Ετοιμαζόμουν να προσθέσω ένα ακόμα ταξίδι στο ενεργητικό μου.
Για τις επόμενες περίπου πεντέμισι ώρες θα ήμουν φιλοξενούμενος και χαλαρός στο αναπαυτικό πίσω κάθισμα ενός Golf TSI, στον δρόμο μας για τη Νάουσα. Για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό πήγαινα σε έναν οινικό προορισμό με φίλους. Περισσότερο για να περάσουμε καλά, παρά ως κομμάτι μιας συγκεκριμένης δουλειάς. Δεν λέω, καλοί και οι wine-experts, καλές και οι «καταδρομικές» για να αποκτήσεις την πλήρη εικόνα μιας εσοδείας, αλλά τη Νάουσα είναι καλύτερα απλώς να την απολαμβάνεις. Να δηλώσω εδώ και τώρα ότι αγαπάω πολύ τα κρασιά της Νάουσας, σίγουρα όχι όμως με τον ίδιο τρόπο που αγαπάω, ας πούμε, τη Νεμέα. Νομίζω πως για τη Νάουσα νιώθω περισσότερο σαν μια μάνα που αγαπάει λίγο περισσότερο (αν μπορώ να το πω αυτό) ή και κακομαθαίνει το πιο ευαίσθητο και αδύναμο από τα παιδιά της. Και αυτό είναι κάτι το οποίο ένιωσα από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην περιοχή, αρκετά χρόνια πριν. Ήταν εκείνο το πρώτο ταξίδι, που γκρέμισε ό,τι είχα πλάσει στο μυαλό μου για τη σπουδαία περιοχή μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Διαβάζεις και ακούς τόσες περιγραφές για τη Νάουσα, δοκιμάζεις τα γεμάτα δύναμη Ξινόμαυρά της και φαντάζεσαι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Όλα μεγεθύνονται μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια όμως απέχει σημαντικά. Μπορεί να οδηγείς για σχεδόν μισή ώρα μέσα σε αυτό που ονομάζεται «αμπελουργική ζώνη» και να μη δεις το παραμικρό ίχνος που να μαρτυράει πως αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη ή, ορθότερα, μία από τις σημαντικότερες οινικά περιοχές της Ελλάδας. Αντί για τους περίφημους αμπελώνες του Ξινόμαυρου, συναντάς για χιλιόμετρα, δεξιά και αριστερά του δρόμου που διασχίζει τη ζώνη, μόνο ροδακινιές, κερασιές, δαμασκηνιές, μηλιές και, αν είναι η εποχή, διακρίνεις τις σιλουέτες των εργατών που ραντίζουν αδιάκοπα τις καλλιέργειές τους. Δυστυχώς, πρόκειται για έναν αμπελώνα που έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό. Και η δυσοίωνη αλήθεια για τη Νάουσα είναι πως το Αμύνταιο, από την άλλη πλευρά του όρους Βέρμιο, έχει ήδη πολύ περισσότερο φυτεμένο Ξινόμαυρο. Από το πίσω κάθισμα του Golf διέκρινα ξεκάθαρα αυτόν τον αρχικό αιφνιδιασμό στο πρόσωπο και των δύο συνοδοιπόρων μου, που επισκέπτονταν για πρώτη φορά την περιοχή – ίσως και την απογοήτευσή τους. «Αυτή είναι η Νάουσα; Πού είναι οι αμπελώνες της;» Δεν μπορούσαμε να μη θυμηθούμε ότι με το που μπήκαμε στο Barolo, τα μάτια μας γέμισαν αμπέλια, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάζαμε. Εδώ, nada… Τίποτα…
Και όμως, η Νάουσα έχει τα μυστικά της και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να έχεις τη διάθεση και τον χρόνο για να τα ξεκλειδώσεις. Τότε, εκεί μπροστά σου θα αποκαλυφθεί ένας υπέροχος κόσμος. Ετερώνυμος, ιδιοσυγκρασιακός, όμως την ίδια στιγμή αρμονικά πλασμένος. Οι αντιθέσεις είναι αυτές που ανέκαθεν με γοήτευαν περισσότερο στην περιοχή, όπως και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι παραγωγοί την αγαπημένη τους ποικιλία, το Ξινόμαυρο. Aλλά και έννοιες όπως «φιλοξενία» και «οινοτουρισμός». Φτάνοντας στο οινοποιείο του Μαρκοβίτη στα Πολλά Νερά, μπροστά σου απλώνεται ο ενιαίος αμπελώνας των 100+ στρεμμάτων, ενώ στην περίπτωση του Θυμιόπουλου χρειάζεται να ανέβεις στο 4×4 για να βρεθείς σε ένα από τα τουλάχιστον τριάντα, δύσβατα σε πολλές περιπτώσεις, αμπελοτόπια «κρυμμένα» ανάμεσα στη Φυτειά και στον Τρίλοφο. Δύο υποπεριοχές της Νάουσας όπου μέσα σε μόλις δεκαπέντε λεπτά διαδρομής αλλάζει το κλίμα, το έδαφος, και οι οποίες φυσικά παράγουν κρασιά με διαφορετικό στιλ. Ο Μαρκοβίτης παράγει σταθερά και από θέμα φιλοσοφίας μόνο ένα κρασί από τον εκπληκτικό, προσεγμένο στη λεπτομέρεια, αμπελώνα του, ενώ ο Θυμιόπουλος κάνει συνεχώς σχέδια για διαφορετικές single vineyard οινοποιήσεις από τα ξεχωριστά αμπελοτεμάχιά του. Δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, με κοινό παρονομαστή φυσικά την αγάπη για το Ξινόμαυρο. Στο οινοποιείο του Μπουτάρη δεν μπορείς παρά να ανατριχιάσεις και μόνο στο άνοιγμα μιας Νάουσας Μπουτάρη του 1974. Όχι γιατί απλώς δοκιμάζεις την ιστορία του ελληνικού κρασιού στο σύνολό της, αλλά και γιατί έχεις την τύχη να βρίσκεται στο ποτήρι σου ένα πρόδηλα συγκλονιστικό κρασί, γεμάτο γενναιοδωρία. Μια αλήθεια για τα παλαιωμένα Ξινόμαυρα που, αν δεν υπήρχε η οικογένεια Μπουτάρη, θα μπορούσε να είχε χαθεί για πάντα. Το ίδιο βράδυ, γύρω από ένα τραπέζι δοκιμάζεις από το βαρέλι ό,τι πιο νέο και μοντέρνο έχει να προβάλει η Νάουσα στον έξω κόσμο. Η Νάουσα του Διαμαντάκου έχει τέτοιο φρούτο και finesse, που δικαιώνει τους υπέρμαχους της Pinot Noir- διάστασης της ποικιλίας. Δύο διαφορετικές στιγμές που συνδέουν όμορφα το χθες και το αύριο, τόσο που δεν μπορείς να αποφασίσεις προς ποια κατεύθυνση θέλεις να ταξιδέψεις.
Το επόμενο πρωί βρίσκεσαι στο φιλόξενο Οινοποιείο Δαλαμάρα, παρέα με τον Κωστή και τη Μαρία. Ένα πλατό με ντόπια αλλαντικά, που ο Κωστής κόβει επιτόπου με το μαχαίρι, σε ένα ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, πίνοντας κρασιά με καθαρές γραμμές και ξεκάθαρη φιλοσοφία, που συνοδεύονται με πολλή κουβέντα. Δεν νιώθεις τίποτε άλλο παρά μόνο ότι βρίσκεσαι παρέα με φίλους. Σαν να είσαι στο σπίτι σου. Δοκιμάζεις το συγκλονιστικό Παλιοκαλιά και κάνεις μια στάση πριν από την επόμενη επίσκεψη στο αυτόριζο προφυλλοξηρικό αμπέλι, για να συναντήσεις μέσα από τα παμπάλαια πρέμνα την πραγματική ιστορία της Νάουσας. Ελάχιστες ώρες αργότερα, απογειώνεσαι από τη θέα και την ηρεμία που σου προσφέρει το Κτήμα Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι. Περπατώντας μέσα στα αμπέλια και προς το οινοποιείο, αποφασίζεις να ρίξεις μια κλεφτή ματιά στο εντυπωσιακό, ολοκαίνουργιο υπόγειο κελάρι, το οποίο φιλοξενεί την κάβα και τα βαρέ- λια του οινοποιείου, ακούγοντας ταυτόχρονα τα λαμπρά σχέδια του Στέλλιου Μπουτάρη για τον οινοτουρισμό στην περιοχή. Ένα ποτήρι της εξαφανισμένης πια Ράμνιστας του 2013 σε κάνει να νιώθεις τόσο μοναδικά που έχεις τη δυνατότητα να το απολαμβάνεις. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στο μοτίβο του οινοτουρισμού, που αναδεικνύουν και οι δύο το έμφυτο πάθος των Ελλήνων οινοποιών για φιλοξενία. Δεν θα ήθελα για κανένα λόγο η Νάουσα να είναι, έστω και ελάχιστα, διαφορετική από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Στη Νάουσα συναντιέται το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο, οι μικροί παραγωγοί συνυπάρχουν με τους μεγάλους, η έντονη φιλοδοξία με μια πιο χαλαρή στάση ζωής. Αυτό που πάντα φροντίζω να κάνω είναι να μη δίνω στον εαυτό μου αρκετό χρόνο για να επισκεφτώ τους πάντες. Αφήνω έστω και μία επίσκεψη για την επόμενη φορά. Είτε αφορά την αγαπημένη μου Αργατία, είτε τον Φουντή που δεν έχω ακόμα επισκεφτεί, είτε τον Κόκκινο, τον Χρυσοχόου, είτε κάποιον από τους περίπου είκοσι οινοποιούς της περιοχής. Πάντα για να έχω την πρόφαση να επιστρέφω ξανά και ξανά.
Αγαπημένοι μου, η Νάουσα θέλει τον χρόνο της για να μπορέσει να σε μαγέψει… Για την ακρίβεια, χρειάζονται 5 ώρες και 17 λεπτά, 530 χιλιόμετρα διαδρομής από την Αθήνα και η καλύτερη δυνατή παρέα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ελλάδας κάντε τους δικούς σας υπολογισμούς. Πραγματικά, όμως, αξίζει τον κόπο… ●