Μάρκος Μαρκοβίτης | της Π. Κατσάτου #19

Μία ποικιλία, μία ετικέτα.

Τελειομανής ή μονομανής; O παραγωγός από τη Νάουσα θεωρεί τον εαυτό του τυχερό για τον τόπο καταγωγής του και το Ξινόμαυρο και επιλέγει να βάλει κάτι από την ντομπροσύνη του χαρακτήρα του στο προφίλ της παραγωγής του. Κανένας πειραματισμός με ξένες ή διαφορετικές ποικιλίες, κανένα blend ή μοδάτο κρασί λόγω χρώματος. Το ΜαρκοVITIS είναι ένα, καθαρό, μοναδικό και, όπως όλα τα απλά πράγματα, εξαιρετικό.  Τα 140 στρέμματα αμπελώνα στις πλαγιές της Νάουσας αγκαλιάζουν το οινοποιείο, που είναι γεμάτο αντίκες και πήλινα αντικείμενα. Η απλότητα του τοπίου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον χαρακτήρα του Μάρκου Μαρκοβίτη, ο οποίος μας υποδέχεται με μια θερμή χειραψία και ένα εγκάρδιο χαμόγελο, προκαλώντας την απορία μας, αφού είχαμε ακούσει ότι είναι αρκετά κλειστός χαρακτήρας και δεν μιλάει εύκολα. Ίσως έπαιξε ρόλο το ότι του αρέσει το Grape, το οποίο, όπως μας είπε κολακεύοντάς μας, του θυμίζει λίγο το Noble Rot στα πρώτα του βήματα. Mετά από σπουδές στη Γεωπονία και στην Οινολογία, άρχισε να δουλεύει στο οινοποιείο το 2008, ενώ επίσημα ανέλαβε το 2012, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όπως παραδέχεται με ειλικρίνεια, δεν είχε και κανένα «μικρόβιο με το κρασί», σιγά σιγά άρχισε να το αγαπά. Με σεμνότητα παραδέχεται ότι δεν ένιωθε άνετα με το Château Πήγασος και για τον λόγο αυτόν επέλεξε το λατινόφωνο ΜαρκοVITIS, το οποίο έχει και το «VITIS» (αμπέλι) μέσα, που βοηθά στην προώθηση στο εξωτερικό. 

Είναι βιώσιμο το να έχει κάποιος μόνο μία ετικέτα;

Απόλυτα, αυτή είναι όλη η ιστορία. Kάνουμε 80.000 φιάλες και το 80% φεύγει στο εξωτερικό – έχουμε βρει πελάτες που λένε ξεκάθαρα ότι αυτό μπορώ να το πουλήσω ως ποιοτικό ελληνικό κρασί, ως Ξινόμαυρο. Αυτό μπορούν να το πουλήσουν, είναι κάτι πολύ πιο καθαρό από το να τους δώσεις ένα όνομα που δεν λέει τίποτα σε κανέναν. Φυσικά, παίζουν ρόλο και η ποιότητα και η τιμή. Με μία ετικέτα, επίσης, απλουστεύονται όλα. Ακόμα και ο τρύγος, σ’ εμάς είναι τέσσερις μέρες, ενώ άλλοι ξεκινούν τον Αύγουστο και τελειώνουν τον Σεπτέμβριο.

Εξάλλου, δεν έφτασα εδώ με τη μία. Δοκίμασα, έχω κάνει και Blanc de Noir, ο πατέρας μου είχε φυτέψει Chardonnay, Riesling, Sauvignon, Ροδίτη, Μerlot. Μετά ήρθα και τα ξήλωσα όλα και έβαλα το καλύτερο Ξινόμαυρο. Έχεις στα χέρια σου έναν θησαυρό, μια ποικιλία που σε κατατάσσει αυτομάτως στους καλύτερους. Είσαι από τη Νάουσα και κάνεις Ξινόμαυρο. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με το ελληνικό κρασί επαγγελματικά και σοβαρά τι ξέρει; Ξέρει τη Νάουσα με το Ξινόμαυρο, τη Νεμέα με το Αγιωργίτικο και τη Σαντορίνη με το Ασύρτικο – και τώρα με τη Μαλαγουζιά, αλλά δεν υπάρχει περιοχή Μαλαγουζιάς, να ’ναι καλά ο κύριος Βαγγέλης. Κατευθείαν μπαίνεις σε μια ομάδα στην οποία δεν μπορεί κανένας άλλος να μπει, από όλη την Ελλάδα, από όλα [κανένα από] τα οινοποιεία, είσαι εκεί ήδη με το «καλημέρα». Αυτό το πράγμα αν δεν το εκμεταλλευτείς και πεις ότι εγώ θα κάνω αυτό, θα κάνω ένα Μerlot, θα κάνω ένα ροζέ, θα κάνω δύο τρία λευκά, ένα γλυκό, θα κάνω ένα λίγο πιο πριν. Δεν λέω, καλά κάνουν, αλλά δεν είναι αυτό που θα μπορέσει να πουλήσει, δυστυχώς. Στην ξένη αγορά δεν μπορείς να πουλήσεις. 

Το στοίχημά σου είναι το εξωτερικό; Γιατί βλέπω ότι εκεί επικεντρώνεσαι.

Να σου πω την αλήθεια, έτσι έτυχε. Αλλά ήταν ο στόχος μου, γιατί, έτσι όπως είναι, ελληνική ετικέτα κατευθείαν εγώ δεν έβγαλα μετά το 2012. Όλα με λατινικά, γιατί όχι; Εξάγω αρκετά σε Αγγλία, Ταϊβάν, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Καναδά, Αμερική, Ιταλία, Ολλανδία, Σουηδία, πολύ καλά στην Κύπρο. 

Πόσο ξέρουν και ζητούν το Ξινόμαυρο στο εξωτερικό;


Η ζήτηση είναι γελοία, αν βάλεις τα νούμερα κάτω. Όλοι οι παραγωγοί της Νάουσας μαζί είναι ένας (μεσαίος, όχι μεγάλος) συνεταιρισμός στην Ιταλία. Πρέπει να αντιληφθούμε σε νούμερα ποιοι είμαστε. Στο εξωτερικό ζητούν ελληνικό κρασί και, όταν φτάσουν στο σημείο να πέσουν στη Νάουσα και θελήσουν ένα κρασί λίγο διαφορετικό από τα mainstream, εκεί κολλάει το Ξινόμαυρο. Για τον λόγο αυτόν, όπως λέω και στους συναδέλφους μου, πρέπει να έχουμε όγκο και όχι 2.000 και 2.500 χιλιάδες μπουκάλια. Μόνο έτσι θα δώσουμε την εντύπωση ότι μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί.

Βιολογική καλλιέργεια;


Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία «βιοδυναμικό ή βιολογικό», κάνουμε ό,τι πιστεύουμε εμείς ότι είναι το καλύτερο. Όποιος σου λέει ότι δεν ραντίζει, ότι δεν φυτοπροστατεύει, λέει ψέματα. Όμως, ραντίζουμε καθαρά βιολογικά, είναι και πιο οικονομικό και πολλές φορές καλύτερο. Τα κρασιά έχουν μηδενική παρέμβαση. Τώρα, το ότι δεν καθόμαστε να το επικοινωνήσουμε ότι εμείς κάνουμε το απόλυτο φυσικό κρασί, δηλαδή πιο φυσικό δεν γίνεται, γι’ αυτό κάθε χρονιά βγαίνει εντελώς διαφορετική, δεν σημαίνει πως προσπαθούμε να μακιγιάρουμε, ούτε να καλύψουμε κάτι, ούτε να μπλεντάρουμε χρονιές με χρονιές. Το να κάνεις το τανικό πιο μαλακό είναι πολύ απλό για έναν οινολόγο. Μα γιατί να το κάνω; Αυτό είναι το Ξινόμαυρο: Ξινόμαυρο ίσον τανίνη, για κάποιον που δεν ξέρει. Αν η τανίνη είναι μέρος του όγκου και δεν στυφίζει, δεν είναι στεγνή, αυτό είναι θέμα της χρονιάς και της περιοχής. Καλό είναι χρονιές όπως το 2015, πιο δύσκολες και στεγνές, να μην έρχονται πολύ συχνά. Αλλά όταν έρχονται, θα πρέπει όλοι να κάνουν υπομονή – και οι καταναλωτές. Γιατί εμείς θέλουμε έναν καταναλωτή που να είναι φίλος του οινοποιείου, να είναι fan της μάρκας. Οι άνθρωποι γινόμαστε, καλώς ή κακώς, θαυμαστές μιας μάρκας. Εγώ τέτοιους καταναλωτές θέλω. Δεν θέλω το κρασί να είναι παντού και να δοκιμάζεται στα μπαρ: επ, ένα κόκκινο, και το βάζει. Και γι’ αυτό συνεργάστηκα με τον Γιάννη Σιγανό, δεν θα συνεργαζόμουν ποτέ με κανένα δίκτυο το οποίο απλώς βγάζει πωλητές για να σου πουλήσει και να είσαι ευχαριστημένος. Το κρασί θα πουλήσει στο σωστό μέρος, στο σωστό εστιατόριο, στη σωστή λίστα, στη σωστή κάβα, στη σωστή τιμή, όλα τα άλλα θα γίνουν. Αυτή η ετικέτα είναι generic. Αν βγάλω την πιο ακριβή, θα «κολλήσει» κατευθείαν στην ιστορία που έχουμε φτιάξει μέχρι τώρα. Αλλά είναι νωρίς ακόμα, θέλει λίγη υπομονή. Και κάποιος που είναι θαυμαστής θα το εκτιμήσει.

Δοκιμάσαμε:

Châteαu Πήγασος 1999: Παρά την ηλικία του, εντυπωσιακά ζωντανό. Στο ποτήρι αναδεικνύονται όλες οι αρετές ενός ώριμου Ξινόμαυρου, με ζωηρούς χαρακτήρες από πελτέ ντομάτας, πατέ ελιάς και δεντρολίβανο, που συμπληρώνονται από μαρμελάδα δαμάσκηνο και μπαχαρικά. Στόμα μαλακό, περίπλοκο και κλασάτο, με τα σημάδια του χρόνου να του χαρίζουν γοητεία. 

Markovitis 2012-13: Όμορφα δουλεμένο κρασί, με αρώματα βιολέτας στη μύτη, δαμάσκηνο, σοκολάτα, μπαχαρικά και νότες φυτικότητας. Αρχίζει να φαίνεται πιο έντονα το προσωπικό στοιχείο του Μάρκου και να διαφοροποιείται αρκετά από το γνωστό άρωμα της ντομάτας που χαρακτηρίζει την ποικιλία. Γεμάτο σώμα και πολλά υποσχόμενο, αφού το περιμένει μεγάλος χρόνος παλαίωσης. 

Μarkovitis 2015: Μια δύσκολη χρονιά για το Κτήμα. Ο Μάρκος λέει ότι μια καράφα εδώ βοηθά να μαλακώσει τις τανίνες, που με τον καιρό βελτιώνονται. 

Μarkovitis 2016: Εξαιρετική χρονιά, που έχει τα πάντα: οξύτητα, όμορφη μύτη με τριαντάφυλλο και περγαμόντο, στρογγυλεμένες τανίνες με όγκο, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι φινετσάτη (αυτή η χρονιά λέει ότι θέλει καράφα).

«Τώρα που έχετε κάνει αυτή την κάθετη, θα θυμάστε όλες τις χρονιές μας», είπε ο Μάρκος Μαρκοβίτης αποχαιρετώντας μας. g