GAIA GAJA | κείμενο Θάλεια Καρτάλη | τεύχος 12

Εκπροσωπεί την πέμπτη γενιά μιας εκ των σημαντικότερων οικογενειών της Ιταλίας στον χώρο του κρασιού. Ο πατέρας της, Angelo Gaja, διορατικός και πρωτοπόρος, είναι ο άνθρωπος που έφερε επανάσταση στο ιταλικό κρασί τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και όχι απλώς έβαλε στον χάρτη την ονομασία προέλευσης του Barbaresco, αλλά και κατάφερε να κάνει το όνομά του συνώνυμο της υψηλής ποιότητας, με τα κρασιά του να συγκαταλέγονται πλέον στα καλύτερα και ακριβότερα του κόσμου.

Όμορφη, με μια ιδιαίτερη φινέτσα, αλλά και έναν δυναμισμό που υπογραμμίζει την έντονη προσωπικότητά της, η πρωτότοκη κόρη του Angelo, Gaia, θεωρείται η πρέσβειρα του ιταλικού κρασιού στο εξωτερικό, καθώς αποτελεί ένα απο τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα παγκοσμίως. Καθώς μας υποδέχεται στο οινοποιείο, που στεγάζεται εδώ και μερικά χρόνια στο κάστρο του πανέμορφου χωριού Βarbaresco, στην καρδιά του Langhe, της ζητάμε να μας πει πώς προφέρεται το όνομά της στα ιταλικά, εξηγώντας της ότι Gaia (Γαία) στα ελληνικά σημαίνει «γη». Χαμογελάει και μας λέει ότι δεν είναι τυχαίο, καθότι η ίδια αισθάνεται έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο με τη γη των προγόνων της, το Langhe, «μια περιοχή με προσωπικότητα, όπως και τα κρασιά που παράγει».

«Οι άνθρωποι εδώ έχουν έναν σπαρτιάτικο τρόπο σκέψης. Αντιμετωπίζουν με καχυποψία καθετί που αποκτιέται με ευκολία. Θεωρούν ότι η ζωή απαιτεί θυσίες». Η ζωή δεν ήταν ποτέ εύκολη για τους κατοίκους της περιοχής αυτής, αγρότες στην πλειονότητά τους, οι οποίοι μετά τον πόλεμο εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στα αστικά κέντρα, αφήνοντας πίσω τις γυναίκες και επιστρέφοντας μόνο για τον τρύγο. Η ίδια ωστόσο, μετά από πέντε γενιές, αποτελεί πια την αριστοκρατία του ιταλικού κρασιού, παρότι επιμένει να τονίζει την ταπεινή καταγωγή των προγόνων της. «Η οινοπαραγωγική ιστορία της οικογένειάς μας, η οποία έχει ισπανικές ρίζες όπως προδίδει και το όνομα Gaja, ξεκίνησε το 1859, όταν σταμάτησε να πουλά τα σταφύλια στους εμπόρους και άρχισε να παράγει το δικό της κρασί, για να καλύψει τις ανάγκες της ταβέρνας που είχε εδώ, στο κέντρο του χωριού. Το κρασί έγινε γνωστό, η ταβέρνα έκλεισε και οι επόμενες γενιές στράφηκαν αποκλειστικά στην οινοπαραγωγή. «Όταν όλοι επένδυαν στο Barolo, o προ-προ-προ- πάππους μου Angelo και η γυναίκα του Clautilda Rey αποφάσισαν να επενδύσουν στην καλύτερη γη του Βarberesco. Την εποχή εκείνη, το κρασί του Barbaresco θεωρούνταν υποδιέστερο του Βarolo». Σήμερα, τόσο η ίδια όσο και η αδελφή της Rossana και ο αδελφός της Giovani συμμετέχουν ενεργά στην επιχείρηση, υπό την επίβλεψη ακόμη του ακούραστου Angelo. Πώς είναι να εργάζεται κανείς σε ένα στενό οικογενειακό περιβάλλον και μάλιστα κάτω από έναν τόσο διάσημο πατέρα; είναι η προφανής ερώτηση που έρχεται στο μυαλό. «Ο πατέρας μου είναι πολύ ανοιχτό μυαλό και τα πάμε περίφημα μεταξύ μας», μας λέει χαμογελώντας, για να συμπληρώσει: «Ως διορατικός άνθρωπος βέβαια, έχει φροντίσει και για την περίπτωση που αρχίσουμε να μην τα πηγαίνουμε καλά: θα μοιράσει στους τρεις μας τα δύο οινοποιεία που έχουμε στην Τοσκάνη και το οινοποιείο εδώ». Μιλάει με πάθος για τις αλλαγές στο αμπέλι, τις οποίες εισήγαγε ο Angelo Gaja πριν από 20 χρόνια, όταν πρώτος εκείνος άρχισε να αντιλαμβάνεται και να προβληματίζεται γύρω από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αμπελοκαλλιεργεια. «Έπρεπε να γίνουν κάποιες αλλαγές, καθώς πια ο στόχος δεν ήταν η ωρίμαση του σταφυλιού, όπως παλαιότερα. Έπρεπε να προστατεύσουμε τα κρασιά μας από τις ακραίες συνθήκες που δημιουργούσε η κλιματική αλλαγή. Ο παππούς μου αγωνιζόταν να παράγει κρασιά με αλκοολικό βαθμό 13%, σήμερα η πρόκληση είναι να μην ξεπεράσουν το 15%». Η πρώτη από τις αλλαγές αφορούσε τον περιορισμό της ανάπτυξης του κλήματος, η δεύτερη την άρδευση του αμπελώνα και η τρίτη τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ο αμπελώνας μπορεί να μη μετατράπηκε τυπικά σε βιοδυναμικό, όπως η ίδια αρχικά επιθυμούσε, καθώς ο Angelo αποφάσισε για μία ακόμη φορά να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. «Η απάντηση στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής ακούει στο όνομα “βιοποικιλότητα”. Είναι πολύ αλαζονικό να πιστεύεις ότι μπορείς πραγματικά να προστατεύσεις ένα αμπέλι. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να το κάνεις πιο ανθεκτικό στις νέες συνθήκες». Μια ομάδα από εμπειρογνώμονες από διαφορετικούς τομείς επιστρατεύθηκε προκειμένου να βοηθηθεί ο αμπελώνας.

«Κανείς τους δεν ήταν ειδικευμένος στην αμπελοκαλλιέργεια και πάλι με την επιμονή του πατέρα μου κλήθηκαν ειδικοί εντομολόγοι, γεωλόγοι, βοτανολόγοι. Θυμάμαι πως ο πρώτος ειδικός που ήρθε ήταν βοτανολόγος, που επέμεινε να φύονται διαφορετικά είδη χορταριού ανάμεσα στα αμπέλια, τα οποία μάλιστα διαπι- στώσαμε ότι, όταν τα αφήναμε να μεγαλώνουν, εκτός του ότι βοηθούσαν στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, αποτελούσαν και μια φυσική προστασία των κλημάτων από αρκετές ασθένειες». Μέσα στον αμπελώνα φυτεύτηκαν κυπαρίσσια, τα οποία προσελκύουν διαφορετικά είδη πουλιών και εντόμων, όλα χρήσιμα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αντίστοιχες αλλαγές έγιναν και μέσα στο οινοποιείο. Οι μακρές περίοδοι παλαίωσης στα μεγάλα βαρέλια (botte) περιορίστηκαν, υιοθετήθηκαν σύγχρονες μέθοδοι οινοποίησης, η διαδικασία της απολάσπωσης ελαχιστοποιήθηκε. «Τα κρασιά χρειάζονται μεγαλύτερη προστασία από το οξυγόνο σήμερα σε σχέση με το παρελθόν, και αυτό προσπαθούμε να επιτύ- χουμε με τις μεθόδους που ακολουθούμε στο οινοποιείο». O Αngelo Gaja ήταν άλλωστε ο πρώτος οινοποιός στο Piemonte που πέρασε από τα παραδοσιακά μεγάλα βαρέλια παλαίωσης στα γαλλικά barrique, ανοίγοντας στη συνέχεια μια τεράστια συζήτηση γύρω από το θέμα, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα. Š

ΤΟ ΞΙΝΟΜΑΥΡΟ

«Η κλιματική αλλαγή», υπογραμμίζει η Gaia, «έχει ανατρέψει πολλά πράγματα. Ο φόβος σήμερα είναι η παραγωγή κρασιών πλαδαρών, χωρίς οξύτητες, με μεγάλο αλκολικό βαθμό εξαιτίας της μεγάλης ωρίμασης των σταφυλιών. Ο πατέρας μου, ως άνθρωπος που βλέπει πάντα μπροστά, θεωρεί ότι οι ελληνικές ποικιλίες, όπως και οι ποικιλίες της νότιας Ιταλίας, μπορούν να φανούν πολύ χρήσιμες στο μέλλον, καθώς είναι ποικιλίες που είναι συνηθισμένες στα ζεστά κλίματα. Μέχρι τώρα οι γαλλικές ποικιλίες, όπως το Pinot Noir και το Chardonnay, ήταν οι πιο εξαγώγιμες. Όμως είναι ποικιλίες που ωριμάζουν νωρίς και οι μεγάλες αλλαγές στις θερμοκρασίες δεν τις βοηθούν καθόλου. Οι όψιμες ποικιλίες έχουν πολύ μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να πίνουμε πολύ περισσότερο Ξινόμαυρο· ίσως να το φυτέψουμε μια μέρα και εδώ στο Piemonte!

ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ

«Το να πίνεις Νebbiolo είναι σαν να σε κλοτσάει στο πρόσωπο μια μπαλαρίνα», μας λέει η Gaia καθώς ετοιμαζόμαστε να δοκιμάσουμε το πρώτο κρασί. Η μαγεία του Νebbiolo είναι ότι αλλάζει, εξελίσσεται διαρκώς. Δεν είναι ένα κρασί που κρατάει τη νεότητά του, όπως για παράδειγμα τα κρασιά του Bordeaux, αλλά εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Ξεκινώντας τη δοκιμή, μας πρότεινε να δοκιμάσουμε το πρώτο κρασί που δεν προέρχεται από την περιοχή του Βarbaresco, αλλά από το οινοποιείο Ca’Marcanda του Borgheri (ένα από τα δύο οινοποιεία τους στην Τοσκάνη), το Μagari 2016, ένα blend Cabernet Franc 60%, Cabernet Sauvignon 30% και Petit Verdot 10%.

Είναι κρασί με έντονο και γεμάτο φρούτο, το οποίο δημιούργησαν πρώτη φορά το 1996. Στη συνέχεια το συγκρίναμε με το ντελικάτο Νebbiolo του Gaja Βarbaresco 2015, ένα blend από δεκαπέντε διαφορετικά αμπελοτόπια, το οποίο, αν και νεότατο, με όλες τις οξύτητες και τις έντονες τανίνες και το διακριτικό του φρούτο, αφήνει μια μοναδική αίσθηση στο στόμα, χαρακτηριστική της ποικιλίας αυτής. Διαθέτει όλη τη φινέτσα του Nebbiolo.

«Είμαι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με αυτό το κρασί, διότι αποτελεί το σήμα κατατεθέν της οικογένειάς μου. Είναι αυτό που μας έκανε γνωστούς στον κόσμο», μας λέει. «Και ήταν μάλλον αναπάντεχο, καθώς οι πάντες γνώριζαν το Βarolo. Η ονομασία προέλευσης του Barbaresco δεν ήταν τόσο σπουδαία. Τα κρασιά του Barbaresco θεωρούνταν ότι δεν παλαιώνουν τόσο καλά όσο του Βarolo και όμως αποδείξαμε ότι η δυνατότητα παλαίωσης έχει σχέση με το αμπέλι και τη φιλοσοφία του οινοποιού».

Κατόπιν δοκιμάσαμε το Sperss Barolo 2014, ένα single vineyard από το ομώνυμο αμπελοτόπι στο χωριό Sierra Lunga. Η ονομασία του σημαίνει «νοσταλγία» στην τοπική διάλεκτο και επελέγη προς τιμήν του παππού της Gaia, o οποίος λάτρευε το συγκεκριμένο χωριό και μιλούσε πάντα με μεγάλη νοσταλγία γι’ αυτό μέχρι τα βαθιά του γεράματα. «Όταν βγήκε στην αγορά το συγκεκριμένο αμπελοτόπι, ο πατέρας μου το αγόρασε χωρίς καν να το επισκεφθεί, με κλειστά μάτια, έχοντας στο μυαλό του την αδυναμία που είχε ο δικός του πατέρας στην περιοχή».

Το επόμενο κρασί ήταν το Sori San Lorenzo 1999, ένα single vineyard από το Barbaresco, ένα κρασί με όλα τα αρώματα της εξέλιξης του Νebbiolo, δαμάσκηνα και τρούφες, το οποίο αποδεικνύει έμπρακτα τη μοναδική δυνατότητα παλαίωσης αυτής της τόσο ιδιαίτερης ποικιλίας, αλλά και τη μαεστρία του οίκου Gaja στη δημιουργία κρασιών με μοναδικό χαρακτήρα. «“Αν θέλουμε να παραμείνουμε ίδιοι, πρέπει να αλλάξουμε”. Αυτή η φράση από τον “Γατόπαρδο” έρχεται στο μυαλό μου όταν σκέφτομαι όλες τις αλλαγές που έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια για να κρατήσουμε αυτόν τον μοναδικό χαρακτήρα των κρασιών μας», μας λέει πριν μας αποχαιρετήσει η Gaia, αφήνοντάς μας με τη μακρά επίγευση μιας ξεχωριστής συνάντησης.