηγενών ποικιλιών, που δεν κατοχυρώνονται νομικά παρά τα εξαίρετα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Παράλληλα, καθίσταται αναγκαία η περιφρούρηση της ποιότητας των παραγόμενων οίνων από κάθε ζώνη, με τη συμμετοχή των ελεγκτικών μηχανισμών, των κλαδικών οργανώσεων, αλλά και της αυτοδέσμευσης του κάθε οινοποιείου. Διότι όσο αυξάνεται η υπεραξία μιας ζώνης, τόσο μεγαλύτερα είναι τα κίνητρα για την παραγωγή νομότυπων (στην καλύτερη περίπτωση) ή ακόμα και παράνομων (στη χειρότερη) οίνων που, αντί να προσδίδουν αξία στη φήμη της ζώνης, θα απομυζούν αξία στην πλάτη των υπόλοιπων οινοποιών, ειδικά εκείνων που με τόσο κόπο έφτασαν τις ζώνες μέχρι εδώ. Τέτοια κρούσματα στη Γαλλία αντιμετωπίζονται αυστηρότατα όχι μόνο από τον νόμο, αλλά και από τον ίδιο τον κλάδο.

Ένα ακόμα προτέρημα των ΠΟΠ αποτελεί η χρήση τους για την προβολή των κρασιών μας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί την επιτυχία δράσεων όπως οι «Μεγάλες μέρες της Νεμέας» ή η «Νάουσα, πόλη του οίνου»; Ομαδικές προσπάθειες όπως αυτές αποτελούν μοναδική ευκαιρία για τον καταναλωτή όχι μόνο να επισκεφθεί και να γνωρίσει τον τόπο, αλλά και να γνωρίσει τους ανθρώπους και τα οινοποιεία πίσω από τα κρασιά. Παράλληλα, του δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσει συγκεντρωμένα πολλά κρασιά από μία ζώνη, μέσα στη ζώνη, ώστε να καταλάβει και να εκτιμήσει το terroir και τις ποικιλίες, τις διαφορές και τις ομοιότητες που κάνουν τις ζώνες τόσο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες. Τελευταίο, και ίσως σημαντικότερο: η ενδυνάμωση των ζωνών ΠΟΠ θα πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία αμπελουργικών ζωνών με όλη την έννοια του όρου. Ζώνες όπου αποκλειστική χρήση γης θα είναι η αμπελοκαλλιέργεια (και συναφείς δραστηριότητες, όπως η οινοποίηση), όπου η γη θα έχει υψηλή αξία λόγω της υψηλής αξίας των παραγόμενων από αυτήν οίνων (και όχι λόγω του συντελεστή δόμησης) και όπου θα υπάρχουν διαθέσιμοι γεωπόνοι στην υπηρεσία του παραγωγού, με σκοπό τη βελτιστοποίηση των καλλιεργητικών πρακτικών και τη διασπορά της τεχνογνωσίας. Το ζητούμενο –πάση θυσία– είναι να δοθεί έμφαση στην προστασία του terroir. Όταν το καταφέρουμε αυτό, θα πετύχουμε την αύξηση όχι μόνο της ποιότητας του σταφυλιού και της τιμής των κρασιών, αλλά και του εισοδήματος του παραγωγού.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται πιο γρήγορα από ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε. Η ανάδειξη της τάσης drink local και η στροφή του Έλληνα καταναλωτή στις γηγενείς ποικιλίες μέσα σε μία δεκαετία είναι το πιο καθαρό παράδειγμα. Οι διθύραμβοι από έγκριτα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, η αύξηση των εξαγωγών και η εν γένει αναγνώριση του ελληνικού κρασιού σημαίνουν χρυσές εποχές για το ελληνικό κρασί. Δυστυχώς, το ελληνικό κρασί δεν έχει την πολυτέλεια να επαναπαυθεί σε αυτές τις επιτυχίες. Οι ευνοϊκές συνθήκες, όμως, αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη νέα γενιά οινοποιών να κάνει τομές που θα υποστηρίξουν το προφίλ, την ποιότητα και τις πωλήσεις του ελληνικού κρασιού τις ερχόμενες δεκαετίες. Ας μην τη χάσουμε προτού να είναι αργά. Γιατί, αν μπουν οι βάσεις, είμαι σίγουρος ότι η ανάπτυξη και η βελτίωση του ελληνικού κρασιού δεν θα έχουν σταματημό… ●

Παναγιώτης Κυριακίδης | της Θάλειας Καρτάλη #13

Σπούδασε Χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μια συνάντηση με έναν φίλο οινολόγο τον έπεισε να ασχοληθεί με την Οινολογία και έτσι λίγο αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, βρέθηκε στο Μπορντό για σπουδές Οινολογίας. Ήταν η εποχή της επανάστασης του ελληνικού κρασιού και με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνέβαλε σε αυτήν ως σύμβουλος οινολόγος με διάφορες συνεργασίες, που κάποια στιγμή τον οδήγησαν και στο κατώφλι του Κτήματος Παυλίδη, όταν ο γνωστός Δραμινός επιχειρηματίας ξεκινούσε τις πρώτες του οινοποιήσεις. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν ξανά δέκα χρόνια μετά, και από το 2015, από τη θέση του επικεφαλής οινολόγου και γενικού διευθυντή, διευθύνει πλέον την ορχήστρα ενός εκ των κορυφαίων οινοποιείων της χώρας.

Ο γενικός διευθυντής του Κτήματος Παυλίδη, Παναγιώτης Κυριακίδης.

Οι οινολόγοι είναι συνήθως οι αφανείς ήρωες πίσω από μια ετικέτα. Πώς αισθάνεσθε εσείς γι’ αυτό;

Το κρασί είναι ομαδική δουλειά. Ο καθένας από μας, από τον γεωπόνο, που ασχολείται με το αμπέλι, έως τον οινολόγο, που δουλεύει στην κάβα, όλοι βάζουν το λιθαράκι τους. Ο οινολόγος είναι ο διευθυντής της ορχήστρας. Το ωραίο στη δουλειά μας είναι ότι είναι δημιουργική, καθώς δίνουμε ζωή σε κάτι, το σταφύλι το κάνουμε κρασί, είναι σαν να μεγαλώνουμε παιδιά. Εγώ κάθε δεξαμενή που έχω θεωρώ ότι είναι παιδί μου. Όπως τα παιδιά που μεγαλώνεις δεν είναι όλα ίδια, έτσι και κάθε δεξαμενή είναι διαφορετική, με τα μειονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, τις… παραξενιές της. Αυτή είναι η ομορφιά και η γοητεία στο κρασί. Δεν είμαστε αφανείς, αφήνουμε τα «παιδιά» μας να μιλούν για μας.

Τι είναι αυτό που σας ιντριγκάρει περισσότερο στη δουλειά σας;

Να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά στο έπακρο την πρώτη ύλη, το σταφύλι, και να κάνουμε ένα κρασί όσο το δυνατόν καλύτερο.

Τι ρόλο παίζει μια καλή πρώτη ύλη; Κι αν δεν είναι καλή, ως οινολόγος τι περιθώρια βελτίωσης διαθέτετε;

Μια πολύ καλή πρώτη ύλη μπορεί να κάνει ένα σπουδαίο κρασί ή, αν δεν κατέχει κανείς το αντικείμενο, ένα πολύ κακό κρασί. Αντίθετα, με κακή πρώτη ύλη, όσο καλός κι αν είσαι, δύσκολα θα κάνεις καλό κρασί. Άρα, ξεκινάμε από την πρώτη ύλη και με την εμπειρία και τη γνώση μπορούμε να φτιάξουμε ένα πολύ ποιοτικό κρασί. Επειδή όμως τα σταφύλια δεν είναι πάντα ίδια, λόγω καιρού και συνθηκών, κάθε χρονιά έχει τη δική της μαγεία, το δικό της μυστικό, που θα πρέπει να ανακαλύψουμε ώστε να φτιάξουμε όσο το δυνατόν καλύτερο κρασί. Θα έχετε ακούσει πιθανόν ότι ο οινολόγος δεν έχει φτιάξει ποτέ το καλύτερό του κρασί, πάντα προσπαθεί να φτιάξει το καλύτερο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά…

Σπουδάσατε οινολογία στο Μπορντό. Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη διαφορά με την Ελλάδα όσον αφορά τον τομέα σας;

Για μένα η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι εκεί οι άνθρωποι έχουν την κουλτούρα του κρασιού μέσα τους. Κι αυτό δεν το βλέπεις μόνο στο πανεπιστήμιο και στα εστιατόρια. Συνομιλώντας καθημερινά με απλούς ανθρώπους, βλέπεις ότι όλοι κατέχουν το κρασί, γνωρίζουν τις καλές και τις κακές χρονιές, πάντα θα βρεις ένα μπουκάλι κρασί στο τραπέζι τους. Είναι μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων. Από εκεί και πέρα, έχουν μια παράδοση πολλών ετών και σε ό,τι αφορά τις πανεπιστημιακές γνώσεις, όλοι οι κορυφαίοι του χώρου διδάσκουν εκεί. Δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία τριακονταετία η οινολογία έχει κάνει τεράστια άλματα, γεγονός που οφείλεται στο ότι έχουν επενδύσει στην έρευνα. Πράγματα που ψάχναμε στην εποχή μου τώρα εκεί θεωρούνται απλώς τετριμμένα, έχουν ξεπεραστεί.

Τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «τεχνολογικό» κρασί, τον οποίο ακούμε πολύ συχνά τελευταία; Και τι εννοούμε όταν μιλάμε για ένα κρασί «terroir»;

Όταν τα σταφύλια δεν είναι πολύ καλά και πρέπει να βγει μεγάλη ποσότητα, κάνεις μια οινοποίηση η οποία σε οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα πάνω κάτω σταθερά. Αυτό είναι τεχνολογικό κρασί, δεν έχει χαρακτήρα. Εάν τώρα δουλεύεις με μια πρώτη ύλη που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο terroir, με ιδιαίτερα κλιματολογικά στοιχεία, και «παίζοντας» κάθε χρόνο με την οινοποίηση μπορείς να δημιουργήσεις ένα κρασί που πραγματικά θα αντικατοπτρίζει την εικόνα του Κτήματος και του αμπελιού, τότε μιλάμε για ένα κρασί terroir και όχι τεχνολογικό. Οι γνώσεις που έχουμε μας επιτρέπουν να διαχειριστούμε καλύτερα αυτό που θα μας δώσει η φύση.

Στα χαρμάνια που δημιουργείτε στο Κτήμα Παυλίδη συνδυάζετε πάντα μια ελληνική με μια ξένη ποικιλία. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία πίσω από αυτή την επιλογή;

Δεν ξέρω αν έγινε επίτηδες ή κατά λάθος· η φιλοσοφία μας έγκειται στο ότι, επειδή θέλουμε να κατακτήσουμε και τις αγορές του εξωτερικού, είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον ξένο να δοκιμάσει μια αμιγώς ελληνική ποικιλία την οποία δεν γνωρίζει. Δίνοντάς του και μια ξένη, την οποία ξέρει, είναι πιο εύκολο να μπει στη διαδικασία να δοκιμάσει. Άπαξ και τον κερδίσεις με το χαρμάνι, μετά του θέτεις το ερώτημα «θέλεις να δοκιμάσεις κάτι 100% ελληνικό;».

Θεωρείτε δηλαδή ότι το συγκεκριμένο χαρμάνι του aσύρτικου με το Sauvignon blanc έχει βοηθήσει πολύ στην προβολή του Ασύρτικου στο εξωτερικό;

Πιστεύω ότι ναι, το έχει βοηθήσει πολύ. Βέβαια το Aσύρτικο έχει γίνει γνωστό λόγω Σαντορίνης. Θεωρώ όμως ότι, όταν ο κόσμος θέλει να γνωρίσει το Ασύρτικο, είναι προτιμότερο να το προσεγγίσει μέσω ενός χαρμανιού με μια ποικιλία που ήδη γνωρίζει.

Τελευταία γίνεται πολλή συζήτηση γύρω από τις τιμές της Σαντορίνης. Πώς επηρεάζει αυτό τους παραγωγούς Ασύρτικου στην υπόλοιπη Ελλάδα;

Eμάς στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν μας επηρεάζει. Μας επηρεάζει στις αγορές του εξωτερικού, όπου πάμε να χτίσουμε ένα όνομα με μπροστάρη το Ασύρτικο και όπου οι τιμές είναι ανταγωνιστικές. Από εκεί και πέρα όμως, οι ξένοι, που δεν έχουν τέτοια κωλύματα τοπικιστικά, θα δοκιμάσουν και, αν δεν μπορούν να αγοράσουν ένα Ασύρτικο από τη Σαντορίνη, θα πά- ρουν ένα από την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό θα έλεγα ότι μας βοηθά. Από την άλλη, στη Σαντορίνη οι τιμές εξαρτώνται από την προσφορά και τη ζήτηση. Δεν υπάρχει μεγάλη ποσότητα, άρα οι τιμές ανεβαίνουν, κάτι που δεν ισχύει στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφού εκεί είναι άφθονο, μπορείς να πάρεις 100 στρέμματα και να αυξήσεις τις φυτεύσεις, ενώ στη Σαντορίνη η γη είναι πολύ ακριβή.

Η δική σας αγαπημένη ποικιλία;

Γενικά δεν μου αρέσουν τα Μοσχάτα. Από ελληνικές, μου αρέσει πολύ το Ασύρτικο και στα ερυθρά προτιμώ το Αγιωργίτικο, παρόλο που με ιντριγκάρει περισσότερο το Ξινόμαυρο, αν και δεν έχουμε στο Κτήμα. Με ιντριγκάρει γιατί είναι πιο δύσκολο στην οινοποίηση, άρα απαιτεί πιο πολλή προσπάθεια από μας. Θεωρώ όμως ότι και το Ασύρτικο έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά που το κάνουν ξεχωριστό, μας δίνει τη δυνατότητα να «παίξουμε», να δουλέψουμε δηλαδή και στο αμπέλι και στην οινοποίηση, γιατί είναι δύσκολη ποικιλία. Το Αγιωργίτικο μου αρέσει γιατί είναι πασπαρτού. Μπορείς να φτιάξεις ροζέ, ερυθρά φρέσκα, ερυθρά παλαίωσης, κι εκεί πάλι μπορείς να «ελιχθείς» στο αμπέλι, για να πας ανάλογα με το σταφύλι που θέλεις στο κρασί που θέλεις. Από τις ξένες ποικιλίες, προτιμώ το Τempranillo, το οποίο καλλιεργούμε και οινοποιούμε και στο Κτήμα.

Πώς αποφασίσατε, αλήθεια, να φυτέψετε tempranillo;

Ήταν η αγαπημένη ποικιλία του κ. Παυλίδη. Όταν έφτιαξε το δικό του οινοποιείο στη Δράμα, εκτός από τις κλασικές ποικιλίες, είπε «θα βάλω και Τempranillo κι αν δεν βγει καλό ή δεν αρέσει στον κόσμο, θα το πίνω μόνος μου». Έτσι ξεκίνησε η καλλιέργεια και το κρασί όχι απλώς άρεσε στον κόσμο, αλλά και αποδείχθηκε τελικά ότι η επιφάνεια που φυτεύτηκε ήταν πολύ μικρή, αφού έχει πολύ μεγάλη ζήτηση. Είναι πολύ αρωματική ποικιλία και αρκετά παραγωγική, αλλά, όταν καταφέρεις και τιθασεύσεις το φυτό, τα αποτελέσματα σε δικαιώνουν.

Η Δράμα είναι μια σχετικά νέα οινοπαραγωγός περιοχή, η οποία σε μικρό διάστημα κατάφερε να δώσει πολλά υψηλής ποιότη τας κρασιά. Πού οφείλεται αυτό, κατά την άποψή σας; Έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αποφάσισαν να μπουν στον χώρο του κρασιού;

Εδώ θα δυσαρεστήσω κάποιους, αλλά η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας. Στη Δράμα ξεκίνησαν με όρεξη και χρήματα και επένδυσαν σε νέους επιστήμονες, πήραν γεωπόνους, πήραν οινολόγους για να κάνουν επαγγελματική δουλειά. Δεν έστησαν ένα αμπέλι στην τύχη ούτε βρήκαν κάτι το οποίο από παράδοση θα κρατούσαν ανεξαρτήτως της ποιότητας, παρότι στην περιοχή της Δράμας όλοι είχαν από ένα μικρό αμπελάκι. Επένδυσαν και σε ανθρώπινο δυναμικό και αυτό έκανε τη διαφορά, δεν είχαν κάτι να τους φρενάρει –βλέπε παραδοσιακή καλλιέργεια– ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, με όποια μειονεκτήματα έχει. To βασικό πλεονέκτημα της Δράμας ήταν ότι ουσιαστικά ξεκίνησε από το μηδέν. Σας το λέω αυτό τώρα, διότι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όταν άρχισα να δουλεύω ως σύμβουλος οινολόγος, μου έλεγαν «αυτό το ξέρω, πες μας τι θα κάνω τώρα». Αυτό σημαίνει, αφού έκανα τη στραβή, πώς θα το διορθώσω; Δεν γίνεται έτσι όμως. Όλα ξεκινούν από την αμπελοκαλιέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια τα κρασιά μας βελτιώνονται όλο και περισσότερο. Οι οινολόγοι υπήρχαν, εκεί που υστερούσαμε ήταν στην αμπελοκαλλιέργεια, και τα τελευταία χρόνια, αφού βελτιώσαμε την οινοποίηση, έχουμε επενδύσει πλέον και στην αμπελοκαλλιέργεια, άρα βελτιώσαμε την πρώτη ύλη και βελτιώσαμε και το κρασί.

Δεν συμβαίνει γενικότερα στην Ελλάδα αυτό;

Συμβαίνει γενικότερα, στη Δράμα όμως συγκεκριμένα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, γιατί υπήρχε η ανάγκη, και οι επιστήμονες που ήρθαν δεν διέθεταν μόνο τις γνώσεις, είχαν και τη βοήθεια του εξοπλισμού. Οι επιχειρηματίες που ξεκίνησαν να κάνουν τα οινοποιεία επένδυσαν και σε εξοπλισμό, πήραν σύγχρονα μηχανήματα, για να προστατεύσουν τα λευκά από τις οξειδώσεις χρησιμοποίησαν δρύινα γαλλικά βαρέλια ή αμερικανικά. Για να δώσουν υπεραξία στο προϊόν τους, δεν πήραν το παραδοσιακό πρότυπο παλιό βαρέλι που έδωσε ο παππούς στον εγγονό και το οποίο δεν έχει πια τίποτα να σου προσφέρει. Πλέον γίνεται σε όλη την Ελλάδα. Απλώς ξεκινήσαμε λίγο ανάποδα, αντί να επενδύσουμε πρώτα στην αμπελοκαλλιέργεια, επενδύσαμε πρώτα στην οινοποίηση και μετά στην αμπελοκαλλιέργεια, γιατί είδαμε ότι «πιάσαμε ένα ταβάνι» και δεν μπορούσαμε να το πάμε παραπάνω. Το μυστικό είναι να ξεκινάς από καλή πρώτη ύλη, για να μπορέσεις στο επόμενο στάδιο να κάνεις ένα πολύ καλό κρασί.

Πώς θα συνοψίζατε σε δύο κουβέντες τη φιλοσοφία του Κτήματος Παυλίδη;

Από τότε που ξεκίνησε το 1998, η φιλοσοφία ήταν να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να παράγουμε υψηλής ποιότητας κρασιά σε  -ας το πω– καλές τιμές, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να απολαύσει καλό κρασί σε προσιτές τιμές, όχι κρασιά που τα πίνουν οι λίγοι. Πάντοτε ο γνώμονας ήταν να βελτιώσουμε την ποιότητα και όχι να βγάλουμε μία ακόμη ετικέτα ή να αυξήσουμε την παραγωγή μας στις υπάρχουσες ετικέτες. Πρόσφατα, σε μια κουβέντα μου με τον κ. Παυλίδη, μου είπε: «Δεν με ενδιαφέρει να βγάλεις περισσότερες φιάλες, με ενδιαφέρει να κάνεις το κρασί καλύτερο». Επιμένει στην ποιότητα. Και φυσικά θέλουμε να αναδείξουμε και το terroir της Δράμας. Θέλουμε να κάνουμε ένα κρασί με χαρακτήρα, ώστε ο καταναλωτής που το πίνει να λέει «τώρα πίνω Δράμα». Ο κ. Παυλίδης, γέννημα θρέμμα της Δράμας, θέλει να την κάνει γνωστή στα πέρατα του κόσμου.

Το έχετε πετύχει πιστεύετε, δηλαδή ο καταναλωτής, όταν πίνει το κρασί, διακρίνει ότι προέρχεται από τη συγκεκριμένη περιοχή;

Δεν ξέρω αν το διακρίνει, διότι είναι και θέμα οινικής παιδείας. Το βέβαιο είναι ότι η Δράμα έχει έναν δικό της χαρακτήρα, κι αν δεν το έχουμε ακόμη πετύχει 100%, είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.

Ποιο θα ήταν το dream κρασί που θα θέλατε να οινοποιήσετε;

Ως γαλλοτραφής, θεωρώ ότι ένα μεγάλο κρασί θα μπορούσε να γίνει από Cabernet franc. Αυτή είναι η αγαπημένη μου ποικιλία στα γαλλικού τύπου κρασιά, που είναι πιο επιθετικά, πιο τανικά και πιο μακρόχρονης παλαίωσης. Θέλουν χρόνο.

Το μέλλον του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό;

Από τη φύση μου είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και θέλω να το βλέπω θετικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, είμαστε μια μικρή χώρα, που ναι μεν έχουμε παράδοση, αλλά προσπαθούμε με σφεντόνες να παλέψουμε απέναντι σε υπερδυνάμεις. Θέλει και οργάνωση και χρήματα, και επίσης δυναμικές κινήσεις από όλους μας, παραγωγούς, κράτος, καταναλωτές, άλλους επαγγελματίες του χώρου. Θα σας πω το πιο απλό, που το λέω πάντα: αντί να τρέχουμε σε εκατό οινοποιεία στην Αμερική για δέκα μέρες, για να δείξουμε τα κρασιά μας σε 1.000 Αμερικανούς, θα μπορούσαμε σε συνεννόηση όλος ο κλάδος με τους επαγγελματίες της εστίασης στην Ελλάδα, όταν υποδεχόμαστε 30 εκατομμύρια ξένους, να τους σερβίρουμε ποιοτικό κρασί, ώστε να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές μας στο εξωτερικό. Αυτό δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να το πετύχουμε. Και γιατί πολλοί από τους επαγγελματίες δεν γνωρίζουν το κρασί, και γιατί σκέφτονται το εύκολο κέρδος. Η εικόνα ωστόσο έχει αρχίσει λίγο να αλλάζει. Ολοένα και περισσότεροι διάσημοι οινογράφοι του εξωτερικού ασχολούνται με το ελληνικό κρασί και πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί, γιατί οι ποικιλίες που έχουμε είναι πάρα πολλές. Θα εξακολουθούν να μιλούν για το ελληνικό κρασί για πολλά χρόνια. Κι αν αυτή τη στιγμή μιλούν για το Ασύρτικο, ακολουθούν άλλες ποικιλίες, εξίσου πλούσιες και δυναμικές, οι οποίες θα κατακτήσουν πιστεύω τις αγορές του εξωτερικού. Οι ξένοι είναι ανοιχτοί, έχουν κουραστεί να πίνουν τα κλασικά, ψάχνουν κάτι διαφορετικό.

Κάποια δύσκολη στιγμή στο Κτήμα;

Δεν έχουμε δύσκολες στιγμές. Οι μοναδικές άσχημες στιγμές μπορούν να προέλθουν μόνο από τον καιρό. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε άσχημες στιγμές. Δύσκολη απόφαση, ναι, είναι αυτή της στιγμής του τρύγου. Άπαξ και τρυγήσεις, μετά τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους.

Η πιο ευχάριστη στιγμή;

Όταν κάποιο κρασί μας κερδίζει μια διάκριση ή ένα μετάλιο σε έναν διεθνή διαγωνισμό, εκεί είναι μεγάλη η χαρά, είναι σαν να σου λένε «μπράβο, έκανες καλά παιδιά, μεγάλωσαν κι έγιναν σπουδαία». Εκεί νιώθεις μεγάλη υπερηφάνεια… ●

ktima-pavlidis.gr

Weingut Bründlmayer | της Πηνελόπης Κατσάτου, #13

 Στο Weingut Bründlmayer, που βρίσκεται σε μια πανέμορφη περιοχή 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Βιέννης, το Langenlois, φθάσαμε δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Στο κτήμα μόλις είχε αρχίσει το κλάδεμα και το οινοποιείο ήταν κλειστό. Ωστόσο στην πόρτα μάς περίμενε χαμογελαστός ο Andreas Wickhoff MW, γενικός διευθυντής του. Ανεβήκαμε μια ανεμόσκαλα πάνω από τις δεξαμενές, απ’ όπου η θέα ήταν εντυπωσιακή.

Το δάσος του Waldviertel λειτουργεί σαν ένα φυσικό φράγμα που προστατεύει τα αμπέλια στην κοιλάδα του Kamp από τους παγωμένους νοτιοδυτικούς ανέμους. Τα πετρώδη εδάφη μαζεύουν ήλιο το πρωί, κυρίως τις μεγάλες περιόδους ηλιοφάνειας του φθινοπώρου, ενώ το βράδυ δροσίζονται από τον φρέσκο αέρα του δάσους. Ο συνδυασμός αυτός χαρίζει στα κρασιά της περιοχής τον μοναδικό χαρακτήρα τους, με την έντονη και καθαρή ορυκτότητα που τα διακρίνει. «Ήταν ένας θερμός χειμώνας», μας λέει ο Andreas Wickhoff, «τουλάχιστον έως τώρα [σ.σ.: η αλήθεια είναι ότι τις μέρες που ακολούθησαν άλλαξαν τα πράγματα]. Συνολικά τον περασμένο χρόνο είχαμε στην περιοχή 3 βαθμούς πάνω, τεράστια διαφορά για εμάς. Για την ακρίβεια, ήταν η πιο ζεστή χρονιά που είχαμε ποτέ».

Παντού βλέπουμε φωτοβολταϊκά πανέλα, που παρέχουν αυτάρκεια ως προς την ηλεκτρική ενέργεια. Σε υψόμετρο 235 μ., το οινοποιείο ακολουθεί τους κανόνες της βαρύτητας, ενώ τα κρασιά του έχουν οργανική πιστοποίηση. Έως έναν βαθμό εφαρμόζουν και βιοδυναμικές μεθόδους. Όμως, όπως μας λέει ο Andreas, «η βιο- δυναμική προσέγγιση έχει δογματικό χαρακτήρα και θρησκευτικά στοιχεία, που δεν ταιριάζουν απόλυτα με τη φιλοσοφία του συγκεκριμένου οινοποιείου».

«Το κρασί μάς λέει τα πάντα για το έδαφος, το κρύο ή τη ζέστη, την καταιγίδα και τη βροχή, αλλά και για τους ανθρώπους που ασχολούνται από την αρχή με αυτό», λέει ο Willi Bründlmayer, ιδιοκτήτης και επικεφαλής αυτής της ξεχωριστής ομάδας, του Weingut Bründlmayer. Στο πλευρό του η γυναίκα του Edwige, ο Thomas Klinger και ο Andreas Wickhoff Master of Wine, ο οποίος πριν αναλάβει τα ηνία του Κτήματος δούλεψε πολλά χρόνια σε premium οινοποιεία στην Αυστρία. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προωθώντας τη δουλειά του, ενώ έχει εργαστεί και ως σομελιέ στην Ιταλία, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Σήμερα, ζει στην περιοχή με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Μου δείχνει τον καλύτερο αμπελώνα τους, στην κορυφή ενός λόφου. Είναι ο Heiligenstein, ο διασημότερος για την παραγωγή Riesling σε ηφαιστειογενή εδάφη. Πράγματι, τα εδάφη του είναι τα παλαιότερα στην περιοχή, με άμμο 250 εκατομμυρίων χρόνων. Όλα τα άλλα αμπελοτόπια του Κτήματος είναι νεότερα. Στις πλαγιές ωριμάζουν οι καλύτεροι εκπρόσωποι της ποικιλίας Riesling, αποκομίζοντας ό,τι καλύτερο μπορούν από το έδαφος, για να συνεχίσουν την πρόοδό τους στο μπουκάλι, που θα τα μετατρέψει στα δυνατά ξηρά κρασιά που έχουν πανάρχαιες ρίζες. Από τον λόφο αυτόν, όπως μου λέει, έχουν περάσει από πάνω του όλες οι αλλαγές κλίματος που έχει δει η περιοχή. Λίγο πιο κάτω είναι το αμπελοτόπι Lamm, διάσημο για την ποικιλία Grüner Veltliner.

Andreas Wickhoff MW, γενικός διευθυντής του Weingut Bründlmayer.

Το Weingut Bründlmayer είναι μέλος του Österreichische Traditionsweingüter, τα μέλη του οποίου δεσμεύονται να αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τα χαρακτηριστικά της περιοχής, του εδάφους, του κλίματος και των ποικιλιών στα κρασιά τους. Για να αναδείξουν λοιπόν και να προστατεύσουν την εντοπιότητά τους, δημιούργησαν το δικό τους appellation, το οποίο ονόμασαν Kamptal. Σε γενικές γραμμές, μόνο κρασιά από Grüner Veltliner και Riesling μπορούν να φέρουν στην ετικέτα τους την ονομασία Κamptal και μόνο αμπελώνες αυτών των ποικιλιών μπορούν να χαρακτηρίζονται Erste Lage (First Growth). Ο χειρωνακτικός τρύγος ξεκινά τον Σεπτέμβριο και τελειώνει τον Δεκέμβριο. Ένας αμπελώνας μπορεί να τρυγηθεί δύο και τρεις φορές προκειμένου να πάρουν ό,τι καλύτερο. Τα σταφύλια διαχωρίζονται και μεταφέρονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο οινοποιείο και σε ειδικές πρέσες με μικρή αντίσταση, όπως μας λέει χαρακτηριστικά, «μόλις 1 bar, όσο δηλαδή μια χειραψία μεταξύ δύο φίλων». Για να διατηρήσουν τα αρώματά τους, παραμένουν σε δροσερές και όχι κρύες δεξαμενές ή βαρέλια. Ανάλογα με την ποικιλία, παραμένουν από 3 έως 18 μήνες.

To οινοποιείο ανακαινίζεται, οι χώροι του είναι σε εξαιρετική κατάσταση, αλλά δεν είναι επισκέψιμο· μόνο κατά περίπτωση και μετά από ραντεβού. Ωστόσο, υπάρχει ένα εστιατόριο στην πόλη όπου όσοι το επιθυμούν μπορούν να δοκιμάσουν τα περίφημα κρασιά του Κτήματος, αφού διαθέτει ένα μεγάλο κελάρι και με παλαιότερες χρονιές.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Bründlmayer Blanc de Blancs extra Brut reserve Φρέσκο πράσινο μήλο και μπριός κυριαρχούν στο περίπλοκο μπουκέτο, δίνοντας μια έντονη φρεσκάδα, αλλά και πολύ φινετσάτη οξύτητα, έντονο σώμα και δροσερή επίνευση.

Bründlmayer Brut rosé Από Pinot Noir, Zweigelt και St. Laurent, ποικιλίες που καλλιεργούνται νοτιοδυτικά, με λίγη περισσότερη ζέστη, το κρασί βάσης οινοποιείται ξεχωριστά για κάθε ποικιλία. Ελαφρύ χρώμα σολομού, με έντονα αρώματα από κεράσια και φράουλες. Αρκετά έντονη οξύτητα, αλλά και μεταλλικότητα.

Pinot Noir Blauburgunder 2015 Αυτό το Pinot Noir είναι φτιαγμένο από ώριμα σταφύλια σε δύο από τα top αμπελοτόπια, τα Dechant και Käferberg. Έντονο ρουμπινί χρώμα και αρώματα από κεράσια και μούρα, φρούτα του δάσους, φρουτώδες και κομψό. Νεαρές τανίνες και οξύτητα, έντονη επίγευση. Τυπικό Pinot, ταιριάζει τέλεια με κυνήγι, ψητό κρέας, πάπια, μαγειρευτά και φρέσκα τυριά.

Riesling Heiligenstein Beerenauslese 2013 Από τον αρχαίο διάσημο αμπελώνα του Zöbinger Heiligenstein, το χαρακτηριστικό αυτό Riesling, νεαρό σε ηλικία, έχει πολλά στοιχεία βοτρύτη, τα οποία όμως δεν καλύπτουν την ποικιλία του. Αχλάδι και βερίκοκο κυριαρχούν, ενώ υπάρχει πολύ καλή σχέση γλυκύτητας και οξύτητας. Ταιριάζει ιδανικά με φρουτώδη επιδόρπια και φρέσκα τυριά.

Rosé Zweigelt 2018 Από την ποικιλία Zweigelt, το κρασί αυτό ξεχειλίζει από κόκκινα φρούτα –κεράσια και φράουλες– και έχει μέτριο σώμα και καλή επίγευση. Ιδανικό απεριτίφ, ταιριάζει με καπνιστό σολομό ή τάπας.

Kamptal terrassen Grüner Veltliner 2017 Τυπικότατο Grüner Veltliner της περιοχής, το συγκεκριμένο είναι ένα blend από διαφορετικά αμπελοτόπια και έχει απ’ όλα: λουλούδια, φρούτα με έντονη οξύτητα, ξηρούς καρπούς, έντονο σώμα, οξύτητα, αλλά και πολύ έντονη μεταλλικότητα. Ιδανικά συνοδεύει θαλασσινά, λευκά κατσικίσια τυριά, αλλά και ασιατικά πιάτα.

Kammerner lamm Grüner Veltliner 2017 Το διάσημο αυτό αμπελοτόπι έχει νότιο προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να είναι ένα από τα πλέον θερμά σημεία στην περιοχή που δίνουν στο συγκεκριμένο κρασί μεγάλη συμπύκνωση και ωριμότητα που θυμίζουν Βουργουνδία. Έντονα αρώματα τζίντζερ, λάιμ, μήλου και ανανά, αλλά και βαρέλι που ίσα το καταλαβαίνεις. Αυτό όμως που το χαρακτηρίζει είναι η μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης.

Zöbinger Heiligenstein riesling 2017 Το αμπελοτόπι του τυπικού αυτού Riesling είναι, εκτός από το παλαιότερο της περιοχής, μάλλον και το πιο εντυπωσιακό του Κτήματος. Κλασικό, πεντακάθαρο, δροσερό, γεμάτο από λεμονάτες γεύσεις, εντυπωσιάζει με τα αρώματα μυρωδικών, όπως θυμάρι. Έχοντας μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης, ταιριάζει με όλα τα είδη θαλασσινών, αλλά και κοτόπουλο ή τηγανητό χοιρινό, συνηθισμένα πιάτα της ασιατικής κουζίνας. g

● Τα κρασιά του Weingut Bründlmayer εισάγει στην Ελλάδα η Αίολος Α.Ε