Rueda | του Γ. Κόντου, Dip WSET #17

Ίμπιζα, Μαδρίτη, Βαρκελώνη, ποδόσφαιρο, φλαμένκο, παραλίες, διάσημοι καλλιτέχνες (Salvador Dalí, Pablo Picasso, antoni Gaudí), ταυρομαχίες, παέγια, τάπας, ελιές, ελαιόλαδο και φυσικά… τα περίφημα κρασιά της! Η Ισπανία πάντα θα μας φέρνει στο μυαλό εικόνες μαγικές, μεσογειακές.

Αν και διάσημες οινικές περιοχές, όπως η Rioja, η Ribera del Duero και το Priorat, μας έχουν κάνει να σκεφτόμαστε την Ισπανία κυρίως ως… ερυθρή, παρ’ όλα αυτά η λευκή της οινοπαραγωγή είναι λίαν αξιόλογη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Airén, Albariño, Viura και Verdejo αποτελούν τις γνωστότερες λευκές ποικιλίες της χώρας, με την τελευταία να πρωταγωνιστεί στην περιοχή Rueda, στην αχανή περιφέρεια Castilla y León της Βόρειας Ισπανίας. Η Rueda είναι μία από τις περιοχές κρασιού που βρίσκονται κοντά στον ποταμό Douro (στα πορτογαλικά Duero), ο οποίος πηγάζει από τα βόρεια της Ισπανίας και εκβάλλει στο Πόρτο της Πορτογαλίας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Βασικές ονομασίες προέλευσης που ακολουθούν τη διαδρομή του ποταμού, όπως Ribera del Duero, Rueda και Toro στην ισπανική Castilla y León, αλλά και Port επί πορτογαλικού εδάφους, κόβουν την ανάσα. Μάλιστα η Ribera και η Rueda έχουν αποφασίσει την από κοινού τους προβολή μέσα από το website Ribera y Rueda, αλληλοσυμπληρούμενες σε στιλ (ερυθρά και λευκά αντίστοιχα), ενώ βρίσκονται και οι δύο το ίδιο κοντά στην πρωτεύουσα Valladolid. H λευκή ποικιλία Verdejo (Βερντέχο) πρωταγωνιστεί, όπως αναφέραμε, στη Rueda, παίρνοντας το όνομά της από τη λέξη «verde» (πράσινο), καθώς πράγματι Sauvignon-ίζει και χρησιμοποιείται από τους ανήσυχους sommeliers ως ένα ψαγμένο υποκατάστατο του πολυφορεμένου Sauvignon blanc. Η ποικιλία έφτασε στη Rueda από τη Βόρεια Αφρική περίπου τον 11ο αιώνα και μέχρι την έλευση της φυλλοξήρας διατηρούσε τα πρωτεία στις φυτεύσεις. Όμως μετά την έλευση της φυλλοξήρας επικράτησε η καλλιέργεια του Palomino, παράγοντας κρασιά με εσκεμμένη οξείδωση, στο στιλ του Sherry. Μόλις τη δεκαετία του 1970 ένας εμβληματικός παραγωγός από τη Rioja, ο Marqués de Riscal, επένδυσε στην περιοχή, επιθυμώντας να εντάξει ένα μοντέρνο λευκό κρασί στο ερυθρό του portfolio. Με τη βοήθεια του Γάλλου οινολόγου Émile Peynaud δημιούργησαν υπέροχα κρασιά και δευτερευόντως ένα κύμα επενδύσεων και ευρύτερου ενδιαφέροντος για την περιοχή. Από τότε όλα πήραν τον δρόμο τους: μια φιάλη με την ονομασία Rueda στην ετικέτα εμπεριέχει τουλάχιστον 50% Verdejo (με μικρές ποσότητες Viura και Sauvignon Blanc), ενώ η ονομασία «Rueda Verdejo» προβλέπει 85-100% Verdejo. Ο αμπελώνας της Rueda καλύπτεται κατά 90% από Verdejo, γεγονός που εμμέσως υποδηλώνει την αξία που του δίνουν οι καλλιεργητές του, με το υπόλοιπο να καλύπτεται από τις ποικιλίες Viura, Sauvignon blanc και δευτερευόντως από Palomino Fino, Tempranillo και Garnacha.

Η Rueda βρίσκεται μακριά από τον ωκεανό και έχει κλίμα ζεστό ηπειρωτικό. Ζεστά, ή μάλλον καυτά, καλοκαίρια εναλλάσσονται με τους κρύους, παγωμένους χειμώνες, με τον ίδιο τρόπο που οι κατάξερες καλοκαιρινές μέρες διαδέχονται τις δροσερές νύχτες με μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας, γεγονός που βοηθά τόσο τη σωστή ωρίμανση των σταφυλιών όσο και τη διατήρηση της πολυπόθητης φυσικής οξύτητας. Το τοπίο είναι ξερικό και η γη φτωχή, με πετρώδη εδάφη εξαιρετικής αποστράγγισης, ενώ τα καλύτερα εδάφη της Rueda βρίσκονται κοντά στον ποταμό Duero, όπου υπάρχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε ασβεστόλιθο.

Bodegas José Pariente

Μόλις τριάντα πέντε λεπτά οδήγησης χρειάστηκαν για να φτάσω από το κέντρο του Valladolid στην είσοδο του οινοποιείου José Pariente, στην καρδιά της Rueda. Η υπεύθυνη υποδοχής μού πρότεινε να ξεκινήσουμε την ξενάγηση από το αμπέλι, μιλώντας μου για τις πρακτικές καλλιέργειας και οινοποίησης που ακολουθούν. Το οινοποιείο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και ακολούθησε μια διαδρομή που σήμερα έχει φτάσει σε αξιόλογα μεγέθη. Το 35% της ετήσιας παραγωγής των 600.000 φιαλών εξάγεται, με τις 500.000 φιάλες να είναι μονοποικιλιακά Verdejo. Οι ιδιόκτητοι αμπελώνες έκτασης 35 εκταρίων (350 στρέμματα) αποδίδουν το 50% της συνολικής παραγωγής και η υπόλοιπη ποσότητα σταφυλιών αγοράζεται από δώδεκα συμβεβλημένους παραγωγούς. Ο τρύγος είναι αποκλειστικά νυχτερινός, Αφού η συνήθης θερμοκρασία είναι κοντά στους 5°C, σε αντίθεση με τους 30°C κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με τον νυχτερινό τρύγο το σταφύλι φτάνει δροσερό στο οινοποιείο, διατηρώντας τα αρωματικά χαρακτηριστικά του και αποφεύγοντας την ταλαιπωρία της πρώτης ύλης.

To Bodegas José Pariente

Αν και στον αμπελώνα της Rueda επικρατούν τα αμπέλια σε σχήμα κυπέλλου (bush vines / gobelet), το οινοποιείο José Pariente παράγει κατά 35% σταφύλια από θαμνοειδή αμπέλια (τα οποία προορίζει για τα κορυφαία τους κρασιά) και κατά 65% από γραμμικούς αμπελώνες, οι οποίοι κλαδεύονται και τρυγιού- νται μηχανικά, για λόγους ταχύτητας από τη στιγμή που ληφθεί η απόφαση για τη συγκομι- δή. Στο οινοποιείο εφαρμόζεται προζυμωτική εκχύλιση τεσσάρων έως δώδεκα ωρών, ώστε να πάρουν από το σταφύλι περισσότερα πρω- τογενή αρώματα. Ακολουθούν το σπάσιμο, το πιεστήριο και η αλκοολική ζύμωση.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι το σταφύλι, ανάλογα με την ηλικία του αμπελώνα από τον οποίο προέρχεται, θα έχει διαφορετική μεταχείριση στο οινοποιείο. Σταφύλια από αμπέλια είκοσι πέντε χρόνων ζυμώνονται σε ανοξείδωτες δεξαμενές, από αμπέλια πενήντα χρόνων ζυμώνονται σε δρύινα βαρέλια, ενώ οι προφυλλοξηρικοί αμπελώνες ηλικίας 80-100 χρόνων δίνουν σταφύλια που οινοποιούνται σε τσιμεντένιες δεξαμενές αυγού, με συνεχόμενη φυσική ροή και ανακύκλωση. Οι δεξαμενές αυτές είναι αρκετά πορώδεις και οξυγονώνουν το κρασί, χωρίς όμως τα ανεπιθύμητα πολλές φορές αρώματα της δρυός. Δοκίμασα τα εξής τρία, πολύ όμορφα λευκά κρασιά:

José Pariente 2016 (100% Verdejo) Όμορφο κρασί δεξαμενής, με αρώματα εσπεριδοειδών, μήλο, αχλάδι, βότανα, νότες από μάραθο και στάχυ. Πιο τροπικό και λιπαρό στο στόμα (μέθοδος sur lie), 13% αλκοόλ, μέτριο σώμα, μέτρια (+) διάρκεια. Παραγωγή: 500.000 φιάλες.

José Pariente barrique fermented 2015 (100% Verdejo) Verdejo από αμπέλια 50 ετών: ροδάκινο, βερίκοκο, πεπόνι, γλυκό φουντουκένιο άρωμα, μέτρια (+) οξύτητα, μέτριο αλκοόλ (13,5%), μεγάλος όγκος και εκχύλισμα. Στο στόμα επιπλέον λιπαρότητα με βανίλια, ξηρούς καρπούς και γλυκόριζα. Λιγότερο πράσινο και περισσότερο κρεμώδες, το Verdejo αυτό ταιριάζει με πιο λιπαρά και βαριά πιάτα. Παραγωγή: 30.000 φιάλες.

José Pariente Cuvée especial 2014 (100% Verdejo) Πιο διακριτική και φίνα μύτη, με αρώματα από εσπεριδοειδή, λεμόνια, lime και πάστα αμυγδάλου. Στο στόμα πυρηνόκαρπα φρούτα και αρκετά καλή ισορροπία: μέτρια (+) οξύτητα, μέτριο αλκοόλ (13,5%), μέτριο (+) σώμα και μακρά διάρκεια. Αποκλειστική οινοποίηση σε τσιμεντένιες δεξαμενές σε σχήμα αυγού. Παραγωγή: 8.000 φιάλες.

Το οινοποιείο José Pariente ήταν μια εξαιρετική εισαγωγή στον αμπελώνα της Rueda. Θέλοντας να ανακαλύψω διαφορετικά στιλ και τάσεις εντός της ζώνης, επιδίωξα για τη συνέχεια έναν αρκετά διαφορετικό παραγωγό. Μόλις τριάμισι χιλιόμετρα, δηλαδή τέσσερα λεπτά από εδώ, βρίσκεται το επόμενο οινοποιείο που επισκέφτηκα.

Bodega BelondraDe y Lurton

Το όνομα Lurton είναι πασίγνωστο ως μία από τις σημαντικότερες οικογένειες κρασιού στο Bordeaux. Η δυναστεία των Lurton προέκυψε μέσα από τις αγορές κτημάτων του Bordeaux κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 από τα αδέλφια André και Lucien. Το 1992, ο Γάλλος Didier Belondrade επισκέφτηκε την αγαπημένη του Ισπανία, με σκοπό να διερευνήσει τη δυνατότητα παραγωγής λευκών κρασιών βουργουνδέζικης φιλοσοφίας με την ποικιλία Verdejo. Το Verdejo είχε ήδη εξελιχθεί από ένα κρασί οξείδωσης τύπου Sherry σε ένα αρωματικό, μοντέρνο, τραγανό κρασί, και πλέον ο Didier θα δοκίμαζε να το εξελίξει περαιτέρω, με τη χρήση βαρελιών, battonage και παλαίωσης. Γαλλική προσέγγιση σε ισπανικό έδαφος! Μαζί με την πρώην σύζυγό του Brigitte Lurton –κόρη του Lucien– επένδυσαν στη Rueda και μετέφεραν τη ζωή τους στην Ισπανία. Μαζί και ο γιος τους Jean Belondrade –σημερινός υπεύθυνος εξαγωγών της εταιρείας–, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω και να με ξεναγήσει ο ίδιος στο αμπέλι και στο οινοποιείο. Στόχος της οικογένειας από την αρχή ήταν να παραγάγουν κρασί με δομή, φινέτσα, φυσική οξύτητα και δυνατότητες παλαίωσης σε μια περιοχή στην οποία εκείνη την εποχή επικρατούσαν ποσοτικά τα εύκολα, φθηνά λευκά κρασιά. Το ενδιαφέρον για την περιοχή αυξήθηκε παράλληλα με την επένδυση της οικογένειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 1990 στη Rueda δραστηριοποιούνταν λιγότερα από είκοσι οινοποιεία, ενώ σήμερα υπάρχουν περίπου εκατό εντός της ζώνης. Το 1994 ήταν η πρώτη εσοδεία για την Bodega Belondrade y Lurton. Ο Jean θεωρεί ότι το Verdejo είναι εύκολο να δώσει εξαιρετικά κρασιά, αν τηρηθούν κάποιοι κανόνες. Η φιλοσοφία των Belondrade y Lurton προβλέπει αποκλειστική χρήση σταφυλιών από ιδιόκτητους αμπελώνες (σε αντίθεση με τη νόρμα στην περιοχή) αποκλειστικά βιολογικής καλλιέργειας, οινοποίηση κάθε αμπελοτεμαχίου ξεχωριστά, αποκλειστική εφαρμογή χειρωνακτικού τρύγου και χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις (τα δικά τους κτήματα δίνουν 4,5-6 τόνους σταφύλια ανά εκτάριο). Τα 35,5 ιδιόκτητα εκτάρια (355 στρέμματα) αμπελώνων αποτελούνται από 22 κομμάτια, τα 21 εκ των οποίων είναι Verdejo και το ένα είναι Tempranillo, για ροζέ. Κατά τον τρύγο, πολλές φορές μπαίνουν στο αμπέλι δύο και τρεις φορές για να τρυγήσουν τα σταφύλια στην ιδανική τους ωριμότητα.

Μια βόλτα με τον Jean στο αμπέλι με έκανε να αναρωτηθώ αν βρίσκομαι πράγματι στη Rueda ή μήπως στον Ροδανό. Οι μεγάλες, στρογγυλές πέτρινες κροκάλες που πατάνε πάνω στα αλλουβιακά εδάφη του ποταμού (κυρίως από άμμο και πηλό) λειτουργούν σαν μπαταρίες: απορροφούν την ανελέητη ζέστη της ημέρας και την εκλύουν σιγά σιγά κατά τη διάρκεια της νύχτας, σπάζοντας την παγωνιά και ανακουφίζοντας τα φυτά. Ο Jean μού αναφέρει ότι προτιμούν ο τρύγος να γίνεται την ημέρα· αποφεύγουν τον νυχτερινό τρύγο, γιατί «δεν μαζεύεις καλά». Εξάλλου από το 2016 χρησιμοποιούν ψυγεία containers για την ψύξη των σταφυλιών και το σπάσιμό τους την επόμενη μέρα. Ένα τραπέζι διαλογής έξι ατόμων θα αφήσει μόνο την άριστη πρώτη ύλη να συνεχίσει τον δρόμο προς τον σπαστήρα. Πριν από τη ζύμωση θα γίνει cold soaking για 6-12 ώρες και μετά τη δοκιμή του μούστου θα αποφασιστεί αν το γλεύκος θα μεταφερθεί σε δεξαμενές ή σε βαρέλια (και τι βαρέλια!). Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται αποκλειστικά αυθόρμητες ζυμώσεις, δεν χρησιμοποιούνται καθόλου εμπορικές ζύμες.Η παραπάνω προσπάθεια μας χαρίζει τρεις ετικέτες συνολικής παραγωγής 150.000 φιαλών κρασιού ετησίως. Η εμπορική φιλοσοφία του οινοποιείου είναι περισσότερο γαλλική παρά ισπανική. Ενώ δηλαδή στην Ισπανία το «εισαγωγικό» κρασί συνήθως παράγεται στις μεγαλύτερες ποσότητες και τα κρασιά Reserva, ως ακριβότερα, είναι κρασιά για λιγότερους, στη Γαλλία (και στο οινοποιείο Belondrade y Lurton βεβαίως!) το ακριβό και premium κρασί θεωρείται και το πρώτο, το βασικό κρασί και παράγεται σε μεγαλύτερες ποσότητες, ενώ το δεύτερο είναι το πιο καθημερινό και προσιτό. Οι σημειώσεις μου από τη γευσιγνωσία:

Belondrade y Lurton 2015 (100% Verdejo) Πυκνά αρώματα από κυδώνι, ροδάκινο, crème pâtissière και φουντούκια δίνουν μια μικρή μόνο ένδειξη για το μεγαλείο του κρασιού. Στο στόμα, η τραγανή οξύτητα δροσίζει το γεμάτο στόμα και δημιουργεί μια εξαιρετική ισορροπία. Ορυκτότητα, λιπαρότητα και μια όμορφη αλατότητα με μέτριο (+) αλκοόλ 14% και μακρύ τελείωμα. Ζυμωμένο αυθόρμητα (άγριες ζύμες) αποκλειστικά σε δρύινα γαλλικά βαρέλια (25% καινούργα και 75% δεύτερης έως τέταρτης χρήσης). Παραγωγή: 98.500 φιάλες.

Belondrade Quinta Apolonia 2016 (100% Verdejo) Πιο τροπική και φρουτώδης, η δεύτερη ετικέτα του οινοποιείου φέρνει στο ποτήρι μάνγκο, μπανάνα, ακτινίδιο, ροδάκινο και κάποια λευκά λουλούδια και βότανα. Καθαρή παλέτα, με τραγανή οξύτητα, μέτριο (+) αλκοόλ 13,5%, κρεμώδες στόμα (αποτέλεσμα του bâtonnage) και όμορφη ενσωμάτωση όλων των στοιχείων. Επίσης οινοποιημένο με άγριες ζύμες κατά 70% σε ανοξείδωτες δεξαμενές και κατά 30% σε δρύινα γαλλικά βαρέλια (25% καινούργια και 75% δεύτερης έως τέταρτης χρήσης). Παραγωγή: 48.000 φιάλες.

Belondrade Quinta Clarisa Rosé 2016 (100% Tempranillo) Οι είκοσι ώρες εκχύλισης οδήγησαν στη δημιουργία ενός πολύ εξωστρεφούς ροζέ, με βαθύ χρώμα και άρωμα από κόκκινα κεράσια, ζαχαρωτά, βύσσινα, φράουλες και καραμέλα. Μέτρια (+) οξύτητα, μέτριο (+) αλκοόλ 13,5%, μέτριο (+) σώμα και μέτρια επίγευση. Παραγωγή: 6.000 φιάλες.

Με το 35% της παραγωγής τους να εξάγεται σε τριάντα χώρες και όπλο τους την ιδιόκτητη πρώτη ύλη, το οινοποιείο Bodega Belondrade y Lurton δικαίως αποτελεί έναν από τους πιο καταξιωμένους παραγωγούς της Rueda. Την επόμενη, λοιπόν, φορά που θα σας δοθεί η ευκαιρία να βάλετε κι εσείς το Belondrade y Lurton στο ποτήρι σας… μην τη χάσετε! ■

 

Γουμένισσα | της Θ. Καρτάλη και της Π. Κατσάτου, #17

Mε ανοιξιάτικη διάθεση μας υποδέχθηκε μέσα στην καρδιά του χειμώνα η Γουμένισσα, στους πρόποδες του όρους Πάικο, στο μακρινό Κιλκίς, αποκαλύπτοντάς μας μια περιοχή με ιδιαίτερη ιστορία, τοπογραφία που χαρακτηρίζεται από χαμηλούς, κυματιστούς λόφους, αλλά και μια μικρή ομάδα οινοποιών, αφοσιωμένων στη διάσωση της μεγάλης αμπελοοινικής παράδοσης, η οποία χάνεται μέσα στους αιώνες.

Οι αμπελώνες της Γουμένισσας.

Η άφιξη των Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών το 1924, οι οποίοι έφεραν μαζί τους την τεχνογνωσία στην αμπελοκαλλιέργεια και στην οινοπαραγωγή, αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην ιστορία της περιοχής. Είχε προηγηθεί την εποχή του Μεγάλου Πολέμου (Α ́ Παγκοσμίου) η μεγάλη καταστροφή του αμπελώνα από τη φυλλοξήρα. Η εξάπλωσή της αποδόθηκε στους Γάλλους στρατιώτες που έδρευαν στη Γουμένισσα κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα εν μέρει μόνο ή και καθόλου υπεύθυνοι, δεδομένου ότι η εμφάνιση της φυλλοξήρας είχε διαπιστωθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ήδη από το 1898. Επί σειρά δεκαετιών, από την περίοδο ακόμη της Τουρκοκρατίας, η αμπελο- καλλιέργεια αποτελούσε μαζί με την επεξεργασία μεταξιού τους δύο βασικούς πυλώνες της οικονομικής δραστηριότητας της Γουμένισσας, που γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 19ο αιώνα.

Οι αμπελώνες της Γουμένισσας από ψηλά

Η σύγχρονη φάση στην ιστορία της περιοχής ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με την άφιξη της εταιρείας Μπουτάρης Οινοποιητική. Το όραμα του Γ. Μπουτάρη για την αναβίωση των αμπελώνων που είχαν εγκαταλειφθεί, με την πλειονότητα των κατοίκων να στρέφονται σε άλλες καλλιέργειες, οδήγησε στην αναγνώριση της ζώνης ως ΠΟΠ το 1979 και στη δημιουργία του οινοποιείου Μπουτάρη στην περιοχή της Φιλυριάς, με τον ιδιόκτητο βιολογικό αμπελώνα του να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη Γουμένισσα. Η επόμενη ημέρα για την περιοχή μοιάζει να έχει ξημερώσει, όπως μαρτυρά η άφιξη οινοποιών από άλλες ζώνες, οι οποίοι, βλέποντας το δυναμικό της Γουμένισσας, επενδύουν στην περιοχή. Η ζεστή φιλοξενία των οινοποιών που μας υποδέχθηκαν ταιριάζει απόλυτα με τη μακρά επίγευση που μας άφησαν τα κρασιά που δοκιμάσαμε, κρασιά που συγκεντρώνουν όλη τη δύναμη των δύο βασικών ποικιλιών, του ξινόμαυρου και της Νεγκόσκα, με τις έντονες τανίνες τους και το μεγάλο δυναμικό παλαίωσής τους. Συναντήσαμε διαφορετικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό: την αγάπη των παραγωγών για τον τόπο τους.

Γνωρίζετε Οτι…

  •  ΠΟΠ Γουμένισσα: ξινόμαυρο 80%, Νεγκό- σκα 20%. Το ξινόμαυρο καθορίζει τη δομή και τον βασικό χαρακτήρα του κρασιού, η Νεγκόσκα προσφέρει χρώμα, σώμα, μετριάζει την υψηλή οξύτητα και στρογγυλεύει τις τανίνες του ξινόμαυρου.
  • Η διαμόρφωση των αμπελιών είναι παραδοσιακά κυπελλοειδής. Πλέον οι περισσότεροι αμπελώνες είναι γραμμικοί.
  • Πέντε οινοποιεία δραστηριοποιούνται στην περιοχή: Κτήμα Χατζηβαρύτη, Οινοποιείο Αϊδαρίνη, Κτήμα Τάτση, Οινοποιείο Μπουτάρη, Οινοποιείο Ευτυχίδη.
  • Η Γουμένισσα είναι η νεότερη Ονομασία Προέλευσης της Ελλάδας και ο μικρότερος σε έκταση αμπελώνας της, με συνολικά 4.500 στρέμματα.
  • Η περιοχή φημιζόταν για δύο βασικά προϊόντα: το μαυροκόκκινο «μπρούσκο» κρασί και το φίνο μετάξι της.

ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΒΑΡΥΤΗ

Πρώτος σταθμός της επίσκεψής μας στην περιοχή ήταν το Κτήμα Χατζηβαρύτη στη Φιλυριά, το οποίο φαίνεται ότι έχει ήδη περάσει στην επόμενη μέρα. Το Κτήμα γεννήθηκε με τις πρώτες φυτεύσεις του Βαγγέλη Χατζηβαρύτη και της συζύγου του Όλγας Ιακωβίδου στην περιοχή, το 1993. Το 2005 ξεκίνησε η κατασκευή του οινοποιείου και το 2007 έγινε ο πρώτος τρύγος. Σήμερα, δυναμικό «παρών» στην οικογενειακή επιχείρηση δίνει η κόρη του ζεύγους, Χλόη Χατζηβαρύτη, η οποία, μετά από σπουδές Αμπελουργίας και Οινολογίας σε Ελλάδα και Γαλλία, και έχοντας συλλέξει εμπειρίες από τις σπουδαιότερες οινοπαραγωγούς περιοχές του κόσμου, έχει επιστρέψει μόνιμα στη Γουμένισσα. Μας υποδέχεται χαμογελαστή και κατά την περιήγησή μας στον αμπελώνα, που εκτείνεται γύρω από το οινοποιείο, μας εξηγεί με λεπτομέρεια την αφοσίωσή της στη δημιουργία κρασιών με ελάχιστη παρέμβαση και σεβασμό στην αμπελουργική και οινοποιητική παράδοση της περιοχής. Ο αμπελώνας των 120 στρεμμάτων είναι βιολογικός και φέτος το καλοκαίρι αναμένεται να ξεκινήσουν τα πρώτα πειράματα βιοδυναμικής καλλιέργειας με στόχο τη δημιουργία ενός αυτόνομου οικοσυστήματος. Μέσα στις προθέσεις της Χλόης είναι να διαμορφώσει ένα αμπελοτεμάχιο με σύστημα κυπελλοειδές (goblet), το παραδοσιακό σύστημα διαμόρφωσης των αμπελώνων της Γουμένισσας. Η προτίμηση στις γηγενείς ποικιλίες είναι ξεκάθαρη: το Κτήμα Χατζηβαρύτη εστιάζει την προσοχή του στο Ξινόμαυρο και στη Νεγκόσκα, στον Ροδίτη και στο Ασύρτικο. Η άποψη του blending μιας γηγενούς ποικιλίας με μια ξένη για λόγους marketing τη βρίσκει αντίθετη: «Είναι αποφυγή θετικού marketing. Καταλαβαίνω γιατί έγινε σε κάποια φάση, αλλά θεωρώ ότι το ελληνικό κρασί πήγε πολύ μπροστά χάρη στις δικές μας ποικιλίες. Όσοι ασχολούνται με την Ελλάδα θέλουν να μάθουν περισσότερα γι’ αυτές», μας λέει.

Στο οινοποιείο συναντάμε αμφορείς από τερακότα, μέσα στους οποίους ζυμώνονται τα orange κρασιά από Μαλαγουζιά και Ασύρτικο, καθώς και πολλά βαρέλια που φιλοξενούν πειραματικές οινοποιήσεις. Δοκιμάζουμε ένα orange από βαρέλι, το οποίο έχουμε στη συνέχεια την ευκαιρία να συγκρίνουμε με εκείνο του 2018, διαπιστώνοντας την εκπληκτική εξέλιξη που παρουσιάζουν τα κρασιά αυτά στη φιάλη. Το tasting που ακολουθεί είναι ένα μικρό σεμινάριο στην παραγωγή κρασιών ήπιας παρέμβασης, με τη δοκιμή των κρασιών της τριλογίας ΜΙ-NI-MUS, όλα του 2018, όπου το  ΜΙ είναι ένα μονοποικιλιακό Ασύρτικο που ζυμώνεται σε παλιά βαρέλια, το ΝΙ ένα blend Μαλαγουζιάς-Ροδίτη και το MUS ένα μονοποιλιακό Ξινόμαυρο με έντονα αρώματα ντομάτας, το οποίο, παρά την εξαιρετικά χαμηλή προσθήκη σε θειώδη, χάρη στο πολύ καλό PH έχει πολύ καλή δυνατότητα παλαίωσης, όπως μας εξηγεί η Χλόη. «Τα κρασιά αυτά έχουν αρχίσει να βρίσκουν τον δρόμο τους προς τους Έλληνες καταναλωτές, αν και οι καλύτερες αγορές μας είναι το Λονδίνο, το Μπορντό και το Κεμπέκ του Καναδά», υπογραμμίζει. Η γευστική δοκιμή μας ολοκληρώνεται με μια κάθετη της Γουμένισσας, εμβλητικής ετικέτας του κτήματος Χατζηβαρύτη, όπου είχαμε την ευκαιρία να γευτούμε και να συγκρίνουμε τις χρονιές 2013, 2012, 2011, 2008, 2007. Ξεχωρίσαμε το 2011, με έντονα αρώματα ντομάτας και ελιάς, τραγανή οξύτητα και έντονες τανίνες, και το 2008, χρονιά που χαρακτηρίστηκε από βροχοπτώσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά έδωσε κρασιά με υψηλές οξύτητες και έντονη τανικότητα, και κατά συνέπεια με εξαιρετικό δυναμικό παλαίωσης.

ΚΤΗΜΑ ΑΙΔΑΡΙΝΗ

Η είσοδος του οινοποιείου

Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γουμένισσα βρίσκεται το Κτήμα Αϊδαρίνη. Φιλόξενο και περιποιημένο, κρύβει μέσα του όλη την ιστορία της περιοχής, την οποία μας ξετυλίγει ο Χρήστος Αϊδαρίνης, ο οποίος, αν και σπούδασε Οικονομικά, βρίσκεται μέσα σε αμπέλια και βαρέλια από τότε που θυμάται τον εαυτό του. «Η δύναμη του κρασιού είναι τεράστια, κανένα νούμερο, κανένας ισολογισμός δεν μπορεί να του αντιπαρατεθεί, τα παίρνει όλα το κρασί και τα σαρώνει», μας λέει.

Από τις πιο παλαιές αμπελουργικές οικογένειες στην περιοχή, με παρουσία πριν από τη φυλλοξήρα, όταν η αμπελοκαλλιέργεια αποτελούσε μαζί με την επεξεργασία μεταξιού τις βασικές ενασχολήσεις των κατοίκων, το Κτήμα Αϊδαρίνη άρχισε να παίρνει τη σημερινή του μορφή το 1978, όταν ο πατέρας του Χρήστου Αϊδαρίνη έφερε τα πρώτα βαρέλια από τη Γαλλία και φύτεψε τον πρώτο γραμμικό αμπελώνα. Τότε εμφιαλώθηκε και η πρώτη ετικέτα της Γουμένισσας του Κτήματος, η οποία παραμένει η ίδια τα τελευταία 40 χρόνια. Πολύτιμος αρωγός σε όλη την προσπάθεια που ξεκίνησε τότε, ο οινοποιός Στέλιος Κεχρής, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από σπουδές στη Γαλλία. «Γνωριστήκαμε, αγόρασε τότε πέντε τόνους κρασί, είδε την περιοχή κι εγώ βρήκα στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο που μπορούσε να βοηθήσει. Αυτό έπαιξε για μένα μεγάλο ρόλο». «Στις πρώτες εμφιαλώσεις παλιοί μας πελάτες έρχονταν στο Κτήμα και απογοητεύονταν επειδή δεν έβρισκαν νταμιτζάνες! Υπήρχε μάλιστα και κάποιος που ήρθε, αγόρασε φιάλες και τις έβαλε σε νταμιτζάνα για να την προσφέρει!» θυμάται γελώντας ο κ. Αϊδαρίνης. Σήμερα, το Κτήμα διαθέτει 100 στρέμματα ιδιόκτητου αμπελώνα, με τον κύριο κορμό να βρίσκεται στην περιοχή της Φιλυριάς και τον όγκο της παραγωγής να φθάνει τις 60.000 με 70.000 φιάλες ετησίως. Οι ετικέτες αρκετές, η μεγάλη έμφαση ωστόσο δίνεται στην κλασική Γουμένισσα και στο Πάτα Τράβα, ένα λευκό από ξινόμαυρο, τα οποία είχαμε και την ευκαιρία να δοκιμάσουμε.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Gris de Noir Ξινόμαυρο 2018 Ένα εξαιρετικό λευκό από ξινόμαυρο, με τραγανή οξύτητα και όλα τα χαρακτηριστικά του ξινόμαυρου στο στόμα, με αρώματα φρουτώδη, αλλά και με ανθικές νότες.

Γουμένισσα Αϊδαρίνη 2016 Το ΠΟΠ χαρμάνι της Γουμένισσας, αποτελούμενο από 70% Ξινόμαυρο, 30% Νεγκόσκα, το οποίο παλαιώνει 18 μήνες σε βαρέλι, τυπική έκφραση των κρασιών της περιοχής, και επιδέχεται παλαίωση τριών έως πέντε ετών.

Γουμένισσα «ι» Αϊδαρίνη Single Vineyard 2015 Εξαιρετικά τυπική Γουμένισσα από τον πρώτο γραμμικό αμπελώνα της οικογένειας, που φυτεύτηκε το 1978. Συμπυκνωμένα αρώματα κόκκινων φρούτων και μαλακές τανίνες. Επιδέχεται παλαίωση τουλάχιστον πέντε ετών.

ΚΤΗΜΑ ΤΑΤΣΗ

Ο Περικλής Τάτσης στα αμπέλια του Κτήματος.

Στο Κτήμα Τάτση, εκτός από τα σιδερένια γλυπτά που θυμίζουν τα παράξενα όντα του Μπόρχες, μας υποδέχονται και τα σκυλιά του Κτήματος, μεταξύ των οποίων και η… Νεγκόσκα, προδίδοντας λίγο τον χαρακτήρα της συνάντησης που θα ακολουθήσει. Είχαμε ήδη βέβαια την εικόνα των αντισυμβατικών, τόσο στην εμφάνιση όσο και στη δουλειά τους, αδελφών Τάτση, οι οποίοι μοιάζουν λίγο –όπως όλοι παραδέχονται– με Αμερικανούς μηχανόβιους. Δίπλα στο τζάκι, η κουβέντα μας περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη βιοδυναμική καλλιέργεια, επιβεβαιώνοντας την προσήλωσή τους στην οργανική προσέγγιση του αμπελιού. Ο Περικλής και ο Στέργιος Τάτσης είναι τρίτη γενιά παραγωγών στην περιοχή. Οι πρόγονοί τους ήρθαν πρόσφυγες από τη Ρωμυλία το 1924, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Την επόμενη κιόλας μέρα της εγκατάστασής τους στη νέα πατρίδα βρήκαν δουλειά, αφού ήταν αμπελουργοί. «Άφησαν αμπέλια και βρήκαν αμπέλια», μας λέει ο Περικλής. Βρήκαν όμως και νέες ποικιλίες, όπως το Φαρτσάλο (ερυθρή τοπική ποικιλία) και η Νεγκόσκα. «Οι γονείς μας πάσχιζαν 360 ημέρες για τη μία και μόνη μέρα που θα έκοβαν το σταφύλι. Αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση στο αμπέλι πέρασε και σ’ εμάς και έγινε τρό- πος ζωής», συνεχίζει. Το 1996 τα δύο αδέλφια έκαναν την πρώτη τους εμφιάλωση και το 1998 πιστοποιήθηκαν ως οργανικοί. Καλλιεργούν κυρίως ξινόμαυρο, Νεγκόσκα, Ροδίτη και Μαλαγουζιά, ενώ σιγά σιγά μειώνουν τα κομμάτια του Κτήματος με διεθνείς ποικιλίες, όπως Chardonnay και Cabernet Sauvingon. «Από το 2007 έως το 2012 κάναμε πολλά πειράματα και το 2012 βγάλαμε έναν Ροδίτη μπουκάλι. Συνεχίζουμε να έχουμε πειραματικά κρασιά σε βαρέλια, τα οποία είναι με διάφορες τεχνικές. Θα δούμε. Εφόσον το αποτέλεσμα είναι άριστο, έχει καλώς. Διαφορετικά, αποσύρεται αμέσως», λέει ο Περικλής Τάτσης. «Ο αμπελώνας στην περιοχή πριν από τη φυλλοξήρα ήταν 11.000 στρέμματα και σήμερα μετά βίας φτάνει τα 4.000. Εμείς από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας είμαστε μέσα στα αμπέλια, αλλά μέχρι το 2002 δεν ξέραμε τι σημαίνει βιοδυναμική καλλιέργεια. Όλα ξεκίνησαν σε ένα Οινόραμα. Μας είχαν “πετάξει” με τον Γεώργα, τον Σκλάβο και τον Χατζηδάκη σε ένα…πατάρι. Δεν πάταγε κανείς και έτσι αρχίσαμε να πίνουμε ο ένας τα κρασιά του άλλου. Εκεί μας άνοιξαν τα μάτια… Όμως μην μπερδευόμαστε, στην Ελλάδα πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι κάνουν βιολογική καλλιέργεια και μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που το κάνουν. Έχει χαθεί η έννοια του τι είναι βιολογικό στη χώρα μας». Στο αμπέλι, η παρέμβαση είναι η μικρότερη δυνατή, αλλά και μέσα στο οινοποιείο αυτό που προσπαθούν να αναδείξουν είναι το μοναδικό terroir της περιοχής. Οι παρεμβάσεις είναι ελάχιστες έως μηδαμινές. Γηγενείς ζύμες (δεν έχουν χρησιμοποιήσει άλλου είδους από το 2007), όχι πρόσθετα. ωστόσο, ενώ η όλη φιλοσοφία τους είναι αυτό που τα τελευταία χρόνια αποκαλούμε «natural», ο Περικλής Τάτσης δεν βάζει τη συγκεκριμένη ταμπέλα στα κρασιά του. «Από τη στιγμή που δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός σε σχέση με τα φυσικά κρασιά, βλέπουμε διαρκώς να χαρακτηρίζονται ως φυσικά κάποια συμβατικά κρασιά, μόνο και μόνο επειδή οι παραγωγοί δεν χρησιμοποιούν θειώδη. Εμείς είμαστε εντελώς αντίθετοι. Η μοναδική μας αλήθεια περικλείεται στα “αληθινά”, αυθεντικά κρασιά, φτιαγμένα με την καρδιά μας, ακολουθώντας την παράδοση των γονιών και των παππούδων μας».

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Γουμένισσα 2012 Αποξηραμένα λουλούδια, πιπέρι και κόκκινα φρούτα συνδυάζονται με ζωντανό χρώμα και φρεσκάδα. Οι έντονες τανίνες χρειάζονται λίγο χρόνο για να μαλακώσουν.

Γουμένισσα 2014 Πλούσια αρώματα ώριμων κόκκινων φρούτων, με το δαμάσκηνο και το βύσσινο να ξεχωρίζουν. Επίσης, αρώματα πελτέ ντομάτας, κόκκινου και μαύρου πιπεριού, μέτριας έντασης οξύτητα και έντονες τανίνες. Το δαμάσκηνο εντυπωσιάζει στο στόμα.

Γουμένισσα 2008 Το 2008 έχει μια μεγάλη παλέτα στο χρώμα και στα αρώματα, όπως αυτά των αποξηραμένων φρούτων, αλλά και έντονα στοιχεία από χώμα και μανιτάρια. Μεγάλη και η παλέτα του στόματος, με μαλακές τανίνες.

Νεγκόσκα 2014 Η Νεγκόσκα, το alter ego του ξινόμαυρου, είναι μια ποικιλία στην οποία πιστεύουν πολύ οι αδελφοί Τάτση. Το φρούτο της θυμίζει πολύ ξινόμαυρο και τα αποξηραμένα δαμάσκηνα κυριαρχούν, ωστόσο έχει πολύ πιο σκούρα απόχρωση και είναι πιο έντονη τόσο στο στόμα όσο και στη μύτη. Οι τανίνες χρειάζονται πολύ χρόνο για να μαλακώσουν.

Ροδίτης 2013
Ζυμώθηκε μαζί με τα στέμφυλα για έναν ολόκληρο μήνα, στη συνέχεια παρέμεινε με τις οινολάσπες για έναν χρόνο σε δρύινο βαρέλι και εμφιαλώθηκε χωρίς φιλτράρισμα και χρήση θειώδους. Εντυπωσιακής έντασης αρώματα αποξηραμένου βερίκοκου και φλούδας πορτοκαλιού συνδυάζονται με φρυγανιά και ζύμη. Πλούσιο στο στόμα, απόλυτα ξηρό, με μέτριας έντασης οξύτητα. ■

BΟΥΡΓΟΥΝΔΙΑ | της Θ. Καρτάλη & Π. Κατσάτου #16

Αν μισοκοιτάξει κανείς τη Βουργουνδία, μπερδεύεται.
Αν τη γευτεί, μαγεύεται. Αν την επισκεφτεί, την ερωτεύεται.

«Αν το Παρίσι είναι το κεφάλι της Γαλλίας και η Champagne η ψυχή της, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Βουργουνδία είναι το στομάχι της. Είναι ο τόπος των μακρών γευμάτων, που ετοιμάζονται με τα καλύτερα υλικά: μοσχάρι Charolais από τα ανατολικά, κοτόπουλα Bresse από τα δυτικά και σαλιγκάρια πάνω στα κλήματα», γράφει ο Hugh Johnson. Με αυτές τις σκέψεις «προσγειωθήκαμε» μια κρύα ημέρα του Νοέμβρη, φεύγοντας από τους 24 βαθμούς Κελσίου της Ελλάδας και βουτώντας στους 3 σε αυτόν τον τόπο που κρύβει τόσο πολλά, ώστε μία επίσκεψη σίγουρα δεν φτάνει για να τα ανακαλύψει κανείς. Μία λέξη όμως αρκεί για να περιγράψει την ψυχή της Βουργουνδίας: «terroir». Αυτή η τόσο γαλλική έννοια, η οποία αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο στα κρασιά αυτής της τόσο ιδιαίτερης περιοχής. Σε αντίθεση με τον διάσημο «αντίζηλό» της, το Βοrdeaux, ο αμπελώνας της Βουργουνδίας είναι κατακερματισμένος, χιλιάδες μικρές ιδιοκτησίες αμπελοτοπιών, αποτέλεσμα των ναπολεόντειων νόμων κληρονομιάς.

Χωρίζεται σε αμπελοτεμάχια (climats), που μπορεί να απέχουν μόλις λίγα μέτρα το ένα από το άλλο, όμως τα κρασιά που παράγονται από αυτά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, λόγω των διαφορετικών εδαφών και μικροκλιμάτων. Εδώ παράγονται μερικά από τα πιο διάσημα κρασιά του κόσμου, τα οποία ωστόσο αποτελούν μόλις το 1% της παραγωγής. Οι τιμές πώλησής τους είναι αστρονομικές και συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Το ίδιο ισχύει και για τη γη. Αμπελοτόπια δύσκολα αλλάζουν χέρια, κι αν αλλάξουν, το τίμημα είναι εξαιρετικά υψηλό. Τα όρια χαράχτηκαν πριν από εκατοντάδες χρόνια, από τους μοναχούς που πρωτοκαλλιέργησαν τη γη αυτή, και έκτοτε δεν έχουν αλλάξει. Η ιστορία της περιοχής είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχή των Βουργουνδών –που αισθάνονται πρώτα Βουργουνδοί και μετά Γάλλοι– και είναι τόσο πολύ συνδεδεμένη με το κρασί, που επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικές: εδώ το μέγεθος ενός αμπελοτοπιού μετριέται με ouvrée –η δουλειά που βγάζει ένας εργάτης μέσα σε μία ημέρα– το παραδοσιακό βαρέλι παλαίωσης ονομάζεται pièce και όχι barrique και χωράει 228 αντί 225 λίτρα του Βοrdeaux. Tα πάντα έχουν ιστορία και η Βουργουνδία ζει τον μύθο της. Και τον αποτυπώνει στα υπέροχα Chardonnay και τα Pinot Noir της. Iδιαίτερες γεωλογικές συνθήκες και τοπογραφία, χιλιάδες ονομασίες, ιδιαίτερα συστήματα ιεράρχησης, ένα πολύπλοκο σύστημα εμπορίου, στο οποίο εμπλέκονται αμπελουργοί, négociants (οινέμποροι), courtiers (μεσάζοντες), όλα μαζί συνθέτουν ένα παζλ το οποίο για τον μη υποψιασμένο επισκέπτη είναι ακατανόητο. Αυτή είναι όμως και η μαγεία της. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η Βουργουνδία έχει στην κυριολεξία εκτοξευτεί τα τελευταία 30 χρόνια από πλευράς παραγωγής ποιοτικών κρασιών, περνώντας από τη μαζική χρήση φυτοφαρμάκων στη βιοδυναμική καλλιέργεια, βελτιώνοντας τις τεχνικές παραγωγής, διατηρώντας όμως παράλληλα την παράδοση στις οινοποιητικές μεθόδους. Ανάμεσα στους ανθρώπους που συνέβαλαν σε αυτή την αλλαγή είναι και ο «δικός μας» Κυριάκος Κυνηγόπουλος, ο «ιπτάμενος οινολόγος», στο όνομα του οποίου πίνουν… κρασί πολλοί από τους σημαντικότερους οινοπαραγωγούς της διάσημης περιοχής. Επιλέγοντας την πόλη Beaune ως βάση για τις εξορμήσεις μας, είχαμε την τύχη να βρεθούμε εκεί το σημαντικότερο Σαββατοκύριακο του χρόνου για ολόκληρη τη Βουργουνδία. Η πόλη ετοιμαζόταν πυρετωδώς για ένα εορταστικό τριήμερο, που κορυφώνεται πάντα με τη μεγαλύτερη φιλανθρωπική δημοπρασία κρασιού, την περίφημη Hospices de Beaune, τα έσοδα της οποίας διατίθενται στο ιστορικό νοσοκομείο της πόλης, ένα γεγονός που προσελκύει ανθρώπους του κρασιού από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και πολλές διασημότητες. Στο πλαίσιο αυτής της διοργάνωσης είχαμε την ευκαιρία να παρευρεθούμε σε μια διαφορετική γευσιγνωσία, όπου νεαροί γόνοι γνωστών οικογενειών οινοποιών παρουσιάζουν τα κρασιά τους, συνεχίζοντας την παράδοση των προηγούμενων γενεών. Μια αίθουσα γεμάτη νεαρόκοσμο, που δοκίμαζε, συζητούσε, φλέρταρε, έδινε μια υπέροχη αίσθηση χαράς και αισιοδοξίας. Αυτή την αισιοδοξία μεταφέραμε στις αποσκευές μας φεύγοντας, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε για να ανακαλύψουμε κι άλλα από τα πολλά μυστικά της Βουργουνδίας.

Κλίμα

Βόρειο ηπειρωτικό, με βαρείς χειμώνες και σχετικά ζεστά καλοκαίρια. Μεγάλο πρόβλημα οι παγετοί και το χαλάζι.

Εδάφη

Kimmeridgian εδάφη στο Chablis, πλούσια σε κιμωλία και ασβεστόλιθο, με θαλάσσια απολιθώματα, που σχηματίστηκαν κατά την ιουράσια (Jurassic) περίοδο. Στον κυρίως αμπελώνα της Βουργουνδίας συναντάμε ένα μείγμα εδαφών, με τα ασβεστολιθικά να είναι ιδανικά για την καλλιέργεια του Chardonnay και τα αργιλώδη-ασβεστολιθικά να φιλοξενούν συνήθως αμπελώνες του Pinot Noir.

Τerroir

Οι καλύτερες τοποθεσίες βρίσκονται στη μέση της πλαγιάς των λόφων. Χαρακτηριστικά όπως η αποστράγγιση, η κλίση, το βάθος, η περιεκτικότητα του εδάφους σε ορυκτά διαφέρουν έντονα ακόμη και εντός μικρών περιοχών, καθώς απόσταση λίγων μέτρων και μια διαφορετική σύνθεση εδαφών είναι ικανές να αλλάξουν το status (και την τιμή) ενός αμπελώνα.

Pinot Νoir

Η κλασική ερυθρή ποικιλία της Βουργουνδίας, η οποία βρίσκει εδώ την καλύτερη έκφρασή της από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Το νεαρό Pinot της Βουργουνδίας δίνει γεύσεις κόκκινων φρούτων με μια χαρακτηριστική, αιθέρια ανθικότητα, ενώ όσο ωριμάζει οι γεύσεις αυτές γίνονται πιο γήινες, αλμυρές και ζωικές, διατηρώντας όμως το ανθικό προφίλ των κρασιών. Τα επίπεδα των τανινών και της οξύτητας ποικίλλουν από μέτρια έως υψηλά.

Chardonnay

Kαλύπτει περίπου τη μισή έκταση των αμπελώνων της Βουργουνδίας και είναι «υπεύθυνο» για τη δημιουργία όλων των σπουδαίων λευκών κρασιών. Ο χαρακτήρας του διαφέρει δραματικά μεταξύ των ορυκτών και της υψηλής οξύτητας των κρασιών του Chablis, των πολύπλοκων και εκφραστικών κρασιών της Côte d’Or και των κρασιών Μâcon, με το πιο γεμάτο σώμα και το ωριμότερο φρούτο.

Αligoté

Λευκό σταφύλι που παράγει συνήθως ουδέτερα κρασιά με υψηλή οξύτητα. Μπορεί να δώσει υψηλής ποιότητας κρασιά όταν καλλιεργείται σε περιοχές όπου μπορεί να ωριμάσει πλήρως.

Iεράρχηση των αμπελώνων

• Βοurgogne AC • Village βρίσκονται σε πεδιάδες ή στους πρόποδες των πλαγιών

• 1er Cru στη μέση της πλαγιάς

• Grand Cru οι υψηλότεροι αμπελώνες της πλαγιάς με τον καλύτερο προσανατολισμό

Domaine (Κτήμα)

Αποτελείται από διάσπαρτα αμπελοτεμάχια σε διαφορετικές τοποθεσίες και δεν είναι ένας ενιαίος αμπελώνας όπως τα Châteaux του Bordeaux. Ένα κρασί που φέρει στην ετικέτα την ένδειξη «Domaine» σημαίνει ότι προέρχεται μόνο από σταφύλια του Κτήματος, έχει οινοποιηθεί και εμφιαλωθεί στο Κτήμα.

Monopole

Ένα αμπελοτόπι που ανήκει μόνο σε έναν ιδιοκτήτη φέρει την ονομασία «Monopole» (πράγμα αρκετά σπάνιο).

Διάσημα αμπελοτόπια της Βουργουνδίας

• Romanée-Cont • La Tâche • Clos de Vougeot  • Echézeaux • Richebourg  • Aloxe Corton •  Pommard •  Volnay •  Meursault •  Puligny-Montrachet • Chassagne-Montrachet

Jean-Claude Boisset

Η  εντυπωσιακή είσοδος του οινοποιείου.

H περιήγησή μας στη Βουργουνδία ξεκινά από την Côte de Nuits, την πατρίδα του Pinot Noir. Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα φημισμένα χωριά –Gevrey-Chambertin, Vougeot, Nuits-Saint-Georges– και τα θρυλικά grand crus Romanée-Conti, La Tâche, Clos de Vougeot, που παράγουν τα ακριβότερα κρασιά του κόσμου. Στις παρυφές του χωριού Nuits-Saint-Georges συναντάμε ένα ολοκαίνουργιο οινοποιείο, στο οποίο μας υποδέχεται η οινολόγος Laure Guilloteau. Πρόκειται για το νέο απόκτημα του négociant Jean-Claude Boisset, στο οποίο οινοποιούνται σταφύλια που αγοράζονται από δεκάδες διαφορετικούς αμπελουργούς, από πολλά γνωστά αμπελοτόπια της Βουργουνδίας. Εδώ το νέο συναντά το παλιό, αφού το κτίριο του νέου οινοποιείου έχει ανεγερθεί πάνω από τα κελάρια ενός παλαιού μοναστηριού του Τάγματος των Ουρσουλινών, ένα μικρό τμήμα του οποίου σώζεται ακόμη. Με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική άποψη, που ενσωματώνει τις αρχές της βιοδυναμικής, πρόκειται για ένα βιοκλιματικό κτίριο το οποίο λειτουργεί με τη βαρύτητα. Στους χώρους παραγωγής δεν υπάρχει καμία γωνία, υπάρχουν μόνο καμπύλες, που δίνουν την αίσθηση της μήτρας που αγκαλιάζει το μωρό, ενώ όλη η φιλοσοφία του οινοποιείου είναι βασισμένη στην οινοποιητική παράδοση της Βουργουνδίας. Ξύλινοι οινοποιητές είναι τοποθετημένοι προσεκτικά στον χώρο κάτω από τον θόλο, στον οποίο απεικονίζεται ο γαλαξίας όπως εμφανίζεται την εποχή του τρύγου. Όλα λειτουργούν με τη βαρύτητα, δεν υπάρχουν αντλίες ή άλλα μηχανήματα. Η μόνη συμβολή της τεχνολογίας είναι η δυνατότητα ελέγχου της θερμοκρασίας σε κάθε οινοποιητή χωριστά. Χωρίς να ανήκει στους μεγάλους παραδοσιακούς οίκους négociant της Βουργουνδίας, ο Jean-Claude Boisset είναι ένας τυπικός négociant ο οποίος ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πουλώντας αρχικά κρασί από το Gevrey- Chambertin, πόρτα πόρτα με το φορτηγό του. Σήμερα ο οίκος Βoisset παράγει γύρω στις 260.000 φιάλες και περίπου 40-45 διαφορετικές ετικέτες. Η αγάπη του για την αρχιτεκτονική και την τέχνη τον οδήγησε να προσλάβει έναν από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες της Γαλλίας, τον Frédéric Didier, για τον σχεδιασμό του ομολογουμένως εντυπωσιακού οινοποιείου. Δεν είναι κάτι που συναντά κανείς συχνά στη Βουργουνδία, όπου η παράδοση είναι οι χαμηλοί τόνοι και η αποφυγή επίδειξης σε όλα τα επίπεδα. Στη Βουργουνδία όλα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες», μας εξηγεί η κ. Guillotteau, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση που έχουμε ότι μερικά από τα καλύτερα κρασιά της περιοχής παράγονται πολλές φορές σε χώρους που δεν θυμίζουν σε τίποτα την επιβλητικότητα των châteaux του Bordeaux. Tα κελάρια, τα οποία χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, φιλοξενούν τα βαρέλια παλαίωσης, τα παραδοσιακά pieces της Βουργουνδίας στα οποία παλαιώνουν τα Chardonnay, τα Pinot Noir και τα aligoté που οινοποιούνται εδώ. Μια ευρεία γκάμα από τις ετικέτες που παράγονται από τον οίκο Βοisset μας περιμένει στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, σε μια γευστική δοκιμή που περιλαμβάνει όλες τις βαθμίδες των διαφορετικών ονο- μασιών προέλευσης, από Village έως 1er cru. Η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από το πολύπλοκο πλέγμα της παραγωγής στη Βουργουνδία – εύκολα μπορεί να χαθεί κανείς προσπαθώντας να αποσαφηνίσει τις σχέσεις μεταξύ αμπελουργών, négociants κ.λπ., επιλέγουμε όμως να εστιάσουμε την προσοχή μας στα κρασιά που δοκιμάζουμε και από τα οποία ξεχωρίσαμε τα εξής:

Νuits-St-Georges 2016 1er Cru le Côteau du bois Tο ορυκτό έδαφος της πλαγιάς όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο αμπελοτόπι δίνει έναν πιο φρέσκο και πιο ντελικάτο χαρακτήρα στο κρασί αυτό σε σχέση με τα Pinot Noir που παράγονται στην περιοχή του Nuits-St- Georges.

Νuits-St-Georges 2017 1er Cru les Pruliers  Εδώ συναντάμε έντονα αρώματα από μπαχάρια και μαύρα κεράσια, καθώς και νότες καπνού.

Chambolle-Musigny 2016 Φινέτσα και κομψότητα χαρακτηρίζουν τα κρασιά από την περιοχή του Chambolle, μία από τις μικρότερες appellations της Côte d’Or. Bαθύ κόκκινο χρώμα και αρώματα μαύρων κερασιών, βιολέτας και μπαχαριών, ενώ οι έντονες τανίνες χαρίζουν δυνατότητα παλαίωσης πάνω από δέκα χρόνια. Š

Domaine Marquis d’Angerville

         Ο  Guillaume d’Angerville.

Τίποτα δεν αποτυπώνει καλύτερα τη μαγεία μιας ερυθρής Βουργουνδίας από ένα σπουδαίο Volnay, με την αρωματική του πολυπλοκότητα, τη μεταξένια υφή του και τη μοναδική του δυνατότητα παλαίωσης. Εδώ και μισό αιώνα, το όνομα Marquis d’angerville είναι συνώνυμο με τα καλύτερα κρασιά που παράγονται σε αυτό το μικροσκοπικό, πανέμορφο χωριό της Côtes de Beaune. H ιστορία του Κτήματος ξεκινά τον 19ο αιώνα, όμως η εμβληματικότερη μορφή υπήρξε ο παππούς του, Guillaume d’angerville, ιδρυτικό στέλεχος της ιΝΑΟ (ιnstitut National des appellations d’Origine), ενώ οι κάτοικοι του Volnay δεν ξεχνούν τον πατέρα του, Jacques, o οποίος από το 1952 που ανέλαβε έως τον θάνατό του, το 2003, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού. «Εκπροσωπώ την πέμπτη γενιά της οικογένειας D’angerville, όμως ο πιο σημαντικός πρόγονός μου υπήρξε ο παππούς μου Sem, ο οποίος έφτασε εδώ το 1905, αμέσως μετά τη μεγάλη καταστροφή της Βουργουνδίας από τη φυλλοξήρα. Αντιλαμβανόμενος ότι οι négociants αναμείγνυαν τα κρασιά του με άλλα, αποφάσισε να τους μηνύσει και εκείνοι σε αντίποινα σταμάτησαν να τα αγοράζουν. «Αναγκάστηκε» έτσι να αρχίσει την εμφιάλωση των δικών του κρασιών, μια πρακτική που δεν συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Έγινε διάσημος καταγράφοντας την ιεράρχηση των grand cru αμπελώνων της Βουργουνδίας», εξηγεί ο Guillaume d’Αngerville καθώς μας υποδέχεται στο αρχοντικό της οικογένειας, το οποίο δεσπόζει στο κέντρο του χωριού. Δίπλα απλώνεται το σημαντικότερο grand cru αμπελοτόπι του κτήματος, το Clos des Ducs, το oποίο ανήκει αποκλειστικά στην οικογένεια και παράγει κρασιά με όλη την ένταση ενός grand cru, με μια χαρακτηριστική ορυκτότητα που τους χαρίζει το ασβεστολιθικό έδαφος και όλη τη φινέτσα και την κομψότητα των Volnay. Mετά τον θάνατο του πατέρα του, το 2003, εγκατέλειψε την καριέρα του στον τραπεζικό τομέα και επέστρεψε στο Volnay, για να αναλάβει τα ηνία του Κτήματος. «Ο πατέρας μου μετρούσε στο ενεργητικό του 52 τρύγους και όταν επέστρεψα για να αναλάβω, όλοι αναρωτιούνταν ποια θα ήταν η εξέλιξη του Marquis d’Angerville», θυμάται. «Παρότι μου άρεσε πολύ το στιλ των κρασιών που παρήγε ο πατέρας μου, υπήρχαν μερικά πράγματα που ήθελα να αλλάξω». Μια συνάντηση με την παιδική του φίλη Αnne Claude Leflaive του ομώνυμου Κτήματος τον έπεισε για τη σημασία της βιοδυναμίας και από το 2006 ξεκίνησε να μετατρέπει όλο τον αμπελώνα σε βιοδυναμικό, εξασφαλίζοντας την πιστοποίηση τρία χρόνια αργότερα. «Δεν ήταν η πιστοποίηση εκείνο που ενδιέφερε, εκείνο που θεωρούσα σημαντικό ήταν το αμπέλι και η σχέση μου μαζί του», υπογραμμίζει. Ο αμπελώνας, έκτασης 16 εκταρίων, στον οποίο περιλαμβάνονται 1er cru αμπελοτόπια, όπως το Clos des angles, το Fremiet, το Champans και το Taillepieds, έχει ελάχιστα αλλάξει από την εποχή του παππού του. «Μέσα στα 17 χρόνια που είμαι επικεφαλής του Domaine, κατάφερα να αποκτήσω άλλο μισό εκτάριο!»

Καθώς δοκιμάζουμε τα κρασιά που παράγονται από αυτά τα αμπελοτόπια, όλα από την εσοδεία του 2018, η οποία βρίσκεται ακόμη στο βαρέλι, έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με τον καλύτερο τρόπο όλες τις διαφορές που έχει το ένα αμπελοτόπι από το άλλο, ακόμη και αν τα χωρίζουν μόλις λίγα μέτρα, αυτό δηλαδή που καθιστά την έννοια του terroir στη Βουργουνδία τόσο μαγική. Το Fremiet, με το βραχώδες υπέδαφος, παράγει κρασιά με έντονη ορυκτότητα και λίγο υφάλμυρα, ενώ στο Champans, με τα αργιλώδη εδάφη, διαπιστώνει κανείς έναν πλούσιο αρωματικό χαρακτήρα, με αρώματα δαμάσκηνου και μπαχαριών. Το Taillepieds, πάλι, δίνει κρασιά πολύ πιο δομημένα, με έντονο ορυκτό χαρακτήρα και ιδιαίτερα κομψά και φινετσάτα. «Το terroir είναι αυτό που είναι εδώ και αιώνες, αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να το αναδείξεις. Κάποτε μου είχε πει κάποιος: “Τα κρασιά σου δεν γίνονται, γεννιούνται”. “Με θεωρείς δηλαδή κάτι σαν μαία”, του απάντησα. Μου άρεσε η προσέγγισή του, γιατί στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Θα βοηθήσω στη γέννα, αν χρειαστεί, όμως αφήνω τη φύση να κάνει τη δουλειά της». «Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι οι διαχωρισμοί των αμπελοτοπιών στη Βουργουνδία δεν έχουν αλλάξει από την εποχή του Μεσαίωνα, όταν πρωτοχαράχτηκαν από τους μοναχούς. Η κάθε οριοθέτηση έχει τη σημασία της, έχει να κάνει με τα εδάφη και τα μικροκλίματα, όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που συνθέτουν ένα terroir. Τίποτε εδώ δεν είναι τυχαίο». Πώς περιγράφει ο ίδιος τα κρασιά του Volnay; «Κομψότητα, θηλυκότητα, καθαρότητα είναι για μένα αυτά τα κρασιά. Το Volnay είναι μικροσκοπικό, 110 εκτάρια 1er cru αμπελώνα, συχνά βρίσκεται κάτω από το ραντάρ σε σχέση με άλλα διάσημα χωριά της Côte de Beaune, όπως το Corton. Όμως τα κρασιά του Volnay έχουν μια άλλη καθα- ρότητα, είναι αυτό που κατά την άποψή μου τα κάνει τόσο μοναδικά».

Domaine Leflaive

Mε μικρές ιδιοκτησίες διασκορπισμένες στα χωριά Puligny και Meursault, αλλά και νοτιότερα στο Μâcon, το Domaine Leflaive θεωρείται το Κτήμα παραγωγής λευκών κρασιών της Βουργουνδίας. Ο πρόωρος θάνατος της χαρισματικής Αnne-Claude Leflaive το 2015 προβλημάτισε πολύ ως προς την εξέλιξη, όμως φαίνεται ότι το Κτήμα βρήκε ξανά τα πατήματά του. Πρωτοπόρος στον τομέα της αμπελουργίας σε μια εποχή που η Βουργουνδία μόλις άρχιζε να βελτιώνει την ποιότητα των κρασιών της, η Αnne-Claude ήταν εκείνη που από το 1990 άρχισε να υιοθετεί τις αρχές της βιοδυναμίας, μετατρέποντας όλα τα αμπελοτόπια σε βιοδυναμικά από το 1997. Το οινοποιείο βρίσκεται κρυμμένο σε μια γωνιά του χωριού Puligny. Η αλήθεια είναι ότι μας πήρε αρκετή ώρα για να το εντοπίσουμε, καθώς δεν υπήρχε καμία απολύτως πινακίδα να μας καθοδηγήσει και οι οδηγίες που μας δόθηκαν όταν ρωτήσαμε ήταν μάλλον ασαφείς. Πόσο γαλλικό ή μάλλον… βουργουνδέζικο! Το χωριό είναι ολόκληρο χτισμένο πάνω σε νερό, γεγονός που δίνει και στα κρασιά που παράγονται εδώ μια χαρακτηριστική ορυκτότητα. Μαζί με το γειτονικό Μeursault, τα δύο χωριά μοιράζονται το διάσημο grand cru αμπελοτόπι του Μοntrachet. H ιστορία του domaine ξεκίνησε με τον Joseph Leflaive, μηχανικό, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην κατασκευή του πρώτου γαλλικού υποβρυχίου και το 1905 επέστρεψε στη γενέτειρά του, Puligny, και αγόρασε τα πρώτα 25 εκτάρια του Κτήματος, πριν η Βουργουνδία πληγεί από τη φυλλοξήρα. Σήμερα το Κτήμα έχει στην κατοχή του ιδιοκτησίες σε grand cru και 1er cru αμπελοτόπια. Στα κρασιά που παράγονται από το Domaine Leflaive αποτυπώνεται πλήρως ο χαρακτήρας του terroir τους, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και στη γευστική δοκιμή που μας είχαν ετοιμάσει. Ξεκινήσαμε με τρεις ετικέτες από την περιοχή του Mâcon, από τις οποίες ξεχωρίσαμε το Domaine Leflaive Pouilly-Fuissé 2018 ένα κρασί με έντονο ορυκτό χαρακτήρα και αρώματα λεμονιού και μελιού. Περάσαμε κατόπιν στο Domaine Leflaive Puligny Montrachet, ένα κλασικό Puligny με αρώματα λεμονιού και νότες ορυκτότητας, και συνεχίσαμε με Domaine Leflaive Puligny-Montrachet 1er Cru Clavoillons 2018 και Domaine leflaive Meursault 1er Cru Sous le dos d’ane, πιο γεμάτο από τα προηγούμενα, με αρώματα ώριμου λεμονιού και βουτυράτη επίγευση. Ολοκληρώσαμε με το εξαιρετικό domaine Leflaive batard-Montrachet Grand Cru. Š

Chandon de Briailles

To Chandon de Briailles είναι ο ορισμός του βιοδυναμικού κτήματος και το φωνάζει από μακριά. Τα 14 εκτάριά του εκτείνονται ανάμεσα στα Aloxe-Corton, Corton, Savigny και Pernand-Vergelesses και όλες οι εργασίες στο κτήμα γίνονται χειρωνακτικά ή με τη βοήθεια των τεσσάρων υπέροχων αλόγων. Η περιοχή βγάζει λίγο ρουστίκ και άγρια κρασιά, σε καμία περίπτωση πάντως δεν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο για τα κρασιά αυτού του κτήματος. Το σπίτι όμως όπου κατοικεί ακόμα η οικογένεια είναι εξαιρετικά όμορφο και πλαισιώνεται από πανέμορφους κήπους. Η ιστορία του κτήματος φτάνει πολύ πίσω, στο 1834. Ο σημερινός ιδιοκτήτης, François de Nicolay, πήρε τη σκυτάλη από τη μητέρα του το 1988 και, έχοντας στο πλευρό του την αδελφή του Anne Claude, μετέτρεψαν το κτήμα αρχικά σε οργανικό και από το 2005 σε πλήρως βιοδυναμικό. Τις μεθόδους αυτές ενστερνίζεται και ο Αυστραλός οινολόγος που ανέλαβε να μας ξεναγήσει. Την ώρα που επισκεφθήκαμε το κτήμα, γίνονταν εργασίες για επαναφύτευση Chardonnay. Όσο ανεβαίνουμε στις πλαγιές, το έδαφος γίνεται πιο ανάλαφρο, πολύ σημαντικό για τη φινέτσα που χαρίζει στο Pinot Noir. Οινοποιείο βαρύτητας, ακολουθεί την κλασική αυτή μέθοδο, ενώ δεν χρησιμοποιούνται αντλίες στα κρασιά τους, τα οποία φτάνουν αφιλτράριστα στους καταναλωτές. Και στο κελάρι όμως δεν υπάρχουν παρεμβάσεις, εκτός από πολύ μικρές δόσεις από θειώδη. Καμία επιπλέον προσθήκη δεν γίνεται. Νέα δρυς δεν χρησιμοποιείται, ενώ η ηλικία του μέσου βαρελιού είναι τα επτά χρόνια, με αποτέλεσμα να δίνει πολύ ανάλαφρα κρασιά. Τα κρασιά τους είναι φινετσάτα, αλλά και περίπλοκα, με μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης. Ο σκοπός είναι να περάσει όλη η περιοχή μέσα στο κρασί σου

Chandon de briailles Savigny les Beaune 2017 φρέσκο, γεμάτο και πλούσιο. Το έδαφος είναι αρκετά βαρύ, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα κρασί έντονο, το οποίο βγάζει και κάτι από έντονο δέρμα.

Chandon de briailles Savigny les Beaune 2017 1er Cru les lavieres  πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο, με αρωματική φινέτσα στη μύτη, μεγάλη ένταση και αρώματα από γλυκόριζα και μπαχαρικά. Αρκετά τανικό, με μακρά επίγευση. Σχεδόν δεν αντιλαμβάνεσαι το βαρέλι.

Chandon de briailles pernand-Vergelesses Île des Vergelesses rouge 2015, το καλύτερο 1er Cru αμπελοτόπι του κτήματος, με έδαφος παρόμοιο με αυτό του Corton. Έντονα αρώματα, ιδιαίτερα από κόκκινα φρούτα και μπαχαρικά. Αρκετά τανικό, καλό είναι να μείνει μερικά χρόνια ακόμα.

Maison Albert Bichot

Ένα καλόγουστο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Βeaune στεγάζει τα γραφεία του Οίκου albert Bichot, ενός από τους μεγάλους négociants-proprietaires της Βουργουνδίας, με πολλές ιδιοκτησίες σε όλα τα σπουδαία appellations της περιοχής, ένα τεράστιο portfolio, που αποκτήθηκε σταδιακά μετά την ίδρυση του Οίκου, το 1831, και φθάνει σήμερα τα 100 εκτάρια, στα οποία περιλαμβάνονται και διάσημα grand crus. Σε ό,τι αφορά το κομμάτι των négociants, συνολικά αγοράζονται σταφύλια που αντιστοιχούν σε 200 εκτάρια. Στο τιμόνι της εταιρείας βρίσκεται σήμερα ο albéric Βichot, ένας άνθρωπος με πολύ ενεργή συμμετοχή στην προβολή της Βουργουνδίας και μεγάλος υποστηρικτής της Hospice de Beaune, της μεγάλης φιλανθρωπικής δημοπρασίας που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην πόλη. Εξ ου και την ημέρα της επίσκεψής μας, λίγο πριν από το μεγάλο γεγονός, οι πάντες βρίσκονται επί ποδός. iδιαίτερα η Delphine de la Fouchardière, υπεύθυνη των εξαγωγών, η οποία, παρά την τρέλα των ημερών, βρίσκει λίγο χρόνο να μας οργανώσει μια γευστική δοκιμή, που μας δίνει μια ιδέα των κρασιών που παράγονται εδώ. H εμμονή του albéric Bichot με την προβολή των terroir και την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας οδήγησε στη μετατροπή της πλειονότητας των αμπελώνων σε οργανικής καλλιέργειας, καθιστώντας τον μάλλον τον μοναδικό οίκο αυτού του μεγέθους που καλλιεργεί οργανικά όλους τους αμπελώνες του. «Στην πραγματικότητα η ποιότητα δεν κρίνεται στα grand crus, όπου είναι λίγο πολύ δεδομένη –είναι δύσκολο να κάνεις κακό κρασί από έναν grand cru αμπελώνα–, αλλά στα κρασιά των χαμηλότερων βαθμίδων στην ιεραρχία, όπου η παραγωγή κρασιών όχι και τόσο υψηλής ποιότητας είναι ευκολότερη», εξηγεί η Delphine. «Για μας είναι πολύ σημαντικό να ελέγχουμε απολύτως την ποιότητα των σταφυλιών που αγοράζουμε και για τον λόγο αυτό παρακολουθούμε στενά την παραγωγή, ενώ οινοποιούμε τα κρασιά στις περιοχές όπου παράγονται τα σταφύλια». Τα πρώτα δύο κρασιά που δοκιμάσαμε προέρχονταν από την περιοχή του Chabli: Στο Chablis 1er Cru «les Vaucopins» 2017 είναι χαρακτηριστική η έντονη ορυκτότητα του Chablis, με αρώματα βερίκοκου και κίτρου. Ακολούθησε το Chablis Grand Cru «Moutonne» Monopole 2016 από ένα από τα καλύτερα αμπελοτόπια του Chablis και στη συνέχεια περάσαμε στα ερυθρά, δοκιμάζοντας Chambolle- Musigny 2016. Κλείσαμε τη γευσιγνωσία με Clos de Vougeot Grand Cru 2014 Domaine du Clos Frantin, υπέροχο Pinot Noir από το διάσημο αμπελοτόπι.

Maison Champy

Το ανακαινισμένο ιστορικό κτίριο του Maison Champy βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της Beaune και είναι το παλαιότερο οινοποιείο της Βουργουνδίας. Η οικογενειακή επιχείρηση ξεκίνησε με την κατασκευή βαρελιών και το 1720 ο Champy αποφασίζει να γεμίσει ένα από τα βαρέλια που κατασκευάζει με κρασί και να το πουλήσει στους Βέλγους. Ήταν η πρώτη οικογένεια négociants στη Βουργουνδία, με τον Βοuchard να έπεται και να ακολουθούν και οι υπόλοιποι. Ο Δημήτρης Mπαζάς, ο Έλληνας οινολόγος του Maison Champy, μας υποδέχεται και μας ξεναγεί στο ιστορικό αυτό σπίτι, το οποίο είναι διεθνώς αναγνωρισμένο, κυρίως για την ποιότητα των Grand Crus που παράγει στην Côte de Nuits και στην Côte de Beaune, αλλά και στο Corton-Charlemagne (ένα από τα πλέον διάσημα αμπελοτόπια.) Με 21 εκτάρια ιδιόκτητα, όλα στην περιοχή της Côte de Beaune, σε συνδυασμό με τα σταφύλια που αγοράζονται από τους συνεργαζόμενους αμπελουργούς, το Maison Champy τις καλές χρονιές φτάνει σε παραγωγή τις 450.000–500.000 φιάλες και τις κακές τις 250.000–300.000. Τα κρασιά παλαιώνουν στα «αρχαία» κελάρια του στη Rue du Grenier à Sel. Το μέρος είναι επιβλητικό και μας ταξιδεύει πίσω στον 15ο αιώνα, όταν ιδιοκτήτες ήταν οι μοναχοί της περιοχής. «Στη Βουργουνδία, για να δημιουργήσεις μια μικρή περιουσία στο κρασί, πρέπει να δώσεις μια μεγάλη», μας λέει ο Δημήτρης στη βόλτα μας από αίθουσα σε αίθουσα, στην ιστορική διαδρομή του οινοποιείου, η οποία διατρέχει τρεις αιώνες! Οι ημερομηνίες διαδέχονται η μία την άλλη, με τους ιδιοκτήτες να αλλάζουν στη διοίκηση της επιχείρησης. Ο Οίκος Champy έχει συνδέσει το όνομά του με προσωπικότητες όπως ο Αlexandre Gustave Eiffel, ο οποίος ως προσωπικός φίλος της οικογένειας ανέλαβε τον σχεδιασμό του ιστορικού κτιρίου, και ο Louis Pasteur, ο οποίος μετά την κρίση της φυλλοξήρας που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του αμπελώνα της Βουργουνδίας, ανακάλυψε έναν παστεριωτή που απομάκρυνε από το κρασί τα μικρόβια, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή στην ιστορία του Οίκου. Κατά τη γευστική δοκιμή που ακολούθησε, δοκιμάσαμε μια ευρεία γκάμα ετικετών, από τις οποίες ξεχωρίσαμε:

Corton-Charlemagne Grand Cru 2017 Ένα μεγάλο κρασί, σε εφηβική όμως ηλικία. Η ενέργεια του κρασιού είναι πολύ μεγάλη, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Μετά από 10 χρόνια θα έχουν ξεκαθαρίσει τα πράγματα, ωστόσο εντυπωσιάζει η μύτη από ώριμα φρούτα και βανίλια, κανέλα και κόλιανδρο, αλλά και λευκά λουλούδια.

Corton le rognet Grand Cru 2017 To μόνο κόκκινο grand cru στην περιοχή της Beaune. Mε βόρειο προσανατολισμό και υψόμετρο 250-330 μ., το κρασί αυτό δείχνει όλα τα χαρακτηριστικά της περιοχής. ξεκάθαρα τα έντονα αρώματα κερασιού και μανιταριών. Έντονη οξύτητα και μέτριες τανίνες τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά του. Š

Domaine de Villaine

To Domaine de Villaine βρίσκεται στο Bouzeron, ένα μικρό χωριό της Côte Chalonnaise, που οφείλει τη φήμη του στα λευκά κρασιά που παράγονται από την ποικιλία Αligoté. Με αμπέλια που φυτεύτηκαν από τους μοναχούς του Cluny την εποχή του Μεσαίωνα, αυτή η μικρή ηλιόλουστη κοιλάδα έχει πλούσια και μακρά παράδoση στην παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας, που αντικατοπτρίζουν το ιδιαίτερο terroir της. Αυτό το terroir θέλησε να εκμεταλλευτεί και να προβάλει ο ιδρυτής του Domaine, aubert de Villaine, κληρονόμος του θρυλικού Romanée-Conti, o οποίος στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του Pamela, αναζήτησαν την τύχη τους σε λιγότερο διάσημα αμπελοτόπια της Βουργουνδίας, καταλήγοντας στο Bouzeron, το οποίο του οφείλει μάλιστα την απόκτηση δικού του appelation μόλις το 1997. Χτισμένο στην καρδιά του χωριού, το Domaine de Villaine βρίσκεται σήμερα στα χέρια του ανιψιού του Αubert, Pierre de Benoist, ο οποίος μας υποδέχεται βιαστικός και μάλλον λίγο αγχωμένος. «Η εβδομάδα αυτή είναι δύσκολη», δικαιολογείται, «λόγω της Hospices de Beaune. Μετά από αυτό το Σαββατοκύριακο, η Βουργουνδία θα κοιμηθεί μέχρι την άνοιξη». «Το aligoté πριν από τη φυλλοξήρα παρήγε κρασιά ανάλογης ποιότητας με το Chardonnay. H μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο ποικιλιών έχει να κάνει με τον αρωματικό χαρακτήρα του aligoté, το οποίο εμείς προσπαθούμε να δαμάσουμε προκειμένου να αναδείξουμε το terroir του Bouzeron», εξηγεί ο Pierre, καθώς δοκιμάζουμε το Bouzeron 2017. «Το Βouzeron, με τις υφάλμυρες νότες, όταν είναι νεαρό, κρατάει στη μνήμη του το γεγονός ότι όλη αυτή η περιοχή αποτελούσε θάλασσα πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια, κι εμείς πρέπει να το αναδείξουμε. Το φρούτο πρέπει να είναι νεκρό», τονίζει με έμφαση. «Με το Chardonnay τα πράγματα είναι πιο εύκολα, δεν είναι μια αρωματική ποικιλία, συνεπώς το terroir είναι πιο εύκολο να αποτυπωθεί». «Όταν δοκιμάζεις ένα κρασί και στέκεσαι στο φρούτο του, σημαίνει ότι δεν μπορείς να γευτείς το terroir». Σε αυτές τις φράσεις συνοψίζεται όλη η φιλοσοφία του Domaine de Villaine, το οποίο υπό την καθοδήγηση του Pierre de Benoist έχει καταφέρει να επεκτείνει τον αμπελώνα του από τα 18 στα 30 εκτάρια μέσα σε τρία χρόνια, αποκτώντας νέα, μόνον 1er cru αμπελοτόπια, τα οποία καλλιεργούνται βιοδυναμικά, όχι μόνο στην περιοχή του Bouzeron, αλλά και στο γειτονικό Rully, επιβεβαιώνοντας έτσι την τάση που δείχνει να διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στη Βουργουνδία να αναζητούνται νέα ποιοτικά αμπελοτόπια, τα οποία δεν φέρουν μεν τις περγαμηνές των διάσημων grand crus της Côte de Nuits ή της Côtes de Beaune, αλλά είναι σίγουρα πολύ πιο προσιτά σε τιμές και προσφέρουν σε πολλούς οινοποιούς τη δυνατότητα να εξερευνήσουν τις δυνατότητες νέων terroir. «Θεωρώ ότι η περιοχή του Rully προσφέρει μερικά από τα καλύτερα terroir για το Chardonnay», μας λέει ο Pierre, καθώς γεμίζει τα ποτήρια μας με ένα Μοntpalais 2017, ένα νεαρό Chardonnay από το 1er cru ομώνυμο αμπελοτόπι που βρίσκεται στο Rully. Ακολουθεί ένα Cresigny της ίδια χρονιάς, επίσης 1er cru, το οποίο είναι, αντιθέτως, το πιο παλιό αμπέλι Chardonnay του Κτήματος και το αγαπημένο του Pierre de Benoist. «Όταν πρωτοεπισκέφθηκα εκείνο το αμπελοτόπι, η πρώτη μου σκέψη ήταν να το ξεριζώσω. Άρχισα να το περπατάω, θεωρώντας ότι εγώ είμαι ο δάσκαλος. Χρειάστηκαν μόλις δύο ώρες παρατήρησης για να μετατραπώ σε μαθητή. Τώρα, όποτε βρίσκομαι εκεί, αισθάνομαι σαν ένα μικρό αγόρι που περιμένει να ακούσει την ιστορία του. Είμαι σίγουρος ότι, αν το βάλετε δίπλα σε ένα Puligny-Montrachet, δεν θα μπορείτε να το ξεχωρίσετε».

Château Fuissé

Οδηγώντας νότια και σε απόσταση μιας ώρας από την Beaune, φθάνουμε στην περιοχή του Mâconnais και στο Pouilly-Fuissé. Εδώ το σκηνικό αλλάζει, η περιοχή προσφέρεται για την παραγωγή ενός πιο φρουτώδους Chardonnay, από αυτά που συναντά κανείς βορειότερα. Καθώς στεκόμαστε στην κορυφή ενός λόφου και αντικρίζουμε τα αμπέλια, που απλώνονται στις πιο απότομες πλαγιές που έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής, παίρνουμε ένα ταχύρρυθμο μάθημα γεωλογίας, που ξεκινά από την εποχή που ολόκληρη η περιοχή καλυπτόταν από θάλασσα. Ο εξαιρετικά συμπαθής οικοδεσπότης μας, Philip Tuinder, μας εξηγεί με λεπτομέρεια την ιδιαίτερη τοπογεωγραφία της περιοχής, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία που έχει και εδώ το terroir. Ο καλός προσανατολισμός και οι αμφιθεατρικές πλαγιές, σε συνδυασμό με τα εδάφη, που κυμαίνονται από ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά στα μεγαλύτερα υψόμετρα έως πιο πηλώδη στη βάση των λόφων, συμβάλλουν στην παραγωγή των πιο πλούσιων και γεμάτων Chardonnay της Βουργουνδίας, που χαρακτηρίζονται από αρώματα βερίκοκου και ροδάκινου, καθώς και τροπικών φρούτων. Πέντε χωριά (Vergisson, Solutré, Pouilly, Fuissé, Chaintré) συγκροτούν την ονομασία προέλευσης του Pouilly-Fuissé και μοιράζονται τα 800 εκτάρια του αμπελώνα, ο οποίος ανήκει σε περισσότερους από 550 ιδιοκτήτες.

Mε ιδιαίτερη ικανοποίηση μας ενημερώνει ότι 22 αμπελοτόπια βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη διαδικασία αναγνώρισής τους ως 1er cru, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον επόμενο χρόνο. «Δεν μας χαρίζουν τίποτε, αποτελεί απλώς μια αναγνώριση της υψηλότερης ποιότητας των συγκεκριμένων αμπελοτοπιών, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει και σε μια αύξηση της τιμής των κρασιών», υπογραμμίζει ο Philip Tuinder. Tρία από αυτά ανήκουν στο Château Fuissé, το οποίο διαθέτει στην περιοχή συνολικά 25 εκτάρια. Πίσω στο οινοποιείο και μέσα σε μια αίθουσα διακοσμημένη με ιδιαίτερο γούστο, η οποία μαρτυρεί τη μακρά οικογενειακή παράδοση του Château Fuissé, η γευστική δοκιμή ξεκινά με ένα Mâcon-Fuissé 2017, μια μικρή παραγωγή ενός κρασιού με αρκετή ορυκτότητα, αλλά και έντονο ανθικό χαρακτήρα και βουτυράτη επίγευση. Ακολουθεί το Pouilly- Fuissé 2017, ένα blend από 40 διαφορετικά αμπελοτόπια της περιοχής, εξαιρετικό παράδειγμα της δυνατότητας των κρασιών της και μια πολύ καλή εισαγωγή στα κρασιά του Château Fuissé. Φρουτώδες και πληθωρικό στο στόμα, διατηρεί ωστόσο πολύ καλή οξύτητα και μια ζωντανή φρεσκάδα. Συνεχίζουμε με Château-Fuissé Pouilly-Fuissé «Les Combettes» 2017, το πρώτο από τα single vineyard που δοκιμάζουμε, το οποίο μας αποκαλύπτει τον ορυκτό χαρακτήρα των ασβεστολιθικών εδαφών από τα οποία προέρχεται, με αρώματα λευκόσαρκων φρούτων και τραγανή οξύτητα. Château-Fuissé Pouilly-Fuissé «Les Brules» 2017. Εδώ το βαρέλι είναι πιο έντονο στη μύτη, με αρώματα μαρμελάδας ροδάκινο, το οποίο όμως εξακολουθεί να διατηρεί τη φρεσκάδα του. Ολοκληρώνουμε με το Château-Fuissé Pouilly-Fuissé Le Clos Monopole 2017, τη ναυαρχίδα του Κτήματος. Πολυπλοκότητα και γεμάτο σώμα, με καλά ενσωματωμένο βαρέλι και αρώματα τροπικών φρούτων, με νότες πιπεράτες, που όμως διατηρεί τη φινέτσα του ορυκτού χαρακτήρα των ασβεστολιθικών εδαφών του αμπελοτοπιού από το οποίο προέρχεται. Εκφράζει πλήρως την αρμονία των τριών διαφορετικών τύπων εδαφών του συγκεκριμένου αμπελοτοπιού. Š

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΠΟΥΛΟΣ | της Π. Κατσάτου #16

Ο «Έλληνας», «γκουρού», «ιπτάμενος οινολόγος» ή απλώς Κυριάκος, ο «δικός μας» Κυριάκος Κυνηγόπουλος, μας έδειξε πόσο τέλειος είναι ο συνδυασμός της ελληνικής φιλοξενίας σε μια γαλλική πόλη όπως η Βeaune. Ο διάσημος Έλληνας της Βουργουνδίας όχι μόνο μας δέχτηκε με χαρά, αν και φτάσαμε απροειδοποίητα, αλλά και μοιράστηκε μαζί μας τα μυστικά της δουλειάς του και μιας καριέρας που έχει χτιστεί με πολύ κόπο.

Ο Κυριάκος Κυνηγόπουλος αγόρασε την επιχείρησή του το 2005 από μια μεγάλη πολυεθνική πιστοποίησης ποιότητας, με έδρα τη Γενεύη, και την ονόμασε Bourgoundia. Στη Γαλλία ήρθε πολύ νεαρός, μόλις 23 ετών, από τη θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει Οινολογία στην Dijon. Μια υποτροφία για μεταπτυχιακό τον κράτησε εκεί και το 1989 βρέθηκε σε ένα τοπικό εργαστήριο που αναζητούσε οινολόγο για τον τρύγο. Αυτή ήταν και η πρώτη του δουλειά. Ο δρόμος για μια λαμπρή καριέρα είχε μόλις ανοίξει. Έμελλε να μη φύγει ποτέ από τη Βουργουνδία… Μπαίνοντας στο κτίριο που στεγάζει την επιχείρησή του, νομίζει κανείς ότι μπαίνει σε κάποιο εξειδικευμένο εργαστήριο νοσοκομείου ή ερευνητικού κέντρου. Στα 1.000 τ.μ. εργάζονται πυρετωδώς τέσσερις οινολόγοι και τέσσερις τεχνικοί, ενώ έχει ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες για δοκιμές με πελάτες. Άλλη αίθουσα φιλοξενεί τη σειρά από προϊόντα που δημιούργησε ο δαιμόνιος Έλληνας με εξειδικευμένα σκευάσματα, με την ονομασία Exelcia. H σειρά περιλαμβάνει 17 προϊόντα φτιαγμένα αποκλειστικά για το Chardonnay και το Pinot Νοir, τα οποία πωλούνται από τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική μέχρι την Καλιφόρνια. Μόνο στη Βουργουνδία οι πελάτες αριθμούν τους 200 και κάθε οινολόγος ασχολείται με 50 οινοποιεία. Ο Κυριάκος Kυνηγόπουλος μόνο έχει 48 την ημέρα, ενώ στο πελατολόγιό του περιλαμβάνονται οινοποιεία όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε όλο τον κόσμο –ΗΠΑ, Αργεντινή, Χιλή, Νότια Αφρική, Ισπανία, Ιταλία, Ελβετία, Βέλγιο, Κύπρο–, επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του «ιπτάμενου οινολόγου». Δεύτερη πατρίδα του είναι το Όρεγκον, όπου έχει πολλούς πελάτες, όπως και στην Kαλιφόρνια.

Ποια είναι όμως η δουλειά του; «Στην πρώτη αίθουσα γίνονται οι μελέτες ωρίμασης, που ξεκινούν τέσσερις εβδομάδες πριν από τον τρύγο. Όλες οι υπόλοιπες αναλύσεις ακολουθούν τον κύκλο ζωής του αμπελιού, δηλαδή τρύγος, κρασί, μηλογαλακτική ζύμωση, παλαίωση σε βαρέλια, κολλάρισμα, φιλτράρισμα, εμφιάλωση». «Εδώ στη Bουργουνδία είμαστε πολύ εμπειρικοί», μας λέει ο Κυριάκος Κυνηγόπουλος. «Από την ώρα που θα φανεί το λουλούδι πάνω στο αμπέλι μέχρι τον τρύγο μεσολαβούν 100 μέρες. Με μία εβδομάδα πάνω κάτω φέτος, παραδείγματος χάριν, λέγαμε ότι θα τρυγήσουμε 6 και τρυγήσαμε 12 Σεπτεμβρίου. Αλλά το βασικότερο είναι ότι εμείς γνωρίζουμε εκ των προτέρων, από την ανάλυση των σταφυλιών, πώς θα είναι το κρασί  χρώμα, τανίνες, κ.λπ. Oι πελάτες μας δεν το γνωρίζουν αυτό, κάτι που αποτελεί το πλεονέκτημά μας. Πριν από μένα εδώ, ήταν άλλος ένας Έλληνας, ο Θανάσης Φακορέλλης. Και ενώ σπούδαζα στην Dijon, ήρθα να του ζητήσω δουλειά. Μου έδωσαν δουλειά και σιγά σιγά ανέβηκα βαθμίδες. Αυτό όμως που με διαφοροποίησε από τους άλλους είναι ότι έφτιαξα μια δική μου “σχολή”».

Το 1989 η Βουργουνδία δεν ήταν εκεί που είναι τώρα. Ο Κυριάκος έκανε μια διαπίστωση, «ότι όλα γίνονταν νωρίτερα από όσο έπρεπε, τρύγος, ζυμώσεις κ.λπ.». Το επισήμανε και βγήκε κερδισμένος. Τόσο αυτός όσο και εκείνοι που τον άκουσαν. Η κρυοεκχύλιση του έδωσε τον τίτλο του «Άνδρα της χρονιάς» στη Γαλλία το 1994 και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1996, τίτλοι που του χάρισαν και τον χαρακτηρισμό «γκουρού». «Το ’90 ξεκίνησε η επανάσταση της Βουργουνδίας. Άλλαξε και η προσέγγιση των οινοποιείων. Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, το 80% των οινοποιών ήταν μέτριοι και κακοί. Τώρα, και ιδιαίτερα μετά το 2010, έχουν αντιστραφεί τα νούμερα». Όπως και οι περισσότεροι στη Βουργουνδία, έτσι και ο Κυριάκος Κυνηγόπουλος ασπάζεται τη βιοδυναμική πρακτική στον τρόπο που διαχειρίζεται τόσο το αμπέλι όσο και τους καρπούς του. Μια μεγάλη αφίσα με τις φάσεις της Σελήνης στην είσοδο το μαρτυρά. Η χημεία μάς δίνει πληροφορίες, αλλά η βιοδυναμική χτίζει τα υπόλοιπα. ξεκινήσα- με το ’91 στο Domaine Leflaive με την anne Claude. Το χώμα-έδαφος στη Βουργουνδία ήταν σε άθλια κατάσταση, το επαναφέραμε λόγω της βιοδυναμικής προσέγγισης με τα πέντε οργώματα και όλη τη διαδικασία και είδαμε σκουλήκια να βγαίνουν και στη συνέχεια και το αμπέλι άλλαξε όψη. Κινούμαστε έτσι όμως και στην υπόλοιπη διαδικασία. Δηλαδή όταν το φεγγάρι γεμίζει, μπορούμε να κάνουμε καλύτερες ζυμώσεις και όταν αδειάζει είναι πολύ καλή ώρα για μεταγγίσεις. «Το κρασί είναι πολύ ευαίσθητο», μας λέει, «αν πειράξεις κάτι σήμερα, μπορεί να το μετανιώσεις αύριο». ●

ALSACE | του Γ. Κόντου, Dip WSET #15

Η Αλσατία (Alsace – Αλζάς) παράγει κάποια από τα μυθικότερα λευκά κρασιά του κόσμου και θα έχει πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Στο ξεκίνημα του ταξιδιού μου στον κόσμο του κρασιού, συμμετείχα σε μια γευσιγνωσία κορυφαίου οινοποιείου της περιοχής. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν το ποτήρι μου γέμισε από τα ορυκτά αρώματα του κατάξηρου γαλλικού Riesling, τον εξωτισμό των κορυφαίων Gewürztraminer, τη γήινη πολυπλοκότητα των Pinot Gris, τα μαγικά επιδόρπια κρασιά από καθυστερημένο τρύγο, αλλά και τα μυθικά νέκταρ από τις σταφιδιασμένες ρώγες, προσβεβλημένες από τη λεγόμενη ευγενή σήψη. Πραγματικά, υπήρχαν αυτές οι γεύσεις; Αυτά τα αρώματα ήταν αληθινά;

Η Γαλλία, στο ανατολικό άκρο της, συνορεύει με τη Γερμανία. Η περιοχή άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ Γερμανών και Γάλλων, με αποτέλεσμα οι ντόπιοι να νιώθουν περισσότερο Αλσατοί παρά Γάλλοι ή Γερμανοί. Εξάλλου, τα Βόσγια όρη (Vosgues) προς τα δυτικά και ο Ρήνος ποταμός στα ανατολικά έδιναν πάντα στους ανθρώπους της μια αίσθηση αυτονομίας. Πάντως, τα ονόματα των ανθρώπων, των ποικιλιών και των αμπελιών έχουν γερμανικές ρίζες. Όταν ακούς γαλλικά με γερμανική προφορά, ξέρεις ότι μάλλον βρίσκεσαι στην Αλσατία! Όσο η Αλσατία βρισκόταν σε γερμανικά χέρια, το ζητούμενο των παραγωγών ήταν περισσότερο ποσοτικό παρά ποιοτικό. Στο τέλος του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου η Αλσατία προσαρτήθηκε οριστικά στη Γαλλία και ξεκίνησε η αναγέννησή της ως μιας ποιοτικής οινοχώρας: απαγόρευση των υβριδικών φυτών, θέσπιση ονομασίας προέλευσης από το 1962, εμφιάλωση αποκλειστικά στον τόπο παραγωγής και κατακόρυφη βελτίωση της ποιότητας κρασιού. Όλα αυτά σφραγίστηκαν με την αποκλειστική εμφιάλωση σε ψηλόλιγνες φιάλες flute (φλάουτο) και με μια –ασυνήθιστη για τα γαλλικά πρότυπα– διάκριση των κρασιών με βάση την ποικιλία τους, καθώς σχεδόν όλα τα κρασιά εδώ είναι μονοποικιλιακά.

ΚΛΙΜΑ Οι Αλσατοί αμπελουργοί είναι τυχεροί, θα λέγαμε ότι τα έχουν όλα: κλίμα ηπειρωτικό, βουνίσιο, αλλά στεγνό, με τα Βόσγια όρη στα δυτικά –που φτάνουν μέχρι τα 1.400 μέτρα– να συγκρατούν τα σύννεφα και τις βροχές από την κεντρική Γαλλία, ενώ ο Ρήνος στα ανατολικά εξισορροπεί τις ακρότητες προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Η Αλσατία απολαμβάνει ένα άριστο κλίμα, με ηλιοφάνεια και τέλειες ωριμάσεις, χωρίς πολλές βροχές και ασθένειες, με πεδινά και ημιορεινά αμπελοτόπια σε ποικιλία κλίσεων και με ένα μεγάλο μωσαϊκό δεκατριών διαφορετικών τύπων εδαφών να λειτουργεί ως καμβάς για τις διαφορετικές ποικιλίες της περιοχής. Εδάφη αλλουβιακά στα πεδινά και γρανιτικά, ασβεστολιθικά και αργιλώδη στις πλαγιές στηρίζουν και θρέφουν τις ρίζες των αλσατικών αμπελιών.

ΣΤΙΛ Τα ξηρά κρασιά, ανάλογα με την προέλευση των αμπελώνων τους, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τα Alsace AC (κυρίως από πεδινά αμπέλια), απλά και δροσιστικά, με πιο συγκρατημένη βεντάλια αρωμάτων και γευστικού μάκρους, από μηχανικό τρύγο, και τα Sylvaner και Pinot Blanc, που αποτελούν ποικιλίες που δημιουργούν κυρίως κρασιά ροής, ενώ στα εδάφη αυτά φύονται και οι ευγενείς αλσατικές ποικιλίες που δίνουν ένα πρώτο δείγμα του μεγαλείου τους. Οι μεγάλες συγκινήσεις, όμως, προέρχονται από τα κορυφαία Alsace Grand Cru AC, από πενήντα ένα συγκεκριμένα αμπελοτόπια. Αυτά βρίσκονται σε πλαγιές, έχουν τα πιο ενδιαφέροντα εδάφη, τους καλύτερους προσανατολισμούς και γενικότερα το πιο ξεχωριστό terroir. Τα σταφύλια από αυτούς τους αμπελώνες τρυγιούνται με το χέρι, οινοποιούνται ξεχωριστά και τα κρασιά, φυσικά, πωλούνται σε αρκετά υψηλότερη τιμή. Στους Grand Cru αμπελώνες επιτρέπονται μόνο οι τέσσερις ευγενείς ποικιλίες της Αλσατίας: Riesling, Pinot Gris, Gewürztraminer και Muscat. Εξαίρεση αποτελεί μόνο ο αμπελώνας Zotzenberg Grand Cru, όπου επιτρέπεται η –θεωρητικά ταπεινότερη– ποικιλία Sylvaner.

ΤΑ ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ Τα γλυκά κρασιά είναι δύο ειδών: τα Vendanges Tardives (καθυστερημένου τρύγου), συχνότερα από Gewürztraminer, αλλά και από Riesling, Pinot Gris και Muscat, τα σταφύλια των οποίων συλλέγονται κάποιες εβδομάδες αργότερα, δίνοντας πλουσιότερο μούστο και υψηλότερο δυνητικό αλκοόλ. Το τελευταίο σκαλοπάτι της κατηγορίας αποτελεί τον «βασιλιά» της Αλσατίας: Selection des Grains nobles, δηλαδή επιλογή ρωγών ακόμα υψηλότερης ωριμότητας, επίσης από τις τέσσερις ευγενείς ποικιλίες. Η γοητεία των κρασιών αυτών έγκειται στη χρήση σταφυλιών που έχουν προσβληθεί από έναν μύκητα, τον λεγόμενο Botrytis cinerea. Εναλλαγές πρωινής πάχνης και απογευματινού ήλιου δημιουργούν τις συνθήκες που βοηθούν τον μύκητα να αναπτυχθεί. Οι ρώγες των σταφυλιών προσβάλλονται, χωρίς όμως να σπάει η φλούδα τους και να σαπίζουν. Σταματάει η ανάπτυξή τους, σταφιδιάζουν, χάνουν νερό και συμπυκνώνονται τα αρώματα και τα υπόλοιπα συστατικά τους. Δημιουργείται ένα κρασί με μοναδική πολυπλοκότητα και umami, μανιταρένια αρώματα, κομπόστας, βερίκοκου, μελιού, κερήθρας και ζαχαρωμένου κυδωνιού, με ζωή που μετριέται σε δεκαετίες.

ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ 

Riesling Η πιο σπουδαία ποικιλία της Αλσατίας και, κατά πολλούς, του κόσμου. Κατάξηρη, με οξύτητα κοφτερή σαν λεπίδα ξυραφιού και αρώματα λεμονιού, γκρέιπφρουτ, εσπεριδοειδών, ροδάκινου. Τα Grand Cru παλαιώνοντας θα μας χαρίσουν μια σπουδαία πολυπλοκότητα, με ορυκτότητα και νότες πετρελαίου. Μια ποικιλία υπέροχη δίπλα σε όστρακα, αστακούς, carpaccio ψαριών, πελαγίσια ψάρια, αλλά και λευκά κρέατα και κατσικίσια τυριά.

Gewürztraminer H πιο εξωτική και εκφραστική ποικιλία από όλες, με αρώματα passion fruit, ανανά, μάνγκο και ροδοπετάλων, και με μια όμορφη, πικάντικη διάσταση. Μέτριες έως χαμηλές οξύτητες και με υψηλό αλκοόλ, το Gewürztraminer είναι πιο κομψό στη μύτη και πιο πληθωρικό στο στόμα. Ιδανικό τόσο ως απεριτίφ όσο και ως ταίριασμα με ασιατική κουζίνα. Τα πιο πληθωρικά παραδείγματα ταιριάζουν πολύ και με πλούσια τυριά: roquefort, comté και gruyère.

Pinot Gris Πολύπλοκο και ιντριγκαδόρικο, σαρκώδες  και πολύπλοκο, το Pinot Gris αντιμετωπίζεται από τους Αλσατούς σαν τη δική τους Βουργουνδία. Με νότες καπνιστού μανιταριού, γης, αποξηραμένου βερίκοκου και τζίντζερ, το Pinot Gris είναι μια πρόταση για πραγματικούς wine lovers, η οποία λίγη σχέση έχει στιλιστικά με το ιταλικό Pinot Grigio, παρόλο που γενετικά πρόκειται για την ίδια ποικιλία. Ταιριάζει με μοσχάρι, ριζότο μανιταριών, πιάτα αλά κρεμ, πιάτα πουλερικών και ιαπωνική κουζίνα. Τα πιάτα μανιταριών θα το αναδείξουν στο έπακρο.

Muscat Το γνωστό σε όλους μας μικρόρωγο Μοσχάτο χαρίζει απλόχερα πρωτογενή αρώματα από σταφύλι, γλυκό κυδώνι και ροδοπέταλα. Παρότι είναι υπέροχο ως απεριτίφ, όταν οινοποιείται ξηρό –και ταιριάζει απίθανα με ινδική κουζίνα–, βρίσκει την ιδανική του έκφραση στις επιδόρπιες, Vendange Τardive (VT) εκδοχές του (όψιμος τρύγος).

Sylvaner Το workhorse της Αλσατίας είναι υπεύθυνο για το ξεδιψαστικό και δροσιστικό κρασί που απολαμβάνουν οι Αλσατοί στο καθημερινό τους τραπέζι. Παρά την απλότητά του –ή μάλλον εξαιτίας αυτής– και όντας μια σχετικά ουδέτερη, καθαρή, λεμονάτη ποικιλία, έχει το πλεονέκτημα να μεταφέρει τον χαρακτήρα του αμπελιού και έτσι θεωρείται ένα κρασί terroir, ειδικά όταν καλλιεργείται σε εδάφη όπως αυτά του αμπελώνα Zotzenberg Grand Cru. Αυτός είναι ο μοναδικός Grand Cru αμπελώνας όπου επιτρέπεται το Sylvaner, αλλά και οποιαδήποτε ποικιλία εκτός από τις τέσσερις ευγενείς.

Pinot Blanc Η έτερη καθημερινή ποικιλία των Αλσατών, το Pinot Blanc (Pinot Bianco στην Ιταλία), δίνει ένα φρέσκο κρασί με αρώμα- τα άγουρου ροδάκινου, λεμονιού και εσπεριδοειδών. Πιο απλό στη μύτη, αλλά πιο ενδιαφέρον και πολύπλοκο στο στόμα, το Pinot Blanc είναι ελαφρύ, δροσιστικό και ταιριάζει σχεδόν με τα πάντα. Ειδικά όμως με ορεκτικά, quiche, πίτες και σαλάτες.

Pinot Noir Η πιο ποιητική και αιθέρια ερυθρή ποικιλία του διεθνούς αμπελώνα βρίσκει την τέλεια έκφρασή της νοτιότερα, στη Βουργουνδία. Παρ’ όλα αυτά, στην Αλσατία, μια κατεξοχήν λευκή οινοχώρα, οι παραγωγοί επιμένουν να το καλλιεργούν, φτιάχνοντας αρκετά πιο απλά κρασιά και σε μικρότερες ποσότητες, συνεπώς σπανίως εξάγεται το αλσατικό Pinot noir. Κόκκινα φρούτα του δάσους και νότες μπαχαρικών επικρατούν στη μύτη, ενώ το σώμα είναι ελαφρύ και ντελικάτο.

Domaine Weinbach

Το οινοποιείο Weinbach στους πρόποδες του λόφου Schlossberg –που αποτελεί και τον παλαιότερο Grand Cru αμπελώνα στην Αλσατία– αποπνέει μια αφοπλιστική αριστοκρατικότητα. Οι αμπελώνες που περιβάλλουν το οινοποιείο καλλιεργούνται αδιαλείπτως από τον 9ο αιώνα, ενώ το οινοποιείο ιδρύθηκε το 1612 από Καπουτσίνους μοναχούς. Μάλιστα η οικογένεια Faller, σημερινοί ιδιοκτήτες του οινοποιείου –από το 1898– έχουν αποφασίσει να διατηρήσουν την απεικόνιση ενός μοναχού στην μπροστινή ετικέτα των κρασιών, ώστε αυτή να μαρτυρεί τη μακρά ιστορία του. Από το 2016 το οινοποιείο διοικείται από την Catherine Faller και τους δύο γιους της, Eddy και Théo. Όλοι οι αμπελώνες καλλιεργούνται βιολογικά, αποκλειστικά με χειρωνακτικό τρύγο, χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις και εντατική εργασία στο αμπέλι. Από το 1998, σε ένα μεγάλο κομμάτι εφαρμόζονται οι αρχές της βιοδυναμικής καλλιέργειας. Η συλλογή των σταφυλιών γίνεται την ώρα και την ημέρα που υποδεικνύει το βιοδυναμικό ημερολόγιο, το οποίο βασίζεται στην κίνηση και τη θέση του φεγγαριού και των πλανητών, με απώτερο σκοπό την ισορροπία του φυτού και την άριστη ποιότητα και εκφραστικότητα των σταφυλιών.

Η δοκιμή έγινε στο καθιστικό της οικογένειας Faller, το οποίο ήταν γεμάτο από παλιές φωτογραφίες, ενθυμήματα και οικογενειακά κειμήλια. Τα σπουδαιότερα κρασιά της οικογένειας προέρχονται από δύο συγκεκριμένους, πολύ φημισμένους αμπελώνες: τον Schlossberg Grand Cru και τον περιφραγμένο Clos des Capucins. Ο πρώτος, με εδάφη αμμώδη πάνω σε ένα γρανιτικό υπέδαφος, απότομες κλίσεις, αμπέλια σε αναβαθμίδες (πεζούλες) και νότιο προσανατολισμό, αποτελεί το τέλειο περιβάλλον για τη δημιουργία μυθικών Riesling, με εξαιρετική δομή και ανεπανάληπτη φινέτσα. Δημιουργικό αποκορύφωμα αποτελεί το Riesling Schlossberg Cuvée Sainte Catherine l’inédit από αμπέλια 60 ετών. Πενήντα στρέμματα αποτελούν τον περιφραγμένο αμπελώνα Clos des Capucins, τον οποίο διαχειρίζεται το Domaine Weinbach μονοπωλιακά. Φυτεμένος με διάφορες αλσατικές ποικιλίες, παράγει διαμάντια, όπως τα Riesling Cuvée Théo, Gewürztraminer Cuvée Théo, Pinot Gris Clos des Capucins και Pinot noir Clos des Capucins. Εδάφη παρόμοια με αυτά του Schlossberg, αλλά με πιο πρώιμες ωριμάσεις και πληθωρικά σταφύλια, και συνεπώς κρασιά με έμφαση στο φρούτο. Στιλιστικά, το Domaine Weinbach αρέσκεται να αφήνει κάποια υπολειπόμενα αζύμωτα σάκχαρα σε όλα τα κρασιά, μέθοδος πιο διαδεδομένη στη Γερμανία παρά στην Αλσατία. Καθώς όμως δεν υπάρχει επίσημη ορολογία στην Αλσατία που να υποδηλώνει τη γλυκύτητα των κρασιών στην ετικέτα, ο παγκόσμιος καταναλωτής –τουλάχιστον αυτός που δεν γνωρίζει από μόνος του το στιλ του κάθε παραγωγού– αφήνεται σε μια κάποια σύγχυση. Δοκιμάσαμε μαζί με την κυρία Faller πολλά από τα παραπάνω σπουδαία κρασιά και μετά ξεναγηθήκαμε στο οινοποιείο και στις αίθουσες ζύμωσης με τα γιγάντια βαρέλια, όπου τα κρασιά ζυμώνονται συνήθως αυθόρμητα, χωρίς βιομηχανικές ζύμες. Κρασιά αυθεντικά και σπουδαία, με κοφτερές οξύτητες, νεύρο και πολυπλοκότητα, που τα δοκιμάζεις και σου έρχονται στο μυαλό η φύση, το αμπέλι, ο χαρακτήρας, αλλά και ο μύθος της περιοχής και του αιωνόβιου οινοποιείου. Παραμένουμε στο ίδιο χωριό και μετακινούμαστε τέσσερα ποδηλατικά λεπτά ανατολικότερα, στο Domaine Paul Blanck, πάνω στην Grand-Rue, στο κέντρο του Kaisersberg.

Domaine Paul Blanck

Η ιστορία του κρασιού της οικογένειας Blanck ξεκινάει το 1610, όταν ο Αυστριακός Hans Blanck αγοράζει στην Αλσατία τα πρώτα αμπελοτεμάχια. Δύο αιώνες αργότερα, το 1846, ο απόγονός του Jacques Philippe Blanck βραβεύεται με μετάλλιο για τη συνεισφορά του ως οινοποιός. Το 1927, ο Paul Blanck είναι ένας από τους οινοποιούς που επενδύει στην ανάδειξη του αμπελώνα Schlossberg ως πρότυπου αμπελώνα και terroir. Από το 1975 οι γιοι του, τα αδέλφια Bernard και Marcel Blanck, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του Schlossberg ως του πρώτου Grand Cru αμπελώνα στην Αλσατία. Σήμερα, τα ξαδέλφια Frédéric και Philippe Blanck, γιοι των Bernard και Marcel, έχουν πάρει την τύχη του οινοποιείου στα χέρια τους. Το οινοποιείο αξιοποιεί 350 στρέμματα αμπελώνων, με τα 120 από αυτά να είναι Grand Cru, 120 να είναι εξαιρετικά single vineyard εκτός κατάταξης (lieux-dits) και 110 στρέμματα απλών αμπελώνων στην κοιλάδα της Αλσατίας. Όλα τα σταφύλια συλλέγονται χειρωνακτικά και οινοποιούνται με γνώση και έμπνευση, ώστε να καταλήξουν σε μία από τις 220.000 φιάλες που παράγει ο οίκος των Blanck ετησίως. Η φιλοσοφία του κτήματος εστιάζει στην εξαιρετική πρώτη ύλη, στον σεβασμό στη γη, στην καλλιέργεια χωρίς λίπασμα με πολλαπλά οργώματα, αλλά και στην ικανότητα και στην έμπνευση του οινοποιού ώστε τα κρασιά να μεταφέρουν ανόθευτη την ομορφιά της περιοχής. Η υπομονετική παρατήρηση της συμπεριφοράς του αμπελιού μέσα στους αιώνες αποτελεί ένα μοναδικό όπλο στα χέρια της οικογένειας.

Είναι πάντα χαρά μου να συναντώ τον φιλέλληνα Philippe Blanck. «long time, no see!» μας λέει ο Philippe και μας καλωσορίζει. Καθόμαστε σε έναν από αυτούς τους ξύλινους τραπεζοπάγκους που έχουν οι Αλσατοί και μας παραθέτει όλες τις επιλογές: «Πείτε μου τι θέλετε να δείτε. Μπορούμε να πάμε στο αμπέλι, να δούμε το κελάρι, το οινοποιείο ή να κάνουμε γευστική δοκιμή. Πάντως ο καιρός είναι εξαιρετικός και σας προτείνω το αμπέλι, είναι ευκαιρία». Έτσι και έγινε. Η ιδέα ήταν να δοκιμάσουμε σταφύλια Gewürztraminer από έναν αμπελώνα χαμηλά στην κοιλάδα και μετά να δοκιμάσουμε την ίδια ποικιλία φυτεμένη σε Grand Cru έδαφος. Η δοκιμή του πεδινού Gewürztraminer μου απέδειξε ότι τα εκρηκτικά αρώματα της ποικιλίας με τις ροζ φλούδες είναι παρόντα πρωτογενώς, στο σταφύλι: γκρέιπφρουτ, τριαντάφυλλο, λίτσι. Αργότερα, ανεβήκαμε ψηλά στον αμπελώνα Schlossberg Grand Cru, όπου δοκιμάσαμε το ίδιο σταφύλι. Το στόμα άρχισε να πλημμυρίζει, τα σταφύλια εδώ έχουν ακόμα πιο έντονη οξύτητα και πιο ορυκτά αρώμα- τα. Βρισκόμαστε δίπλα στο δάσος και ο κ. Blanck μάς εξηγεί ότι τα άγρια ζώα αποτε- λούν την κατεξοχήν απειλή για τις πεντανόστιμες ρώγες στη διάρκεια του τρύγου. Η φύση είναι καταπληκτική και οι εικόνες πανέμορφες. Και, όπως μας είπε ο Philippe, «οι εικόνες αυτές είναι σημαντικές, γιατί θα σας βοηθήσουν να καταλάβετε καλύτερα το terroir της περιοχής». Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στα ίδια τα κρασιά. Δοκιμάσαμε πολλά δείγματα Riesling, Pinot Gris, Gewürztramminer και Pinot Blanc από διάφορες δεξαμενές, αλλά και παλιές χρονιές από φιάλες, και ήταν πράγματι εντυπωσιακά με την ευθύτητα, την καθαρότητα του φρούτου, τον όγκο και τη διάρκειά τους. Η βόλτα στα αμπέλια –και ειδικά στον Schlossberg Grand Cru– ήταν μια μοναδική εμπειρία. Ευχαριστήσαμε, λοιπόν, τον Philippe Blanck για την υπέροχη φιλοξενία και συνεχίσαμε ποδηλατώντας βόρεια, προς το χωριό Riquewihr (Ρίκβιρ

Hugel & Fils

Η διαδρομή μας ήταν απολαυστική, με την καθηλωτική ομορφιά της φύσης και των αμπελιών. Συχνά πυκνά βλέπαμε το άγαλμα του Ιησού Εσταυρωμένου να δεσπόζει στην κορυφή των αμπελιών, δημιουργώντας μια κατανυκτική διάθεση, μια αίσθηση υπαίθριας εκκλησίας. Μετά από είκοσι λεπτά κυρίως ανηφόρας, φτάσαμε στο γραφικό Riquewihr, ένα μεσαιωνικό χωριό με πέτρινα πλακόστρωτα και τείχη, που δεν επιτρέπουν την είσοδο στην παλιά πόλη με αυτοκίνητα. Τα χωριά αυτά έχεις την αίσθηση ότι έχουν μείνει αναλλοίωτα στον χρόνο, διατηρώντας τον ιστορικό χαρακτήρα τους. Ιστορικό, όπως και το ίδιο το οινοποιείο Hugel & Fils (Ουγκέλ), το οποίο ιδρύθηκε το 1639 από τον Hans ulrich Hugel και παραμένει οικογενειακό, καθώς διοικείται σήμερα από τη 12η γενιά. Παράγονται περίπου 1.300.000 φιάλες ετησίως, εκ των οποίων το 90% εξάγεται σε πάνω από εκατό χώρες. Τα σταφύλια προέρχονται από τον ιδιόκτητο αμπελώνα 250 στρεμμάτων στο Riquewihr, με τη μισή έκταση να βρίσκεται σε Grand Cru περιοχές, ενώ τα απλά Alsace AOC κρασιά παράγονται κυρίως από σταφύλια αγορασμένα από περίπου 350 αμπελουργούς με συμβόλαια μακροχρόνιας συνεργασίας. Είτε ιδιόκτητα είτε αγορασμένα, όλα τα σταφύλια τρυγιούνται αποκλειστικά χειρωνακτικά.

Το οινοποιείο βρίσκεται εντός του χωριού, στο οποίο μπορεί κανείς να θαυμάσει παλιά βαρέλια ηλικίας μεγαλύτερης του ενός αιώνα, αλλά και το περίφημο βαρέλι-δεξαμενή Ste Caterine που βρίσκεται σε αυτή τη θέση από το 1715! Οι γευσιγνωσίες πάντως γίνονται σε ξεχωριστό χώρο, ένα tasting room στο κέντρο του Riquewihr, το οποίο είναι επισκέψιμο σχεδόν όλο τον χρόνο. Εκεί δοκιμάσαμε τα μοναδικά κρασιά της οικογένειας Hugel. Φιλοσοφία της οικογένειας είναι η μεταφορά της αυθεντικότητας του αμπελώνα και της ποικιλίας στη φιάλη, χωρίς καθόλου γευστικά φτιασιδώματα. Τα κρασιά είναι κατάξηρα και το νέο βαρέλι αποφεύγεται εντελώς, ώστε να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός. Όχι κολλάρισμα, όχι παστερίωση, όχι αποστείρωση και ελάχιστα θειώδη. Παραγωγή κρασιών, λοιπόν, με τις μικρότερες δυνατές παρεμβάσεις και μόνο τις απαραίτητες.

Στο οινοποιείο Hugel τα κρασιά κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την προέλευση και τη δυναμική τους. Το εισαγωγικό τους κρασί ονομάζεται Gentil και είναι κατ’ εξαίρεση πολυποικιλιακό. Η σειρά Classic αποτελείται από επτά μονοποικιλιακά κρασιά από αγοραστά σταφύλια και –κυρίως– απλούς αμπελώνες, ενώ η σειρά Estate περιλαμβάνει Riesling και Pinot Gris από ιδιόκτητους αμπελώνες. Η σειρά Tradition περιλαμβάνει ξηρά κρασιά από σταφύλια μεγαλύτερης ωριμότητας και μόνο από τις τέσσερις ευγενείς ποικιλίες. Τέλος, η σειρά Jubilee προέρχεται από τα παλαιότερα ιδιόκτητα αμπέλια της οικογένειας στο Riquewihr: Riesling από το Grand Cru Schoenenbourg, Gewürztraminer από τα καλύτερα κομμάτια του Grand Cru Sporen, Pinot noir από τα γεμάτα κιμωλία εδάφη του αμπελώνα Pflostig και Pinot Gris από τα αμπέλια Sporen και Pflostig. Η οικογένεια Jubilee, που είχε δημιουργηθεί από τους Hugel ως άρνησή τους να δεχτούν την Grand Cru κατάταξη, έχει ανακοινωθεί ότι θα αντικατασταθεί σταδιακά από τη σειρά Grossi laüe (που σημαίνει «σπουδαίος αμπελώνας»). Τα μυθικά επιδόρπια Vendange Tardive και Sélection de Grains nobles, που παράγονται μόνο σε εξαιρετικές χρονιές, συμπληρώνουν τη μοναδική δουλειά του ιστορικού οινοποιείου. Στο κοντινό χωριό Ribeauvillé (Ριμποβιλέ) θα κάναμε την τελευταία επίσκεψη. Μετά από είκοσι λεπτά χαλαρής ποδηλασίας, φτάσαμε στον επιβλητικό πύργο του φημισμένου Maison Trimbach (Μεζόν Τρίμπαχ).

Maison Trimbach

Φτάσαμε στον πύργο των Trimbach, με φόντο τον απότομο λόφο με τα καταπράσινα αμπέλια. Η ιστορία του οινοποιείου είναι και πάλι μακρά, με έτος ίδρυσης το μακρινό 1626. Σταθμός στην ιστορία του οινοποιεί- ου ήταν η απονομή βραβείου στον Frédéric Emile Trimbach το 1898, στην international Wine Fair στις Βρυξέλλες, για την ποιότητα των προϊόντων του. Η σπουδαία φήμη του οινοποιείου χτίστηκε μέσα στα χρόνια. Τα αμπέλια του Ribeauvillé είναι φυτεμένα πάνω σε ένα πλούσιο μωσαϊκό εδαφών (ασβεστολιθικά, αμμώδη, αργιλώδη κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, τα συνολικά 400 στρέμματα της οικογένειας Trimbach, αλλά και όσα προέρχονται από συμβόλαια αγοράς, είναι απλωμένα σε έξι χωριά. Τα αμπέλια καλλιεργούνται σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, με συγκρατημένες στρεμματικές αποδόσεις, χειρωνακτικό τρύγο και αυστηρή επιλογή σταφυλιών. Αλλά και στο οινοποιείο η δουλειά είναι λεπτο- μερής: χαλαρές πιέσεις των σταφυλιών και χρήση δοχείων ζύμωσης, που δεν στερούν από τις ποικιλίες τις εκφραστικές τους δυ- νατότητες: παλιά ξύλινα βαρέλια μεγάλου μεγέθους και ανοξείδωτες δεξαμενές χρησιμοποιούνται εναλλάξ, ανάλογα με την εκάστοτε ποικιλία και το επιθυμητό στιλ. Η τέχνη του οινοποιού Pierre Trimbach είναι να συνδυάσει τα επίπεδα ωριμότητας των σταφυλιών και τις ζυμώσεις, ώστε τα κρασιά να έχουν την πολυπόθητη ισορροπία, αλλά και εξαιρετικές δυνατότητες παλαίωσης. Σήμερα το οινοποιείο διοικείται από τον Hubert Trimbach, τα ανίψια του Jean και Pierre και τα παιδιά τους, Julien και Anne αντίστοιχα. Έχει ενδιαφέρον το ότι οι ρόλοι έχουν μοιραστεί σταυρωτά στην οικογένεια: ο Jean ταξιδεύει με την ανιψιά του Anne στο εξωτερικό για την προώθηση των κρασιών, ενώ ο αδελφός του Pierre δουλεύει με τον δικό του ανιψιό Julien στο οινοποιείο.

Η δουλειά του οινοποιείου συνοψίζεται στις εξής οικογένειες: Classics ― Τέσσερα «απλά» μονοποικιλιακά Alsace AC από Riesling, Pinot Blanc, Gewürztraminer και Sylvaner και την κλασική κίτρινη ετικέτα. Από αυστηρά επιλεγμένα αγοραστά σταφύλια, η σειρά αυτή είναι μια καλή εισαγωγή στο στιλ Trimbach.

Σειρά réserve ―Ένα σκαλοπάτι πάνω, τα έξι αυτά μονοποικιλιακά κρασιά προέρχο- νται από σταφύλια εξαιρετικής ωρίμασης και από τις τέσσερις ευγενείς ποικιλίες της Αλσατίας συν δύο διαφορετικές εκδοχές του Pinot noir.

Σειρά réserve Personnelle ― Η κλασική «μπρούντζινη» ετικέτα περιλαμβάνει κρασιά από σταφύλια Grand Cru αμπελώνων, που όμως δεν πωλούνται με αυτό το όνομα. Το Maison Trimbach έχει αποφασίσει να μην ακολουθήσει εδώ την Grand Cru κατάταξη –παρόλο που χρησιμοποιεί Grand Cru σταφύλια– και να προσθέτει στα ίδια κρασιά και άλλα αμπελοτεμάχια που θεωρεί κορυφαία. Έτσι προκύπτουν τα Cuvée Frédéric Emile Riesling, Réserve Personnelle Pinot Gris και Cuvée Seigneurs de Ribeaupierre Gewürztraminer. Τα μυθικά le Riesling «Clos Ste Hune», Vendanges Tardives, Sélection de Grains nobles και τα Grand Cru Geisberg και Grand Cru Schlossberg αποτελούν το δημιουργικό αποκορύφωμα ενός σπουδαίου παραγωγού.

Μέχρι την επόμενη φορά λοιπόν… à bientôt! ●.g

 

 

 

AΧΑΪΑ | της Θ. Καρτάλη και Π. Κατσάτου #15

Το νέο συναντά το παλιό στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου, πάνω στις απότομες πλαγιές της Αιγιάλειας. Ιστορικά οινοποιεία συνυπάρχουν αρμονικά με νέους παραγωγούς, λάτρεις της βιοδυναμικής καλλιέργειας, που παράγουν φυσικά και orange κρασιά μέσα σε αμφορείς.

O Aχαϊκός αμπελώνας

Η οινοπαραγωγός ζώνη της Αχαΐας, απλωμένη κυρίως στις ακτές της βόρειας Πελοποννήσου και στις απότομες πλαγιές της Αιγιάλειας, είναι μία από τις λίγες οινοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας που έχουν βορινή έκθεση, με προσανατολισμό προς τη θάλασσα, τον Κορινθιακό κόλπο. Η χαμηλή θερμοκρασία σε συνδυασμό με τους βόρει- ους ανέμους δρα ευεργετικά για τους αμπελώνες, που ξεκινούν από 500 μέτρα και φθάνουν στα 1.050 μ. Τα εδάφη λόγω της απότομης κλίσης έχουν καλή αποστράγγιση. Η Αχαΐα, μία από τις μεγαλύτερες περιοχές αμπελοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, έχει διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο. Η παραγωγή σταφίδας, η εγκατάσταση μεγάλων μονάδων, όπως η Achaia Clauss, έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της περιοχής. Έχει τέσσερις ονομασίες προέλευσης και είναι η πατρίδα του Ροδίτη. Εδώ γεννήθηκε η γλυκιά Μαυροδάφνη, από τα μαύρα μάτια της αγαπημένης του Βαυαρού Γκούσταβ Κλάους, μία από τις πιο γνωστές ονομασίες προέλευσης της Ελλάδας. Είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά φημισμένα οινοποιεία, όπως αυτό της οικογένειας Παρπαρούση, της οποίας τη ζεστή φιλοξενία απολαύσαμε σε ένα υπέροχο κτήμα. Επίσης, να δοκιμάσουμε διαφορετικές εκδοχές του παρεξηγημένου Ροδίτη από τον Τετράμυθο και το Sant’Or, να επισκεφθούμε το οινοποιείο του Άγγελου Ρούβαλη και να γνωρίσουμε την επόμενη γενιά, που παίρνει σιγά σιγά στα χέρια της τα ηνία.

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ Sant’Or

Στο οινοποιείο Sant’Or

Κρυμμένο στους πρόποδες του όρους Σκόλλις, στην Κάτω Αχαΐα, βρίσκεται το μικρό οινοποιείο Sant’Or. Πρώτος σταθμός της περιήγησής μας στην περιοχή της Αχαΐας, φθάσαμε εκεί νωρίς το πρωί. Στα σκαλιά του περιποιημένου οινοποιείου μάς υποδέχθηκε χαμογελαστός ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος. Από τις πρώτες κουβέντες καταλάβαμε ότι είχαμε απέναντί μας έναν άνθρωπο που αγαπά και σέβεται βαθιά τη φύση. Η πρακτική της βιοδυναμικής που εφαρμόζει τόσο στην αμπελουργία όσο και στην οινοποίηση είναι φυσική συνέπεια της αγάπης αυτής για έναν άνθρωπο που, παρά το γεγονός ότι σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός, ήταν πάντα πολύ κοντά στη γη. Η ξενάγησή μας στον αμπελώνα που απλώνεται γύρω από το οινοποιείο έγινε στην καρότσα ενός τρακτέρ, με τον Παναγιώτη να μας εξηγεί σε κάθε στάση τις πρακτικές που ακολουθεί στο αμπέλι του. Άνθρωπος που λατρεύει την παρατήρηση και τους πειραματισμούς, ήταν επόμενο να προσανατολιστεί στην παραγωγή φυσικών κρασιών, τα οποία βρίσκονται ήδη στο ραντάρ της γκουρού του είδους, Γαλλίδας Master of Wine isabelle legeron.

«Η βιοδυναμική μού άνοιξε ένα πορτάκι στον εγκέφαλο και συνειδητοποίησα ότι βασικά πρόκειται για τις ίδιες πρακτικές που εφάρμοζαν οι παλιοί», μας εξηγεί. Η μορφολογία της περιοχής βοηθά ιδιαίτερα στην εφαρμογή των βιοδυναμικών πρακτικών, καθώς τα αμπέλια βρίσκονται στη σκιά του βουνού Σκόλλις, το οποίο φαίνεται να δημιουργήθηκε από δύο πλάκες που συγκρούστηκαν. Ένα μυτερό και γυμνό βουνό, κάτω από το οποίο κρύβεται, σύμφωνα με τους γεωλόγους, μια υπόγεια λίμνη. Βασική ποικιλία που καλλιεργείται είναι η Σανταμεριάνα, μια λευκή τοπική ποικιλία την οποία αναβίωσε ο Παναγιώτης, ενώ ο αμπελώνας φιλοξενεί ακόμη Ροδίτη, Μαυροδάφνη και Αγιωργίτικο. Συνολικά παράγονται γύρω στις 17.000 φιάλες, με έξι ετικέτες, το 80% των οποίων εξάγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Eίναι από τα λίγα οινοποιεία στην Ελλάδα που παράγει πορτοκαλί κρασί (orange wine), το οποίο, αντίθετα από τη χώρα μας, φαίνεται να κερδίζει ολοένα και περισσότερους θαυμαστές στο εξωτερικό. Μέσα στο οινοποιείο, οι μελωδίες από το Τρίτο Πρόγραμμα δημιουργούν μια αίσθηση ηρεμίας που βοηθά τα κρασιά. Κατεβαίνοντας στο κελάρι, ο Παναγιώτης κατευθύνεται προς έναν μικρό αμφορέα ο οποίος έχει αρχίσει να «βράζει» και αναδεύει με αργές και συγκεκριμένες κινήσεις. Η ζύμωση στα λευκά κρασιά του γίνεται μέσα στους αμφορείς, ενώ στη Μαυροδάφνη γίνεται σε ξύλινες δεξαμενές και στη συνέχεια μεταφέρεται σε ξύλινα βαρέλια, όπου παραμένει για έξι μήνες, ενώ παλαιώνει και έξι μήνες στη φιάλη πριν βγει στην αγορά.

Tα…εργαλεία της βιοδυναμικής

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Santαmeriana Νatur 2018 Ένα κρασί από 100% Σανταμεριάνα, την τοπική ποικιλία, με αρώματα βερίκοκου, ροδάκινου, με νότες μελιού όταν εξελίσσεται στη φιάλη και ορυκτό χαρακτήρα. Συνοδεύει λευκά κρέατα και ψάρια.

Santameriana orange 2018 Από την ίδια ποικιλία με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα των ομώνυμων κρασιών αυτής της κατηγορίας, ζυμώνεται με τα στέμφυλα μέσα σε αμφορείς. Έντονος αρωματικός χαρακτήρας, με αρώματα καραμελωμένης φλούδας πορτοκαλιού.

Krasis 2018 100% Mαυροδάφνη, προερχόμενη από αυτόρριζο αμπέλι. Μια πολύ φίνα και κομψή εκδοχή της ποικιλίας αυτής, που θυμίζει περισσότερο Pinot noir.

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΠΑΡΠΑΡΟΥΣΗ

Ο κήπος του οινοποιείου Παρπαρούση στην Αχαΐα.

Παίρνοντας τον δρόμο που οδηγεί στην Πάτρα, κατευθυνθήκαμε προς το Ρίο και τον επόμενο σταθμό μας, ένα από τα πιο φημισμένα οινοποιεία της Πελοποννήσου, το Οινοποιείο Παρπαρούση, όπου μας περίμενε μια υπέροχη έκπληξη: το κτήμα της οικογένειας Παρπαρούση είναι ένας μικρός παράδεισος. Φθάνοντας, μας υποδέχθηκαν χαμογελαστές οι κόρες του πολύ γνωστού οινοποιού Θανάση Παρπαρούση, Εριφύλη και Δήμητρα.

Υπέροχη βλάστηση, δεκάδες παγόνια και ένα όμορφο παλιό σπίτι συνθέτουν ένα ονειρικό σκηνικό, το οποίο δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι βρίσκεται μέσα στον αστικό ιστό και όχι κάπου μακριά στην εξο- χή. Τόπος κατοικίας για τους γονείς, αλλά και εργασίας για όσους ασχολούνται με την παραγωγή –αφού εδώ βρίσκεται και το οινοποιείο–, με την όλη ατμόσφαιρα να δημιουργεί ένα υπέροχο αίσθημα οικογενειακής θαλπωρής. Η ιστορία του κτήματος ξεκινά το 1974, όταν ο Θ. Παρπαρούσης, έχοντας επιστρέψει από σπουδές Οινολογίας στην Dijon, ξεκινά τις πρώτες οινοποιήσεις του Σιδερίτη, μιας όψιμης τοπικής ποικιλίας που μέχρι τότε εξαγόταν ως επιτραπέζιο σταφύλι, για να καταλήξει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, κυρίως της Γερμανίας. Αφού καθόμαστε γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στην παλιά κουζίνα του σπιτιού, η οποία τώρα έχει μετατραπεί σε χώρο υποδοχής των επισκεπτών, η Εριφύλη Παρπαρούση μάς μιλάει για τα πρώτα κρασιά, «Τα Δώρα του Διονύσου» και το διάσημο «Petit Fleur», μια ετικέτα που έχει συνοδεύσει τις χαρές δεκάδων οικογενειών της περιοχής και το 2011 επανακυκλοφόρησε ως ροζέ οινοποίηση – ένα από τα πρώτα ροζέ στην Ελλάδα, πριν εξαπλωθεί η μόδα. Γευόμαστε τη ζεστή ακόμη μουσταλευριά που έχει ετοιμάζει η κ. Παρπαρούση, καθώς ακούμε την Εριφύλη και τη Δήμητρα να μας μιλούν για τον πατέρα τους, τον τολμηρό του χαρακτήρα, για το πόσο είναι διατεθειμένος να ριψοκινδυνεύσει, ακόμη και να χάσει ένα κρασί, προκειμένου να έχει το καλύτερο αποτέλεσμα.

Σε αυτό το ίδιο τραπέζι γίνονται από τους τρεις τους οι δοκιμές των βαρελιών. «Η Εριφύλη είναι πιο συγκρατημένη, να μην το χάσουμε, ο πατέρας το πάει στα άκρα, κι αν το χάσουμε, το χάσαμε», μας λέει η Δήμητρα γελώντας. Ο ιδιόκτητος ενιαίος αμπελώνας βρίσκεται στον Άραξο, στο επίπεδο της θάλασσας, με εδάφη αμμώδη, και το οινοποιείο σήμερα παράγει 100.000–120.000 φιάλες τον χρόνο. Από το 1990, όταν η οικογένεια αποφάσισε να αλλάξει τη φιλοσοφία του κτήματος, η έμφαση δίνεται στη μικρότερη, αλλά ποιοτικότερη παραγωγή. Η ευγένεια, η ηρεμία και η ζεστή φιλοξενία που συναντήσαμε στην οικογένεια Παρπαρούση μάς συνόδευσαν για το υπόλοιπο της ημέρας μας – και όχι μόνο.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Τα δώρα του Διονύσου 2018 Από 100% Σιδερίτη, ποικιλία με έντονη μεταλλικότητα, στην οποία οφείλει πιθανότατα και την ονομασία της. Συνοδεύει τέλεια όστρακα, ψάρια και θαλασινά.

Petit Fleur 2018 Το διάσημο ροζέ απο Σιδερίτη, ένα κρασί με γεμάτο σώμα, αρωματικό χαρακτήρα, ένα ροζέ φαγητού.

Ασύρτικο 2018 Μία από τις ετικέτες του κτήματος που κυκλοφόρησε το 1995 αρχικά με την ονομασία Cava και σήμερα κυκλοφορεί ως Παρπαρούσης Ασύρτικο. Η παραμονή του για πέντε μήνες στις οινολάσπες τού χαρίζει πολυπλοκότητα. Κρασί με πιο έντονο αρωματικό χαρακτήρα από τα Ασύρτικα της Σαντορίνης, το οποίο ωστόσο διατηρεί την ορυκτότητα του Ασύρτικου.

Ταώς 2016 Από 100% Μαυροδάφνη, ένα κρασί που παλαιώνει για δύο χρόνια σε δρύινο γαλλικό βαρέλι. Έχει αρώματα μπαχαρικών και βελούδινες τανίνες.

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΤΕΤΡΑΜΥΘΟΣ

Στο κελάρι του οινοποιείου 

Δημιούργημα των αδελφών Στάθη και Αρίστου Σπανού, το οινοποιείο Τετράμυθος κρύβει μια θλιβερή ιστορία. Μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη οινοποίηση στις νέες εγκαταστάσεις, λίγο έξω από το χωριό Άνω Διακοπτό, ένα μεγάλο τμήμα του οινοποιείου –και μαζί δεξαμενές και φιάλες– καταστράφηκε ολοσχερώς από τη μεγάλη πυρκαγιά του 2007. Αυτό όμως δεν φάνηκε να πτόησε κανέναν, ούτε τους αδελφούς Σπανού ούτε και τον οινολόγο Παναγιώτη Παπαγιαννόπουλο, ο οποίος μας διηγείται την ιστορία δείχνοντάς μας τη νέα ξύλινη σκεπή που κατασκευάστηκε σε αντικατάσταση της παλιάς, που καταστράφηκε ολοσχερώς. Τίποτα σήμερα δεν μαρτυρά τη μεγάλη καταστροφή, μόνο κάποιες φιάλες που φέρουν τα σημάδια της πυρκαγιάς και χρησιμοποιούνται σε κάποιες γευστικές δοκιμές.

 

Άνθρωπος ιδιαίτερος –ο Κωνσταντίνος Λαζαράκης τον έχει χαρακτηρίσει Frank Zappa του ελληνικού κρασιού–, o Παναγιώτης Παπαγιαννόπουλος είναι φανατικός των φυσικών κρασιών ή, για να το πούμε σωστότερα, των κρασιών με την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση. Με κυρίαρχη ποικιλία τον Ροδίτη, εδώ παράγονται κρασιά που έχουν ζυμωθεί με φυσικές ζύμες, ακολουθώντας μηλογαλακτικές ζυμώσεις ακόμη και στα λευκά, τα οποία, εκτός από Ροδίτη, παράγονται και από Μοσχάτο, Μαλαγουζιά, Βολίτσα, Sauvignon Blanc και Chardonnay. Από ερυθρές ποικιλίες καλλιεργούνται Μαύρο Καλαβρυτινό, Μαυροδάφνη, Αγιωργίτικο, Merlot και Cabernet Sauvingon. Tα 140 στρέμματα του ιδιόκτητου αμπελώνα βρίσκονται σε υψόμετρο που ξεκινά από 650 μ. και φθάνει τα 1.050. Όλα καλλιεργούνται βιολογικά. Οι μικροοινοποιήσεις και οι πειραματισμοί αποτελούν χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του Τετράμυθου, δίνοντας ετικέτες που βρίσκουν τον δρόμο προς κάποια ιδιαίτερα wine bars του εξωτερικού, όπως μας εξηγεί ο Παναγιώτης. Η γευστική δοκιμή μας επικεντρώθηκε σε μια «μελέτη» των διαφορετικών εκφράσεων του Ροδίτη, η οποία περιλάμβανε και μια Ρετσίνα πολύ διαφορετική από ό,τι έχουμε δοκιμάσει μέχρι σήμερα, καθώς και έναν πορτοκαλί Ροδίτη.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ 

Τετράμυθος Πάτρα 2018 Ένας διαφορετικός Ροδίτης, με ορυκτό χαρακτήρα, γεγονός που οφείλεται στο ότι το συγκεκριμένο αμπέλι βρίσκεται σε ασβε- στολιθική πλάκα.

Ροδίτης Νatur1 2018 Προέρχεται από το δεύτερο πιο παλιό αμπελοτόπι, αφιλτράριστο, με ελάχιστη προσθήκη θειώδους πριν από την εμφιάλωση. Επίσης ένας πολύ ιδιαίτερος και διαφορετικός Ροδίτης, ο οποίος περιλαμβάνεται στα 75 καλύτερα κρασιά του κόσμου για το 2018, σύμφωνα με τη λίστα του Decanter.

Ρετσίνα ροδίτης Naturε 2018 Mια terroir Ρετσίνα, που ζυμώνεται σε αμφορέα με ρετσίνι που συλλέγεται από πεύκα τα οποία βρίσκονται στο ίδιο σημείο όπου βρίσκεται και το αμπέλι. Μια άλλη διάσταση της Ρετσίνας.

Ροδίτης οrange Naturε Ροδίτης με βαθύ πορτοκαλί χρώμα, ο οποίος ζυμώνεται με τις φλούδες και τα κοτσάνια μέσα σε πήλινους αμφορείς, ακολουθώντας την παράδοση της περιοχής. Μετά τη ζύμωση μεταφέρεται σε δρύινα βαρέλια, όπου παραμένει για έξι μήνες.

ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΡΟΥΒΑΛΗ

Η θέα από το οινοποιείο

 

Το όνομά του είναι «συνώνυμο» του Ροδίτη. Όταν ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90, ο Άγγελος Ρούβαλης μάλλον δεν φανταζόταν ότι το εμβληματικό κρασί που οινοποίησε τότε για πρώτη φορά, το Ασπρολίθι, θα έμενε στη συνείδηση του κόσμου ως η πιο γνωστή έκφραση του «παρεξηγημένου» Ροδίτη. Σήμερα, τα ηνία περνούν σιγά σιγά στα χέρια της επόμενης γενιάς.

Η κόρη του, Θεοδώρα, οινολόγος με σπουδές στη Γαλλία και πολύχρονη εμπειρία από οινοποιήσεις στη Νέα Ζηλανδία, στη Χιλή, στην Ισπανία, μαζί με τον σύντροφό της, ισπανικής καταγωγής, Αντόνιο έχουν αναλάβει να οδηγήσουν το γνωστό οινοποιείο στην επόμενη φάση του. Ανάμεσα στις προτεραιότητες, όπως μας εξηγεί η ίδια, είναι ένας νέος, ιδιόκτητος αμπελώνας, από τον οποίο σύντομα θα αρχίσουν κάποιες οινοποιήσεις. «Η Αιγιάλεια είναι μια ιδιαίτερη ζώνη, με πολλά πλεονεκτήματα», μας εξηγεί η Θεοδώρα. «Τα αμπέλια βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, χαρίζοντας οξύτητες στα κρασιά, οι κλίσεις είναι μεγάλες και επιπλέον η εγγύτητα στη θάλασσα προστατεύει τον αμπελώνα της περιοχής από τις ασθένειες, με αποτέλεσμα να ευνοείται η βιολογική καλλιέργεια», μας εξηγεί.

 

Ο Αγγελος Ρούβαλης, η κόρη του Θεοδώρα και ο σύντροφός της και συνεργάτης της Αντόνιο, εν δράση

Το οινοποιείο, το οποίο κατασκευάστηκε το 1994, είναι βαρυτικό, χτισμένο στον βράχο σε έξι επίπεδα, προκειμένου η παραγωγή να γίνεται με φυσική ροή. «Μια πρωτοπόρος ιδέα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν μπροστά από την εποχή του», μας λέει. Η παραγωγή φθάνει τις 150.000 φιάλες ετησίως και μέσα στα πλάνα για την επόμενη φάση είναι η έμφαση σε υψηλής ποιότητας κρασιά, που θα αποτυπώνουν το μοναδικό terroir της περιοχής, κάτι που σύμφωνα με την ίδια «ξεκίνησε ο Άγγελος Ρούβαλης με το Ασπρολίθι». Άλλες ετικέτες του οινοποιείου περιλαμβάνουν τη σειρά Μίτος της Αριάδνης, η οποία αποτυπώνει το terroir με τρεις διαφορετικές λευκές ετικέτες, και τη σειρά Μικρός Βοριάς, φρέσκα, φρουτώδη κρασιά από διεθνείς ποικιλίες.

ΑCHAIA CLAUSS

Τα κελάρια της Achaia Claous

Μία από τις πιο ιστορικές εταιρείες παραγωγής κρασιού στην Ελλάδα, η Αchaia Clauss, ιδρύθηκε το 1861 από τον Βαυαρό Γκούσταβ Κλάους, ο οποίος θεωρείται και ο «πατέρας» της γλυκιάς Μαυροδάφνης, μιας από τις τέσσερις ονομασίες προέλευσης της Αχαΐας. Σύμφωνα με την ιστορία, η Μαυροδάφνη οφείλει την ονομασία της στα μαύρα μάτια της αγαπημένης του Κλάους, Δάφνης. Στο μυαλό των περισσοτέρων, βέβαια, η ονομασία Αchaia Clauss είναι συνδεδεμένη με τη Δεμέστιχα, το λευκό κρασί που κυριάρχησε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, φθάνοντας να πουλάει 20 εκατομμύρια φιάλες ετησίως. Αμέσως μετά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εταιρεία πέρασε σε ελληνικά χέρια και σήμερα διεκδικεί τον τίτλο του παλαιότερου οινοποιείου της Ελλάδας. Η τοποθεσία είναι πραγματικά μοναδική. Οι πέτρινοι πύργοι, οι κήποι και τα εσωτερικά δρομάκια, καθώς και τα μοναδικά κελάρια, κρύβουν μια ιστορία 158 ετών. Το οινοποιείο είναι επισκέψιμο και προσφέρει ξενάγηση και γευσιγνωσίες.

KTHMA MΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ

Η θέα στα αμπέλια που κόβει την ανάσα

Σκαρφαλωμένη πάνω από μια πανέμορφη χαράδρα στο φαράγγι του Βουραϊκού βρίσκεται η Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Γύρω της, σε υψόμετρο 1.000 μ., βρίσκεται ένας μοναδικός αμπελώνας, ο οποίος από το 1999 αποτελεί το «διαμάντι του στέμματος» της εταιρείας Cavino, της μεγαλύτερης οινοπαραγωγού μονάδας της χώρας, με μια παραγωγή που φθάνει τα 9 εκατομμύρια φιάλες κρασιού ετησίως. Εμβληματική ετικέτα του Κτήματος, το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο ερυθρός, ένα μοναδικό blend Μαυροδάφνης και Μαύρου Καλαβρυτινού, το οποίο προκάλεσε αίσθηση όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2004. Το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο περιλαμβάνει συνολικά τέσσερις ετικέτες, μεταξύ των οποίων και το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο Λευκός, ένα blend Aσύρτικου και της τοπικής λευκής ποικιλίας Λαγόρθι.

ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Οι Αμπελώνες Αντωνόπουλου ιδρύθηκαν από τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, έναν οραματιστή που πίστεψε στο εξαιρετικό ποιοτικό δυναμικό του εδάφους της Πελοποννήσου, και ειδικότερα της ορεινής και της ημιορεινής Αχαΐας, για την παραγωγή εκλεκτών οίνων. Σήμερα, στο καινούργιο, σύγχρονο οινοποιείο τους στην περιοχή της Αχαΐας διαθέτουν χώρο γευσιγνωσίας, που μπορεί να φιλοξενήσει εκδηλώσεις. Οι αμπελώνες του απλώνονται σε υψόμετρο από 150 έως 900 μέτρα. Το οινοποιείο παράγει λευκά και ερυθρά κρασιά, σε αναλογία 80-20% αντίστοιχα. Κάποια χαρακτηριστικά από αυτά είναι: Μαντινεία, Άδολη Γης, Gris de noir, Chardonnay, Μαλαγουζιά. Από τα κόκκινα ξεχωρίζουν τα: Νέα Δρυς, Ιδιωτική Συλλογή, Μορφέας (Μαυροδάφνη) και το Γεροντόκλημα Ρεματιάς (Βερτζαμί), τα οποία συνδυάζουν καθαρά αρώματα φρούτων και μπαχαρικών, ενώ εκφράζουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του αχαϊκού εδάφους. ●

 

 

Naoussa | by T. Kartali & P. Katsatou # issue 14

Only an hour’s drive from Thessaloniki, Naoussa is an area that should not be missed by any wine lover who wants to explore greek wines. This is the land of Xinomavro, which means acidic (“xino”) and black (“mavro”) a rare, indigenous red variety which has been compared to Nebbiolo, thanks to its firm structure and its unique aromatic character. Its high acidity and tannic character produces wines which can age for decades and are suited for more experienced palates. A number of committed winemakers in this area are producing high-quality wines, combining tradition with modern winemaking techniques. Having visited the area back in 2016, when we discovered a new generation of winemakers full of energy and fresh ideas, we decided to come back, this time focusing on some of the boutique wineries as well as on the Kir-Yianni Estate, the dominant winery of the appellation. The winemakers’ passion for the great potential of Xinomavro and their dedication in promoting this unique and versatile grape variety was what impressed us most on this trip to the region. Most of the people we talked to are second-generation and third-generation winemakers, young and energetic, with great faith in what they are doing and dedicated to producing high-quality wines with the least possible intervention.

Photography by Yiorgos Kaplanidis 

Kir-yianni Estate

If you’re visiting Naoussa, a stop at the Kir-Yianni Estate is mandatory. In contrast to the rest of the wineries of the area, Kir-Yianni is a large estate, boasting 500 acres. It doesn’t concentrate solely on the production of Xinomavro, although the varietal wines produced from this variety are the estate’s premium labels. It was founded in 1997 by Yiannis Boutaris who, breaking away from the family business his grandfather had established in 1879, went on to create his own estate, concentrating on the production of quality wines that express the character of Naoussa’s terroir. Ramnista and diaporos are two outstanding wines which do just that, helping them to find their way to the international markets.

Touring the vineyard at kir-yianni Estate.

Today, the estate is managed by yiannis’ sons Stellios and Michalis Boutaris, fifth-generation winemakers. With an annual output of 500,000 bottles, Kir-Yianni is the largest winery in the area and, thanks to Stellios’ vision, it offers one of the best wine tourism experiences in the country. In addition to enjoying the magnificent views of the vineyards nestled on the rolling slopes of Mt Vermion, visitors can take tours around the winery, enjoy an upmarket picnic in the vineyards with dishes based on local recipes, or opt for a bbQ on the winery’s veranda. Naturally, the meals are accompanied by wines produced on the estate. All the options offered to the visitor, along with their seamless delivery, are the result of perfect organization by the winery’s courteous and knowledgeable staff. Although great emphasis is placed on indigenous varie- ties, kir-yianni Estate produces some excellent labels from international varieties. Drumo, a Sauvignon Blanc from a single vineyard in Amynteo, a neighboring appellation where kir-yianni also has vineyards, is a treat not to be missed.

Stomping the grapes.

Domaine Dalamara

Kostis dalamaras in Paliokalias vineyard.

When he took over from his father in 2011, Kostis Dalamaras was the youngest winemaker in Naoussa. Following time in burgundy, where he had studied oenology and viticulture, in Catalunya , Spain, and in Alsace, France, Kostis came back to take over the small winery which had been founded in 1991 by his father yiannis. he did not hesitate to push through important changes in the winemaking techniques, applying knowledge he had accumulated abroad, but more importantly, he decided to switch the emphasis to the vineyard. About 20% of the family-owned vineyards were replanted, getting rid of varieties that Kostis thought were not serving his purpose, in order to concentrate on the indigenous varieties of the area and on Xinomavro in particular. His production is small, about 40,000 bottles a year, but his aim is to produce a high-quality wine which is the best expression of Xinomavro. As is the case with other winemakers in the area, Dalamaras seems determined to focus on this unique and versatile red variety, which is capable of producing very complex wines which age well.

A quiet young man who adores spending time with his fiancé Maria – who also works in the winery – up on the mountain, Dalamaras believes that all the important work is done in the vineyard. He spends most of his day attending to the vineyards himself, getting a little help from his cousin Yiannis, a viticulturist, and his father who, after many decades of hard work, is now considering retirement. The small winery is surrounded by vineyards, but perhaps the most valuable plot of land is a few kilometers away in an area called Paliokalias. This particular vineyard produces the winery’s most expensive wine, Paliokalias, which is produced in an extremely limited quantity (a maximum of 8000 bottles) and does not come out every year. The climate of this area features warm dry summers and mild winters. For most of the day, the vines are exposed to the full benefit of the sun. All of the vines are grown organically, and Dalamaras tries to follow the biodynamic calendar, a philosophy he embraces. Despite the fact that he studied in Burgundy, he seems to prefer wines coming from Roussillon, France. “I think my experience in that particular wine region has influenced me more than Burgundy,” he says. The winery is located on the outskirts of Naoussa and is open to visitors.

Markovitis Winery

Markos Markovitis in his wineyard

Markos Markovitis is arguably Naoussa’s most avant-garde wine producer. A third-generation winemaker, he took over in 2012 after his father passed away and changed everything. He only had one thing in mind, to focus on the area’s star variety. He began by replanting the whole 140-acre vineyard, replacing other varieties with Xinomavro. He then eliminated all the other wines (about 6) that his father and uncle had been producing, and focused on the production of just one, a red wine made from 100% Xinomavro. At the same time, he changed the label from Chateau Pegasus to Markovitis Winery. “You need to focus on one variety, which in my case is Xinomavro,” he says. his philosophy is very clear. “I don’t need to experiment with different varieties; all I want to focus on is this particular variety, which is indigenous, unique and offers immense possibilities.” His is a completely one-man show. He takes care of the vineyard and vinifies the wine himself, having studied oenology and viticulture in germany. “It is my german discipline that has helped me,” he jokes. Markovitis is convinced that anybody who is interested in promoting greek wine must have a very clear sense of geography. “Naoussa produces Xinomavro, Nemea produces Agiorgitiko, Santorini produces Assyrtiko,” he says. “This should be our focus.” Markovitis’ winemaking approach is based on a philosophy of non-intervention in the winery, and that’s why, he explains, “Our wines cannot be consistent. you’ll have good years and you’ll have bad years, like, for example, 2014. That year, we didn’t produce any wine. We had to sell our grapes to other producers.” In September, he will be releasing Markovitis 2016, a great vintage, according to the winemaker, a great wine with all the typical red fruit aromas of Xinomavro, very good acidity and well-rounded tannins. Trying a bottle of Chateau Pegasus 1999, we realized the amazing ageing potential of Xinomavro. The winery produces 80,000 bottles a year, 80% of which are exported to Germany, the uk, the uS and Sweden. It isn’t open to visitors.

Argatia Winery

Christoforos Georgiadis is the newest winemaker at this small winery in the area of Naoussa. Son of well-known viticulturist Haroula Spinthiropoulou, georgiadis decided to give his mother’s name to his first blend. Following a different philosophy from the previous two producers, georgiadis believes that the best way to introduce someone to Xinomavro is through a blend. Thus he created haroula, a blend of Xinomavro with two other indigenous Greek red varieties: Negoska , which grows mainly in Goumenisa, a different PDO area in northern Greece, and Mavrodafni, Cephalonia’s main red variety. “It’s an easydrinking, entry-level wine with no barrel ageing that’s doing really well in the markets abroad, especially in the united States,” he explains. As far as the PDO wines are concerned, Argatia Winery produces one Naoussa label, which it releases onto the market after five years’ maturation in the bottle. “The strong, tannic character of Xinomavro doesn’t make it very appealing to the consumers,“ he says, “so our philosophy is to keep our wines for as long as we can before releasing them onto the market. being a small winery, our space is limited; otherwise, we’d keep our bottles for even longer, seven or eight years, because this is how long a Xinomavro needs to mature.” The production is small, just 14,000 bottles. The winery is open to visitors.

OTHER WINERIES IN THE AREA 

Domaine Karydas The estate produces two labels, ktima Karyda, a typical Naoussa Xinomavro, and ktima Karydas Collectible, an exuberant blend of Xinomavro, Cabernet Sauvignon and Merlot.

Domaine Chrisochoou Its best-selling wine is Chrisochoou Xinomavro. A blanc de noir is also produced from Xinomavro.

Domaine Diamantakos Two wines are produced here, a red from Xinomavro and a white from Preknadi, another indigenous variety.

Domaine Foundis The most traditional winery of the area, this estate produces a more rustic version of Xinomavro.

INFO

kiryianni.gr

dalamara.gr

markovitiswinery.gr

argatia.gr

domainekarydas.gr

chrisochoou.com

diamantakos.gr 

 

Santorini | by T. Kartali and P. Katsatou #issue 14

The breathtaking views from the caldera and the legendary sunsets as seen from the island have made Santorini one of the most famous destinations in the world. The island, however, is also one of the most important wine regions in greece, claiming a unique oenological ecosphere which dates back to ancient times. The island’s leading variety, Assyrtiko, has gained worldwide recognition, producing wines with a strong mineral character attributable to Santorini’s own unique volcanic soil.

Oia 

Santorini’s winemaking history stretches back 3000 years, making it one of the oldest wine producing areas in the world. What’s more, thanks to that same special volcanic soil, the vineyards here have never been affected by phylloxera. Top notch wineries produce a number of excellent wines which have found their way onto the lists of leading sommeliers around the world, making Santorini Assyrtiko a recognizable brand in the international wine market. The story of the island’s success begins with the arrival of the Boutaris family in the 1980s, which changed the commercial landscape and made Santorini wines known to domestic and foreign markets, followed by the pioneering oenological efforts of Paris Sigalas. Since then, the island’s reputation has attracted a number of winemakers from mainland greece who wish to take up the challenge of producing wine in the country’s most famous wine region. The combination of its reputation as a leading tourist destination and its unique wines has led to a boom in wine tourism on the island. Most of the island wineries offer high end wine tasting experiences, an inviting alternative to spending yet another day on the beach.

ESTATE ARGYROS

Here on the other side of the island, there are no dramatic views, only vineyards, symbols of the triumph of life over the widespread death once caused by the volcano. Surrounded by the privately owned vineyard, the estate’s winery is a modern building designed to remind the visitor of the traditional “canava” structures of Santorini. The estate, established by George Argyros in 1903, was passed down through the generations. Today, it is run by Matthew Argyros, the fourth generation of winemakers in his family. The Estate produces a series of wines – all from indigenous varieties – which they create by combining traditional and modern winemaking techniques.

Episkopi Gonia, Thira, 847 00 +30 2286 031 489 [email protected] estateargyros.com 

Open daily 10:00–20:00 Accommodates groups, up to 25 people

AVANTIS WINES CELLAR DOORS

The most recent addition to the list of Santorini wineries open to visitors is Avantis Wines Cellar doors. Apostolos Moudrichas, a well- known producer from mainland Greece, landed on the island in 2012. He began by collaborating with George Gavalas, one of Santorini’s most noted winemakers, and soon acquired a traditional cellar, a “canava” where he stored the big wooden barrels used for his winemaking. This year, he opened the doors of his new winery, an old open air cinema which was transformed to include those elements common to traditional wine cellars of the island. Here the visitor can enjoy wine tastings accompanied by food from a small menu based on Santorini’s traditional products. The winery produces five labels: two whites, Dolphins and Afoures, based on Assyritiko; two reds, red Wave and Saint Nicholas, based on Mandilari and Mavrotragano; and one rosé, Grace, made from Mandilari. The winery does not own its own vineyard; instead, all the grapes are sourced from different growers across the island.

Fira, 847 00
+30 22860 23140 [email protected] avantissantorini.com

Open daily 11:00–21:00 Accommodates groups Private tours available

Boutari Winery

A pioneer in many ways, Boutaris landed on the island of Santorini in the 1980s, when the now famous Assyrtiko variety was practically unknown. His state-of-the-art winery, distinguished by Designcrave Magazine as one of the top 10 architectural wonders of the wine world, was the first to open its doors to visitors in 1989. upon his arrival, Boutaris changed the practice of late harvesting and began vinifying less ripe grapes, causing an uproar among the traditional winemakers. Since then, the Boutari Winery has been consistently producing high-quality Santorini wines, including Assyrtiko, Nychteri and the traditional Vinsanto, a dessert wine, aged for 12 years in the barrel.

Megalochori, 847 00 • +30 22860 81011 [email protected] • boutariwinerysantorini.gr Open daily 10:00–19:00 • Accommodates groups Lots of information online

Gavalas Winery

This is a small family owned winery, one of the oldest on the island. Vagelis gavalas represents the fifth generation of a family of winemakers and, together with his father George, continues the Gavalas tradition of winemaking, using the age old method of stomping the grapes for the production of their signature wine, Vinsanto. This wine ferments and ages for six years in 100-year-old barrels made from oak imported from Russia back when the wine export trade to that country was flourishing. The charming courtyard where the wine tastings are held is next to the cellar and the old “patitiri,” where the stomping used to take place. here, visitors can also take a look at an antique press and the wicker baskets used for carrying the grapes so as to get a better idea of the traditional winemaking processes of the island.

Megalochori, 847 00 • +30 22860 82552 [email protected] • gavalaswines.gr Open daily 10:00–20:00, last call at 19:00 Accommodates small groups, up to 10 people Tours only by appointment

Gaia Wines

Housed in an industrial stone building which dates from the beginning of the 20th century and was once a tomato canning factory, Gaia Winery is nonetheless equipped with all the current technological equipment necessary for modern winemaking. A charming area in front of this impressive structure serves as the tasting area, so that wine lovers can sample different selections outdoors by the water. This is a truly marvelous setting for tasting Thalassitis, the winery’s best-selling label.

Exo Gonia, 847 00 • +30 22860 34186 [email protected] • gaiawines.gr
Open daily 10:00–18:00 • Lots of information online

Hatzidakis Winery

This winery boasts a 12-meter-long wine storage cellar (or “canava” as it is called in the local dialect), carved into the volcanic rock that forms the island’s soil, where all the winery’s barrels are kept. The rest of the winery was built in 2004 as an addition to this old canava, which wasn’t large enough for the 130,000 bottles that are currently produced annually. Of this output, 50% is exported to markets around the world. The winery’s founder, Haridimos Hatzidakis, who passed away two years ago, was considered one of the most charismatic winemakers in greece. Today the business is run by his family.

Pyrgos Callistis, 847 00 • +30 69700 13556 [email protected] • hatzidakiswines.gr Open daily except Sunday 10:30–16:00 • Accommodates small groups, up to 15 people • Bigger groups need to book a tour before 10:00 or after 17:30

Santo Wines

Situated right on the rim of the breathtaking caldera, Santo Wines offers its visitors a unique experience. An impressive modern building welcomes those who are interested not only in tasting the wines but also in trying the island’s local delicacies, served along with the wines or available for purchase in the winery’s deli shop. The winery was built in 1992 to house the Union of Santorini Cooperatives, whose products are marketed under the name Santo. The building itself resembles the island’s traditional stone benches. Sur- rounded by breathtaking views of the deep blue sea and the volcano, the visitor can enjoy a selection of the cooperative’s wines.

Pyrgos, 847 01 • +30 22860 28058 [email protected] • santowines.gr Open daily 10:00–19:00 • Accommodates groups Private tours available

Domaine Sigalas

The name of Paris Sigalas has become synonymous with Santorini winemaking. Sigalas has dedicated his life to protecting the historical vineyards of Santorini and to saving indigenous varieties from extinction. He has been instrumental in transforming Santorini Assyrtiko into a worldwide brand and has never stopped experimenting and exploring the tremendous possibilities that both Assyr- tiko and Mavrotragano, the island’s precious red variety offer. The Sigalas winery, hidden away on the plain of Oia, offers its visitors a unique winetasting experience that includes a degustation menu prepared on the spot, based in part on fresh vegetables produced on the domain, in the winery’s award-winning restaurant, where the visitor can enjoy magical views of the sunset. Sigalas Santorini Assyrtiko is the winery’s most popular label.

Baxes, 847 02 • +30 2286 071 644 [email protected] • sigalas-wine.com

Canava Chryssou

Yiannis Tselepos, a renowned wine producer from the region of Nemea, began his activities in Santorini in 2013 in collaboration with the Chryssos family, local producers who owned vineyards and a canava in the area of Pyrgos. In contrast to the trend for turning abandoned traditional canavas into hotels, Tselepos invested in creating a small winery with the goal of producing highquality wines.

Pyrgos & Emporio • +30 22710 544 440 tselepos.gr • Does not offer wine tours

Mikra Thira

The challenge of winemaking in Santorini’s unique terroir could not have left one of greece’s leading producers unmoved. Vagelis Gerovasiliou, a wellknown winemaker from northern greece, decided on a bold strategy, acquiring land not on Santorini itself but on the small island across from Oia called Thirasia. This year, a small amount of Assyrtiko (1000 bottles) was produced from the two vineyards he has here and was bottled under the label Terassea. Another wine, called Santorini and made from indigenous grapes, was also released to the market this year. looking ahead, Gerovasiliou has plans to build a winery on Thirasia.

+30 22860 717 44 • facebook.com/mikrathira/

Kamal Kouiri | by Thalia Kartali # issue 14

It was a glass of Assyrtiko from Santorini that first caught Kamal Kouiri s attention, making him realize that Greece was not only about sun, sea and fun on the beach. Almost 20 years later, in his current position as wine director at Molyvos, an upscale greek restaurant in midtown New york, kouiri has become a true ambassador of Greek wine.

Kamal Kouiri in Molyvos restaurant

Although kamal kouiri can’t remember the name of that first wine, the freshness, acidity and minerality so characteristic of Santorini Assyrtiko made such an impression that he decided to start digging deeper in the complex world of indigenous Greek varieties. For the past 20 years, he has kept a close eye on the revolution taking place in the greek wine world, so that today he can offer more than 750 selections to diners who come to the restaurant eager to try all his latest discoveries. “Everybody associates Greece with wonderful weather and beautiful beaches,“ Kouiri says. “Of course it has those, but when I started traveling inland, I discovered a whole new world. going through regions such as the Peloponnese, Epirus, and Thessaly, and visiting areas like Naoussa, I discovered a mosaic of vineyards and of different terroirs, and I saw a passion in those people. For me, the only thing lacking back then was stability in the wines, but greek winemakers have come a long way, investing in the vineyard and in technology. The philosophy was there, and the materials have been there for thousands of years.”

Are people beginning to ask for Greek wine? Two years ago, I conducted an interesting experiment with the wine list, putting on 70% Greek wines and the remaining 30% from famous wine regions of the world. Still, 93% of our sales were greek wines. People saw their value. If you want to buy a bottle of Sancerre, for example, you know it’s going to cost you but, if you can get something similar, a good terroir driven wine with good acidity for 30% less, why not go for it? I want to showcase as many wines as I can so people will understand that greece can do a lot more than one or two wines. In our restaurant, we offer 60 choices by the glass, presenting all appellations. Our list has now gone to 100% greek wines.

Molyvos restaurant in midtown NY

Do non-greek restaurants in NY ever include greek wines in their lists?

Of course they do, with Santorini Assyrtiko being the most popular. You can also find a little bit of Xinomavro (a red variety from northern Greece) and Robola (Cephalonia’s white variety). It makes sense to have those wines on the list; they relate to the terroir. Having said that, Santorini Assyrtiko is still leading the game and will continue to do so.

Which variety should we be keeping an eye out for?

The grape I’m excited about is Vidiano. It will be the grape we’ll be talking about in the future. It’s the grape of Crete, and has a great Cinderella story. I really enjoy Vidiano; It gives you different dimensions at different stages of the wine. I’ve tried different styles and I love it.

Do you think there’s a trend towards natural wines in greece right now?

There are some amazing natural wines in greece. What I always say is that it’s possible they were making natural wines in greece before anybody else did, without even knowing that they were making them. This is actually my objective this year, to understand the “natural wine“ state of mind in Greece. There are some amazing producers, including Tatsis in goumenissa, Sklavos in Cephalonia and karatzas in drama.

If you had one piece of advice to Greek wine makers, what would that be?

Be yourselves in your terroir, don’t try to be somebody else. You need to be yourselves, don’t be copycats, be true to your tradition, to your terroir and to your heritage, and then we will have a greater diversity of wines. You need to protect your identity.

What to do you think are the weaknesses of greece as a wine-producing country?

Marketing has always been the Achilles’ heel for Greece. Good marketing is what has always been missing. Another problem is the production of low quality, cheap bulk wine. Once, I had a guest who had just come back from Greece, where he had only been served large carafes of bad quality bulk wine. I offered him a bottle of Greek wine and he couldn’t believe it was greek. I said to him “It’s your fault; you should have asked for a bottle of wine.” It does happen in Greece that you lose track; You’re having a good time on the beach, and you don’t think about asking for good wine. But that’s a pity. There are so many beautiful tavernas serving excellent food in magical spots, but they need to sell good quality wine, too. People should start asking for it.

Where do you see Greek wine ten years from now?

I think it will continue to get bigger. I believe there are two main reasons for this: first, Greek wines are good value for money. These are unique wines, from varieties that can’t be found anywhere else in the world. Production is still small, so I think a good marketing strategy, targeting the right people, will help greek wine grow. Second, the Mediterranean diet is becoming more and more popular. This will help greek products in general and greek wines in particular. There’s a trend for Mediterranean restaurants because people are looking for seafood and fresh vegetables, and this is what greece is all about. And greek wines pair perfectly with this cuisine. You can put 10 dishes on the table and one wine that pairs with all of them; this is the wonder of greek cuisine!

molyvos.com

LOIRE | του Γρηγόρη Μιχαήλου, DIP WSET #13

Ταξίδι στην καρδιά της Γαλλίας

Κλασικό κάστρο μέσα στον Αμπελώνα.

Τυλιγμένος σφιχτά με το κασκόλ μου και έχοντας κατεβάσει τον σκούφο μου μέχρι τα αυτιά, βγήκα από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Angers, έτοιμος να αντιμετωπίσω το τσουχτερό κρύο, για το οποίο όμως ήμουν καλά προετοιμασμένος. Άλλωστε ο Γιάννης, που είχε ταξιδέψει ξανά τέτοια εποχή στον Λίγηρα, με είχε προειδοποιήσει ξεκάθαρα για το τι θα αντιμετώπιζα Φλεβάρη μήνα στην καρδιά αυτού του βορινού αμπελώνα της Γαλλίας, σχεδόν στα όρια της αμπελοκαλλιέργειας της Ευρώπης. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη… Επέστρεφα μέσα στο καταχείμωνο στον αγαπημένο μου Λίγηρα, έτοιμος να γεμίσω εικόνες από αμπέλια, η ομορφιά των οποίων κάλλιστα θα μπορούσε να συγκριθεί με πίνακες ζωγραφικής, και μοναδικά κάστρα, που μοιάζουν λες και έχουν βγει από τα πιο όμορφα παραμύθια. Μια σπουδαία οινική περιοχή που παράγει ασταμάτητα κρασί για αιώνες, δίχως όμως να διαθέτει ίχνος από τον ελιτισμό των σπουδαίων Bordeaux ή των κορυφαίων εκφράσεων της Βουργουνδίας.

Σκεφτόμουν τα λόγια του Bernard Baudry, παραγωγού του Chinon AC, ίσως της σημαντικότερης ερυθρής ονομασίας προέλευσης του Λίγηρα, σχετικά με την αντίληψη του Γάλλου καταναλωτή για τα κρασιά της περιοχής του. Οι Παριζιάνοι λατρεύουν τα κρασιά Chinon και συχνά θα τα επιλέξουν για να συνοδεύσουν το φαγητό τους στα κουκλίστικα μπιστρό της πρωτεύουσας, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Ποτέ όμως δεν θα περίμεναν να πληρώσουν ένα premium αντίτιμο γι’ αυτά. «It’s just a petit Vin de Loire» στο μυαλό τους και αντίστοιχα petite περιμένουν να είναι και η τιμή του. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι προσανατολισμένοι στην ποιότητα παραγωγοί του Λίγηρα όσον αφορά το perception των κρασιών τους. Λίγες στιγμές αργότερα, έβγαζε από το κελάρι του με ευλάβεια μια φιάλh προερχόμενη από το σπουδαιότερο αμπελοτόπι του, το La Croix Boissée, σε μια αμφιθεατρική πλαγιά με τα αμπέλια φυτεμένα πάνω στον χαρακτηριστικό λευκό ασβεστόλιθο (tuffeau), εσοδείας 1997. Με την ίδια ευκολία που ένα Chinon μπορεί να σερβίρεται by the glass για να ξεδιψάσει τους Παριζιάνους κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, μπορεί και να παλαιώσει για μία 20ετία, προσφέροντας σπάνια επίπεδα απόλαυσης και μεγαλείου στον τυχερό που θα έχει την τύχη να το δοκιμάσει. Διάφορες τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου περπατώντας με γοργό βήμα προς το κατάλυμα που θα με φιλοξενούσε και το οποίο ευτυχώς δεν απείχε πολύ μακριά από την έξοδο του σταθμού. Αυτή ήταν για μένα η πραγματική μαγεία του Λίγηρα… Από το εξωτικό Jasnieres μέχρι το παραμυθένιο Chinon και από το αριστοκρατικό Vouvray μέχρι το μικροσκοπικό Reuilly και το μυθικό Sancerre, σε εκείνο το πρώτο μου ταξίδι είχα δοκιμάσει κρασιά, είχα συναντήσει ανθρώπους και είχα περπατήσει σε αμπέλια την «ομορφιά» των οποίων δεν έβρισκα λόγια να περιγράψω. Ένα μοναδικό «σκηνικό» που δεν είχα βιώσει σε καμιά άλλη περιοχή του πλανήτη. Και επιπλέον, μια περιοχή στην οποία ακόμα συναντάς παθιασμένους vignerons και όχι super 1stars παραγωγούς ή απρόσωπους πολυεθνικούς κολοσσούς.

Saumur Chateau

Η κοιλάδα του Λίγηρα

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος»…

Και τα συνολικά 629 μίλια του μεγαλύτερου ποταμού της Γαλλίας κάνουν την ατελείωτη διαδρομή ανάμεσα στους αμπελώνες του μια αξεπέραστη εμπειρία. Από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι και την περιοχή των Κεντρικών Αμπελώνων (Upper Loire), που αποτελούν και το ακριβές γεωγραφικό κέντρο ολόκληρης της Γαλλίας, θα συναντήσετε μια σχεδόν ενιαία αλυσίδα σπουδαίων οινικών περιοχών με έναν πλουραλισμό διαφορετικών στιλ κρασιών, που όμοιό του δεν θα βρείτε πουθενά αλλού στον πλανήτη. Pouilly Fumé, Sancerre, Vouvray, Chinon, Savennieres, Coteaux du Layon, αλλά και Muscadet, Reuilly, Jasnieres, Saumur Champigny, Bourgueil, Montlouis-sur-Loire, αποτελούν τη χαρά της ανακάλυψης για κάθε οινόφιλο. Στον Λίγηρα θα έρθετε «αντιμέτωποι» με μυριάδες ποικιλίες και στιλ κρασιών. Τα λευκά, λόγω της δροσιάς του κλίματος, έχουν την πρωτοκαθεδρία, με την περιοχή να παράγει περισσότερο λευκό κρασί από οποιονδήποτε άλλο αμπελώνα της Γαλλίας. Ενώ στα αφρώδη μόνο η Καμπανία με τις φημισμένες της Σαμπάνιες καταφέρνει να ξεπεράσει τον Λίγηρα σε παραγωγή. Εδώ σίγουρα θα ερωτευτείτε ξανά το Sauvignon Blanc. Στο κλασικό του «σπίτι», στην περιοχή των ονομαστών Κεντρικών Αμπελώνων, προβάλλει την ορυκτή του διάσταση, με αυστηρές, φίνες γραμμές και αιθέρια φυτικότητα, ικανή να απογειώσει τη θεϊκή γεύση των τοπικών κατσικίσιων τυριών. Μια εμπειρία πραγματικά «to die for», όταν βρεθείτε στο μικροσκοπικό χωριό Chavignol με τις δεκαπέντε οικογένειες μόνιμων κατοίκων. Αν αναρωτιέστε για την τοπική οικονομία του Chavignol, οι δεκατέσσερις οικογένειες ζουν παράγοντας το πιο φημισμένο κατσικίσιο τυρί του Λίγηρα, το Crottin de Chavignol, και η μία που απομένει δημιουργεί συναρπαστικά κρασιά ονομασίας προέλευσης Sancerre. Η πραγματική όμως ποικιλία-σταρ του Λίγηρα είναι το Chenin Blanc. Σαφέστατα αδικημένο σε επίπεδο αναγνωρισιμότητας και αποδοχής, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του που φέρνει μνήμες από ανανά, τσάι βοτάνων, τζίντζερ, μέλι, λουλούδια και νοτισμένο άχυρο ή έστω βρεγμένο μαλλί, αν προτιμάτε, παράγει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά και «κοφτερά» λευκά κρασιά του πλανήτη. Από τα συνήθως ξηρά έως το κόκαλο, οξειδωτικά –συχνά πυκνά– Savennieres μέχρι και τα πληθωρικά γλυκά Quarts de Chaume, ποιότητας grand cru, στην απέναντι όχθη του ποταμού δεν θαυμάζεις μόνο την ποικιλομορφία του στιλ μέσα σε μόλις λίγα χιλιόμετρα. Είναι η χειρουργικής ακρίβειας οξύτητα, κοφτερή σαν νυστέρι, που διαπερνά τον ουρανίσκο σου, χαρίζοντας συγκλονιστικά επίπεδα ισορροπίας στα γλυκά κρασιά, και βοηθάει ακόμα και τα ξηρά Chenin Blanc ενός προηγούμενου αιώνα να φτάσουν χωρίς ίχνος κόπωσης στο ποτήρι μετά από 20++ χρόνια αναμονής στο κελάρι.

«Ο Λίγηρας δεν κάνει για κόκκινα κρασιά…» Θα μπορούσα να συμφωνήσω απόλυτα, αν προτιμούσα να πίνω νεοκοσμίτικες βόμβες φρούτου, υπερσυμπύκνωσης και πληθωρικότητας… Αλλάξτε λοιπόν ρότα προς άλλη γη και άλλα μέρη, εκτός κι αν το άκουσμα λέξεων όπως κομψότητα, αιθέριος χαρακτήρας, φρεσκάδα και φινέτσα κάνουν την καρδιά σας να σκιρτά. Στις οριακές κλιματικές συνθήκες του Λίγηρα το Cabernet Franc πραγματικά απογειώνεται, πάλλεται από φρεσκάδα, ξεχειλίζει από αρώματα κόκκινων κερασιών και φραμπουάζ, πάντα όμως σε μια ευγενή κόντρα με γήινες και φυτικές νότες, που θυμίζουν πράσινη πιπεριά, φαρμακευτικά βότανα, αλλά και αρώματα ταμπάκο και καπνού. Αν αναζητάτε κρασί για εκείνο το πατέ αγριογούρουνου που τσεκάρατε τελευταία φορά στο delicatessen της γειτονιάς σας και αναρωτηθήκατε πόσο νόστιμο μπορεί να είναι, μην ψάξετε παραπέρα… Τα τρία αυτά «αριστουργήματα» δεν μπορούν, ωστόσο, να ολοκληρώσουν ένα παραμύθι που ξεδιπλώνεται σε πάνω από 480 χιλιόμετρα αμπελώνων, αλλά να αφηγηθούν μόνο ένα μικρό μέρος μιας υπέροχης ιστορίας. Melon de Bourgogne, Pineau d’Aunis,Gamay, Pinot Noir, Pinot Gris, Grolleau, Cabernet Sauvignon, Orbois και αρκετές ακόμα ποικιλίες έρχονται να συμπληρώσουν το περίτεχνο «ψηφιδωτό» της σπουδαίας αυτής υπόθεσης που λέγεται Λίγηρας. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις ποικιλίες, σε όλα αυτά τα κρασιά, θα συναντήσετε πάντα έναν κοινό παρονομαστή: ξεχειλίζουν από πάθος, αγάπη, ενέργεια και εντάσεις. Έχουν ζωή μέσα τους, έχουν χαρακτήρα…

Αμπελώνας στην περιοχή του Λίγηρα.

Η διαδρομή στο όνειρο

«Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά, θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους».

Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ένιωσα όταν μετά από αρκετά χιλιόμετρα διαδρομής στη γαλλική εξοχή πρωτοαντίκρισα τα αμπέλια του Chinon, που αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό εκείνης της διαδρομής… Από την πλαγιά του La Croix Boissée αγνάντευα τον παραπόταμο (Vienne) στο βάθος και άκουγα τις ιστορίες του Matthieu, γιου του Bernard Baudry, για την επιστροφή του στο Chinon μετά από περιήγηση σε φημισμένες οινικές περιοχές του πλανήτη. Με το χέρι μου θρυμμάτισα τον εύθρυπτο ασβεστόλιθο (tuffeau) από τον οποίο έχουν χτιστεί τα σπουδαία κάστρα του Λίγηρα και μπήκα στα σκαμμένα στο tuffeau σκοτεινά κελάρια με τις σταθερά ψυχρές θερμοκρασίες. Οι Baudry είναι οι μάγοι του terroir στο Chinon, διαθέτοντας αμπελοτόπια σε διαφορετικά εδάφη (στην πεδιάδα, στην πλαγιά και στο υψίπεδο πάνω από την πλαγιά), τα οποία καλλιεργούν οργανικά και αναδεικνύουν με single vineyard οινοποιήσεις. Στα χέρια τους το Cabernet Franc έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Άλλες φορές βελούδινο και κομψό, όπως στο Le Clos Guillot, άλλοτε δομημένο και γεμάτο, όπως στο Les Croix Boissée, άλλες φορές πιο άγριο και σφιχτό, όπως στο αγαπημένο μου Les Grezeaux. Αν δεν πιστεύετε στο terroir, ήρθε η ώρα να αλλάξετε θεό…

Τα κρασιά Chinon του Bernard Boudry και οι διαφορές τους ανάλογα με το έδαφος.

Ταξιδεύουμε ανατολικά προς το Vouvray και το οινοποιείο Champalou, για να συναντήσουμε την Catherine Champalou, τη Γαλλίδα μαμά που πάντα ήθελες να έχεις. Σικάτη, υπέρκομψη, γλυκύτατη, χαμογελαστή, με ντροπαλά αγγλικά και ερωτεύσιμη γαλλική προφορά. Η Catherine κουβαλάει μια σπουδαία ιστορία και, παρά το γεγονός ότι προέρχεται από οικογένεια οινοποιών, βρήκε την αντίδραση του πατέρα της στην απόφασή της να ασχοληθεί με το αμπέλι. Παρέα με τον σύζυγό της Didier αποφάσισαν να πάρουν μόνοι τους το ρίσκο, χτυπώντας την πόρτα του τραπεζίτη, χρόνια πριν, για να πάρουν δάνειο και να ξεκινήσουν δειλά δειλά το δικό τους οινοποιείο. Από τα 200+ πλέον στρέμματα αμπελώνων παράγουν ξηρά, ημίξηρα, γλυκά και αφρώδη Chenin Blanc με κομψότητα και ισορροπία. Το Le Portail είναι ένα παχύ, βαρελάτο, ώριμο Vouvray με μια απίθανα εξισορροπιστική οξύτητα, που χαρίζει φοβερό lift και φίνες γραμμές στο κρασί και σου δίνει την αίσθηση ότι δύσκολα θα το ακουμπήσει ο χρόνος. Ένα σπάνιο φαινόμενο για την περιοχή, η οποία, παρά τη γειτνίασή της με τα κορυφαία δάση δρυός της Γαλλίας, όπως το Nevers, το Alliers και το Troncais, σπάνια χρησιμοποιεί βαρέλι στα ανεξίτηλα στον χρόνο κρασιά της.

Domaine de Reuilly

Αλλάζοντας «γειτονιά» και περνώντας από την Touraine στους Κεντρικούς Αμπελώνες, το μικροσκοπικό Reuilly είναι ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά δίπλα στα φημισμένα Sancerre και Pouilly Fumé. Τα πλούσια σε απολιθώματα εδάφη του θυμίζουν το Chablis, χαρίζοντας χαρακτηριστική ορυκτότητα στα λευκά Sauvignon Blanc. Στο Reuilly το πάθος του denis Jamain τραβάει όλη την περιοχή από την αφάνεια… Μια φορά κι έναν καιρό ήταν το «Sancerre των φτωχών», όχι όμως πια, χάρη στην εξωστρέφεια και στο ταλέντο του Denis, που έχει φτάσει μέχρι και τη Χαβάη για να πουλήσει τα εξαιρετικά Sauvignon του. Το ροζέ Reuilly που παράγει από Pinot Gris είναι σπανιότατο και νοστιμότερο από οποιαδήποτε Προβηγκία θα δοκιμάσετε, ενώ από το ιδιόκτητο δάσος του παππού του στις παρυφές της πόλης του Reuilly φτιάχνει τα βαρέλια που χρησιμοποιεί σε ορισμένα κρασιά του. Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ κάτι περισσότερο cool από το να έχεις στην ιδιοκτησία σου ένα δάσος δρυός.

Denis + Annes

Η τελευταία μέρα του ταξιδιού ήταν όλη αφιερωμένη στο Sancerre. Ένα απίθανο σκηνικό θεαματικών αμπελώνων σε διαδοχικούς λόφους, με κάποιες κλίσεις να κόβουν την ανάσα. Ξεκινώντας τη μέρα από το Henri Bourgeois και περπατώντας την ανηφόρα για το εντυπωσιακό ισοβαρικό οινοποιείο, η «καταραμένη πλαγιά» στα δεξιά (Les Monts Damnés) είναι αδύνατον να μην αιχμαλωτίσει τη ματιά σου, με την κλίση της να δημιουργεί σχεδόν ίλιγγο. Τα Sancerre του Bourgeois από τη συγκεκριμένη πλαγιά ανήκουν σε άλλη «πίστα», με χαρακτηριστικά ώριμο τροπικό φρούτο, αφού τα σταφύλια του Sauvignon Blanc «ψήνονται» λόγω της έντονης κλίσης, χαρίζοντας επιπλέον εντάσεις, δομή και το χαρακτηριστικό αποτύπωμα της ορυκτότητας, των πλούσιων σε θαλάσσια απολιθώματα ασβεστολιθικών εδαφών.

Η επόμενη στάση είναι στο μικροσκοπικό Sury-en-Vaux, ένα από τα χωριά της ονομασίας προέλευσης Sancerre, ήταν μια επιστροφή στον χρόνο. Ο Sebastien Riffault, ίσως ο πιο ιδιόρρυθμος και ιδιοσυγκρασιακός παραγωγός του Sancerre, σε κάνει να ξεχάσεις ό,τι είχες ακούσει μέχρι τώρα για τα κρασιά της περιοχής. Εκπρόσωπος της παλιάς σχολής, ο Sebastien ξεκαθάρισε από την αρχή ότι φτιάχνει κρασιά όπως ακριβώς ο παππούς του στην ίδια γη, 50 χρόνια πριν. Κρασιά φυσικής οινοποίησης, χωρίς καμιά παρέμβαση στο οινοποιείο, με γηγενείς ζύμες, χωρίς θειώδη και εφαρμόζοντας βιοδυναμική καλλιέργεια στο αμπέλι, από σταφύλια προσβεβλημένα σε μεγάλο ποσοστό από βοτρύτη, λόγω αργοπορημένου τρύγου. Τα κρασιά του Sebastien είναι γροθιά στο στομάχι, ένας καινούργιος κόσμος που απλώνεται μπροστά σου με αρώματα και γεύσεις που δύσκολα θέλεις να βάλεις ανάμεσα σε λέξεις. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, στην άλλη πλευρά του χωριού, ο Vincent Gaudry υπήρξε ίσως ο πιο αινιγματικός, σχεδόν μεταφυσικός παραγωγός που έχω συναντήσει. Επίσης σπουδαίος εκπρόσωπος της βιοδυναμικής καλλιέργειας και ένα από τα πιο ανερχόμενα ονόματα του Sancerre, παράγει κρασιά που εξαφανίζονται αστραπιαία παρά τις δυσθεώρητες τιμές τους, σχεδόν πριν ακόμα κυκλοφορήσουν. Ο Vincent έδωσε μια σπουδαία «παράσταση», δεν απάντησε σε καμιά ερώτηση, υποστήριξε ότι δεν ακολουθεί καμιά συγκεκριμένη συνταγή, παρά μόνο εμπιστεύεται το ένστικτό του και αφουγκράζεται τις ανάγκες των κρασιών του. Και όμως, η ιδέα τού να αφήνεις τη φύση ελεύθερη να εκφραστεί, παρακολουθώντας διακριτικά και νιώθοντας αναπόσπαστο κομμάτι της, ήταν ίσως ό,τι πιο σπουδαίο άκουσα σε αυτό το ταξίδι. Όσο για τα κρασιά του; Μάλλον ό,τι καλύτερο έφερε στο διάβα μου ο Λίγηρας… g