Ξεκινώντας εκείνο το ηλιόλουστο Σεπτεμβριάτικο πρωινό για τη Μαντίνεια, με τη θερμοκρασία να αγγίζει τους 35 βαθμούς, δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς τι μας περίμενε. Οδηγούσαμε προς μία από τις πιο γνωστές οινοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας, με προορισμό έναν από τους πιο ιστορικούς αμπελώνες της χώρας μας, μην περιμένοντας και ιδιαίτερες εκπλήξεις – το Μοσχοφίλερο, άλλωστε, είναι ένα κρασί που το γνωρίζουμε καλά. Ή έτσι νομίζαμε. Στο μυαλό μας ο τρύγος, που επρόκειτο να ξεκινήσει στα τέλη του μήνα για τα μοσχοφίλερα, αλλά είχε μόλις αρχίσει για κάποιες άλλες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή. Μας υποδέχθηκε ένας τόπος μαγικός, όλη η ομορφιά της καρδιάς της Πελοποννήσου συμπυκνωμένη, και μια ομάδα ανθρώπων πρόθυμων να μοιραστούν μαζί μας εμπειρίες και γνώση δεκαετιών. «Νομίζουμε ότι θα πάμε καλά, παρά το γεγονός ότι οι πολλές βροχοπτώσεις του φετινού καλοκαιριού δημιούργησαν προβλήματα με ασθένειες», μας εξηγεί ο οινολόγος του κτήματος, Αλέξανδρος Τζαχρίστας, αναφερόμενος στις συνθήκες του φετινού τρύγου, ενώ θαυμάζουμε το τοπίο από την κορυφή των 50τονων δεξαμενών, που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο του οινοποιείου. Από εκεί πάνω μπορεί κανείς να δει τον αμπελώνα των 35 εκταρίων στον οποίο γεννήθηκε το Μοσχοφίλερο και, χάρη στο όραμα της εταιρείας μπουτάρη, όχι απλώς διασώθηκε, αλλά και αποτελεί εδώ και χρόνια μία από τις ποικιλίες-πρεσβευτές της ελλάδας στο εξωτερικό (μαζί με το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο).
Η ιστορία του οινοποιείου ξεκινά το 1927, όταν στην περιοχή κυριαρχούσε η εταιρεία Καμπάς. Η εξαγορά της καμπάς από την εταιρεία Μπουτάρη το 1991 σηματοδότησε μια νέα αρχή για την περιοχή της Μαντινείας, με την άφιξη του έμπειρου οινολόγου Γιάννη Βογιατζή, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα ο επικεφαλής οινολόγος της εταιρείας και ο άνθρωπος που γνωρίζει το Μοσχοφίλερο και τις δυνατότητές του όσο λίγοι. Ο ιστορικός αμπελώνας αποτελείται σήμερα από 700 στρέμματα με φυτεύσεις Μοσχοφίλερου και κάποιων ξένων ποικιλιών, με τα παλαιότερα αμπέλια να φθάνουν την ηλικία των 48 ετών.
Καθισμένοι όλοι γύρω από ένα υπέροχο τραπέζι που στήθηκε κάτω από τη μεγάλη καρυδιά στην καρδιά του αμπελώνα, είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τα κρασιά που παράγονται στο συγκεκριμένο Οινοποιείο, συνοδεία εκλεκτών πιάτων για τα οποία είχαν φροντίσει οι οικοδεσπότες μας. Στο τραπέζι ακουμπισμένα τσαμπιά από Μοσχοφίλερο, Chardonnay, Gewürztraminer και Riesling, που ο γεωπόνος του κτήματος Παρασκευάς Ευαγγελίου είχε την καλοσύνη να κόψει από τα γύρω αμπέλια, για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασιν τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ σταφυλιών που ανήκουν σε αρωματικές ποικιλίες. Δίπλα μας, το κτίσμα του παλαιού πατητηριού, το οποίο χρονολογείται και αυτό από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μάρτυρας της μακράς οινικής ιστορίας της περιοχής.
Οι υπέροχες γεύσεις από τα τοπικά χόρτα, τα περιβολίσια αχνιστά, όπως τα ονομάζουν στην περιοχή, τη χορτόπιτα και τους ντολμάδες έδεσαν τέλεια με το σήμα κατατεθέν του οινοποιείου, το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη, ένα κρασί κλασικό, απλό και εύκολο, που γεννήθηκε, όπως μας είπε ο κ. Βογιατζής, για να εκφράσει με απλό και άμεσο τρόπο την αρωματική ποικιλία της μαντινείας.
Η επιλογή της προβολής της ποικιλίας στην ετικέτα ήταν και αυτή μια καινοτομία την εποχή που η ίδια η εταιρεία είχε επιλέξει να προβάλει στις φιάλες της την Ονομασία Προέλευσης. Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, το συγκεκριμένο μοσχοφίλερο ωστόσο παρέμεινε σταθερή αξία, «κατακτώντας τη δική του θέση στη συνείδηση του καταναλωτή και στην αγορά του κρασιού», σύμφωνα με τον κ. Βογιατζή. Πέρασαν πολλά χρόνια και αρκετοί πειραματισμοί μέχρις ότου αποφασισθεί να μπει στην αγορά ένα ακόμη κρασί από την ίδια ποικιλία, το Οροπέδιο, μια διαφορετική έκφραση του Μοσχοφίλερου, ένα κρασί πιο πολύπλοκο, περασμένο από διακριτικό βαρέλι, αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης των δημιουργών του για τη συγκεκριμένη ποικιλία. Οι Πειραματικοί Οίνοι, Χωρίς θειώδη, που ακολούθησαν –έμπρακτη απόδειξη της αγάπης της εταιρείας Μπουτάρη για τους πειραματισμούς– στάθηκαν αφορμή να ανοίξει γύρω από το τραπέζι μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με τα φυσικά κρασιά, αν και το συγκεκριμένο, όπως επέμειναν οι εμπνευστές του, δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή. Ένα κρασί με όλη την τυπικότητα του Μοσχοφίλερου, εμπλουτισμένη με έντονο αρωματικό προφίλ.
Η μεγάλη μας έκπληξη, ωστόσο, ήταν μια νέα ετικέτα, η οποία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη, ένα single vineyard Μαυροφίλερο, το οποίο είναι κλώνος του Μοσχοφίλερου. Το χρώμα του, πολύ πολύ απαλό ροζ, που θα μπορούσε εύκολα να το κατατάξει κανείς και στα λευκά –αποτέλεσμα των εκχυλίσεων–, δίνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το ώριμο Μοσχοφίλερο, που αποτελεί μια «πιο κόκκινη και μοσχάτη» προσέγγιγη της συγκεκριμένης ποικιλίας.
Το… άτυπο σεμινάριό μας γύρω από το Μοσχοφίλερο συνεχίστηκε με τη δοκιμή αφρώδους και γλυκού κρασιού από λιαστά σταφύλια, τα οποία συνόδευσαν το επιδόρπιό μας και έκλεισαν το υπέροχο αυτό γεύμα. Κάποιοι ίσως βιαστούν να πουν ότι η οινοπαραγωγή στην Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ από την εποχή που η εταιρεία Μπουτάρη πρωτολανσάρισε στην αγορά το Μοσχοφίλερο, αποφασίζοντας να ανοιχτεί στην παραγωγή λευκών οίνων.
Πράγματι. Όμως, η επίσκεψη στο ιστορικό οινοποιείο μάς απέδειξε ότι κάποιες αξίες μπορούν να εξελιχθούν μέσα στον χρόνο, παραμένοντας σταθερές. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το όραμα ανθρώπων πρωτοπόρων που εδώ και δεκαετίες εργάζονται αδιάκοπα με πάθος και συνέπεια αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη του Ελληνικού κρασιού.