Eπάγγελμα Οινολόγος | επιμέλεια Grape | #12

Μια νέα κατηγορία επαγγελματιών έχει κάνει την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια στο οινικό στερέωμα: οι οινολόγοι σταρ, οι οποίοι αναλαμβάνουν και «τρέχουν» παράλληλα πολλά οινοποιεία, έχοντας συγχρόνως και μια ομάδα κρούσης. Ποια είναι η κατάσταση όμως στην ελληνική πραγματικότητα; Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από την ετικέτα και γιατί εμείς συνήθως γνωρίζουμε μόνο τους παραγωγούς; Πόσο διάσημοι και καλοπληρωμένοι είναι τελικά οι Έλληνες οινολόγοι; Γνωρίσαμε από κοντά νέους, παθιασμένους με τη δουλειά τους ανθρώπους, επιτυχημένους στον χώρο τους, από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, και τους θέσαμε κάποια ερωτήματα προκειμένου να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τον τρόπο που σκέφτονται.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Οινοποιείο Αρτέμης Καραμολέγκος

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, απόφοιτος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Αμπελουργία και Οινολογία από τη σχολή του Montpellier SupAgro και Bordeaux Science Agro, καθώς και του Γαλλικού Εθνικού Διπλώματος Οινολόγου (DNO). Αφού απέκτησε πολύτιμη εμπειρία εργαζόμενος σε περιοχές της Γαλλίας όπως το Corbières στον Νότο και το Margaux (Château Kirwan) στο Bordeaux, πραγματοποίησε τρύγους σε περιοχές όπως η Νέα Ζηλανδία (Isabel Vineyard) και η Κρήτη (Οινοποιείο Μανουσάκη). Η Σαντορίνη ήταν πάντα ένας οινικός προορισμός-πρόκληση-στόχος και οι Κυκλάδες ένα σημείο αναφοράς λόγω καταγωγής. Έτσι, έπειτα από μια σύντομη συνεργασία με το Κτήμα Αργυρού, ανέλαβε τη διεύθυνση παραγωγής του Οινοποιείου Αρτέμης Καρα- μολέγκος στις αρχές του 2016, ενώ η συμβουλευτική σε οινοποιεία μέσω εξωτερικών συνεργασιών είναι μια πρόσφατη δράση του.

Αμπέλι ή οινοποιείο;

Η απάντηση, αν και τετριμμένη, είναι ότι συνδέονται άμεσα και είναι αδύνατον να διαχωριστεί ποιος ρόλος είναι σημαντικότερος. Το πιστεύω ακράδαντα και γι’ αυτό η επιλογή για διπλή ειδίκευση σε μεταπτυχιακό επίπεδο ήταν μονόδρομος. Σίγουρα τα μεγάλα κρασιά γίνονται στο αμπέλι, αλλά, από την άλλη, μια σπουδαία πρώτη ύλη μπορεί να μην αναδειχθεί αν δεν γίνει σωστή δουλειά στο οινοποιείο. Οι οινολόγοι δεν είναι μάγοι να δημιουργήσουν αξιόλογα κρασιά από μέτρια πρώτη ύλη και σίγουρα το σπουδαίο κρασί είναι άμεσα συνυφασμένο με έναν εξαιρετικό αμπελώνα.

Από πού αντλείτε την έμπνευση στη δουλειά σας;

Από τον ίδιο τον τόπο. Η έκφραση της ιδιαιτερότητας κάθε τόπου μέσω μιας φιάλης κρασιού αποτελεί τη βασική αρχή στην προσέγγιση και στη φιλοσοφία μου. Πολλές φορές, όσο θεωρητικό και αν ακούγεται, νιώθεις ότι κατά κάποιον τρόπο οδηγείσαι σε επιλογές από τα χαρακτηριστικά ενός αμπελιού, την ιστορία του τόπου και την ίδια την ποικιλία. Πηγή έμπνευσης επίσης αποτελούν οι αναφορές του καθενός, τα ταξίδια και οι οινοποιήσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου, αλλά και ο συνεχής πειραματισμός.

Σας ενοχλεί το γεγονός ότι κατά μία έννοια είστε οι «αφανείς» ήρωες πίσω από μια γνωστή ετικέτα;

Θεωρώ άνισο και άδικο όταν η δουλειά και ο κόπος κάποιου δεν προβάλλονται όπως αρμόζει. Πρακτικά δεν το έχω αισθανθεί, καθώς συνεργάζομαι με ένα οινοποιείο όπου η προσωπική προβολή δεν είναι αυτοσκοπός και οι ρόλοι ξεκάθαροι. Η αναγνώριση και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου από τον Αρτέμη Καραμολέγκο είναι στοιχεία που έχω εκτιμήσει ιδιαίτερα.

Δυσκολίες, αλλά και χαρές στο επάγγελμά σας;

Δεν είναι εύκολο επάγγελμα, σε καμία περίπτωση. Στους ανθρώπους που πιστεύουν ότι τριγυρνάμε με ένα ποτήρι κρασί όλη την ώρα απαντώ ότι ασφαλιζόμαστε με βαρέα και ανθυγιεινά! Έχουμε να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις όπου μία και μόνο απόφαση μπορεί να επηρεάσει όλη τη χρονιά, έχουμε πολλές ευθύνες και συχνά μεγάλη πίεση, εξαρτιόμαστε από τον καιρό, εξαφανιζόμαστε από τα σπίτια μας κατά τη διάρκεια του τρύγου, ενώ πολλές δυσκολίες αφορούν και στις συνεννοήσεις με παραγωγούς. Από την άλλη, η χαρά να μοιράζεσαι κάτι που έχεις δημιουργήσει είναι ιδιαίτερη. Η αναγνώριση της προσπάθειας, μια κριτική, ένα βραβείο, ένα χαμόγελο ευχαρίστησης ή μια φιλοφρόνηση και κυρίως η προσωπική ικανοποίηση δύσκολα μπαίνουν στη ζυγαριά με όλα τα παραπάνω.

Περιγράψτε το ιδανικό κρασί (dream wine) που θα θέλατε να δημιουργήσετε.

Δύσκολη ερώτηση… Θα απαντήσω με κριτήριο τα σημερινά δεδομένα, οπότε θα ήθελα να είναι ένα ΠΟΠ Σαντορίνης. Θα ήθελα να είναι κατ’ αρχάς ένα κρασί που θα προσφέρει συγκινήσεις. Ένα Ασύρτικο που θα μοιάζει φρέσκο μετά από επταοκτώ χρόνια, αυστηρό και δύστροπο σε πρώτη ανάγνωση. Να μυρίζει θαλασσινή αύρα, τσακμακόπετρα και να σε «ταξιδεύει» σε κάποιον αιγαιοπελαγίτικο βράχο. Το στόμα του να είναι δομημένο, λιπαρό, με κοφτερή οξύτητα, μάκρος και έντονη αλμύρα, λες και μόλις γεύτηκες πεταλίδα! Να θες ανυπόμονα να ξαναγυρίσεις να το δοκιμάσεις, αλλά να το περιμένεις στην καράφα και στο τέλος να αναρωτιέσαι μήπως το άνοιξες πριν την ώρα του.

Ποιο κρασί «ανταγωνιστή» έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια;

Έχω δοκιμάσει Σαντορίνες που έχουν προκαλέσει έντονα συναισθήματα, αλλά όχι ζήλια, με την καλή έννοια. Χαίρομαι όταν δοκιμάζω εξαιρετικές Σαντορίνες, γιατί επιβεβαιώνονται η δυναμική και οι απαιτήσεις που έχω από αυτόν τον τόπο. Έχω συγκινηθεί και «ταξιδέψει» με μια φρεσκοεμφιαλωμένη Cuvée 15 του 2015 του Χαρίδημου, έμεινα άναυδος από την εξέλιξη του υπερθειωμένου Θαλασσίτη του 2012, όπως τον δοκίμασα μετά από πέντε χρόνια, ενώ βγάζω το καπέλο στην εξαίρετη τυπικότητα του Καβαλιέρου του 2014.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΣΟΛΑΣ Ρους Οινοποιία Ταμιωλάκη

Ο Δημήτρης Μανσόλας έχει σπουδάσει Οινολογία στη Γαλλία και είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου του Bordeaux-Victor Segalen. Επίσης, είναι πτυχιούχος του τμήματος Γεωπονίας της σχολής Γεωτεχνικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταθμοί στην καριέρα του ήταν τα χρόνια 2002-2010, στα οποία, εκτός από την ενασχόλησή του –τα τελευταία σχεδόν οκτώ χρόνια– με το οινοποιείο Ρους της οικογένειας Ταμιωλάκη, ξεχωρίζει την πενταετή συνεργασία με το Κτήμα Κυρ-Γιάννη και την τριετή με το Κτήμα Τέχνη Οίνου. Ήταν όμορφες συνε γασίες, κυρίως λόγω της ποιότητας των ανθρώπων, δηλαδή του Στέλλιου Μπουτάρη και του Γιάννη Παπαδόπουλου αντίστοιχα, όπως λέει χαρακτηριστικά.

Αμπέλι ή οινοποιείο;

Ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον. Είναι team work. Κανένας τους δεν μπορεί να αναδείξει την προσπάθειά του αν ο άλλος δεν δούλεψε σωστά. Το μεγαλείο όμως ενός κρασιού γεννιέται στο χωράφι και το σφυρηλατεί η χρονιά (millesime). Υπό αυτή την έννοια, όσο καλύτερα δουλέψει ο αμπελουργός τόσο λιγότερο χρειάζεται να επέμβει ο οινολόγος. Αν και, όπως είπα, η χρονιά και η αλληλεπίδρασή της με το αμπελοτόπι αποφασίζουν για το DNA ενός μεγάλου και μοναδικού κρασιού.

Από πού αντλείτε την έμπνευση στη δουλειά σας;

Αντιμετωπίζω τη δουλειά μου αρχικά ως δουλειά, δηλαδή χρειάζονται πολλές ώρες κοντά στο αμπελοτόπι και στο σταφύλι και αξιοποίηση στο μέγιστο του επιστημονικού υπόβαθρου και της προγενέστερης εμπειρίας συνολικά. Νομίζω ότι μέσα από αυτή την τριβή εμφανίζονται οι προκλήσεις, που ταυτόχρονα αποτελούν και την έμπνευση για το επόμενο κρασί, την επόμενη αμπελουργική ή οινική λεπτομέρεια. Άρα νομίζω ότι η έμπνευση είναι η δουλειά μου η ίδια, μια νέα ποικιλία, ένα νέο χωράφι προς φύτευση, μια βροχή λίγα 24ωρα πριν από τον προγραμματισμένο τρύγο.

Σας ενοχλεί το γεγονός ότι κατά μία έννοια είστε οι «αφανείς» ήρωες πίσω από μια γνωστή ετικέτα;

Καθόλου. Στόχος μου είναι να εμφιαλώνω κρασιά που ο κόσμος απολαμβάνει κι επιλέγει να αγοράσει. Με άλλα λόγια, μου αρκεί να βλέπω τα νούμερα των πωλήσεων να ανεβαίνουν.

Δυσκολίες, αλλά και χαρές στο επάγγελμά σας;

Πολλές… και από τη μία και από την άλλη πλευρά. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από νέους ανθρώπους να μάθουν τη δουλειά στο χωράφι (π.χ. κλάδεμα), η νομοθεσία σχετικά με νέες φυτεύσεις, οίνους ΠΟΠ/ΠΓΕ/Ποικιλιακούς, η περίοδος του τρύγου. Η λίστα με τις χαρές, από την άλλη, μάλλον είναι πιο μακροσκελής, οπότε θα αναφέρω τη σημαντικότερη, τουλάχιστον για μένα: η δημιουργία ενός τόσο «ζωντανού» προϊόντος. Εξάλλου, την ανάγκη μου για δημιουργία ήθελα να ικανοποιήσω όταν επέλεξα αυτό το επάγγελμα.

Περιγράψτε το ιδανικό κρασί (dream wine) που θα θέλατε να δημιουργήσετε.

Το δικό μου ονειρικό κρασί σίγουρα προέρχεται από ερυθρές γηγενείς ποικιλίες. Θα πρέπει στις γουλιές του να αναγνωρίζεις τον τόπο όπου είναι ριζωμένα τα αμπέλια και το DNA της ποικιλίας. Καθαρή και συνάμα πολύπλοκη μύτη φρούτων, βοτάνων και μετάλλου. Στόμα στρόγγυλο, συμπυκνωμένο, δομημένο πάνω στις «πλάτες» μιας αιχμηρής οξύτητας, η οποία όμως δεν θα καλύπτεται επιτηδευμένα από υψηλή αλκοόλη. Ένα κρασί υπερβολικό και ταυτόχρονα απλά αρμονικό. Να εγκρίνεται από το συνειδητό σου ως τεχνικά άρτια φτιαγμένο και να «μιλάει» στο θυμικό σου με πολλές αναφορές. Μια Μανδηλαριά, ένα Λιάτικο, μια Μαυροδάφνη, ένα Ξινόμαυρο, μια Λημνιώνα… Ποιος ξέρει;

Ποιο κρασί «ανταγωνιστή» έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια;

Ζηλεύω το φρούτο των κρασιών της Νέας Ζηλανδίας, τον «αέρα» και την αντοχή στον χρόνο των κρασιών της Βουργουνδίας, τη μεσογειακή ζεστασιά του Languedoc-Roussillon, την οξύτητα και την ορυκτότητα ενός Riesling από τον Ρήνο ή τον Mosel, την εξωστρέφεια και την πληθωρικότητα της Αυστραλίας. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι που κάνουν εξαιρετική δουλειά και κατά καιρούς έχω «ζηλέψει» αρκετά κρασιά, όπως την επιλεγμένη Νεμέα της οικογένειας Παρπαρούση, αλλά και τη Μαυροδάφνη τους ή τη Roussanne από την οινοποιία Μανουσάκη-Nostos εδώ στο νησί. Τα πιο ολοκληρωμένα συνολικά κρασιά που έχω δοκιμάσει έως τώρα στη ζωή μου είναι το λευκό Château Haut Brion του 2000, το Château Margaux του 1996 και η αγαπημένη Ράμνιστα του 1994.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΩΡΑΙΤΗ Οινοποιείο Sclavos Wines

Η Ευγγελία Μωραΐτη σπούδασε Οινολογία και Τεχνολογία Ποτών στο ΤΕΙ Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στο ανοιχτό τμήμα του Καποδιστριακού Αμπελουργία Οινολογία και Διάθεση Οίνου. Είναι επίσης πτυχιούχος sommelier από την ιδιωτική σχολή Le Monde (από το 2012). «Θυμάμαι, όταν ήμουν αρκετά μικρή, να είμαι ανεβασμένη σε μια καρότσα ξύλινη και να πατάω Μούχταρο στο χωριό της γιαγιάς μου στη Θήβα. Είχα πλήρως… διονυσιαστεί και αυτό ήταν για μένα, δεν υπήρχε κάτι άλλο που ήθελα να ασχοληθώ».

Αμπέλι ή οινοποιείο;

Δύσκολη ερώτηση… Πολλοί λένε ότι το καλό κρασί γίνεται στο αμπέλι και συμφωνώ με αυτή τη λογική. Όμως είναι δύσκολο όταν είσαι πεπεισμένος πως η δουλειά είναι συλλογική και πως ένα τσαμπί σταφύλι περνάει από πολλά ζευγάρια χέρια, οι ενέργειες που μπορεί να πάρει είναι φοβερές και η δύναμη που μπορείς να δώσεις εσύ ο ίδιος στο τελικό προϊόν είναι και αυτό κάτι εξίσου μαγικό. Το κρασί μάς ακούει και μας αισθάνεται, οπότε γιατί όχι και το αμπέλι; Δηλαδή καταλήγω για ακόμα μία φορά στο ότι όλα είναι μια αλυσίδα πολύ σφιχτά δεμένη.

Δυσκολίες, αλλά και χαρές στο επάγγελμά σας;

Όπως όλες οι δουλειές, έτσι και αυτή δεν είναι εύκολη, γιατί μία ολόκληρη χρονιά βασίζεται ουσιαστικά σε δύο μήνες τρύγου και εκεί έχεις να παλέψεις με πάρα πολλά και κυρίως με τον καιρό. Όταν όμως έρχεται αυτή η μικρή αλλά συνάμα σπουδαία στιγμή να ανοίξεις εκείνο το μπουκάλι που πάλεψες για να το εμφιαλώσεις, και βλέπεις τα μάτια των γύρω σου να λαμπυρίζουν από ενθουσιασμό, για μένα μπορεί να είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει «γκάζι» για μία ακόμα χρονιά με πίεση και δυσκολίες.

Από πού αντλείτε την έμπνευση στη δουλειά σας;

Ο κάθε άνθρωπος έχει και κάτι διαφορετικό για να τον γλυκαίνει και να τον εμπνέει. Δεν έχω καταφέρει να το προσδιορίσω ακόμα, αλλά πιστεύω πως είναι κάτι πολύ αυθόρμητο· όσο πιο αυθόρμητο τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα. Όταν ανοίγω ένα μπουκάλι του οποίου ένα μέρος είμαι και εγώ, μόνο τότε καταλαβαίνω γιατί έχω στερηθεί όλα αυτά τα καλοκαίρια. Και η απάντηση είναι ίδια: μόνο για να δημιουργώ. Το ίδιο το κρασί είναι η έμπνευσή μου.

Σας ενοχλεί το γεγονός ότι κατά μία έννοια είστε οι «αφανείς» ήρωες πίσω από μια γνωστή ετικέτα;

Όταν ξεκίνησα να ασχοληθώ με αυτό που πραγματικά αγαπάω, σίγουρα δεν είχα σκοπό την αναγνώριση. Μου φαίνεται λογικό να μην είμαστε τόσο πολύ γνωστοί στο ευρύ κοινό για έναν και μόνο λόγο: οι οινολόγοι είμαστε ένα είδος λίγο περίεργο. Ή υπάρχουν κάποιοι που θέλουν την ανάδειξη και το πετυχαίνουν ή είναι κάποιοι που δυσκολεύονται στο κομμάτι της επικοινωνίας, όπως και εγώ, που δεν έχω καν facebook. Στη δική μου περίπτωση πιστεύω πως ανήκω στο δεύτερο κομμάτι, για τον λόγο πως ο ίδιος ο Σκλάβος είναι ένας πολύ ντροπαλός χαρακτήρας, όμως πάντα μας κάνει να αισθανόμαστε ότι το κρασί δεν φτιάχνεται από έναν. Οπότε πίσω από ένα κρασί υπάρχουν πολλοί αφανείς ήρωες και είμαι σίγουρη πως ο κόσμος το γνωρίζει.

Περιγράψτε το ιδανικό κρασί (dream wine) που θα θέλατε να δημιουργήσετε.

Το dream wine κατά τη γνώμη μου είναι ένα κρασί που θα αναδείξει μια ποικιλία της Ελλάδας και θα έχει ως αποτέλεσμα, όταν ανοιχτεί από μια παρέα, ένα ζευγάρι ή κάποιον ο οποίος θέλει απλώς να πιει ένα κρασί, να μην τον προβληματίσει, αλλά να του προσφέρει όμορφες στιγμές και να τον χαλαρώσει. Δηλαδή, με λίγα λόγια το δικό μου dream wine θα ήθελα να είναι όσο πιο διακριτικό γίνεται.

Ποιο κρασί «ανταγωνιστή» έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια;

Για να είμαι ειλικρινής, μπορώ να πω ότι τα περισσότερα κρασιά που μου αρέσουν με έχουν κάνει και να τα ζηλέψω, με την καλή έννοια. Αυτό όμως που με έχει εξιτάρει ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια είναι η Ρομπόλα Natural από το Oινοποιείο Μελισσινός, και αυτό γιατί μου δίνει την αίσθηση ότι κάπως έτσι πρέπει να ήταν μια Ρομπόλα τα παλιά χρόνια. Επίσης, και ένας Δυναμικός Ροδίτης από το Οινοποιείο Τετράμυθος με κάνει να αισθάνομαι υπερήφανη γι’ αυτό το παρεξηγημένο κρασί.

ΛΟΥΙΖΑ ΝΤΟΥΓΚΟΥ Οινοποιείο Ντούγκου

Η Λουίζα Ντούγκου σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Χημείας και στη συνέχεια Αμπελουργία-Οινολογία στο Τrento και στην Udine της Ιταλίας για τρία χρονια. Έκανε δύο τρύγους στην Ιταλία, έναν στη Σικελία στο Οινοποιείο Feudo Arancio και έναν στο Friuli, στο Οινοποιείο Borgo del Tiglio. Από το 2006 εργάζεται στο οικογενειακό οινοποιείο με τον αδελφό της, Θάνο, που είναι γεωπόνος.

Αμπέλι ή οινοποιείο;

Η δουλειά δεν μπορεί να γίνει ούτε από τον γεωπόνο ούτε από τον οινολόγο μεμονωμένα. Ο ρόλος του γεωπόνου είναι πολύ βασικός, γιατί ουσιαστικά το κρασί «γίνεται» στο αμπέλι. Με κακή πρώτη ύλη δεν μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα καλό! Από κει και πέρα, σαφέστατα πρέπει να υπάρξει και μια σωστή συνέχεια στο οινοποιείο από την πλευρά του οινολόγου. Η τέχνη, δε, του τελευταίου οπωσδήποτε αναδεικνύεται σε μια κακή χρονιά!

Από πού αντλείτε την έμπνευση στη δουλειά σας;

Το κρασί το αγάπησα από πολύ μικρή ηλικία, λόγω της ενασχόλησης του πατέρα μου, Δημήτρη, με τα φυτώρια αμπέλου, η οποία τον έκανε να δεθεί άρρηκτα με το κρασί. Στη συνέχεια, όταν πια ασχολήθηκα ενεργά μαζί με τον αδελφό μου, Θάνο, με το οινοποιείο, βίωσα το απόλυτο συναίσθημα του να παίρνεις κάτι από την αρχή… ένα τσαμπί σταφύλι, και να το φτάνεις έως το τέλος… ένα μπουκάλι κρασί! Έπειτα, να βρίσκεσαι έξω και να βλέπεις στο διπλανό τραπέζι να πίνουν το κρασί που έχεις κάνει ή να σου έρχεται ένα mail από την άλλη άκρη της Γης, όπου σε συγχαίρουν για το «τάδε» κρασί σου που ήπιαν την προηγούμενη μέρα. Αυτή την ηθική ικανοποίηση νομίζω ότι λίγα επαγγέλματα την προσφέρουν!

Σας ενοχλεί το γεγονός ότι κατά μία έννοια είστε οι «αφανείς» ήρωες πίσω από μια γνωστή ετικέτα;

Δεν με ενοχλεί καθόλου, γιατί θεωρώ ότι ο οινολόγος πρέπει να ομιλεί μέσα από τα κρασιά του. Εκείνα είναι που ουσιαστικά του δίνουν υπόσταση. Το ζητούμενο είναι να αρέσει στον κόσμο η δουλειά μας.

Δυσκολίες, αλλά και χαρές στο επάγγελμά σας;

Οι δυσκολίες είναι πολλές, μια και κάθε χρόνο δεν ξέρεις τι σε περιμένει… Εξαρτιόμαστε από έναν σημαντικό αστάθμητο παράγοντα, τον καιρό, ο οποίος δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει κάθε χρόνο. Δεν ξέρεις με τι πρώτη ύλη θα κληθείς να πορευτείς! Αυτη, όμως, τελικά είναι και η μαγεία του επαγγέλματός μας. Κάθε χρο- νιά είναι μια καινούργια μοναδική χρονιά! Οι χαρές σχετίζονται πάντα με την επίτευξη του βασικού στόχου: να έχεις ένα όμορφο αποτέλεσμα. Όταν αυτό το κατακτήσεις, το αίσθημα είναι μοναδικό και η ικανοποίηση τεράστια.

Περιγράψτε το ιδανικό κρασί (dream wine) που θα θέλατε να δημιουργήσετε.

Δεν θεωρώ ότι υπάρχει ιδανικό κρασί, άλλα σίγουρα ο στόχος είναι πάντα η άνοδος της ποιότητας χρόνο με τον χρόνο. Κάθε χρονιά που περνά μαθαίνεις συνεχώς καινούργια πράγματα, πειραματίζεσαι, προχωρείς και βλέπεις ότι αυτό είναι κάτι που εξελίσσεται συνέχεια. Με βεβαιότητα αγαπώ πιο πολύ το ερυθρό κρασί. Πιστεύω πολύ στις ελληνικές ποικιλίες που παράγουμε, το Ξινόμαυρο, το Μαυροτράγανο και τη Λημνιώνα, και θα ήθελα, ως οινοποιείο, να κάνουμε όλο και πιο καλές δουλειές προς αυτή την κατεύθυνση.

Ποιο κρασί «ανταγωνιστή» έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια;

Υπάρχουν πολλοί παραγωγοί στην Ελλάδα με εξαιρετικές δουλειές. Η αδυναμία μου, φυσικά, ως ποικιλία παραμένει το Ξινόμαυρο, οπότε το κρασί που θα ζήλευα θα ήταν ένα «μεγάλο» Ξινόμαυρο. Μου αρέσει επίσης πολύ να βλέπω παραγωγούς να δουλεύουν για την αναβίωση ποικιλιών που έχουν χαθεί με το πέρασμα των χρόνων, γιατί θεωρώ ότι το μέλλον του ελληνικού κρασιού βρίσκεται στις ιδιαίτερες γηγενείς ποικιλίες.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Οινοποιείο Τετράμυθος

Ο Παναγιώτης μετράει φέτος 24 τρύγους. Έχοντας στήσει 11 οινοποιεία, η εμπειρία του είναι πολύ μεγάλη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια συνεργάζεται με τον Τετράμυθο. Προέρχεται από οικογένεια που είχε σχέση και παράδοση στο κρασί. Γεννήθηκε στην Αυστραλία και όταν οι γονείς του επέστρεψαν στην Ελλάδα, ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης. Σπούδασε Οινολογία στην Αθήνα και έχει δουλέψει σε πολλά οινοποιεία, μεταξύ των οποίων η Φτελιά, το Κατώγι, η Στροφυλιά.

Αμπέλι ή οινοποιείο;

Οι δύο ισχυρότεροι κρίκοι της εξαμελούς, αλληλένδετης με συμπαντικούς δεσμούς, αλυσίδας όπου όλοι συντελούν στη δημιουργία.

Από πού αντλείτε την έμπνευση στη δουλειά σας;

Οι στιγμές που τα αμπέλια φέρουν και αποδίδουν τον καρπό/αντίδωρο έχοντας διαγράψει μια εύκολη ή δυσκολότερη παραγωγική πορεία, έχοντας αφουγκραστεί τις διαφοροποιήσεις της πορείας τους, το κάλεσμα να δώσεις τη συνέχεια στον χρόνο, προσδίδοντας μια μορφή αθανασίας, αποτελούν την βασική πηγή έμπνευσης. Επίσης, έχοντας την ευλογία και την τύχη να ζω και να εργάζομαι σε ένα από τα ομορφότερα και ιστορικότερα αμπελοτόπια, οι εναλλαγές, οι μικρές παρατηρήσεις, ακόμη και η καθημερινότητα, είναι πηγές έμπνευσης.

Δυσκολίες, αλλά και χαρές στο επάγγελμά σας;

Η βασική δυσκολία είναι η διεκπεραίωση της όλο και αυξανόμενης γραφειοκρατίας, με αποτέλεσμα την απώλεια χρόνου σε βάρος της δημιουργίας. Επίσης, η συνήθως ολοκληρωτική αφοσίωση συχνά δημιουργεί κοινων ικής φύσεως εντάσεις και αποστάσεις, εννοώντας ότι δύσκολα αντιλαμβάνονται κάποιοι την ένταση της εργασίας κατά τη διάρκεια του τρυγητού ή την εργασία τα Σαββατοκύριακα ή έως αργά το βράδυ. Χαρές πολλές, η ενασχόληση με ένα τόσο πολυδιάστατο αντικείμενο και η απόλαυση των καρπών της δημιουργίας (ιδιαίτερα όταν αφήνουμε τη δοκιμή προς χάριν της πόσης).

Περιγράψτε το ιδανικό κρασί (dream wine) που θα θέλατε να δημιουργήσετε.

Ευτυχής, καθότι το έχω δημιουργήσει ήδη.

Ποιο κρασί «ανταγωνιστή» έχετε ζηλέψει, με την καλή έννοια;

Τα τρία κρασιά (φίλων-συνοδοιπόρων) που αποτέλεσαν τροφή για σκέψη την τελευταία δεκαετία, ανατρέποντας τη συνήθη εικόνα/αντίληψη του κρασιού και ανοίγοντας άλλους δρόμους, είναι ο Ευφράνωρ του Ευρυβιάδη και της αγαπητής Ευαγγελίας, ένας αφημένος για έξι μήνες μισάνοιχτος Μεταγειτνίων των ίδιων δη- μιουργών, καθώς και ο Μύλος εσοδείας 2010 του Χαρίδημου.

Αustralia, Αustralia | κείμενο Γρηγόρης Κόντος Dip, WSET

«No one hesitates at life or beats around the bush in Australia So if you’re young and if you’re healthy
Why not get a boat and come to Australia»
―The Kinks

Κάτι ήξεραν οι The Kinks!

«Αυστραλία» σημαίνει «άγνωστη νότια γη», από τη λατινική φράση «terra australis incognita». Μια μακρινή χώρα της οποίας –αν και η γη της κατοικείται από ιθαγενείς πληθυσμούς εδώ και τουλάχιστον 42.000 χρόνια– η πρώτη σύγχρονη πολιτεία (new South Wales) ιδρύθηκε από ευρωπαίους πριν από μόλις 230 χρόνια. Μια χώρα με έκταση σχεδόν όση η ευρώπη, αλλά ελάχιστο πληθυσμό, μόλις 25 εκατομμύρια κατοίκους (περίπου δύο φορές ο πληθυσμός της Eλλάδας).

Η Αυστραλία είναι στην ουσία ένα τεράστιο νησί και είναι γνωστή για πολλούς λόγους: για τα καγκουρό, τα κοάλα, τον μεγάλο κοραλλιογενή Ύφαλο, τις παραλίες και τις αχανείς ερήμους, τις πόλεις της, όπως το Σίδνεϊ, η Μελβούρνη, η Αδελαΐδα και το Περθ, μα πάνω απ’ όλα για τον χαλαρό και δίχως άγχος τρόπο ζωής των Αυστραλών. Εκεί υπεισέρχεται το κρασί. Σημαντικό όμως για την παραγωγή κρασιού είναι το γεγονός ότι είναι μια χώρα με εξίσου μεγάλη κλιματική ποικιλομορφία: ανά περιοχές έχει πολλή ζέστη αλλά και πολύ κρύο, ήπιο μεσογειακό αλλά και ηπειρωτικό κλίμα.

Η Αυστραλία παλιά δεν είχε καθόλου αμπέλια (σε αντίθεση με την Αμερική που είχε ένα ενδημικό είδος άγριας αμπέλου). Τα πρώτα αμπέλια έφτασαν στο Σίδνεϊ από τη νότια Αφρική το 1791, αλλά η εμπορική αμπελουργία διαδόθηκε 30 χρόνια αργότερα, με φυτά που έφεραν εδώ οι ευρωπαίοι μετανάστες. Το αυστραλέζικο κρασί αναπτύχθηκε, με τα χρόνια παραγωγικά γιγαντώθηκε και πλέον είναι εμπορικά διαθέσιμο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

Και η ποιότητα; Αξίζουν τα αυστραλέζικα κρασιά;

Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό της παραγωγής ελέγχεται από μια χούφτα πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες συνήθως παράγουν αδιάφορα και βαρετά τεχνολογικά κρασιά, που χάνονται στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Υπερβολικά αρδευόμενα αμπέλια, διορθώσεις του μούστου στο οινοποιείο (προσθήκη τρυγικών, αφαίρεση αλκοόλ, προσθήκη τανινών κ.λπ.) και έμφαση στο branding είναι τα βασικά εργαλεία αυτής της αγοράς. Μάλιστα, πολύ κρασί ταξιδεύει χύμα και εμφιαλώνεται στις χώρες κατανάλωσης, και κάπως έτσι οι Αυστραλοί έχουν παρουσία σε όλο τον κόσμο, ακόμα και σε συνοικιακά μίνι μάρκετ. Φυσικά, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η Αυστραλία έχει παράλληλα μια πολύ δραστήρια κοινότητα ανεξάρτητων μικρομεσαίων παραγωγών, που έχουν ανεξάντλητες γνώσεις αμπελουργίας και οινοποίησης και παράγουν σύγχρονα οινικά διαμάντια. Υπάρχουν παραγωγοί που ξέρουν το αμπέλι όσο λίγοι παγκοσμίως και παράγουν σταφύλια μοναδικής ποιότητας, με σεβασμό στη φύση και στο περιβάλλον. Αυτά τα σταφύλια δίνουν κρασιά terroir με προσωπικότητα και χαρακτήρα, ενώ διατίθενται σε τιμές που πολλές φορές συγκρίνονται ή ξεπερνούν εκείνες των καλύτερων κρασιών της ευρώπης. Αυτά τα τελευταία κρασιά βρέθηκαν στο στόχαστρό μου, γιατί… μια ζωή την έχουμε! š

SOUTH AUSTRALIA

Barossa Valley

Βρέθηκα στην Αδελαΐδα της νότιας Αυστραλίας την Tετάρτη 22 Iουνίου και κατευθύνθηκα στην Βarossa Valley, 50 χιλιόμετρα βορειοανατολικά. Νοίκιασα αυ- τοκίνητο και για πρώτη φορά οδήγησα στα αριστερά του δρόμου, ευτυχώς χωρίς πρόβλημα! Μία ώρα αργότερα, έφτασα στην πασίγνωστη λοφώδη κοιλάδα με τα αμπέλια και τους ευκαλύπτους. Εδώ εδρεύουν γίγαντες της οινοποίησης, όπως η Penfolds και η Peter lehman, αλλά εγώ προτίμησα να επισκεφτώ τα cellar doors των Hewitson και Torbreck.

Η κοιλάδα της Βarossa απολαμβάνει μεσογειακό κλίμα και αποτελεί ιδανικό μέρος για παραγωγή κρασιών από ποικιλίες που αγαπούν τα ζεστά και ξηρά κλίματα. Tο Syrah (Shiraz όπως το λένε εδώ) του νότιου ροδανού είναι η πιο πολυφυτεμένη ποικιλία της Αυστραλίας και εδώ βρίσκει την ιδανική του έκφραση, ειδικά όταν προέρχεται από παλιά, μη αρδευόμενα αμπέλια, τα οποία –χάρη στην αυστηρή καραντίνα που έχει επιβληθεί– δεν έχουν προσβληθεί από τη φυλλοξήρα. Σκεφτείτε ότι οι Αυστραλοί αποτρέπουν τους τουρίστες να περπατούν ανάμεσα στα αμπέλια, ώστε να μη μεταφέρουν τυχόν βακτήρια από τη χώρα προέλευσής τους. Κατά τα άλλα, η κοιλάδα είναι πανέμορφη, με λόφους τριγύρω και αμέτρητους ευκαλύπτους ανάμεσα στους αμπελώνες. Στο μεταξύ, έφτασα στο πρώτο οινοποιείο.

HEWITSON

hewitson.com.au

Το cellar του οικογενειακού οινοποιείου Hewitson ήταν πολύ cozy, με αναμμένο τζάκι (θυμίζω ότι τον ιούνιο στο νότιο ημισφαίριο έχει χειμώνα) και πανέμορφη θέα στον αμπελώνα. Εδώ δοκίμασα έξι εκπληκτικά κρασιά, με απίστευτη άποψη, χαρακτήρα και προσωπικότητα που απέχουν παρασάγγας από την πεπατημένη της Βarossa. Επισκέφτηκα το οινοποιείο χωρίς να ξέρω τίποτα για τον ιδιοκτήτη Dean, αλλά τα κρασιά με έκαναν από την πρώτη στιγμή φανατικό υποστηρικτή!

Ο Dean πήρε το πτυχίο οινολογίας το 1986 από το roseworthy agricultural College της Αδελαΐδας. Αμέσως μετά, δούλεψε σε κορυφαία οινοποιεία της Αυστραλίας για 10 χρόνια. Και αργότερα, σε όλη τη Γαλλία: Βordeaux, Βurgundy, Champagne, Βeaujolais, Rhone και Provence. Αμέσως μετά, έκανε Masters στο UC Davis της Kαλιφόρνια και δούλεψε σε Santa barbara, Napa Valley, Sonoma, Monterey, Oregon και Washington State. Tο 1998 ίδρυσε το οινοποιείο Hewitson στην καρδιά της Barossa, έχοντας κοντά του τη σύζυγό του Lou, τα παιδιά του Ned, Henry και Harriet και έξι εργαζομένους, παράγοντας 350 τό- νους κρασί τον χρόνο. Tο οινοποιείο χρησιμοποιεί σταφύλια από πολύ παλιά, μη αρδευόμενα αμπέλια της περιοχής, αλλά και από single vineyards από την κοιλάδα Eden, τη Mclaren Vale και τους λόφους της Αδελαΐδας.

Τα κρασιά

Hewitson Belle Ville Rosé 2017 (Grenache, Cinsault, Mourvèdre)

Επικό ροζέ, απίστευτα ιντριγκαδόρικο! Στη μύτη κρεάτινο, ζωικό, με ζαμπόν και umami χαρακτήρα, που σπρώχνει την έννοια του ροζέ σε άλλα επίπεδα. Στο στόμα απόλυτα ισορροπημένο: μέτρια οξύτητα, μέτριο (-) αλκοόλ 12,5% και λιπαρότητα, σε ένα easy drinking και ταυτόχρονα σοφιστικέ αποτέλεσμα που θυμίζει Προβηγκία. Τα σταφύλια καλλιεργούνται αποκλειστικά για ροζέ οινοποίηση και οινοποιούνται χωρίς αφαίμαξη. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €15,70 Ετήσια παραγωγή: 30.000 φιάλες

Hewitson Private Cellar 2008 (100% Chardonnay)

Πανέμορφο Chardonnay 10ετίας, με νεαρή ακόμα μύτη που θυμίζει ανανά, γλυκόξινα φρούτα, λευκό πιπέρι, ορυκτότητα. Μέτρια οξύτητα και ωραία δομή στο στόμα, με ελάχιστα τριτογενή αρώματα (μανιτάρι, γη), που προσδίδουν πολυπλοκότητα και χαρακτήρα. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €25,00

Hewitson Old Garden Vineyard 2013 (100% Mourvèdre)

Από έναν παμπάλαιο αμπελώνα Mourvèdre, που φυτεύτηκε το 1853. Το αμπέλι old Garden έχει επιβιώσει από πλημμύρες, πυρκαγιές, αλλά και από τη φυλλοξήρα, και γιορτάζει πλέον τα 165α γενέθλιά του. Φυτεμένος σε αμμώδη εδάφη πάνω σε ασβεστόλιθο και με βαθύ ριζικό σύστημα 10 μέτρων. Στη μύτη κόκκινα φρούτα, αποξηραμένα λουλούδια, καπνός, γη, ξερά φύλλα ευκαλύπτου και βρεγμένο δάσος. Πολυεπίπεδο και πολύπλοκο. Πολύ φίνα παλέτα με υψηλή οξύτητα, μέτριες τανίνες, 14% αλκοόλ και μακρά διάρκεια. Η ιστορία της barossa σε ένα ποτήρι!Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €55,50  Ετήσια παραγωγή: 5.400 φιάλες

Hewitson Ned & Henry’s 2017 (100% Shiraz)

Μαύρα κεράσια, μαύρα μούρα, πιπέρι, καπνός, καβουρδισμένοι ξηροί καρποί, δέρμα. Η συμπύκνωση φρούτου χωνεύει την υψηλή οξύτητα, τις τανίνες και το αλκοόλ (14%), και έτσι δημιουργείται ένα πολύ «drinkable» σύνολο. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €19,00 Ετήσια παραγωγή: 36.000 φιάλες

Καλά ήταν για ζέσταμα! Άμεση αναχώρηση για το οινοποιείο Torbreck, μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από εδώ.

TORBRECK VINTNERS

torbreck.com

Δύο χιλιάδες στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων και κάποια συμβόλαια από συμβεβλημένους καλλιεργητές της Βarossa παράγουν σταφύλια που καταλήγουν σε μία εκ των 720.000 φιαλών με το σήμα Torbreck. Τα σημεία-κλειδιά είναι αφενός το υψόμετρο των 400 μ. και αφετέρου η μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, καθώς στον τρύγο η διαφορά μπορεί να φτάνει και τους 20° C, με 40άρια τη μέρα και 18-20 βαθμούς τη νύχτα. Το οινοποιείο παράγει από το 1994 κρασιά που βασίζονται κυρίως στις ποικιλίες του ροδανού της Γαλλίας (Shiraz, Grenache, Mourvèdre κ.ά.), οι οποίες ταιριάζουν όμορφα στο μεσογειακό κλίμα της Βarossa. κάποια πολύ παλιά αμπέλια που φυτεύτηκαν τη δεκαετία του 1840 είναι ακόμα παραγωγικά και οινοποιούνται με ελάχιστες παρεμβάσεις (χωρίς κολλάρισμα ή φιλτράρισμα και βαρέλι με μέτρο), με αποτέλεσμα να παράγονται κρασιά δομής, διάρκειας και φινέτσας. Δοκίμασα τέσσερα κρασιά και μοιράζομαι μαζί σας τις σημειώσεις μου:

Steading Blanc 2017
(65% Roussanne, 24% Marsanne, 11% Viognier)

Σταφύλια από αμπέλια του 1994. Πυρηνόκαρπα φρούτα, ξηροκαρπάτο, ορυκτότητα και νότες βανίλιας. ισορροπία στο στόμα, η υψηλή οξύτητα εντάσσεται ωραία στο κρασί, λόγω όγκου. μεγάλη διάρκεια. ιδανικό κρασί για να συνοδεύσει μεγάλα πελαγίσια ψάρια. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €23,50 Ετήσια παραγωγή: 3.000 φιάλες

The Struie 2016 (100% Shiraz)

Χαρμάνι Shiraz από αμπέλια 40-60 ετών της barossa και της πιο κρύας Eden, σε ένα πιο ανθώδες και λεπτό αποτέλεσμα. Πυκνό μαύρο φρούτο (βύσσινα, κεράσια, δαμάσκηνα, μούρα) και άνθη, μπαχάρια, δέρμα, ξύλο, υψηλή οξύτητα, υποδειγματικές τανίνες και όμορφη αίσθηση στο στόμα. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €30,50 Ετήσια παραγωγή: 60.000 φιάλες

Hillside Vineyard Grenache2016 (100% Grenache)

Από αμπέλια 70 χρόνων. Ωραία, πολύπλοκη μύτη: κόκκινα φρούτα, γρανίτης, τσακμακόπετρα, ποτ πουρί. Πολύ πιο φρουτένιο στόμα, χυμώδες, με βύσσινα, μαύρα κεράσια, μούρα, υψηλές οξύτητες και ώριμες τανίνες. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €47,50

RunRig 2014 (98,5% Shiraz, 1,5% Viognier)

Ακριβό κρασί από αμπέλια 100-170 ετών και με βαθμολογία 97/100 από τον Robert Parker. Mαύρα και κόκκινα φρούτα, έντονη ορυκτότητα, ποτ πουρί, σιτεμένο κρέας, δαφνόφυλλα, βρεγμένο δάσος. Στο στόμα υψηλή οξύτητα, υψηλό αλκοόλ (15,5% abv), αλλά με ευγένεια και ισορροπία. Πολλοί οινόφιλοι υποστηρίζουν ότι τοποθετείται στην ίδια κλάση με θρυλικά κρασιά, όπως τα Grange και Hill of Grace. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €160,00 Ετήσια παραγωγή: 9.600 φιάλες

 

EDEN VALLEΥ

Η εξερεύνησή μου συνεχίστηκε στην Eden Valley, υποπεριοχή της barossa νοτιοανατολικά της ζώνης. Η Eden είναι αρκετά πιο κρύα χάρη στα υψηλότερα υψόμετρά της (380-500 μ.), με αποτέλεσμα μια μακρύτερη περίοδο καλλιέργειας και σταφύλια με συμπυκνωμένα αρώματα, αλλά και υψηλές, δροσιστικές οξύτητες. Tα πετρώδη και χαλικώδη εδάφη κρατούν τις στρεμματικές αποδόσεις χαμηλά, ενώ τα αργιλώδη υπεδάφη προσφέρουν στο αμπέλι την απαραίτητη οργανική ύλη. Με λίγα λόγια, η Eden Valley αποτελεί ιδανική περιοχή για την καλλιέργεια ποικιλιών κρύου κλίματος, όπως το λευκό Riesling, ενώ το πιο «θερμό» Shiraz αποκτά εδώ ιδανική ισορροπία, φινέτσα, διάρκεια, αλλά και δυνατότητες παλαίωσης, δημιουργώντας κρασιά-σύμβολα, όπως τα Single Vineyard Hill of Grace και Mount Edelstone. Eίκοσι πέντε λεπτά οδήγησης χρειάστηκαν από την Barossa για να φτάσουμε στην είσοδο του πέτρινου οινοποιείου της οικογένειας Henschke στο Keyneton της Eden Valley.

HENSCHKE CELLARS

henschke.com.au

Φτάνοντας στο πέτρινο, πλήρως καλυμμένο από τους κισσούς οινοποιείο, που χτί- στηκε το 1868, αισθάνεσαι την ιστορία και την κληρονομιά της οικογένειας αλλά και της περιοχής. Στο βάθος το μικροσκοπικό tasting room με τη χαμηλή ξύλινη πόρτα, γεμάτο με πολύ παλιές φωτογραφίες και οικογενειακά πορτρέτα, αλλά και αντικείμενα από το παρελθόν. Μια πόρτα με τζάμι αφήνει να φανεί η παλιά αίθουσα οινοποίησης με τις παλιές δεξαμενές, τα βαρέλια και μια ξύλινη στροφιλιά. Αξίζει να αναφερθούμε στην ιστορία των Henschke, καθώς αυτή θυμίζει τις πιο παλιές και αριστοκρατικές οικογένειες κρασιού της ευρώπης. Όλα ξεκίνησαν πριν από 200 περίπου χρόνια… Ο Johann Christian Henschke γεννήθηκε παραμονή Χριστουγέννων του 1803 στο Tschicherzig της Πολωνίας. Στα 38 του εκδιώχθηκε λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και τελικά αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στην Αυστραλία. Αγόρασε γη στο Keyneton της Eden Valley, βορειοανατολικά της Αδελαΐδας, και τη φύτεψε με αμπέλια. Σήμερα, πάνω από ενάμιση αιώνα μετά, το οινοποιείο και τα αμπέλια βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο σημείο. Το 1868 ο Johann παρήγαγε την πρώτη σοδειά, με περίπου 300 γαλόνια κρασί (11 εκατόλιτρα). Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, ο γιος του Paul Gotthard Henschke αγόρασε τη γη που σήμερα είναι γνωστή ως Hill of Grace. Ο γιος του, τέταρτης γενιάς οινοποιός Cyril alfred Henschke, οινοποίησε για πρώτη φορά το Hill of Grace το 1958, ανοίγοντας έναν μεγάλο δρόμο για το αυστραλέζικο κρασί. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1979, ανέλαβαν το οινοποιείο ο πέμπτης γενιάς οινοποιός Stephen Henschke και η αμπελουργός σύζυγός του Prue Henschke, οι οποίοι εκτόξευσαν την ποιότητα και τη φήμη του οινοποιείου, ενώ πρόσφατα εντάχθηκε στην ομάδα και η έκτη γενιά, ο Johann, η Justine και ο andreas Henschke. Το οινοποιείο ανήκει στον σύνδεσμο australia’s First Families of Wine.

Τα κρασιά

Peggy’s Hill, Eden Valley Riesling 2017 (100% Riesling)

Σαφύλια από τέσσερις πέντε διαφορετικούς αμπελώνες της Eden Valley. Ντροπαλή ακόμα μύτη, λεμόνι, ορυκτό αλάτι, ελάχιστες πετρόλ νότες. Πολύ υψηλή οξύτητα, με το χαμηλό αλκοόλ (12% abv) να την αφήνει λίγο εκτεθειμένη. Συνιστάται πενταετής παλαίωση. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €22,00

Eleanor’s Cottage 2016(61% Sauvignon Blanc, 39% Semillon)

Κλασικό λευκό bordeaux blend, αλλά και χαρμάνι περιοχών: Sauvignon blanc από adelaide Hills και Semillon από την Eden. Κρεμώδες, ελάχιστα φυτικό (γαλλική προσέγγιση στην οινοποίηση της ποικιλίας), σπαράγγι και μήλο σε ένα σοφιστικέ σύνολο. μέτρια (+) οξύτητα και ωραία αίσθηση στο στόμα. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €16,00

Henry’s Seven, Barossa 2015 (65% Shiraz, 20% Grenache, 10% Mataro, 5% Viognier)

Πολύ ωραίο και τυπικό barossa blend, με πικάντικο κόκκινο και μαύρο φρούτο, λίγο γήινο και ανθώδες. Ισορροπημένο στόμα, μέτρια (+) οξύτητα, υψηλές, οριακά ώριμες τανίνες. Εξαιρετικό. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €23,00

Johann’s Garden, Barossa 2015(70% Grenache, 25% Mataro, 5% Shiraz)

Μαύρα φρούτα εμποτισμένα στο αλκοόλ, βύσσινα και μαύρο πιπέρι μπλέκονται με βαλσαμικά αρώματα, ορυκτότητα, γήινες νότες. Χαρμάνι με χαρακτήρα από την barossa, σφραγισμένο με Vinolok (γυάλινο πώμα). Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €35,00

VICTORIA

Port Philip Zone

Το Grape βρέθηκε και στη Μελβούρνη, μία από τις πιο όμορφες και ζωντανές πόλεις της Αυστραλίας. μετά το Σίδνεϊ, η Μελβούρνη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, με πληθυσμό που πλησιάζει τα 5 εκατομμύρια. Μια πόλη που πήρε σάρκα από τους φυλακισμένους της Βρετανίας και οστά (δηλαδή κουλτούρα) από την ίδια τη Γηραιά Αλβιώνα. Ομογενείς από όλο τον κόσμο έφτασαν εδώ αρχικά την εποχή της εξόρυξης χρυσού, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ το δεύτερο μεγάλο κύμα μεταναστών σημειώθηκε μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την όμορφη πόλη διασχίζει το ιστορικό τραμ ανάμεσα σε ουρανοξύστες και κτίρια βικτωριανού ρυθμού, την ώρα που ο ποταμός Γιάρρα εκβάλλει στον όρμο Port Phillip και από εκεί στον απέραντο ωκεανό. Η Μελβούρνη είναι μία από τις πιο κρύες πόλεις της ηπειρωτικής Αυστραλίας, καθώς βρίσκεται κοντά στο νοτιότερο κομμάτι της. Εξάλλου στο νότιο ημισφαίριο όσο πιο νότια –και κοντά στον νότιο Πόλο– βρίσκεται μια περιοχή, τόσο πιο κρύα είναι. Βέβαια, η Μελβούρνη απέχει από τον νότιο Πόλο όσο περίπου η Αθήνα από τον Βόρειο, ενώ απέχουν περίπου το ίδιο από τον ισημερινό. ενώ λοιπόν οι δύο πόλεις θα έπρεπε λογικά να είναι παρόμοια ζεστές –ή κρύες–, τη διαφορά την κάνει ο παγωμένος ωκεανός που περικλείει τη Μελβούρνη, ο οποίος συμβάλλει αποφασιστικά στο κρύο της κλίμα. Όλα τα παραπάνω κάνουν την περιοχή έναν οινικό παράδεισο για τους φίλους των κρασιών κρύου κλίματος, με έμφαση στην ισορροπία και στη φινέτσα. Οι φίλοι των ατσάλινων Chardonnay και των αιθέριων Pinot noir θα βρουν εδώ κάποια από τα πιο συναρπαστικά κρασιά του κόσμου. Και μάλιστα στη Victoria είναι πολύ πιο εύκολο να φτάσει στο ποτήρι μας ένα καλό κρασί σε σχέση με άλλες πόλεις, αφού εδώ οι πολύ μεγάλες βιομηχανίες είναι αρκετά λιγότερες από εκείνες, για παράδειγμα, της South australia, ενώ οι πρακτικές στο αμπέλι ακολουθούν πολύ πιο αυστηρούς κανόνες ποιότητας εις βάρος της ποσότητας.

Η ευρύτερη οινική ζώνη που περικλείει τη μελβούρνη ονομάζεται Port Phillip και αποτελείται από πέντε υποπεριοχές, με πιο σημαντικές τις Yarra Valley, Mornington Peninsula και Geelong. Το κλίμα είναι παρόμοιο με αυτό του bordeaux (ωκεάνιο «Maritime» κλίμα χωρίς ακραίες θερμοκρασίες και με σχετική υγρασία). Παρ’ όλα αυτά, οι παραγωγοί δεν έχουν εξειδικευτεί τόσο στις ποικιλίες του Βordeaux, όσο σε αυτές που ταιριάζουν σε ηπειρωτικά κλίματα (Pinot noir, Pinot Gris, Chardonnay), όπως και με την καλλιέργεια του Shiraz, με γευστικά χαρακτηριστικά πιο κοντά σε αυτά του Ροδανού παρά των άλλων ζεστών περιοχών της Αυστραλίας.

MORNINGTON PENINSULA

Tην πρώτη μέρα επισκεφτήκαμε τα οινοποιεία Yabby lake και Moorooduc Estate στην παραθαλάσσια χερσόνησο Mornington – μία ώρα οδήγηση από τη Mελβούρνη προς τον νότο. H περιοχή έχει τα εξής χαρακτηριστικά: κρύο, υγρασία, ηλιοφάνεια και γειτνίαση με μεγάλους όγκους νερού από τρεις πλευρές. H ηλιοφάνεια επιτρέπει την τέλεια και πλήρη ωρίμαση των σταφυλιών, το κρύο επεκτείνει την καλλιεργητική περίοδο, ενώ η παρουσία νερού εμποδίζει τη δημιουργία παγετού. Mοναδικοί πονοκέφαλοι των καλλιεργητών είναι αφενός τα πεινασμένα πουλιά την περίοδο που τα σταφύλια ωριμάζουν και αφετέρου οι ασθένειες από την υγρασία. Tα δίχτυα χρησιμοποιούνται ευρέως στην περιοχή για την προστασία από τα πουλιά, ενώ οι διαδοχικοί λόφοι ευνοούν τη συνεχή ροή αέρα, που καθαρίζει την ατμόσφαιρα και απομακρύνει την υγρασία από το αμπέλι.

YABBY LAKE

yabbylake.com

Σμήνη από ενδημικά πουλιά πετούν πάνω από το νερό της πανέμορφης λίμνης του οινοποιείου Yabby lake, με φόντο τα λοφώδη αμπέλια και τους ευκαλύπτους. Ο ελικοειδής δρόμος που περνά γύρω από τη λίμνη καταλήγει στο tasting room αλλά και στο εστιατόριο του οινοποιείου, στην κορυφή του λόφου. Το τζάκι είναι αναμμένο και τα ποτήρια έτοιμα για ένα ακόμα μοναδικό tasting. Μαγευτικές εικόνες που κάθε φίλος του κρασιού και της φύσης αξίζει να ζήσει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η οικογένεια Kirby βρήκε το μέρος αυτό. Ακολούθησαν αναλύσεις εδαφών, χαρτογράφηση του κτήματος και φύτευση των πρώτων αμπελιών το 1998.

Από τότε μέχρι σήμερα η έκφραση του αμπελώνα αποτέλεσε κύρια προτεραιότητα και κυρίαρχο κομμάτι της κουλτούρας του οινοποιείου. Τα σταφύλια για όλα τα κρασιά συλλέγονται με το χέρι και οινοποιούνται ξεχωριστά για κάθε block. Κάθε κομμάτι του αμπελώνα (που έχει διαφορετικούς κλώνους και χαρακτηριστικά), ακόμα και από την ίδια ποικιλία, οινοποιείται ξεχωριστά. Αν κάποιο block ξεχωρίσει ως εξαιρετικό, μπαίνει στην premium σειρά «Single block release», ενώ τα υπόλοιπα χαρμανιάζονται και κυκλοφορούν ως single-vineyard. Δηλαδή η generic σειρά Yabby lake είναι όλη single-vineyard! Τα κρασιά που δοκίμασα διέπονται από την ξεκάθαρη φιλοσοφία του οινοποιού Tom Carson και της ομάδας του: διακριτικότητα, φινέτσα και έκφραση του αμπελιού.

Τα κρασιά

Yabby Lake Single Vineyard Pinot Gris 2017 (100% Pinot Gris)

Διακριτικό, ήπιο, φίνο άρωμα με ροδάκινο, φρέσκα μανιτάρια, βρεγμένο δάσος, αχλάδι. Πολύ σοφιστικέ στυλ με εξαιρετική δομή και κρεμώδη παλέτα, μέτρια (+) οξύτητα, μέτριο σώμα, μέτριο (-) αλκοόλ 12,5% και μακρά δι- άρκεια. Πίεση ολόκληρων τσαμπιών, άγριες ζύμες και οινοποίηση 50% σε δεξαμενές και 50% σε παλιά γαλλικά βαρέλια 500 λίτρων.

Yabby Lake Single Vineyard Chardonnay 2017 (100% Chardonnay)

Ροδάκινο, βερίκοκο, πεπόνι, crème pâtissière, τυρί brie και ορυκτότητα στη μύτη. Μέτρια (+) οξύτητα, ελαφράδα, φινέτσα, μέτριο (-) αλκοόλ, μεγάλη διάρκεια. Αυθόρμητη ζύμωση σε γαλλικά βαρέλια 500 λίτρων (20% καινούργια) άνευ μηλογαλακτικής και 11μηνη ωρίμαση σε φίνες οινολάσπες.

Yabby Lake Pinot Noir 2017 (100% Pinot Noir)

Συνεπές και αυτό στον χαρακτήρα της διακριτικότητας και της φινέτσας, με κόκκινα φρούτα, κόκκινα μούρα, κεράσια, λίγο ποτ πουρί, νότες ορυκτότητας. Υψηλή οξύτητα, γεμάτο στόμα, λίγο πιο εκφραστικό στα αρώματα στόμα (βιολέτες, κόκκινα μούρα, λίγο δέρμα) και μακρά διάρκεια. Εκχύλιση 13-15 ημερών, ζύμωση σε γαλλικά βαρέλια 500 λίτρων (20% καινούργια) και 11μηνη ωρίμαση σε φίνες οινολάσπες.

Yabby Lake Single Block Release, Block 1, Pinot Noir 2015 (100% Pinot Noir)

Εδώ δεν μιλάμε απλώς για single vineyard, αλλά για single block, δηλαδή ξεχωριστή οινοποίηση τμημάτων του ίδιου αμπελώνα. Δύο διπλανά blocks μπορεί να απέχουν μόλις 10 μέτρα, να έχουν φυτευτεί με τον ίδιο κλώνο Pinot noir σε παρόμοια εδάφη και παρ’ όλα αυτά να διαφέρουν! Το συγκεκριμένο ήταν πολύ αέρινο και ταυτόχρονα εκφραστικό: κόκκινα φρούτα, βιολέτες, ποτ πουρί, κόκκινα φρούτα, κεράσι marasca, νότες δέρματος και γης. Υψηλή οξύτητα, μεγάλος όγκος, μακρά διάρκεια, μέτριες (-), οριακά ώριμες τανίνες. Πραγματικά εξαιρετικό.

Μοναδική εμπειρία η επίσκεψη και η δοκιμή στο κορυφαίο Yabby lake. Η υπεύθυνη της δοκιμής μού σύστησε το επόμενο οινοποιείο, μόλις 2 χιλιόμετρα από εδώ. Και χαίρομαι πολύ που το έκανε!

MOOROODUC ESTATE

moorooducestate.com.au

Ο επισκέπτης των οινοποιείων της Αυστραλίας συνήθως δεν βλέπει βαρέλια, κλαρκ, δεξαμενές, σωλήνες μεταφοράς κρασιού και μάχιμη οινοποίηση σε εξέλιξη. Οι πραγματικές συνθήκες δουλειάς συνήθως στεγάζονται σε ξεχωριστό κτίριο, το οινοποιείο, ενώ οι γευστικές δοκιμές γίνονται σε έναν πιο προσεγμένο και καθαρό χώρο, το λεγόμενο cellar door, που πολλές φορές συστεγάζεται με εστιατόριο. Το Moorooduc Estate αποτελεί εξαίρεση και αισθητικά νομίζω είναι το πιο «ευρωπαϊκού» τύπου οινοποιείο που επισκέφτηκα. Αίσθηση που αντικατοπτρίζεται και στα ίδια τα κρασιά, τα οποία χαρακτηρίζονται από βαθιά αυθεντικότητα και μια πολύ σαφή, καθαρή και ανεπιτήδευτη οινοποιητική ματιά.

Το Moorooduc Estate ιδρύθηκε το 1982 από τους Richard και Jill Mcintyre, οι οποίοι έφεραν τη Βουργουνδία κοντά στη Μελβούρνη: κρασιά με πολυπλοκότητα και συμπύκνωση, αυθόρμητες ζυμώσεις, δουλειά με τις οινολάσπες, φινέτσα και έμφαση σε κορυφαίες ποικιλίες σταφυλιών: Pinot Gris, Chardonnay, Pinot noir. Από το 2006 τα σταφύλια ψύχονται σε ψυγεία containers αμέσως μόλις συλλεχθούν από τα αμπέλια Mcintyre, Garden, Robinson και Osborn Vineyards της υποπεριοχής Moorooduc. H εξαιρετική υγεία των σταφυλιών και η χαμηλής παρέμβασης οινοποίηση βοηθούν στην έκφραση του κάθε αμπελώνα και των ποικιλιών. Tα σταφύλια από τους ιδιόκτητους (50 στρέμματα) και συνεργαζό μενους αμπελώνες τρυγιούνται με το χέρι, ενώ όλα τα κρασιά είναι αποτέλεσμα αυθόρμητων ζυμώσεων. Πάτημα ολόκληρων τσαμπιών και ελάχιστο φιλτράρισμα για τα λευκά, καθόλου κολλάρισμα ούτε φιλτράρισμα στα κόκκινα. Και το πιο εντυπ σιακό όλων: τα λευκά κρασιά κυκλοφορούν ελαφρώς παλαιωμένα! Το νεαρότερο ήταν τριών ετών και το παλιότερο επτά. Τα κόκκινα, αντίθετα, κυκλοφορούν πιο σύντομα.

Moorooduc Estate Chardonnay 2015 (100% Chardonnay)

Η εξαιρετική πρώτη ύλη από τρία διαφορετικά αμπελοτόπια και η τριετής παλαίωση φέρνουν στο ποτήρι μας μια απίστευτα γοητευτική Βουργουνδέζικη μύτη με ροδάκινο, βερίκοκο, πεπόνι, crème pâtissière, ζυμάρι και φουντούκια. Η ζύμωση και μηλογαλακτική σε γαλλικά δρύινα βαρέλια (25% καινούργια) και οι 10 μήνες στις οινολάσπες χαρίζουν μοναδική δομή και όγκο, η υψηλή οξύτητα και το συγκρατημένο αλκοόλ (12,5%) χαρίζουν φινέτσα και τα υγιή σταφύλια μακρά διάρκεια. Το κρασί κοντράρει top λευκές Βουργουνδίες στα ίσια. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €23,00 Ετήσια παραγωγή: 9.600 φιάλες

McIntyre Vineyard Chardonnay 2011 (100% Chardonnay)

Ένα πιο διακριτικό και σοφιστικέ single vineyard Chardonnay επτά ετών (!), με πυρηνόκαρπα φρούτα, ορυκτότητα, ζύμες και τσακμακόπετρα να υπογραμμίζουν τον λεμονάτο χαρακτήρα του. ύψηλή οξύτητα, 12,5% αλκοόλ, μέτριο (+) σώμα, μακρά διάρκεια. Παρόμοια οινοποίηση με το προηγούμενο. Φινέτσα, αυστηρότητα, χαρακτήρας. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €46,00 Ετήσια παραγωγή: 2.400 φιάλες

Garden Vineyard Pinot Gris 2012 (100% Pinot Gris)

Μύτη για σεμινάριο, καθώς, παρά την εξαετία, το λευκό αυτό κρασί έχει πολύ νεανικό χαρακτήρα με λεμόνια, lime, αχλάδια και πολύπλοκες νότες κερήθρας, πετρόλ και γης. Οινοποίηση σε παλιά (3-8 χρήσεων) γαλλικά δρύινα βαρέλια. ύψηλή οξύτητα, 14% αλκοόλ, γεμάτο σώμα, πολύ μακρά διάρκεια, απίστευτο νεύρο και νεανικότητα, με ζωή τουλάχιστον για μία τετραετία ακόμα. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €26,00 Ετήσια παραγωγή: 3.600 φιάλες

Robinson Vineyard Pinot Noir 2012 (100% Pinot Noir)

Το Pinot noir όπως οφείλει να είναι: αιθέριο, φινετσάτο, ξεμυαλιστικό! Κόκκινα μούρα, κεράσια, βιολέτες, άνθη λουλουδιών, δέρμα, γη. Υψηλή οξύτητα, ήπιες τανίνες, 14% αλκοόλ, σοβαρή δομή, συμπύκνωση και μακρά διάρκεια. εκχύλιση 20 ημερών σε δεξαμενές, μηλογαλακτική και ωρίμαση σε γαλλικά δρύινα βαρέλια (25% καινούργια) για 15 μήνες συνολικά. Ένα οινικό ποίημα που σε κάνει να ονειρεύεσαι. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €40,00 Ετήσια παραγωγή: 3.000 φιάλες

Τα κρασιά του Moorooduc Estate είναι ικανά να συγκινήσουν και τους πιο απαιτητικούς οινόφιλους που επιδιώκουν να βάλουν στο ποτήρι τους κρασιά ευρωπαϊκού τύπου με φινέτσα, αυθεντικότητα, χαρακτήρα και πραγματική αίσθηση του terroir.

YARRA VALLEY

H περιπέτειά μας ολοκληρώθηκε στη Yarra Valley, που μαζί με τη Mornington Peninsula αποτελούν τις κορυφαίες και γνωστότερες περιοχές κρασιού της Victoria. Ας δούμε, όμως, πρώτα οι δύο περιοχές σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν. H Yarra Valley και η Mornington Peninsula έχουν αμφότερες κρύες θερμοκρασίες και καλλιεργούν παρόμοιες ποικιλίες, βασικά Pinot noir και Chardonnay.

Ωστόσο, τα υπόλοιπα στοιχεία τους διαφέρουν: η Yarra Valley είναι αρκετά μεγαλύτερη σε έκταση, έχει ηπειρωτικό κλίμα, άρα μεγαλύτερες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας με πιο αργή ωρίμαση, ενώ αντιμετωπίζει συχνά συνθήκες παγετού. Αντίθετα, η Mornington έχει ωκεάνιο κλίμα (Maritime) χωρίς ακρότητες, με πιο σύντομη ωρίμαση και χωρίς κίνδυνο παγετώνων, καθώς γειτνιάζει με τον ωκεανό. Στη Yarra Valley τα πρώτα αμπέλια εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1830 και παρά τη μεταναστευτική επιρροή από την ευρώπη, δεν προσβλήθηκαν ποτέ ευρέως από τη φυλλοξήρα. Η  καραντίνα λειτουργεί και οι παραγωγοί όλοι συνεργάζονται, μεταδίδοντας το μήνυμα για την προστασία του αμπελώνα στους επισκέπτες.

Το υψόμετρο φτάνει έως τα 500 μ., γεγονός που δημιουργεί ιδανικές συνθήκες και για την παραγωγή αφρωδών κρασιών. Δεν είναι τυχαίο ότι η γαλλική Moët et Chandon ίδρυσε εδώ την Domaine Chandon australia το 1986. Με την επόμενη επίσκεψή μας, κάναμε και πάλι μια βουτιά στην ιστορία.

YARRA YERING

yarrayering.com

Οδηγώντας μία ώρα βορειοδυτικά της Μελβούρνης, βρεθήκαμε στη Yarra Valley και στο ιστορικό οινοποιείο Yarra Yering. Το επιχειρηματικό μοντέλο είναι απλό, κλασικό και δοκιμασμένο: μικρή παραγωγή, κορυφαία ποιότητα, ακριβές τιμές. Κάθε χρόνο παράγονται περίπου 60.000 φιάλες και από αυτές εξάγεται το 20-25%. Κεντρική θέση κατέχει ο ιδιόκτητος αμπελώνας 280 στρεμμάτων (70 acres), ο οποίος είναι ξηρικός (δεν ποτίζεται), ενώ η ομάδα παραγωγής κλαδεύει τα αμπέλια και τρυγά τα σταφύλια αποκλειστικά με το χέρι. Τα αμπέλια έχουν βόρειο προσανατολισμό και είναι φυτεμένα σε αμμοαργιλώδη εδάφη με χαλικώδες υπέδαφος, που βοηθάει την καλή αποστράγγιση των υδάτων.

Ο οινολόγος Dr Βailey Carrodus, μετά από εκτεταμένες οινικές εξερευνήσεις χρόνων σε Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, και έχοντας εξερευνήσει την περιοχή Yarra Valley για αρκετό καιρό ως καθηγητής του Melbourne university, ίδρυσε το οινοποιείο το 1969, στήνοντας τον αμπελώνα στους πρόποδες των λόφων Warramate. το 1973 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά δύο κλασικά κρασιά: ένα bordeaux blend με την ονομασία Dry red Wine no.1 και ένα χαρμάνι με ποικιλίες του Βόρειου ροδανού με την ονομασία Dry red Wine no.2. Τα επόμενα 35 χρόνια, ο Dr Carrodus έχτισε τη μοναδική φήμη της Yarra Yering, η οποία συνοδεύτηκε και από την ανάλογη εμπορική επιτυχία. Πριν από δέκα χρόνια, το 2008, ο Dr Carrodus απεβίωσε και το οινοποιείο ανέλαβαν δύο επιχειρηματίες, αμφότεροι φανατικοί θαυμαστές της Yarra Yering. Συνέχισαν να διοικούν το οινοποιείο με τις ίδιες αρχές και φιλοσοφία, ανοίγοντας τον δρόμο για τις επόμενες δεκαετίες. Δοκίμασα τέσσερα κορυφαία τους κρασιά, την οινοποιητική ευθύνη των οποίων έχει αναλάβει η Sarah Crowe, οινοποιός της χρονιάς 2017, σύμφωνα με τον οινοκριτικό James Halliday.

Dry White Wine No. 1 2016 (78% Semillon, 22% Chardonnay)

Πολύ ωραίο, ευγενές, κρεμώδες κρασί με αρώματα που θυμίζουν ροδάκινο, ζύμες, αμυγδαλόπαστα. ύψηλή οξύτητα, όγκος στο στόμα, γεμάτο στόμα, μακρά επίγευση. ταυτόχρονα αυτολυτικό, αλλά και φινετσάτο. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €34,00

Dry Red Wine No. 3 2016
(45% Touriga Naçional, 28% Tinta Cão, 9% Tinta Roriz, 7% Tinta Amarela, 7% Alvarelhão & 4% Sousão)

Πυκνά μαύρα και κόκκινα φρούτα, αποξηραμένα σταφύλια (σταφίδες), ποτ πουρί, πιπεριές και μπαχαρικά. Υψηλή οξύτητα, υψηλές τανίνες, 14% abv, γεμάτο σώμα, μέ- τρια (+) επίγευση. Ένα πολύ δυνατό χαρμάνι από γνωστές και λιγότερο γνωστές ποικιλίες της Πορτογαλίας. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €65,00

Dry Red Wine No. 2 2016 (95% Shiraz, 2% Viognier, 2% Mataro, 1% Marsanne) Πυκνά φρούτα, μαύρα μούρα, πιπέρι, ορυκτότητα, δρυς, καινούργιο δέρμα. ύψηλή οξύτητα, υψηλές τανίνες, χυμώδες και ώριμο, με εξαιρετική δομή. Αλκοόλ 14,2%, αλλά και πάλι πολύ εύκολο και ευχάριστο να καταναλωθεί λόγω ισορροπίας. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €65,00

Dry Red Wine No. 1 2016 (Cabernet Sauvignon 66%, Merlot 16%, Malbec 15%, Petit Verdot 3%)

Ό,τι πιο κοντά στο Bordeaux μπορεί κανείς να φανταστεί. Κόκκινα και μαύρα μούρα, μελάνι, γραφίτης, ξύσματα μολυβιού, δρυς, μπαχαρικά. Υψηλή οξύτητα και αλκοόλ (14%), υψηλές τανίνες και γεμάτο σώμα. Ήδη υπέροχο, αν και σε δύο τρία χρόνια θα ανταμείψει την υπομονή μας. Τιμή λιανικής κατά προσέγγιση: €75,00

Η περιπέτειά μας έφτασε στο τέλος της! Τέσσερις περιοχές, 460 χιλιόμετρα οδήγη σης, έξι οινοποιεία, 52 κρασιά, μαγευτική φύση, απίστευτες εικόνες και άνθρωποι γέμισαν το κάδρο της οινικής μας εξόρμησης στην Αυστραλία. Παραφράζοντας, λοιπόν, τους The Kinks:

Just get a plane and come to australia!

Σαντορίνη, Τρύγος 2018 | Λέων Καράτσαλος, Συνιδιοκτήτης και Διευθύνων Σύμβουλος της Γαίας Οινοποιητική

Για μία ακόμη χρονιά ο τρύγος στη Σαντορίνη ήταν δύσκολος. Η βασική αιτία ήταν η συνολικά μειωμένη παραγωγή του αμπελώνα. Θα προσπαθήσω να σχολιάσω με λίγα λόγια τους λόγους που οδηγούν στην έλλειψη πρώτης ύλης:

●  Οι μειωμένες φθινοπωρινές και χειμερινές βροχοπτώσεις τα τελευταία χρόνια έχουν αποδυναμώσει τον αμπελώνα, ο οποίος είναι μεγάλος σε ηλικία και χρειάζεται ανανέωση. Χρονιές με άφθονο σταφύλι γίνονται ολοένα και σπανιότερες. Η μέση παραγωγή ανά στρέμμα δεν ξεπερνά ποτέ τα 200-300 κιλά και η συνολική παραγωγή του νησιού τους 2.500 τόνους Ασύρτικου.

●  Η έλλειψη νέων φυτεύσεων, λόγω της στρεβλής (υποτίθεται κοινωνικής) πολιτικής που εφαρμόζεται στη διανομή των νέων δικαιωμάτων φύτευσης. Προ- τεραιότητα δίνεται στους καλλιεργητές που διαθέτουν 5 στρέμματα (ιδιόκτητα ή ενοικιαζόμενα), ενώ τιμωρούνται οινοποιητικές επιχειρήσεις που βέβαια διαθέτουν περισσότερα από 5 στρέμματα, αφού αυτή είναι η δουλειά τους! Αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επενδύσουν σε νέους αμπελώνες ώστε να μεγαλώσει η παραγωγική ικανότητα της ζώνης, όπως απαιτεί η μεγάλη ζήτηση, ενώ περίπου το 40% των δικαιωμάτων νέων φυτεύσεων μένει αχρησιμοποίητο, καθώς έχει διανεμηθεί σε μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν τα εφάρμοσαν…

Αυτός ο κύκλος εννοείται ότι επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και ισχύει για όλες τις αμπελουργικές ζώνες της ελλάδας, όχι μόνο για τη Σαντορίνη! Σχετικά με τη διανομή αυτής της περιορισμένης ποσότητας πρώτης ύλης θα ήθελα να αναφέρω τα εξής:

● Νέοι παραγωγοί έρχονται στο νησί της Σαντορίνης για να πάρουν μερίδιο από τα παραγόμενα σταφύλια και από τη δόξα που προσφέρει πλέον η παραγωγή ενός κρασιού από το νησί.

● H πρόσφατη πολιτική φορολόγησης των αγροτών έχει ξεσηκώσει όχι και τόσο πολύ θύελλα διαμαρτυριών, αλλά κυρίως θύελλα απαιτήσεων για παράδοση σταφυλιών χωρίς τιμολόγια… ή αγαπημένη επιλογή των νεοελλήνων όλων των αποχρώσεων και ιδεολογιών.

Εν τέλει, οι επιπτώσεις από την έλλειψη πρώτης ύλης οδηγούν σε έναν ιδιότυπο ελληνικό ανταγωνισμό:

Ο αλλοπρόσαλλος ελληνικός χαρακτήρας μας εμφανίζεται πανηγυρικά στην περίπτωση της επιτυχίας του brand name «assyrtiko by Santorini». Έντονος ανταγωνισμός χωρίς λογική, αλλά πλούσιος σε συναισθηματικές επιρροές/αντιδράσεις, οδήγησε σε αλόγιστη αύξηση της τιμής του σταφυλιού έως και 5 €/κιλό για το 2018. Δυστυχώς, οι Έλληνες οινοπαραγωγοί στο νησί δεν ανταγωνίζονται στο πεδίο της ποιότητας παραγωγής ή της πώλησης του κρασιού, αλλά στο επίπεδο του ποιος είναι πιο μάγκας, και η λογική να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα (που πολλές φορές είναι και ξάδερφος) κυριαρχεί. Χτυπήματα κάτω από τη μέση είναι στην ημερήσια διάταξη! Ο ανώριμος και σε λάθος πεδίο ανταγωνισμός έχει οδηγήσει στην αύξηση της μέσης τιμής αγοράς σταφυλιού και κατά συνέπεια της πώλησης του κρασιού στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή αγορά, κατά 60% περίπου τα τελευταία 3-4 χρόνια.

Η συμμετοχή του σταφυλιού στο τελικό κόστος της φιάλης είναι στο 65%!!! Και έτσι η τιμή μιας φιάλης Ασύρτικου από τη Σαντορίνη την επόμενη χρονιά θα είναι στο ίδιο επίπεδο με μια burgundy Premier Cru! Όμως, παρά τη σαφή βελτίωση της αναγνωρισιμότητας του brand name «assyrtiko by Santorini», απέχει αρκετά από αυτό της Βουργουνδίας. Το ρίσκο μεγάλο, η πραγματικότητα θα δείξει ποιος θα τα καταφέρει. Επίσης, ανησυχητικά είναι τα σημάδια στην αγορά των ΠΟΠ κρασιών της Σαντορίνης.

Την ίδια περίοδο που αντιμετωπίζουμε αυτή την αύξηση στην τιμή της πρώτης ύλης (σε 4 χρόνια από 1,2 € σε 5 €/κιλό), προκαλεί απορία το ότι στις ημέρες μας μπορεί να βρει κάποιος στα ράφια των ΗΠΑ και του Καναδά κάποια ΠΟΠ κρασιά από τη Σαντορίνη στα 13-14$, όταν τα περισσότερα είναι στα 30-40$ η φιάλη. Είναι γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να επηρεάσει πολύ τις λιανικές τιμές με επιλογή των λιανεμπόρων (super markets, wine store chains, web shops). Αυτά όμως γίνονται εκεί όπου υπάρχει έντονος ανταγωνισμός. Τα κρασιά της Σαντορίνης μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανταγωνίζονται ισχυρά στην Ελληνική αγορά, αλλά στις ΗΠΑ είμαι σίγουρος ότι κανένας λιανέμπορος δεν θα έμπαινε στον κόπο να πουλάει με πολύ μικρό περιθώριο κέρδους ένα κρασί που ελάχιστοι καταναλωτές γνωρίζουν. Στον καναδά δε, όπου ο λιανέμπορος είναι το κρατικό μονοπώλιο, προκαλεί γέλια η οποιαδήποτε συζήτηση περί μείωσης του περιθωρίου κέρδους του. Άρα τι συμβαίνει; Quiz.

Σύντομα στη Σαντορίνη θα δούμε επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Θα επιβιώσουν οι υγιείς επιχειρήσεις ή αυτοί που χειρίζονται και μεθοδεύουν καλύτερα τον άρρωστο ανταγωνισμό; Μεγάλο στοίχημα… g

Οινοποιείο Μπουτάρη, Μαντινεία | κείμενο Θάλεια Καρτάλη & Πηνελόπη Κατσάτου| issue 11

Ξεκινώντας εκείνο το ηλιόλουστο Σεπτεμβριάτικο πρωινό για τη Μαντίνεια, με τη θερμοκρασία να αγγίζει τους 35 βαθμούς, δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς τι μας περίμενε. Οδηγούσαμε προς μία από τις πιο γνωστές οινοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας, με προορισμό έναν από τους πιο ιστορικούς αμπελώνες της χώρας μας, μην περιμένοντας και ιδιαίτερες εκπλήξεις – το Μοσχοφίλερο, άλλωστε, είναι ένα κρασί που το γνωρίζουμε καλά. Ή έτσι νομίζαμε. Στο μυαλό μας ο τρύγος, που επρόκειτο να ξεκινήσει στα τέλη του μήνα για τα μοσχοφίλερα, αλλά είχε μόλις αρχίσει για κάποιες άλλες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή. Μας υποδέχθηκε ένας τόπος μαγικός, όλη η ομορφιά της καρδιάς της Πελοποννήσου συμπυκνωμένη, και μια ομάδα ανθρώπων πρόθυμων να μοιραστούν μαζί μας εμπειρίες και γνώση δεκαετιών. «Νομίζουμε ότι θα πάμε καλά, παρά το γεγονός ότι οι πολλές βροχοπτώσεις του φετινού καλοκαιριού δημιούργησαν προβλήματα με ασθένειες», μας εξηγεί ο οινολόγος του κτήματος, Αλέξανδρος Τζαχρίστας, αναφερόμενος στις συνθήκες του φετινού τρύγου, ενώ θαυμάζουμε το τοπίο από την κορυφή των 50τονων δεξαμενών, που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο του οινοποιείου. Από εκεί πάνω μπορεί κανείς να δει τον αμπελώνα των 35 εκταρίων στον οποίο γεννήθηκε το Μοσχοφίλερο και, χάρη στο όραμα της εταιρείας μπουτάρη, όχι απλώς διασώθηκε, αλλά και αποτελεί εδώ και χρόνια μία από τις ποικιλίες-πρεσβευτές της ελλάδας στο εξωτερικό (μαζί με το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο).

Η ιστορία του οινοποιείου ξεκινά το 1927, όταν στην περιοχή κυριαρχούσε η εταιρεία Καμπάς. Η εξαγορά της καμπάς από την εταιρεία Μπουτάρη το 1991 σηματοδότησε μια νέα αρχή για την περιοχή της Μαντινείας, με την άφιξη του έμπειρου οινολόγου Γιάννη Βογιατζή, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα ο επικεφαλής οινολόγος της εταιρείας και ο άνθρωπος που γνωρίζει το Μοσχοφίλερο και τις δυνατότητές του όσο λίγοι. Ο ιστορικός αμπελώνας αποτελείται σήμερα από 700 στρέμματα με φυτεύσεις Μοσχοφίλερου και κάποιων ξένων ποικιλιών, με τα παλαιότερα αμπέλια να φθάνουν την ηλικία των 48 ετών.

Καθισμένοι όλοι γύρω από ένα υπέροχο τραπέζι που στήθηκε κάτω από τη μεγάλη καρυδιά στην καρδιά του αμπελώνα, είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τα κρασιά που παράγονται στο συγκεκριμένο Οινοποιείο, συνοδεία εκλεκτών πιάτων για τα οποία είχαν φροντίσει οι οικοδεσπότες μας. Στο τραπέζι ακουμπισμένα τσαμπιά από Μοσχοφίλερο, Chardonnay, Gewürztraminer και Riesling, που ο γεωπόνος του κτήματος Παρασκευάς Ευαγγελίου είχε την καλοσύνη να κόψει από τα γύρω αμπέλια, για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασιν τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ σταφυλιών που ανήκουν σε αρωματικές ποικιλίες. Δίπλα μας, το κτίσμα του παλαιού πατητηριού, το οποίο χρονολογείται και αυτό από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μάρτυρας της μακράς οινικής ιστορίας της περιοχής. š

Οι υπέροχες γεύσεις από τα τοπικά χόρτα, τα περιβολίσια αχνιστά, όπως τα ονομάζουν στην περιοχή, τη χορτόπιτα και τους ντολμάδες έδεσαν τέλεια με το σήμα κατατεθέν του οινοποιείου, το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη, ένα κρασί κλασικό, απλό και εύκολο, που γεννήθηκε, όπως μας είπε ο κ. Βογιατζής, για να εκφράσει με απλό και άμεσο τρόπο την αρωματική ποικιλία της μαντινείας.

Η επιλογή της προβολής της ποικιλίας στην ετικέτα ήταν και αυτή μια καινοτομία την εποχή που η ίδια η εταιρεία είχε επιλέξει να προβάλει στις φιάλες της την Ονομασία Προέλευσης. Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, το συγκεκριμένο μοσχοφίλερο ωστόσο παρέμεινε σταθερή αξία, «κατακτώντας τη δική του θέση στη συνείδηση του καταναλωτή και στην αγορά του κρασιού», σύμφωνα με τον κ. Βογιατζή. Πέρασαν πολλά χρόνια και αρκετοί πειραματισμοί μέχρις ότου αποφασισθεί να μπει στην αγορά ένα ακόμη κρασί από την ίδια ποικιλία, το Οροπέδιο, μια διαφορετική έκφραση του Μοσχοφίλερου, ένα κρασί πιο πολύπλοκο, περασμένο από διακριτικό βαρέλι, αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης των δημιουργών του για τη συγκεκριμένη ποικιλία. Οι Πειραματικοί Οίνοι, Χωρίς θειώδη, που ακολούθησαν –έμπρακτη απόδειξη της αγάπης της εταιρείας Μπουτάρη για τους πειραματισμούς– στάθηκαν αφορμή να ανοίξει γύρω από το τραπέζι μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με τα φυσικά κρασιά, αν και το συγκεκριμένο, όπως επέμειναν οι εμπνευστές του, δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή. Ένα κρασί με όλη την τυπικότητα του Μοσχοφίλερου, εμπλουτισμένη με έντονο αρωματικό προφίλ.

Η μεγάλη μας έκπληξη, ωστόσο, ήταν μια νέα ετικέτα, η οποία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη, ένα single vineyard Μαυροφίλερο, το οποίο είναι κλώνος του Μοσχοφίλερου. Το χρώμα του, πολύ πολύ απαλό ροζ, που θα μπορούσε εύκολα να το κατατάξει κανείς και στα λευκά –αποτέλεσμα των εκχυλίσεων–, δίνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το ώριμο Μοσχοφίλερο, που αποτελεί μια «πιο κόκκινη και μοσχάτη» προσέγγιγη της συγκεκριμένης ποικιλίας.

Το… άτυπο σεμινάριό μας γύρω από το Μοσχοφίλερο συνεχίστηκε με τη δοκιμή αφρώδους και γλυκού κρασιού από λιαστά σταφύλια, τα οποία συνόδευσαν το επιδόρπιό μας και έκλεισαν το υπέροχο αυτό γεύμα. Κάποιοι ίσως βιαστούν να πουν ότι η οινοπαραγωγή στην Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ από την εποχή που η εταιρεία Μπουτάρη πρωτολανσάρισε στην αγορά το Μοσχοφίλερο, αποφασίζοντας να ανοιχτεί στην παραγωγή λευκών οίνων.

Πράγματι. Όμως, η επίσκεψη στο ιστορικό οινοποιείο μάς απέδειξε ότι κάποιες αξίες μπορούν να εξελιχθούν μέσα στον χρόνο, παραμένοντας σταθερές. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το όραμα ανθρώπων πρωτοπόρων που εδώ και δεκαετίες εργάζονται αδιάκοπα με πάθος και συνέπεια αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη του Ελληνικού κρασιού.

RIOJA | Ταξίδι στη χώρα των Βάσκων | επιμέλεια Grape – Στέλιος Μπουτάρης |τεύχος 9

To Bodegas Ysios σχεδιάστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα  Santiago Calatrava., ως ναός του κρασιού (visitas.pernodricardbodegas.com)

Μόνο και μόνο η φράση «θα πιω μια Rioja» τα λέει όλα, εξάλλου το διάσημο κρασί για πολλούς είναι η Ισπανία σε ένα ποτήρι. Μερικά από τα καλύτερα κρασιά παγκοσμίως παράγονται στην ευλογημένη αυτή περιοχή της Μεσογείου, που συνδυάζει ιδανικό κλίμα, αμέτρητους αμπελώνες ανάμεσα στα βουνά και μια οικονομία που βασίζεται στον οινοτουρισμό. Τα περισσότερα οινοποιεία της Rioja αποτελούν μικρά –ή μεγαλύτερα– αρχιτεκτονικά θαύματα, αφού κορυφαίοι αρχιτέκτονες έχουν κληθεί να σχεδιάσουν πρωτοποριακά κτίρια που σέβονται και αναδεικνύουν τη σπουδαία οινική παράδοση της περιοχής, ενώ και η τοπική κουζίνα συνιστά έναν μοναδικό γαστρονομικό προορισμό. Ο Στέλλιος Μπουτάρης ταξίδεψε πρόσφατα στην αγαπημένη Rioja και μας μεταφέρει την εμπειρία του, μέσα από τα μάτια ενός τρίτης γενιάς οινοποιού. Τι δοκίμασε, τι είδε, τι ζήλεψε, όλα σε ένα βιωματικό κομμάτι για την περιοχή, γραμμένο με τον λόγο ενός ταξιδιώτη με εμπειρία… Πρώτα πρώτα, όμως, ας γνωρίσουμε καλύτερα τη διάσημη περιοχή.

Iστορία ―Η  ιστορία της σύγχρονης La Rioja άρχισε το 1860, όταν ο μαρκήσιος Camilo Hurtado de amézaga επέστρεψε στη χώρα μετά από παραμονή στο bordeau, οπλισμένος με νέες ιδέες, νέα σταφύλια και, το σημαντικότερο απ’ όλα, με καινούργια δρύινα βαρέλια. Με τη βοήθεια ενός ομότιμού του μαρκήσιου έφτιαξαν κρασιά τα οποία άγγιξαν τιμές που δεν μπορούσαν να φανταστούν ποτέ στην περιοχή. Αρχικά βοήθησαν τους ντόπιους αμπελουργούς να προμηθευτούν εισαγόμενες ποικιλίες, στη συνέχεια όμως έκπληκτοι αντιλήφθηκαν ότι οι τοπικές ποικιλίες και ιδιαίτερα μία απ’ αυτές, το τempranillo, έδινε εξαιρετικά αποτελέσματα. Το 1991 η Rioja πέρασε στην κατηγορία DOC (denominacion de origen Calificada), ανώτερη κατηγορία από την do (denominacion de origen). Έτσι, πλέον υπόκειται σε μια πολύ αυστηρή νομοθεσία, δείχνοντας την ποιότητά της.

Οι ποικιλίες Στις φυτεύσεις κυριαρχούν τα μαύρα σταφύλια, με το Τempranillo να είναι ο βασιλιάς. Αποτελεί το βασικό σταφύλι τόσο στη φύτευση (περίπου το 61% της επιφάνειας) όσο και στα περισσότερα χαρμάνια, όπου και δίνει αρώματα κόκκινων φρούτων και μέτριο επίπεδο τανινών, ενώ επωφελείται από το σώμα και το αλκοόλ που προσφέρει η Garnacha, η οποία δίνει καλύτερα αποτελέσματα στη Rioja baja. Προκειμένου να ωριμάσει, χρειάζεται ζεστό και παρατεταμένο φθινόπωρο και προσφέρει στα χαρμάνια φινέτσα, υπό την προϋπόθεση ότι το κρασί θα παλαιώσει.

Οι ποικιλίες Mazouelo και Graciano καλλιεργούνται σε περιορισμένο βαθμό και έχουν υποστηρικτικό ρόλο στα χαρμάνια. Tα κρασιά της Rioja μπορούν να παράγονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το στυλ που επιθυμεί ο οινοπαραγωγός. Ερυθρά κρασιά που προορίζονται για κατανάλωση όσο είναι νεαρά μπορεί να έχουν υποστεί semi-carbonic maceration, ώστε να έχουν ζωντανά αρώματα κόκκινων φρούτων και χαμηλό επίπεδο τανινών. Πρόκειται για κρασιά φτιαγμένα για μακρά ωρίμαση. Tα σταφύλια γυρίζονται, συνθλίβονται και ζυμώνονται με τον παραδοσιακό τρόπο. Ορισμένοι παραγωγοί χρησιμοποιούν επιθετικές τεχνικές διαχείρισης καπέλου και εκτεταμένη εκχύλιση για να παράγουν κρασιά με πυκνότητα, βαθύ χρώμα και γεμάτα αρώματα φρούτων. Η δρύινη ωρί- μαση παίζει καθοριστικό ρόλο. Παραδοσιακά, τα κρασιά ωρίμαζαν σε αμερικανική δρυ και συχνά είχαν έντονα αρώματα βανίλιας. Πολλοί παραγωγοί σήμερα χρησιμοποιούν δρυ από τη γαλλία ή από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον για ένα μέρος των κρασιών τους, δίνοντας έτσι πιο διακριτικά αρώματα μπαχαρικών.

Οκτώ λευκές ποικιλίες επιτρέπονται σήμερα για χρήση στα λευκά κρασιά. Στη Rioja η πιο πολυφυτεμένη ποικιλία είναι η Viura, της οποίας το κρασί πίνεται φρέσκο, αλλά μπορεί και να παλαιώσει. Παραδοσιακά, τα λευκά κρασιά ωρίμαζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην αμερικανική δρυ και αποκτούσαν βαθύ χρυσό χρώμα και αρώματα ξηρών καρπών. Αυτά τα κρασιά με εσκεμμένη οξείδωση δεν προτιμώνται πια από τους σημερινούς καταναλωτές. Tα μοντέρνα λευκά παράγονται με ελάχιστη επαφή με το οξυγόνο, προκειμένου να διατηρήσουν τη μέγιστη ποσότητα φρούτου.š

Γεωγραφία : H Rioja χωρίζεται σε τρεις διακριτές υποπεριοχές, οι οποίες βρίσκονται γύρω από την πόλη Logrono. Rioja alavesa βρίσκεται δυτικά, στη βόρεια όχθη του ποταμού ebro, στους πρόποδες των καντάβριων ορέων. Tα κρασιά είναι μάλλον τα ελαφρύτερα της ζώνης και συχνά έχουν την περισσότερη φινέτσα. H μεγαλύτερη υποπεριοχή Rioja Αlta βρίσκεται στα δυτικά του Logrono. Οι αμπελώνες είναι φυτεμένοι σε ποικιλία υψομέτρων, από 500 μέχρι 800 μ., με το κλίμα να μετριάζεται από τον Ατλαντικό. H υποπεριοχή Rioja baja βρίσκεται στα ανατολικά. Εδώ το κλίμα είναι λιγότερο ωκεάνιο, με πιο θερμά καλοκαίρια και πιο βαρείς χειμώνες.

Η μάχη του κρασιού

Κάθε χρόνο στις 29 Ιουνίου πραγματοποιείται στη Rioja η La batalla de Vino ή αλλιώς η μάχη του κρασιού. Σύμφωνα με την παράδοση, αρχικά ξεκίνησε σαν μια διαμάχη για τη γη μεταξύ δύο γειτονικών χωριών, στην πορεία όμως εξελίχθηκε σε γιορτή του κρασιού. Ο δήμαρχος της πόλης Haro, καβάλα σε ένα άλογο, οδηγεί ανθρώπους ντυμένους στα λευκά. Οινοπαραγωγοί, οι οικογένειές τους, τουρίστες και όποιος άλλος θέλει παίρνει μέρος σε αυτή τη γιορτή. Οι συμμετέχοντες «οπλίζουν» ό,τι δοχείο βρουν, από ψεκαστήρια έως και νεροπίστολα, και κυριολεκτικά λούζουν ο ένας τον άλλο χορεύοντας κάτω από μια βροχή κρασιού. και σπάνια η γιορτή σταματά εκεί, αφού η συνέχεια του θεάματος περιλαμβάνει συνήθως και ταυροδρομίες. το γλέντι τελειώνει με παραδοσιακό φαγητό.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ, ΟΙΝΟΠΟΙΟΣ

Ήταν να πάμε στο Μαρόκο. Οικογενειακώς. Tα παιδιά ήταν στο όριο να μας ακολουθούν. Είκοσι ένα, είκοσι και δεκαεπτά, ίσως να ήταν το τελευταίο ταξίδι όλοι μαζί, αυτοί ως παιδιά κι εμείς ως γονείς! Tο επόμενο σίγουρα θα είχαμε μαζί και κανέναν γαμπρό, καμιά νύφη, μπορεί και κανένα κουτσούβελο! Kάτι όμως δεν μου πήγαινε. Να πάω σε κανένα resort αραχτός όλη μέρα, άντε και ένα τριήμερο στην έρημο, και καμιά βόλτα στο παζάρι. ώραίο μεν, όμως κάτι δεν κολλούσε…

Πέταξα την ιδέα να πάμε στο San Sebastian! Γαστρονομικός τουρισμός! Τα παιδιά, ευτυχώς, έχουν πάρει από μένα και πετάνε τη σκούφια τους για το καλό φαγητό. Κακομαθημένα; Ναι! καλοταϊσμένα; Επίσης ναι! Έτσι, λοιπόν, ξεχάστηκε το Μαρόκο σε χρόνο μηδέν και αποφασίστηκε η Ισπανία. Tο τερπνόν μετά του ωφελίμου! Guggenheim Museum στο bilbao, εξαιρετικά εστιατόρια στο San Sebastian, μια βόλτα και στη Rioja! Kαι το πιο σημαντικό; Ένα Σαββατοκύριακο στο ξενοδοχείο του Marques de Riscal που σχεδίασε ο Frank Gehry και, από μικρό παιδί, ο γιος μου κάπου το είχε δει και με παρακαλούσε να πάμε να μείνουμε! Με έναν σμπάρο δέκα τρυγόνια!

Εννοείται ότι από τη στιγμή που αποφασίστηκε η Ισπανία, ο κλήρος έπεσε σ’ εμένα να κανονίσω τα πάντα. Το χειρότερό μου! Ως μεγάλος κακομαθημένος, ήμουν πάντα τυχερός και η γυναίκα μου, η Μαρία μου, τα κανόνιζε όλα. Τώρα, έπρεπε να αναλάβω δράση. Να κλείσω ξενοδοχεία, εστιατόρια και επισκέψεις στα οινοποιεία. για μένα εφιάλτης… ή εμπειρία μου, μοναδική. Θα ανοίξω γραφείο ταξιδίων! Αν και μάλλον δεν χρειάζεται. Όλα τα εστιατόρια είχαν websites αναλυτικά. Τα ξενοδοχεία, δεν το συζητάω, απίθανο concierge, προτάσεις, βοήθεια σε όλα τα θέματα, χαλί να τα πατήσεις! τα οινοποιεία, άμεσες απαντήσεις. Οικονομικά; Όχι! Με ευελιξία; Πάλι όχι! Όταν όμως εξυπηρετείς πάνω από πέντε εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο, δεν είναι και πολύ εύκολο…

Περάσαμε μια μοναδική μέρα στο Guggenheim Museum στο bilbao. Το μουσείο αυτό είναι μοναδικό! Έχει έναν τρόπο να σε κρατάει μέσα του. Πήγαμε στις 11 το πρωί και φύγαμε στις 6 το απόγευμα. Δεν έχει ξαναγίνει. Δεν θέλαμε να φύγουμε. την επομένη, βόλτα στην πόλη, tapas σε ένα μικρό γωνιακό μαγαζί, από τα χιλιάδες που έχει. Μου έκαναν πολλή εντύπωση η απλότητα και η ποιότητα του φαγητού. Αναμενόμενο βέβαια στο bilbao, δεν παύει όμως να μας κάνει εντύπωση. Την επόμενη μέρα ήρθε η ώρα της «επαγγελματικής αναζήτησης»! Πρωί πρωί φύγαμε για Rioja. Να σημειώσω ότι οι επισκέψεις που κλείσαμε ήταν μόνο με ραντεβού.

Η δική μας πρακτική, του να περιμένουμε κι όποιος έρθει, δεν ισχύει στη Rioja. Μόνο με ραντεβού, μόνο με είσοδο, και μάλιστα τσουχτερή! Σε ένα οινοποιείο μάς είπαν ότι η είσοδος ήταν 250 ευρώ για ένα μέχρι δέκα άτομα. Δεν πήγαμε! Σε ένα άλλο ζητήσαμε να πάμε να δούμε μόνο, χωρίς γευστική δοκιμή. Μας το αρ- νήθηκαν. Η γευστική δοκιμή είχε δύο, το πολύ τρία κρασιά. Για περισσότερα υπήρχε ξεχωριστή χρέωση στο εστιατόριο του οινοποιείου.

Viña Tondonia

Ξεκινήσαμε στις 10 το πρωί στο Tondonia. Ο καλός μου φίλος κωνσταντίνος Λαζαράκης MW μας είχε κλείσει ViP Tour, ήμασταν εμείς και άλλα δύο ζευγάρια, οινοποιοί στη βόρεια καλιφόρνια. Πρόκειται για ένα από τα πλέον παλιά αλλά και διάσημα οινοποιεία της Ισπανίας. Ο Βάσκος ιδρυτής του έζησε για χρόνια εξόριστος στη γαλλία και επηρεάστηκε από το bordeaux. Το Tondonia έχει αποκτήσει status «cult» οινοποιείου, μια που τα πιο φρέσκα κρασιά λανσάρονται δέκα χρόνια μετά την εσοδεία! Συνεπώς, και μόνο αυτό το γεγονός κάνει τα κρασιά μοναδικά και ιδιαίτερα δημοφιλή στον οινολάτρη! Η κάβα μοναδική, με άπειρα μικρά δωμάτια, μεγάλες σάλες, όλες με παλιά βαρέλια. Αράχνες, μούχλες, σκόνη συντελούν στο απόλυτο τοπίο της κάβας βαρελιών. Βέβαια, για του λόγου το αληθές, αν αυτή η κάβα ήταν σε ελληνικό οινοποιείο, ο υπεύθυνος της κάβας θα είχε απολυθεί! Αυτό όμως που πραγματικά σου κόβει την ανάσα είναι το σύγχρονο παράρτημα του οινοποιείου, σχεδιασμένο από την Ιρακινοβρετανή αρχιτέκτονα Zaha Hadid, σε σχήμα καράφας κρασιού, το οποίο ανεγέρθηκε για να γιορτάσουν τα 125 χρόνια του.

Μuga

Επόμενος σταθμός το οινοποιείο Muga, μεγάλο σχετικά, όπως και σχετικά νέο, μόλις από τις αρχές του 20ού αιώνα. aπλώνεται σε 250 εκτάρια με αμπελώνες και παράγει περίπου 1,5 εκατομμύριο φιάλες ετησίως. Η τρίτη γενιά είναι πολύ ενεργητική, ενώ η οικογένεια απέκτησε χρήματα την εποχή της φυλλοξήρας στο bordeaux, πουλώντας βαρέλια με ισπανικό κρασί στα μεγάλα châteaux, το οποίο γρήγορα μετονομαζόταν σε γαλλικό. Κανείς δεν είναι τέλειος!… Νόστιμα κρασιά, καλή εμφάνιση, επιθετικό marketing, σε πολύ καλές τιμές! Η καθημερινή Rioja, σχεδόν σε όλα τα σούπερ μάρκετ του κόσμου. Μακάρι να είχαμε ένα τέτοιο ελληνικό κρασί, να μας ανοίγει τον δρόμο και να είναι το πρώτο σκαλί για τον μέσο καταναλωτή προκειμένου να ψάξει και τα καλύτερα, πιο δυσεύρετα και πιο «περίεργα» κρασιά μας!

Marques de Riscal

Τέλος, φτάσαμε στο μικρό χωριουδάκι La Guardia, με τον εμβληματικό καθεδρικό ναό να επισκιάζει όλο το χωριό. Στην άκρη του χωριού, το οινοποιείο Marques de Riscal. Κα- λώς ήρθατε στην αριστοκρατία! Οινοποιείο που ανήκει σε παλιά οικογένεια της Μαδρίτης, που έκανε περιουσία στις αρχές του 19ου αιώνα εκδίδοντας εφημερίδες. Όλο το σκηνικό φτιαγμένο για ταινία. Όταν οι ιδιοκτήτες του ισπανικού οινοποιείου Marques de Riscal θέλησαν να γνωρίσουν οι επισκέπτες τους το καινοτόμο πνεύμα και τον κόσμο του κρασιού, επέλεξαν τον διάσημο αρχιτέκτονα Frank Gehry για τα σχέδια του κτιρίου. Η πολυμορφική στέγη του κτιρίου σού κόβει την ανάσα και έρχεται να κάνει την αντίθεση με τη μεγάλη ιστορία του οινοποιείου. Παλιές αποθήκες, το νέο οινοποιείο, οι χώροι επίσκεψης, οι παλιές πτέρυγες, όλα μαζί βγάζουν μια αίσθηση πολυτέλειας, η οποία φαίνεται και στα κρασιά. Φτάνοντας και μόνο στον χώρο του οινοποιείου, είσαι έτοιμος να πληρώσεις ένα 30% παραπάνω από αυτό που αξίζει. Επαγγελματικό tour, δεν ήμασταν «μιλημένοι», δύο κρασιά γευστική. θα μπορούσαμε να ήμασταν και στην καλιφόρνια!…

Μετά από τρία οινοποιεία κι αφού τα παιδιά έκαναν «γαϊδουρινή» υπομονή, τσεκάραμε στο Hotel Marques de Riscal. Έχω πάει σε ωραία μέρη, δεν παραπονιέμαι! Όμως το ξενοδοχείο αυτό μέσα στο οινοποιείο, δίπλα στους αμπελώνες, με αυτή τη μοναδική αρχιτεκτονική, τους υπέροχους χώρος και το απόλυτο service, είναι απλώς ένα must για τον ταξιδιώτη!

Αυτό το υπέροχο πενταήμερο ταξίδι θα μείνει σε όλους μας αξέχαστο. H Rioja είναι ένας από τους καλύτερους οινικούς προορισμούς στον κόσμο. Το bilbao είναι μία από τις Πρωτεύουσες του κρασιού στον κόσμο! Τι είναι αυτό που σου μένει; Με κάποιον τρόπο όλη η περιοχή των Βάσκων, και ιδιαίτερα η περιοχή της Rioja, έχει προσανατολισμό στο κρασί. Μπορείς να οδηγήσεις χιλιόμετρα και το μόνο που θα βλέπεις να είναι αμπέλια. Παλιά, νέα, κούτσουρα, γραμμικά, νέες φυτείες. Κάθε γωνιά έχει να κάνει κάτι με το κρασί, είτε είναι οινοποιείο είτε φτιάχνει κάτι για οινοποιεία ή για αμπέλια. Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν για το κρασί, το πουλάνε, το μιλάνε, είναι υπερήφανοι γι’ αυτό! Το κρασί είναι η ζωή τους, καθημερινό, επίσημο, για κάθε μέρα και για τις γιορτές. Ποιο είναι το κλειδί της επιτυχίας; Με μία λέξη: η παράδοση. Πολλά χρόνια, πολλοί άνθρωποι κάνουν και ζουν με την ίδια νοοτροπία. το κρασί είναι η ζωή τους! ■

ΑΤΤΙΚΟΣ ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ | κείμενο Θάλεια Καρτάλη & Πηνελόπη Κατσάτου | τεύχος 9

Με παράδοση που χάνεται μέσα στους αιώνες, ο αττικός αμπελώνας αποτελεί σημείο αναφοράς για την ιστορία του ελληνικού κρασιού. Από την εποχή της αρχαιότητας μέχρι σήμερα, η Αττική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλλιέργεια της αμπέλου. Tο νήμα κόπηκε, δυστυχώς, με την άναρχη οικιστική ανάπτυξη κυρίως της περιοχής της Μεσογαίας, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά του αττικού αμπελώνα, με αποτέλεσμα σήμερα οι αμπελώνες να βρίσκονται μέσα σε οικιστικές περιοχές, περιτριγυρισμένοι από κτίρια αμφιβόλου αισθητικής και με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται για την αμπελοκαλλιέργεια. H οινοπαραγωγή αποτελούσε ανέκαθεν μέρος της ζωής των κατοίκων της περιοχής –δεν υπήρχε σπίτι χωρίς το δικό του πατητήρι– τροφοδοτώντας την Αθήνα και τα περίχωρά της με πολύ και φθηνό κρασί. «Πονεμένη ιστορία», θα μας πει ένας από τους οινοπαραγωγούς που επισκεφθήκαμε και από τα λεγόμενα όλων αντιλαμβανόμαστε το τεράστιο έργο που έχει η αναλάβει μια δυναμική ομάδα οινοπαραγωγών της περιοχής, όχι μόνο να διασώσουν τη φήμη του «βασιλιά» της Μεσογαίας, Σαββατιανού, αλλά και να αποδείξουν τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει η ποικιλία αυτή. Επισκεφθήκαμε λίγα από τα 30 οινοποιεία που βρίσκονται

Σήμερα στα Μεσόγεια και διαπιστώσαμε τον δυναμισμό, την αφοσίωση και το κέφι αυτών των παραγωγών που με περηφάνια συνεχίζουν την παράδοση των παππούδων τους, δίνοντας, ωστόσο, έμφαση στο ποιοτικό κρασί με καλλιέργειες όχι μόνο Σαββατιανού, αλλά και Ασύρτικου και Μαλαγουζιάς. Δοκιμάσαμε εξαιρετικά κρασιά, αλλά κυρίως ήρθαμε σε επαφή με την ιστορία του τόπου, μέσα από τις συλλογές και τα κειμήλια που με σεβασμό προς τις προηγούμενες γενιές έχουν κρατήσει πολλοί παραγωγοί, με την ελπίδα όχι απλώς να διασώσουν την ιστορία του τόπου τους, αλλά και να τον καταστήσουν πόλο έλξης για τους επισκέπτες

Οινοποιείο Παπαγιαννάκου

Όταν φθάσαμε στο Οινοποιείο Παπαγιαννάκου, λίγα λεπτά έξω από το Μαρκόπουλο, αν και νωρίς για εμάς, συνειδητοποιήσαμε ότι η ημέρα είχε αρχίσει προ πολλού για τους ανθρώπους του κτήματος. Φορτηγά φορτωμένα κασόνια με σταφύλια έφθαναν το ένα πίσω απο το άλλο, άλλη μία μέρα τρύγου είχε προ πολλού ξεκινήσει. Μας υποδέχθηκε χαμογελαστός ο Βασίλης Παπαγιαννάκος, ο οποίος, παρά τον φόρτο της ημέρας, επέμενε να μας ξεναγήσει στους χώρους του οινοποιείου. Ενός οινοποιείου-κόσμημα για την περιοχή, αφού είναι το μοναδικό βιοκλιματικό κτίριο στα Μεσόγεια, το πρώτο βιοκλιματικό οινοποιείο στην Ελλάδα, το οποίο είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έχει άμεση πρόσβαση σε όλους τους χώρους παραγωγής, χωρίς να παρεμποδίζεται η διαδικασία της οινοποίησης. Στο ισόγειο συναντά κανείς το πωλητήριο και καλαίσθητους χώρους υποδοχής, οι οποίοι συχνά φιλοξενούν εκδηλώσεις, ενώ το υπόγειο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην παραγωγή. Ένα ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ ισογείου και υπογείου έχει σχεδιαστεί για να φιλοξενεί γευσιγνωσίες, με θέα τον αμπελώνα αλλά και την κάβα παλαίωσης.

Ο Βασίλης Παπαγιαννάκος είναι ένας άνθρωπος που δεν κουράζεται ποτέ να συζητά για τον αττικό αμπελώνα και τις δυνατότητές του. Ευγενικός, μιλάει με πάθος για τη γη αυτή, την αυθεντικότητα και την ιστορία της. γέννημα-θρέμμα της περιοχής, γνωρίζει από πρώτο χέρι τις δυνατότητες των ποικιλιών που ευδοκιμούν εδώ, και κυρίως του Σαββατιανού, του βασιλιά της Αττικής. Στους αμπελώνες του καλλιεργεί και άλλες ποικιλίες, όπως Ασύρτικο Sauvignon blanc, και Μαλαγουζιά από λευκές, Μerlot, Αγιωργίτικο και Cabernet Sauvignon από ερυθρές. Ανήκει στην ομάδα εκείνη των οινοποιών που με την επιμονή και τη συστηματική δουλειά κατάφεραν να αναδείξουν τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει το Σαββατιανό. Από τη δεκαετία του ’90, υιοθετώντας σύγχρονες τεχνικές οινοποίησης και με μεγάλο σεβασμό στο μοναδικά αυθεντικό, όπως το χαρακτηρίζει, terroir της Αττικής, κατάφερε να αναδείξει και τη μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης που διαθέτει η ποικιλία.

Κτήμα Ρωξάνης Μάτσα

Απλώς μια αποκάλυψη για εμάς που περνούσαμε πρώτη φορά το κατώφλι του ιστορικού Κτήματος της περιοχής της Κάντζας, το οποίο ανήκε στον «πατριάρχη» της Μεσογαίας Ανδρέα Καμπά, όνομα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του ελληνικού κρασιού. Τι να πρωτοπεριγράψουμε; Το χειμαρρώδη λόγο και την εκρηκτική προσωπικότητα της Ρωξάνης Μάτσα, δισεγγονής του αδελφού του Καμπά, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της περιήγησής μας στο Κτήμα μάς μιλούσε με πάθος για πρόσωπα και πράγματα;  Το ίδιο το κτήμα, το οποίο είναι ένας παράδεισος μέσα σε μια κακοποιημένη οικιστικά περιοχή, με τον υπέροχο «παλαιομοδίτικο», όπως μας τον χαρακτήρισε, κήπο με υπεραιωνόβια δέντρα και το σιντριβάνι με το αγαλματάκι, δώρο του Κουρτάκη, τις άριστα οργανωμένες αποθήκες, τα «υποστατικά», το ιστορικό σπίτι στο οποίο μένει από το ’76 και φυσικά το οινοποιείο, εκεί όπου παράγει το αγαπημένο της Σαββατιανό αλλά και την εκλεκτή Μαλαγουζιά, στην εξάπλωση της οποίας έχει συμβάλει όσο λίγοι;

Στην είσοδο του κτήματος μας υποδέχεται ένα θαλασσί 2CV, στο οποίο επιβιβαζόμαστε για να κάνουμε τον γύρο των 122 στρεμμάτων του ιδιόκτητου βιολογικού αμπελώνα. Είναι η βόλτα που κάνει και η ίδια κάθε μέρα του χρόνου, εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Όλο το Κτήμα το φροντίζει μόνη της, είναι «πολλή δουλειά χωρίς λεφτά, αλλά είναι τρόπος ζωής», όπως μας λέει. Μας μιλάει με τα πιο θερμά λόγια για τη συνεργασία της με την εταιρεία Μπουτάρη, η οποία ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80. Πίσω στο οινοποιείο, δοκιμάζουμε από τη δεξαμενή Σαββατιανό και Ασύρτικο, Μαλαγουζιά και Syrah. H επίσκεψή μας ολοκληρώνεται με ένα απολαυστικό γεύμα κάτω από τη μουριά και την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε την άνοιξη, όταν θα είναι όλα ανθισμένα, γιατί «η φύση τώρα είναι στα χειρότερά της, τα έχει δώσει όλα και ξεκουράζεται».

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ ΚΡΑΣΊ

Κτήμα Βασιλείου

Ένας ψηλός, επιβλητικός άνδρας με λευκά μαλλιά μάς υποδέχεται, καλωσορίζοντάς μας στο κτίριο του οινοποιείου του κτήματος. Είναι ο Γιώργος Βασιλείου, οινολόγος με σπουδές στη Βουργουνδία που ανήκει στη γενιά εκείνη των οινολόγων που έκαναν την επάνασταση στο ελληνικό κρασί τη δεκαετία του ’90. Με μακρά οικογενειακή παράδοση –«γεννήθηκα μέσα σε ένα βαρέλι, κάτω από μια κληματαριά και η μαμά μου στο μπιμπερό αντί για γάλα έβαζε κρασί», μας λέει γελώντας. Είναι από τους πρώτους οινοποιούς της περιοχής που στράφηκαν προς το ποιοτικό κρασί. «Είναι μια δουλειά που πρέπει να την ερωτευτείς, αλλά όχι σφόδρα», λέει με ύφος σοβαρό, τονίζοντας ότι: «ή ιστορία της περιοχή μας είναι μια πονεμένη ιστορία», συμπληρώνοντας και εκείνος με τη σειρά του την εικόνα που έχουμε για την «κακοποίηση» που έχουν υποστεί τα Μεσόγεια τις τελευταίες δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, με επιμονή και υπομονή, και συνοδοιπόρο τον επίσης οινολόγο Δημήτρη Φακορέλη, ο Γ. Βασιλείου έχει καταφέρει να αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα στην εξέλιξη των κρασιών που παράγει ο Αττικός αμπελώνας. Το Σαββατιανό Fumé του 2015 και του 2011 τα οποία δοκιμάσαμε αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τι να πούμε βέβαια και για το Ασύρτικο του 1997, ένα κρασί προερχόμενο από κλώνο Ασύρτικου της Ρωξάνης Μάτσα, το οποίο «άρπαξε» κατά τη διάρκεια της ξενάγησής μας στην υπόγεια κάβα του κτήματος και είχε την καλοσύνη να μας το προσφέρει λίγο αργότερα. Mας εξηγεί με λεπτομέρεια τη διαδικασία αλλαγής των φελλών που έκαναν στις παλαιές φιάλες του Σαββατιανού του 1996, οι οποίες φυλάσσονται στα κελάρια του και αποδεικνύουν στην πράξη τις τεράστιες δυνατότητες παλαίωσης της ποικιλίας αυτής. Φανατικός συλλέκτης, έχει διακοσμήσει την αίθουσα υποδοχής του επισκέψιμου οινοποιείου με αντικείμενα της προσωπικής του συλλογής, από χειροκίνητες αντλίες και στροφυλιές έως και μια μοτοσικλέτα.

Οινοποιείο Άωτον 

Κρυμμένο σε μια γωνιά στο παλιό χωριό της Παιανίας, μέσα σε κάτι στενάκια όπου με δυσκολία περνάει το αυτοκίνητο, βρίσκεται το Οινοποιείο Άωτον. «Μην περιμένετε να δείτε κάτι άλλο, αυτό είναι. Δεν είναι χώρος που μπορεί να δεχθεί επισκέπτες», μας λέει καθώς μας υποδέχεται, υπό βροχήν, ο Σωτήρης Γκίνης. Ένας γλυκομίλητος νέος άνθρωπος, οινολόγος και αμπελουργός, που συνεχίζει την παράδοση των παππούδων του και έχει όραμα να «φτιάξει κρασιά που θα αντέξουν στον χρόνο». Η παραγωγή του, μικρή προς το παρόν, 15.000 με 20.000 φιάλες, αλλά με δυνατότητα να φθάσει και τις 60.000, βασίζεται στον πειραματισμό και στην εμπειρία που αποκτά δουλεύοντας πάνω στο αμπέλι. «Σημασία έχει η ισορροπία στο φυτό. Κάθε χρόνο πρέπει να ρισκάρεις, να βρεις με ποιον τρόπο θα έχει ισορροπία το φυτό. Είναι δύσκολο παιχνίδι, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να μαθαίνουμε». «Εδώ στην Αττική ίσως γνωρίζουμε περισσότερα», μας λέει δείχνοντάς μας το ημερολόγιο που κρατούσε ο παππούς του από το 1934. «Εκεί μέσα είναι γραμμένα όλα». Εδώ βρίσκουμε σημειώσεις για τον περονόσπορο που έπεσε το ’40 και για τους μαυραγορίτες που αγόραζαν στη διάρκεια της κατοχής τα σταφύλια για ένα κομμάτι ψωμί. Όση ώρα μάς μιλάει στεκόμαστε στον υπαίθριο στεγασμένο χώρο όπου διατηρεί τις δεξαμενές οινοποίησης, ενώ μέσα από το μικρό γραφείο του ακούγεται απαλά κλασική μουσική. Συνεργάζεται στενά με τον Γιώργο Βασιλείου, στον οποίο έκανε και την πρακτική του. Πειραματίζεται, όπως μας εξηγεί, με παλιά πατητήρια, τσιμεντένιες δεξαμενές του 1927, ακόμη και με βιοδυναμικές πρακτικές, τρυγώντας με πανσέληνο, για να διαπιστώσει στην πράξη αν οι θεωρίες αυτές ισχύουν. Το 80% των αμπελιών του αποτελούνται από Σαββατιανό, φυτεμένο στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ ένα 20% είναι παλιά αμπέλια, φυτεμένα από τον παππού του τη δεκαετία του ’50. Έχει επίσης φυτεύσεις Ροδίτη και Μαντηλαριάς. Δοκιμάσαμε μια καινούργια ετικέτα, ένα blend Σαββατιανού με Ροδίτη που οινοποιείται με τις οινολάσπες, μία ακόμη πειραματική προσπάθεια του Σωτήρη γκίνη.

Οινοποιείο Παναγιώτου

Μη γνωρίζοντας πού ακριβώς βρισκόμαστε, καθώς έχουμε μπερδευτεί ελαφρώς μέσα στους δρόμους των Μεσογείων, συναντάμε ξαφνικά μπροστά μας έναν αμπελώνα και ένα λευκό φορτηγάκι να μας περιμένει σταματημένο. Από μέσα βγαίνει ο Βασίλης Παναγιώτου, ο οποίος μπαίνει κατευθείαν στο… ψητό: «το ’80 ξεριζώσαμε τα καλά αμπέλια που βρίσκονταν σε υψώματα για να τα κάνουμε μεζονέτες, για να πάρουμε μετά ενισχύσεις για τα αμπέλια του κάμπου…». Αυτά είναι από τα λίγα που έχουν απομείνει, σε προνομιακή θέση, ιδανικά αμπελοτόπια που δροσίζονται από τους ανέμους του Ευβοϊκού. Το Οινοποιείο Παναγιώτου διαθέτει συνολικά 60 στρέμματα, 35 διαφορετικά αμπελοτόπια μέσα σε οικιστική περιοχή, τα οποία καλλιεργεί βιολογικά. Είναι το πιο μικρό οινοποιείο της περιοχής εμφιαλώνει αυτή τη στιγμή γύρω στις 5.000 φιάλες. Άνθρωπος με μεράκι, ο Β. Παναγιώτου οργανώνει τη μικρή γευστική μας δοκιμή κάτω από ένα τεράστιο πεύκο μέσα στον αμπελώνα, παρά το τσουχτερό κρύο, «γιατί εδώ αξίζει να δοκιμάσει κανείς το κρασί, στη φύση». Δοκιμάζουμε το λευκό που παράγει, ένα blend με κυρίαρχο το Σαββατιανό. Η επίσκεψη στο οινοποιείο είναι άλλη μία αποκάλυψη. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα μικρό λαογραφικό μουσείο με αντικείμενα ιστορικής αξίας, πολλά από τα οποία ανήκαν στην οικογένειά του. Παλιές φωτογραφίες, παλιά εργαλεία, άλμπουμ με ιστορικές ετικέτες, ντοκουμέντα που αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας της ρετσίνας, Ακόμη και η παραδοσιακή σούστα του προπάππου αποτελούν μερικά από τα εκθέματα τα οποία έχει συλλέξει και συντηρήσει ο ίδιος. Όλη η ιστορία του Αττικού αμπελώνα βρίσκεται εδώ…Η ατμοσφαιρική υπόγεια κάβα φιλοξενεί φιάλες παλαιότερων εσοδειών. Ο χρόνος μάς πιέζει, αλλά δεν φεύγουμε προτού δοκι- μάσουμε ένα γλυκό κρασί του 1967 από την ποικιλιά κουμαριανό, μπροστά στο τεράστιο τζάκι που άναψε για να μας αποζημιώσει για την παγωνιά της γευστικής δοκιμής κάτω από το πεύκο.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΙΝΟΤΡΕΙΑ ΓΗ

Κτήμα Οινότρια γη

Αφήνοντας πίσω τα Μεσόγεια και το Σαββατιανό, κατευθυνόμαστε προς το Καπανδρίτι και το Κτήμα Οινότρια γη του Κώστα Λαζαρίδη. Ο γνωστός Δραμινός παραγωγός έχει δημιουργήσει εδώ ένα εξαιρετικό οινοποιείο-μουσείο, στο οποίο ο επισκέπτης παίρνει μια πλήρη εικόνα της διαδικασίας παραγωγής του κρασιού, από το αμπέλι μέχρι τη φιάλη. Μας υποδέχθηκε ο διευθυντής του οινοποιείου, Χρήστος Φωτιάδης, ο οποίος ανέλαβε και την ξενάγησή μας στο μουσείο. Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή της αμπέλου, με αναφορές στην Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στους Ρωμαϊκούς χρόνους, περνάμε στην αμπελοκαλλιέργεια και στην οινοποίηση με μια μικρή παρένθεση, την αναφορά στην παραγωγή βαλσαμικού ξιδιού. «Εδώ παλαιώνουν τα βαλσαμικά μας ξίδια», μας εξηγεί ο κ. Φωτιάδης καθώς στεκόμαστε ανάμεσα στα μικρά βαρελάκια που χρησιμοποιούνται για την παλαίωση. «Βακτήρια τρώνε την αλκοόλη και παράγουν οξικό οξύ, το βαρέλι δίνει χρώμα, άρωμα και γεύση, ενώ κατά τη διάρκεια της παραγωγής του το ξίδι συμπυκνώνεται σημαντικά», μας εξηγεί περιληπτικά τη διαδικασία παραγωγής. ΝΗ ξενάγηση συνεχίζεται στον χώρο της υπόγειας κάβας, όπου συναντάμε παλαιά εργαλεία, χειροκίνητες και μηχανοκίνητες αντλίες, συλλογή από φιάλες που χρονολογούνται από το 1600 έως το 1900, καθώς και το εκθετήριο των φιαλών του κτήματος, που είναι φιλοτεχνημένες στο χέρι. Στα κελάρια φιλοξενείται το αρχείο της εταιρείας, με φιάλες που ξεκινούν από τις εσοδείες του 1996. Πρόκειται πραγματικά για ένα εξαιρετικά στημένο μουσείο, το οποίο έχουν επιμεληθεί οι ίδιοι οι άνθρωποι του οινοποιείου και ο ίδιος ο κ. Λαζαρίδης, από την προσωπική συλλογή του οποίου προέρχεται και το μεγαλύτερο τμήμα των εκθεμάτων. Το κτήμα Οινότρια γη διαθέτει ιδιόκτητο αμπελώνα 200 στρεμμάτων στις όχθες της Λίμνης του Μαραθώνα, στον οποίο καλλιεργούνται βιολογικά τρεις ερυθρές ποικιλίες: Cabernet Sauvignon, Syrah και Αγιωργίτικο. Δοκιμάσαμε και τις δύο ετικέτες του κτήματος: Οινότρια γη Cabernet Sauvignon, Αγιωργίτικο και Οινότρια γη Syrah, Αγιωργίτικο, και τα δύο του 2015, κρασιά πληθωρικά, με υψηλό αλκοολικό βαθμό, έντονο φρούτο και αρώματα. š

Ανατομία του Σαββατιανού | Κείμενο Γρηγόρης Κόντος, Dip WSeT |τεύχος 9

«Tο πιο δύσκολο να δεις είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου».

H ρήση του Γκαίτε θυμίζει σε πολλά τη σχέση των οινοπαραγωγών της Αττικής με το σταφύλι τους, το Σαββατιανό. Οι περισσότεροι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να καταλάβουν τη μοναδικότητα της ποικιλίας που καρποφορεί στα ξερικά και θαμνώδη αμπέλια της χερσονήσου. Ανάμεσα σε αυτούς, βέβαια, υπήρχαν και κάποιοι στους οποίους οι μνήμες και η πίστη τους στο μοναδικό αττικό σταφύλι τούς έδινε μια κρυφή σιγουριά. Τα χρόνια πέρασαν και η πραγματικότητα δικαίωσε τους τελευταίους: το Σαββατιανό πλέον τοποθετείται σε λίστες σοβαρών εστιατορίων, εξάγεται με επιτυχία και αποσυνδέεται σε μεγάλο βαθμό από το τουριστικό, το εύκολο, το χύμα.

Η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθεί ένα Masterclass εφ’ όλης της ύλης με πρωταγωνιστή το Σαββατιανό. Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δημόσια δοκιμή Σαββατιανού που έχει γίνει ποτέ, από όλες τις απόψεις: 22 δείγματα, 5 παραγωγοί και κοινό 80 επαγγελματιών του οίνου και της εστίασης, το μεγαλύτερο ίσως κοινό που συγκεντρώθηκε ποτέ για να ασχοληθεί αποκλειστικά με το ιστορικό αττικό σταφύλι. Η γευστική δοκιμή διοργανώθηκε στο Electra Palace από τον σύνδεσμο Wines of Athens, σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη MW και το WSPC. Στα ποτήρια μας βρέθηκαν Σαββατιανά από κάθε πιθανή εκδοχή της ποικιλίας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να το ανακαλύψουμε ξανά. Το Masterclass ολοκληρώθηκε ονειρικά με δύο δείγματα Σαββατιανού από το κτήμα της σπουδαίας Ρωξάνης Μάτσα, η οποία μας χάρισε τη μοναδική εμπειρία της δοκιμής Σαββατιανού του 1964 και του 1966. Μας θύμισε λοιπόν ότι το δέντρο είναι όχι μόνο γερό, αλλά έχει και βαθιές ρίζες… Οι παραγωγοί που φιλοξένησαν το Masterclass είναι μέλη της ομάδας Wines of Αthens. Ένωσαν λοιπόν τις δυνάμεις τους με σκοπό να αναδείξουν τα κρασιά και να προβάλουν τον οινοτουρισμό της περιοχής, συνδέοντας τα οινοποιεία με τους αρχαιολογικούς χώρους, τα εστιατόρια, τα φυσικά τοπία και τα υπόλοιπα μοναδικά αξιοθέατα της περιοχής.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Κτήμα Κοκοτού (Σταμάτα) Σαββατιανό από γραμμικούς αμπελώνες σε υψόμετρο 420 μ. Highlight: οι βαρελάτες εκδοχές του Σαββατιανού, που μάλλον ήταν οι καλύτερες της δοκιμής, χαρίζοντας πληθωρικότητα και όγκο χωρίς να επισκιάζεται ο χαρακτήρας της ποικιλίας.

Οινοποιία Αναστασίας Φράγκου (Ραφήνα)  Σαββατιανό από αμπέλια 60 χρόνων μεταξύ Σπάτων και Πικερμίου. Highlight: οι φρέσκες χρονιές, που προσφέρουν τυπικότητα, κομψότητα και ισορροπία.

Αμπελώνες Μάρκου (Παιανία) Σαββατιανό από αμπελώνες 60 ετών στην ευρύτερη περιοχή των Σπάτων. Highlight: η καταπληκτική τους Ρετσίνα, στην οποία τα βοτανικά αρώματα συμπληρώνονται από μαχλέπι, μαστίχα και πράσινο μήλο.

Οινοποιείο Παπαγιαννάκου (Μαρκόπουλο) Χαμηλά σχετικά αμπέλια (80-100 μέτρα) ηλικίας άνω των 50 ετών από το Μαρκόπουλο. Αll around οινοποιήσεις της ποικιλίας, με κορυφαία το αγαπημένο και κλασικό πλέον «Σαββατιανό Παπαγιαννάκος Παλαιά κλήματα» με σήμα το κοκοράκι.

Μυλωνάς Μικροοινοποιία (Κερατέα) Από αμπέλια υψομέτρου 200 μ. και άνω στην περιοχή της κερατέας και εδάφη πλούσια σε ορυκτά στοιχεία. Highlight: οι παλαιωμένες εκδοχές του Σαββατιανού, με κορυφαίο όλων το 2012 που θύμιζε πρωτοκλασάτο Riesling: πετρόλ χαρακτήρας, πρωτοφανής συμπύκνωση, όγκος και διάρκεια.

ΓΝΩΡΙZΕΤΕ ΟΤΙ…

― Tα αμπέλια της Αττικής είναι μη αρδευόμενα, ξερικά, ηλικιωμένα (συνήθως μεταξύ 40 και 60 ετών) και συνήθως κλαδεύονται σε κύπελλο. Το δε Σαββατιανό έχει προσαρμοστεί ιδανικά στις κλιματικές συνθήκες, αντέχοντας την ξηρασία, αλλά όχι τους δυνατούς καύσωνες. Εξάλλου η απουσία των τελευταίων καθορίζει τις μεγάλες χρονιές, μαζί με τις βροχοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες και την απουσία τους το καλοκαίρι.

― Το επικρατέστερο στυλ είναι το νεαρό Σαββατιανό δεξαμενής, που καταναλώνεται έως δύο-τρία χρόνια από την παραγωγή του. Αυτό συνήθως έχει αρώματα λεμονιού, λίγο άγουρο ροδάκινο, τροπικά φρούτα (συνήθως μπανάνα), άνθη, γιασεμί και μια γήινη διάσταση που θυμίζει τσουκνίδα, πεύκο και άχυρο. Ένα γοητευτικό στυλ κρασιού με συγκρατημένο αλκοόλ και οξύτητα, χωρίς γωνίες και      ανισορροπίες, που ταιριάζει εύκολα με πολλά διαφορετικά φαγητά και ταιριάζει με την ελληνική γαστρονομική κουλτούρα του μοιράσματος των εδεσμάτων και των μεζέδων.

― Υπάρχουν πολλές εκδοχές που αποδεικνύουν την οινοποιητική ευελιξία του Σαββατιανού: ζύμωση σε βαρέλι (δρυός ή ακακίας ενίοτε), με εμπορικές ή άγριες ζύμες, με ή χωρίς θειώδη, με ή χωρίς τη συμβολή των οινολασπών (sur lie). Σε αυτά προσθέστε τις παλαιωμένες εκδοχές, αλλά και τις οινοποιήσεις Ρετσίνας, και έχετε μια μοναδική βεντάλια πληθώρας στυλ από μία μόνο ποικιλία και αμπελουργική ζώνη.

BΟRDEAUX Ταξίδι στην αριστερή όχθη με προορισμό το MΕDOC | Θάλεια Καρτάλη και Πηνελόπη Κατσάτου | τεύχος 8

Απλωμένο πάνω στις εκβολές του ποταμού Girande, το Μπορντό αποκαλείται από τους Γάλλους «La belle dormante» (Η ωραία κοι- μωμένη). Η ηρεμία και η γαλήνη αυτής της πόλης –με μόνη εξαίρεση το κυκλοφοριακό χάος που έχουν δημιουργήσει οι εργασίες για την επέκταση του τραμ– αλλά και η ζωντάνια που τη χαρακτηρίζει ταυτόχρονα σε κάνουν να ζηλεύεις τους κατοίκους της. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατά κανείς το πόδι του στο Μπορντό, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στη Μέκκα του κρασιού. Το εντυπωσιακό κτίριο του La Cité du Vin δεσπόζει στις όχθες του ποταμού, σημείο αναφοράς πλέον για όλους όσοι επιθυμούν να μάθουν περισσότερα γύρω από την οινοπαραγωγή και τα κρασιά του κόσμου. Από εδώ άλλωστε ξεκίνησαν όλα, όταν ήδη από τα τέλη της εποχής του Μεσαίωνα, Ευρωπαίοι έμποροι, κυρίως Άγγλοι και Ολλανδοί, άρχισαν να προμηθεύουν την αγγλική –κυρίως– αριστοκρατία με το περίφημο claret του Μπορντό. Πατρίδα μερικών από τα ακριβότερα κρασιά του κόσμου, είναι η μεγαλύτερη περιοχή ονομασίας προέλευσης στη Γαλλία, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο παραγωγής. Διαθέτει μια σύνθετη αλυσίδα που συνδέει την παραγωγή με την κατανάλωση μέσα από το σύστημα των negociants, καθώς και ένα ιδιότυπο σύστημα πώλησης en primeur, κάτι σαν χρηματιστήριο του κρασιού. Aς μην μπερδευόμαστε όμως. Δεν κοστίζουν όλα τα κρασιά του Μπορντό αστρονομικά ποσά. Στην πραγματικότητα, τα κρασιά αυτά αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο ποσοστό της συνολικής παραγωγής, με την τιμή να κυμαίνεται στα περισσότερα από 3 έως 15 ευρώ. Εδώ πραγματικά καταλαβαίνεις γιατί το κρασί αποτελεί τη «βαριά» βιομηχανία της Γαλλίας. Με μια παράδοση που ξεκινά από τους ρωμαϊκούς χρόνους και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας, όλα τα μεγάλα Châteaux βρίσκονται συγκεντρωμένα στις δύο όχθες του ποταμού Girande: την Aριστερή (Μédoc, Haut Médoc, Paulliac, St Julien, St Estephe, Margaux), όπου κυριαρχεί το Cabernet Sauvignon, και τη Δεξιά (St émilion, Pomerol), με κύριο πρωταγωνιστή του blend το Μerlot. Τα περισσότερα, διατηρώντας βεβαίως την παράδοσή τους –το στοιχείο που συγκεντρώνει άλλωστε και το τουριστικό ενδιαφέρον–, έχουν υιοθετήσει όλες τις σύγχρονες τεχνικές οινοποίησης, παντρεύοντας αριστοτεχνικά την εμπειρία αιώνων με τη νέα τεχνολογία. Tα κρασιά που παράγονται εδώ μοιάζουν να μπορούν να ζήσουν για πάντα. Κρασί κάτω των δέκα ετών θεωρείται ουσιαστικά νεαρό, αν και τα περισσότερα μεγάλα Châteaux παράγουν πια και κρασιά που μπορούν να καταναλωθούν και νωρίτερα, ακολουθώντας τις απαιτήσεις της αγοράς, που ζητά κρασιά για πιο άμεση κατανάλωση. Oι λέξεις που κυριαρχούν είναι «terroir», αυτή η τόσο γαλλική έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις συνθήκες που συνδράμουν για την παραγωγή ενός σπουδαίου κρασιού, και «blend», το χαρμάνιασμα των τριών διαφορετικών ποικιλιών (Cabernet Sauvignon, Merlot και Cabernet Franc) που χρησιμοποιούνται στη δημιουργία των κρασιών του Μπορντό. H ολιγόημερη επίσκεψή μας επικεντρώθηκε στο Médoc, την περιοχή που συγκεντρώνει τις διασημότερες ονομασίες προέλευσης του κόσμου, το απόλυτο βασίλειο του Cabernet Sauvignon. Οδηγώντας με κατεύθυνση προς Βορρά τον περίφημο D2, έναν στην κυριολεξία δρόμο του κρασιού, δεν προλαβαίναμε να θαυμάζουμε τα υπέροχα κτίρια των διάσημων Châteaux και των αμπελώνων τους, περνώντας από τα ονομαστά χωριά του Μargaux, του Saint Julien, του Pauillac και του St Estephe. Πέντε από τα μεγάλα Châteaux μάς άνοιξαν τις πόρτες τους και μας πρόσφεραν, εκτός από την ξενάγηση, ζεστή φιλοξενία, δίνοντάς μας την ευκαιρία να μπούμε λίγο πιο βαθιά στην κουλτούρα των Γάλλων οινοπαραγωγών. Γνωρίσαμε διαφορετικές νοοτροπίες, από την επιστροφή στην παράδοση και τη βιοδυναμική καλλιέργεια μέχρι την απόλυτη ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας στην παραγωγή αλλά και στη φροντίδα του αμπελώνα. Ξεναγηθήκαμε σε χώρους παραγωγής υψηλής αισθητικής, που συνυπάρχουν αρμονικά με κτίρια που οικοδομήθηκαν αρκετούς αιώνες πίσω. Μιλήσαμε με ανθρώπους που συνεχίζουν την παράδοση γενεών και γενεών. Βρεθήκαμε στην καρδιά της παραγωγής των «μεγάλων» κρασιών. Και καταλάβαμε γιατί όλα ξεκίνησαν από εδώ…š

 

ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ Το 1855, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Έκθεσης του Παρισιού, το εμπορικό επιμελητήριο του Μπορντό κλήθηκε να δημιουργήσει μια επίσημη λίστα με τα καλύτερα κρασιά του. Αυτή η λίστα έμεινε γνωστή ως Κατάταξη του 1855 και εφαρμόζεται για τα Châteaux και όχι για τους αμπελώνες Mε εξαίρεση το Saint émilion, το σύστημα κατάταξης του Μπορντό βρίσκεται εκτός του συστήματος ονομασίας προέλευσης. Στο Médoc , τα Châteaux χωρίστηκαν σε πέντε κατηγορίες. Η κορυφαία κατηγορία αποτελείται από τα Châteaux Lafite Rothschild, Latour, Margeaux, το Haut Brion από την περιοχή Graves, ενω το 1973 προστέθηκε και το Château Mouton Rothschild. Με το πέρασμα των χρόνων, οι ιδιοκτησίες μπορεί να διαφοροποιούνται ως προς το μέγεθος, λόγω αγοράς ή πώλησης αυτοτελών τμημάτων αμπελώνων, γεγονός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Ωστόσο, παρόλο που σήμερα δέχεται κριτική για την ακρίβειά της μετά από τόσα χρό- νια, εντούτοις εξακολουθεί σε γενικές γραμμές να αποτελεί μια καλή χαρτογράφηση των κορυφαίων παραγωγών της περιοχής.

ΓΝΩΡΙZΕΤΕ ΟΤΙ

To Μπορντό διαθέτει ένα μοναδικό σύστημα εμπορίου, γνωστό ως La Place de Bordeaux. Oι περισσότεροι παραγωγοί πωλούν τα κρασιά τους στους negociants, οι οποίοι τα μεταπωλούν. Οι συναλλαγές μεταξύ παραγωγών και negociants κανονίζονται από μεσάζοντες, που ονομάζονται courtiers. Τα πιο περιζήτητα κρασιά του Μπορντό πρoπωλούνται πριν ολοκληρωθεί η οινοποίηση, όσο ακόμα ωριμάζουν σε βαρέλια (από εκεί γίνεται η δοκιμή τους από τους αγοραστές), έναν χρόνο πριν εμφιαλωθούν, σε ευνοϊκότερες τιμές. Το σύστημα ονομάζεται en primeur. Η τιμή περιλαμβάνει όλα τα κόστη, μέχρι και την εμφιάλωση. Ο λόγος είναι η εξασφάλιση κεφαλαίων.                                               Πηγή: WSET, Level 3 

 

Château Margaux

Με ιστορία που ξεκινά τον 12ο αιώνα και με κατάταξη στα premier grand crus από το 1855, το Château Margaux προβάλλει επιβλητικό. Ο ιστορικός του αμπελώνας, συνολικής έκτασης 93 εκταρίων, δημιουργήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα με την άφιξη της οικογένειας Lestonac και, μολονότι το Château άλλαξε ιδιοκτησία αρκετές φορές, ο αμπελώνας του παρέμεινε ο ίδιος μέχρι σήμερα. Το γεγονός ότι ένα από τα πιο διάσημα Châteaux του κόσμου βρίσκεται εδώ και 40 χρόνια σε ελληνικά χέρια, στην οικογένεια Μεντζελοπούλου, μας δημιουργεί ένα αίσθημα υπερηφάνειας καθώς πλησιάζουμε. O Ανδρέας Μεντζελόπουλος, Έλληνας επιχειρηματίας με καταγωγή από την Πάτρα, αγόρασε το Château Margaux το 1977, σε μια εποχή που το ιστορικό οινοποιείο περνούσε μία από τις δυσκολότερες φάσεις της ιστορίας του. Η επιμονή και το καινοτόμο πνεύμα του δαιμόνιου Έλληνα επιχειρηματία οδήγησε το Château Margaux σε μια νέα εποχή. Μετά τον πρόωρο θάνατό του ανέλαβε η κόρη του Κορίν στο τιμόνι, ως άξιος συνεχιστής του έργου που ξεκίνησε ο πατέρας της, ενώ και η κόρη της Αλεξάνδρα ασχολείται πλέον ενεργά. Είναι νωρίς το πρωί, το κρύο τσουχτερό, αλλά το τοπίο ζεσταίνουν η υπέροχη λιακάδα και τα κιτρινοκόκκινα χρώματα των δέντρων και όσων φύλλων έχουν απομείνει στα αμπέλια. Παραμύθι… Μπαίνοντας στον χώρο, μπροστά μας υψώνεται η καγκελόπορτα που χωρίζει τον κήπο του νεοκλασικού κτιρίου τoυ Château, που δεσπόζει στο βάθος. Η ξενάγησή μας αρχίζει από τον χώρο υποδοχής των επισκεπτών. Πρώτος σταθμός ο χώρος παραγωγής και τα νέα κελάρια, σχεδιασμένα από τον διάσημο Βρετανό αρχιτέκτονα λόρδο Νόρμαν Φό- στερ. Γυαλί και ατσάλι δένουν αρμονικά με το ζεστό χρώμα της ώχρας και τα κεραμίδια της σκεπής των παλαιών κτιρίων που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά μνημεία, μεταφέροντας με σαφήνεια το μήνυμα που θέλησε να δώσει με αυτή την επιλογή της η ιδιοκτήτρια, Kορίν Μεντζελοπούλου.

Ένας από τους λόγους που κατασκευάστηκαν τα νέα κελάρια ήταν η μεταφορά στις εγκαταστάσεις και της παραγωγής του λευκού κρασιού του Château Margaux –το μοναδικό μονοποικιλιακό Sauvignon Blanc που παράγεται στην περιοχή του Médoc, αλλά δεν συγκαταλέγεται στην ονομασία προέλευσης– καθώς και η αύξηση του αριθμού των ανοξείδωτων δεξαμενών οινοποίησης, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ξεχωριστής ζύμωσης του κάθε αμπελοτοπιού. Αρχικά, το οινοποιείο διέθετε 26 ξύλινες δεξαμενές, ενώ σήμερα οι δεξαμενές ξεπερνούν τις 100. Στον χώρο στεγάζεται επίσης το εργαστήριο Έρευνας και Ανάπτυξης, αφιερωμένο στη μελέτη νέων τεχνικών που αφορούν τόσο στην οινοποίηση, όσο και στον αμπελώνα. Εκεί συναντήσαμε τον Κώστα, έναν Έλληνα φοιτητή Οινολογίας στο πανεπιστήμιο της Dijon, ο οποίος κάνει την πρακτική του στο Château Margaux. Τα κρασιά παλαιώνουν σε βαρέλια που βρίσκονται στα δύο υπόγεια κελάρια. Το πρώτο υποδέχεται τα βαρέλια όπου τα κρασιά θα παραμείνουν για έναν χρόνο, πριν μεταφερθούν στο δεύτερο κελάρι, όπου παραμένουν κατά τον δεύτερο χρόνο της παλαίωσής τους. Ένα τμήμα των βαρελιών, περίπου το ένα τρίτο, κατασκευάζεται στο Château από έναν έμπειρο τεχνίτη. Η είσοδός μας στην αίθουσα γευσιγνωσίας μάς άφησε άφωνες. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με λόγια την υψηλή αισθητική του χώρου όπου ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να γευτεί το διάσημο κρασί. Το μοντέρνο, λιτό ξύλινο τραπέζι από ανοιχτόχρωμο ξύλο κυριαρχεί στο μέσον της αίθουσας, με θέα τη «βιβλιοθήκη» όπου φυλάσσονται όλες οι φιάλες του Κτήματος, παλιές και νεότερες, καθώς και πειραματικές. Η αρχαιότερη φιάλη που φυλάσσεται εδώ ανήκει στην εσοδεία του 1844… Ο χαμηλός, υποβλητικός φωτισμός σε συνδυασμό με τη σκανδιναβική αισθητική δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα, αντάξια της δοκιμής ενός μεγάλου κρασιού.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

To Château παράγει τρεις ετικέτες ερυθρού και μία ετικέτα λευκού οίνου. Στην κορυφή βρίσκεται το Grand Vin, ένα από τα σπουδαιότερα κρασιά του κόσμου από την εποχή του 17ου αιώνα. Κρασιά με απίστευτη δομή, που έχουν πολλές δεκαετίες ζωής. Όταν ρωτήσαμε αν πρέπει να καταναλωθεί άμεσα μια φιάλη του ’85, μας είπαν να την κρατήσουμε άνετα για 10-15 χρόνια ακόμη. Είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το Château Margaux του 2004, από 80% Caberbet Sauvignon, με τανίνες τόσο μαλακές και οξύτητα τόσο ισορροπημένη, που δυσκολευόσουν να πιστέψεις ότι δοκιμάζεις Cabernet. Αν και δεν ανήκε στις μεγάλες εσοδείες, ωστόσο είναι ένα κρασί τυπικότατο του στυλ των κρασιών που παράγει το Château Margaux και στα οποία αποτυπώνεται το μοναδικό terroir – o συνδυασμός κλίματος, εδαφών και φροντίδας των αμπελώνων. Η δεύτερη ετικέτα είναι το Pavillon Rouge du Château Margaux, η παραγωγή της οποίας αναβίωσε με την άφιξη του Ανδρέα Μεντζελόπουλου ως ιδιοκτήτη του Margaux, το 1977, μετά από διακοπή αρκετών δεκαετιών από το 1908 που πρωτοκυκλοφόρησε. To Pavillon Rouge 2009 που δοκιμάσαμε, ένα blend 63% Cabernet Sauvignon, 33% Μerlot και 3% Petit Verdot –νεαρό βεβαίως ακόμη–, είχε φρεσκάδα και οξύτητα και ιδιαίτερα μαλακές τανίνες. Η τρίτη ετικέτα, το Μargaux du Château Margaux, δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μια περιορισμένη παραγωγή –περίπου το 15% της συνολικής παραγωγής–, η οποία διατίθεται κυρίως σε κάποια εστιατόρια της Γαλλίας, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών                                                                        chateau-margaux.com

Château Pichon Longueville Comtesse de Lalande

Oδηγώντας βορειότερα, προς την περιοχή του Pauillac, φθάνουμε στον επόμενο προορισμό μας, το Château Pichon-Lalande. Από τη μακρά, πλήρη ονομασία του Château, «Pichon Longueville Comtesse de Lalande», αντιλαμβάνεται κανείς τη μακρά ιστορία του και τις αλλαγές ιδιοκτησίας με την πάροδο των αιώνων, κάτι που άλλωστε ισχύει για τα περισσότερα Châteaux του Μπορντό. Είναι δύσκολο πραγματικά να συγκρατήσει κανείς τα ονόματα των οικογενειών που βρέθηκαν κάποια στιγμή να έχουν στην κατοχή τους αυτά τα οινοποιεία. Η γαλήνη του τοπίου διαταράσσεται από τις εργασίες διαμόρφωσης των εξωτερικών χώρων του Château, αφήνοντας ωστόσο ανεπηρέαστη την υπέροχη εικόνα των 89 εκταρίων αμπελώνων που απλώνονται γύρω από το Κτήμα, με τον ποταμό Girande να κυλά ήρεμος στο βάθος. «Η παρουσία του ποταμού δημιουργεί ένα ιδιαίτερο μικροκλίμα και προφυλάσσει τα αμπέλια μας από ακραίες συνθήκες, όπως είναι ο παγετός», μας τονίζει ο Charles Fournier, διευθυντής Marketing ο οποίος μας υποδέχθηκε στον υπό κατασκευή προαύλιο χώρο. «Αυτό το μικροκλίμα διέσωσε τη φετινή σοδειά από τον παγετό του Απριλίου, ο οποίος κατέστρεψε μεγάλο μέρος της σοδειάς πολλών οινοποιείων, κυρίως της Δεξιάς Όχθης», μας εξηγεί ο κ. Fournier. O αμπελώνας αποτελείται από Cabernet Sauvignon, Merlot και Petit Verdot. Στον πλήρως ανακαινισμένο χώρο της οινοποίησης, οι ανοξείδωτες δεξαμενές έχουν ένα ιδιαίτερο σχήμα που δεν έχουμε ξανασυναντήσει, σχεδόν σαν έργα τέχνης ενταγμένα σε έναν χώρο που θυμίζει περισότερο γκαλερί παρά οινοποιείο. «Το νέο οινοποιείο ολοκληρώθηκε μόλις πριν από την έναρξη του τρύγου του 2013, που ήταν και ο πρώτος μου τρύγος εδώ», θα μας εξηγήσει λίγο αργότερα ο γενικός διευθυντής, Nicolas Glumineau. Aπό το 2012 που ανέλαβε ο κ. Glumineau, τα πράγματα άλλαξαν άρδην για το Pichon-Lalande. Δίνοντας έμφαση στον αμπελώνα και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε αμπελοτοπιού, στράφηκε προς την οινοποίηση κάθε αμπελοτοπιού χωριστά, με αποτέλεσμα η ανάγκη για την αντικατάσταση των παλαιών δεξαμενών να καταστεί επιτακτική. Έτσι, οι παλαιές δεξαμενές των 240 εκατόλιτρων αντικαταστάθηκαν με μικρότε- ρες, το μέγεθος των οποίων ξεκινά από τα 150 εκατόλιτρα και φθάνει μέχρι τα 50. «Το blend δημιουργείται μετά την οινοποίηση του κάθε ξεχωριστού αμπελοτοπιού. Ήταν σημαντικό για μένα να έχω αυτά τα εργαλεία στη διάθεσή μου», μας εξηγεί. «Το χαρμάνιασμα ενός κρασιού είναι σαν τη γέννηση ενός μωρού. Τα χαρακτηριστικά του θα το ακολουθούν μέχρι το τέλος της ζωής του». Δοκιμάζοντας το Reserve de la Comtese Lalande του 2014, τη δεύτερη ετικέτα του Château Pichon-Lalande, και το Château Pichon Longeuville Comtesse de Lalande της ίδιας χρονιάς, ο Νicolas Glumineau μάς μιλάει για τη χρονιά εκείνη: «Ο τρύγος διήρκεσε πέντε εβδομάδες, ο μεγαλύτερος στην ιστορία μας. Ήταν μια πολύ καλή εσοδεία για το Paulliac και το St Estephe. Όλα τα αμπελοτόπια είχαν φθάσει σε παρόμοια επίπεδα ωρίμασης χάρη στην παρατεταμένη καλοκαιρία». Το αποτέλεσμα; Η φρεσκάδα, τα αρώματα των κόκκινων φρούτων, η μεταξένια υφή, σήμα κατατεθέν των κρασιών του Château Pichon-Lalande. Στρέφοντας την κουβέντα προς τη βιοδυναμική καλλιέργεια, ο Ν. Glumineau μάς λέει ότι μέχρι το 2018 περίπου 18 από τα 89 εκτάρια θα καλλιεργούνται βιοδυναμικά. «Προχωράμε αργά προς την κατεύθυνση αυτή, έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμη. Δεν επιθυμούμε να πάρουμε πιστοποίηση βιοδυναμικής καλλιέργειας, ακολουθούμε όμως τις αρχές της, επιστρέφοντας στις ρίζες σε ό,τι αφορά τις πρακτικές στο αμπέλι». Η συζήτησή μας συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του γεύματος στην εντυπωσιακή σάλα του Château, με υπέροχα πιάτα να συνοδεύουν τα εκλεκτά κρασιά.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

• Reserve de la Comtesse, 2011 (43% Caber- net Sauvignon, 49% Merlot, 8% Petit Ver- dot). Ελαφρύ σώμα και μαύρα φρούτα με μία υποψία από βότανα και δαμάσκηνα. Φρέσκο και ελαφρύ τελείωμα, χρειάζεται αρκετά ακόμα χρόνια. Pichon Longueville Comtesse de Lalande, 2009 (75% Cabernet Sauvignon, 20% Mer- lot, 5% Petit Verdot). Μοναδικό πάντρεμα από πολύ εκφραστικό φρούτο, μπαχαρικά και ελαφριά λουλουδένια αρώματα. Είναι αρκετοί αυτοί που λένε ότι πρόκειται για το καλύτερο δείγμα από το 1982. • Château Pichon Longueville Comtesse de Lalande, 2005 (65% Cabernet Sauvignon, 29% Merlot, 6% Cabernet Franc, 1% Petit Verdot). Με ζωντανό χαρακτήρα και πολλά μπαχαρικά, εντυπωσιακά μαλακό κρασί με έντονο χρώμα, άρωμα κέδρου και έντονο σώμα. Μπορεί να μείνει για τουλάχιστον 15+ χρόνια. • Château Pichon Longueville Comtesse de Lalande, 1996 (75% Cabernet Sauvi- gnon, 15% Merlot, 5% Cabernet Franc, 5% Petit Verdot). Πραγματικά εξαιρετικό κρασί. 21 χρόνια από τη χρονιά του, δεν μαρτυρά καμία κούραση. Αρώματα από καπνό, βιολέτα και ώριμα φρούτα τέλεια εναρμονισμένα. Mια μικρή κάθετη δοκιμή του Château Pichon Longueville Comtesse de Lalande, η οποία μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε την εξέλιξη αυτού του κρασιού μέσα στον χρόνο. š

pichon-lalande.com

 

Château Pontet Canet

Tρεις αιώνες ζωής, τρεις ιδιοκτήτες. Μόνο. Σπάνιο για την περιοχή του Medoc, μας εξηγεί ο Jean-Michel Comme, η ψυχή του αμπελώνα, ο οποίος μας υποδέχεται στο Château, ευγενής μεν, αλλά λίγο συγκρατημένος. «Σας περίμενα», μας λέει καθώς του συστηνόμαστε, και ο τόνος της φωνής του μαρτυρά μια μικρή ενόχληση από την ολιγόλεπτη καθυστέρηση στο ραντεβού μας. Κατευθυνόμαστε προς τα αμπέλια, που έχουν αρχίσει να παίρνουν ένα χρυσοκόκκινο χρώμα καθώς ο ήλιος δύει σιγά σιγά. «Μιλήστε μας λίγο για τη βιοδυναμική καλλιέργεια», του λέμε, επιχειρώντας να σπάσουμε τον πάγο. Αυτό ήταν. Για τις επόμενες δύο ώρες ο Jean-Michel Comme με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού μάς εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τη φιλοσοφία της βιοδυναμικής καλλιέργειας που εφαρμόζει εδώ και 20 χρόνια ως επικεφαλής της ομάδας του Αlfred Tesseron, του τελευταίου ιδιοκτήτη του Pontet Canet. Ανάμεσα σε δύο διάσημους γείτονες, το Château Mouton Rothschild και το Château Lafite, τα αμπέλια του Pontet Canet, συνολι- κής έκτασης 81 εκταρίων, αποτελούνται από 100 διαφορετικά αμπελοτόπια και γύρω στις 800.000 ρίζες. Γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι έχουμε απέναντί μας έναν άνθρωπο κάτι παραπάνω από αφοσιωμένο σε αυτό που κάνει. «Το 2007, η έλλειψη εμπειρίας, σε συνδυασμό με τις κακές καιρικές συνθήκες, επέτρεψαν την ανάπτυξη περονόσπορου. O Alfred Tesseron πήρε τότε την απόφαση να χρησιμοποιήσει χημικά προκειμένου να καταπολεμήσει την ασθένεια. Αισθάνθηκα τόσο αποτυχημένος. Αν δεν είχα οικογένεια, θα σκεφτόμουν ακόμη και την αυτοκτονία», μας εκμυστηρεύεται, αφήνοντάς μας με το στόμα ανοιχτό, καθώς συνειδητοποιούμε το βαθύ δέσιμο του ανθρώπου αυτού με τη γη που φροντίζει με τόση αφοσίωση. Η εφαρμογή των πρακτικών της βιοδυναμικής καλλιέργειας, η οποία βασίζεται στην αρχή της παρατήρησης της φύσης και της μη επέμβασης, είχε ξεκινήσει στο Pontet Canet από το 2004. Όλες οι συνήθεις πρακτικές, όπως το καλοκαιρινό κλάδεμα και η αφαίρεση των φύλλων, έχουν παραμεριστεί. Στο Pontet Canet το φύλλωμα δημιουργεί ένα είδος γέφυρας, τα τσαμπιά είναι πιο χαλαρά, τα σταφύλια μικρότερα. Η στρεμματική απόδοση μειώνεται με φυσικούς τρόπους και ο πράσινος τρύγος έχει εγκαταλειφθεί εντελώς. Οι εργασίες γίνονται όλες χειρωνακτικά, ενώ άλογα έχουν αντικαταστήσει τα τρακτέρ «που με τις ρόδες τους διαλύουν τη γη και κάθε είδος ζωής που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αμπέλια». Τα πάντα ακολουθούν ένα καλλιεργητικό ημερολόγιο, βασισμένο στον κύκλο της φύσης και στις φάσεις της Σελήνης. Μέσα στο οινοποιείο τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Εδώ συναντάμε μόνο ξύλινες και μπετονένιες δεξαμενές, οι οποίες γεμίζουν μόνο χάρη στη βαρύτητα, χωρίς τη χρήση αντλιών. Ο φωτισμός είναι χαμηλός, χρησιμοποιούνται μόνο λάμπες led και η χρήση του ηλεκτρισμού περιορίζεται στο ελάχιστο για να μη στρεσάρεται το κρασί. Κάποιες από τις δεξαμενές γειώνονται για να διευκολυνθεί η διαδικασία της ζύμωσης. Μπαίνοντας στο οινοποιείο αυτό, έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω. «Στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου στη ζωή ενός κρασιού, πρέπει να επι- βάλλουμε ησυχία στον χώρο της οινοποίησης. Έτσι, η φύση είναι εκείνη που αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κρατώντας την κατανάλωση ενέργειας στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα». Αντίστοιχη νοοτροπία διέπει και το επόμενο στάδιο, της παλαίωσης. «Το ζητούμενο στην παλαίωση των κρασιών είναι να μην καλυφθoύν από το ξύλο τα αρώματα που μας έδωσε το αμπέλι», εξηγεί ο κ. Comme. «Για τον λόγο αυτό μειώνεται διαρκώς η χρήση νέων βαρελιών, αλλά και ο χρόνος παραμονής τους στο βαρέλι, ο οποίος κυμαίνεται από 14 έως και 16 μήνες». Καθώς ο ήλιος έχει πια δύσει και είμαστε έτοιμες να ολοκληρώσουμε την πολύ ενδιαφέρουσα επίσκεψή μας, ο κ. Comme επιμένει να επισκεφθούμε και τους στάβλους του Κτήματος. Με μεγάλη υπερηφάνεια μας μιλάει για τα άλογα που βρίσκονται εκεί, τα οποία χρησιμοποιούνται σε όλες τις εργασίες αντικαθιστώντας τις μηχανές.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

• Château Pontet Canet Pauillac, 2014 (60% Cabernet, 35% Merlot, 4% Cabernet Franc). Το βιοδυναμικό αυτό κρασί έχει τα απαραίτητα κόκκινα φρούτα και μπαχαρικά, εμπλουτισμένα όμως από κασίς, βιολέτα και νότες από κακάο. Στο στόμα έχει μεγάλη φινέτσα, οι τανίνες του είναι σφιχτές και η επίγευσή του πολύ μεγάλη, με αρωματική ένταση. Μια καλή χρονιά για το κτήμα, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τις τρεις που προηγήθηκαν αυτής. š

pontet-canet.com

Lafon Rochet – Saint-Estèphe – Vue aerienne au coucher du soleil avec lever de lune, au mois de juillet 2016 – Photo drone VisionAir

Château Lafon Rochet

Ένα νεοκλασικό κτίριο με έντονο το χρώμα της ώχρας δεσπόζει ανάμεσα στα αμπέλια που απλώνονται γύρω. «Είναι η κατοικία του ιδιοκτήτη, Μichel Tesseron, και το χρώμα επελέγη από τον ίδιο μετά από πολλή σκέψη. Όλα τα κτίρια είναι βαμμένα στο ίδιο χρώμα, ενώ και οι ετικέτες των κρασιών τυπώνονται στην ίδια απόχρωση», μας εξηγεί ο Federic, ο οποίος μας υποδέχεται στην είσοδο. Γύρω μας απλώνονται 42 εκτάρια αμπελώνα, 40% του οποίου αποτελείται από Merlot, ποσοστό σπά- νιο για την περιοχή του Médoc. To Château Lafon Rochet ανήκει στα grand cru classés της ονομασίας προέλευσης του St Estephe. Αγοράστηκε το 1957 από τον Guy Τesseron και το 1999 πέρασε στα χέρια του γιου του, Μichel. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για τον αδελφό του ιδιοκτήτη του Château Pontet Canet, όμως η διαφορά στη νοοτροπία μεταξύ των δύο αδελφών δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Σήμερα το Château έχει περάσει στα χέρια του γιου του Μichel, Basil, με τον πατέρα ωστόσο να εξακολουθεί να κατοικεί εκεί, παρέα με τον σκύλο του. Εδώ, ο σεβασμός στην παράδοση, με έμφαση στην πρώτη ύλη και στη μεγάλη φροντίδα του αμπελιού, συνδυάζεται άριστα με την εισαγωγή υψηλής τεχνολογίας στο κομμάτι της οινοποίησης. Άνθρωπος με όραμα, ο Michel Τesseron θέλησε πριν από μερικά χρόνια να επιτρέψει στον 30χρονο γιο του Basil να εφαρμόσει τις δικές του πρωτοπόρες ιδέες, μετατρέποντας το Château Lafon Rochet σε ένα υπερσύγχρονο οινοποιείο, το οποίο ωστόσο διατηρεί ταυτόχρονα απόλυτο σεβασμό στην παράδοση της ιστορικής ονομασίας προέλευσης στην οποία ανήκει. Μια δεμένη ομάδα νέων ανθρώπων πειραματίζεται διαρκώς με νέες μεθόδους τόσο στον αμπελώνα όσο και στο οινοποιείο, εντός των ορίων που θέτει η αυστηρή νομοθεσία του συγκεκριμένου appellation. H πολύχρονη μελέτη του αμπελώνα οδήγησε στην ανακάλυψη 15 διαφορετικών τύπων εδαφών, αλλάζοντας άρδην τη νοοτροπία της οινοποίησης. Το κάθε αμπελοτεμάχιο οινοποιείται πλέον χωριστά στις 40 δεξαμε- νές από μπετόν που διαθέτει το οινοποιείο, όλες σχεδιασμένες με εξαιρετικά μοντέρνα αισθητική. Όλες οι δεξαμενές ελέγχονται από μια ψηφιακή οθόνη, σημαντικό εργαλείο στα χέρια του οινολόγου, ενώ τα σταφύλια, μετά τη διαλογή με το χέρι, περνούν από ένα υψηλής τεχνολογίας μηχάνημα διαλογής με οπτικές ίνες, οι οποίες σκανάρουν τα σταφύλια και ξεχωρίζουν όσα δεν πρέπει να καταλήξουν στις ξεξαμενές. Ο πειραματισμός επεκτείνεται και στη μέθοδο παλαίωσης των κρασιών, όπου εκτός από τα κλασικά δρύινα γαλλικά βαρέλια χρη- σιμοποιούνται και μεγαλύτερα βαρέλια αυστριακής προέλευσης, ενώ τελευταία γίνονται και δοκιμές παλαίωσης σε πήλινο αμφορέα. Στόχος είναι η παραγωγή κρασιών τα οποία διατηρούν από τη μία χαρακτηριστικά ενός κλασικού grand cru St Estephe, με το δυναμικό παλαίωσης που τα χαρακτηρίζει, από την άλλη όμως προβάλλουν και έναν έντονο χαρακτήρα φρούτου που τους δίνει τη δυνατότητα να καταναλωθούν και αρκετά πιο νεαρά. Γνωρίζοντας από κοντά τον Μichel Tesseron, καταλάβαμε γιατί αυτό το οινοποιείο είναι τόσο ξεχωριστό. Κατά τη διάρκεια ενός υπέροχου μεσημεριανού γεύματος, μέσα σε μια ζεστή, οι- κογενειακή ατμόσφαιρα –με παρούσα και τη σύζυγο του γιου του, Berangere– ο κ. Τesseron μάς αποκάλυψε το ανήσυχο πνεύμα του, το πηγαίο χιούμορ του, μας μίλησε για την εμπειρία του στο Άγιον Όρος και μας άφησε με το στόμα ανοιχτό όταν προσφέρθηκε να ανοίξει προς τιμήν μας ένα Château Lafon Rochet του 1975!

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

• Château Lafon Rochet St Estephe, 2016 (67% Cabernet Sauvignon, 25% Merlot, 6% Cabernet Franc, 2% Petit Verdot). Από τις καλύτερες εσοδείες των τελευταίων ετών για το St Estephe και το Pauillac. Η φινέτσα χαρακτηρίζει τόσο τη μύτη όσο και το στόμα. Μεγάλη επίγευση και φυσικά προοπτική παλαίωσης. • Les Pelerins de Lafon Rochet St Estephe, 2015 (60% Merlot, 40% Cabernet Sauvignon). Η δεύτερη ετικέτα του Κτήματος, ένα κρασί το οποίο, παρότι περιέχει μεγαλύτερο ποσοστό Μerlot, διατηρεί τον τυπικό χαρακτήρα ενός St Estephe. Το κρασί αυτό είναι ταυτόχρονα απλό αλλά και περίπλοκο. Τα φρούτα του συμπυκνωμένα αλλά φρέσκα και η οξύτητά του έντονη. Les Pelerins deLafon Rochet St Estephe, 2010 (50% Μerlot, 40% Cabernet Sauvignon). Επίσης μία από τις καλύτερες εσοδείες για το St Estephe. Μαύρα φρούτα και κράνμπερις που αφήνουν μια γλυκιά αίσθηση. Εξαιρετική ισορροπία του φρούτου με το βαρέλι.

lafon-rochet.com

Vue d’ensemble du grand chai.

Château Montrose

Χτισμένο σε ένα σημείο με υψόμετρο μόλις 50 μ. από τις όχθες του ποταμού Girande, το Château Montrose μετράει δύο αιώνες ιστορίας. «Νεαρό» σε σχέση με άλλουs γείτονές του, κατάφερε ωστόσο να περιληφθεί στην κατάταξη του 1855 και έκτοτε συγκαταλέγεται στα μεγάλα ονόματα του St Estephe. H προνομιακή θέση των αμπελώνων του, που εκτείνονται έως τις όχθες του ποταμού, αποτελεί το μεγάλο ατού αυτού του Château το οποίο από το 2006 ανήκει στους αδελφούς Μartin and Olivier Bouygues. Η ελαφρά κλίση χαρίζει φυσική αποστράγγιση, ενώ η εγγύτητα στον ποταμό προσφέρει προστασία από ακραίες συνθήκες, όπως είναι ο παγετός. Aκολουθώντας την τάση για ανανέωση, με σεβασμό πάντα στην ιστορία και στην παράδοση, οι νέοι ιδιοκτήτες έθεσαν αμέσως σε εφαρμογή ένα επταετές πλάνο ανακαίνισης όλων των χώρων παραγωγής, με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας, διατηρώντας ωστόσο την αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα που χαρακτηρίζει την περιοχή του Μπορντό. Βρεθήκαμε και εδώ σε ένα οινοποιείο όπου η υψηλή τεχνολογία συνδυάζεται άριστα με την παράδοση, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στα κρασιά που παράγονται. Βιοκλιματικές λύσεις, γεωθερμία, φωτοβολταϊκά, όλα τα σύγχρονα συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας επιστρατεύτηκαν, προκειμένου το οινοποιείο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Τα 95 εκτάρια του αμπελώνα, τα οποία κληροδοτήθηκαν από τον πρώτο ιδιοκτήτη το 1861 στους επόμενους και έκτοτε παραμένουν τα ίδια, τε- λούν υπό ανανέωση στο πλαίσιο ενός 40ετούς σχεδίου αναφύτευσης. Η πλειονότητα των φυτεύσεων είναι Cabernet Sauvignon (περίπου το 60%), ενώ ακολουθεί το Μerlot (32%) και ένα μικρό ποσοστό Petit Verdot. Eνενήντα δύο ανοξείδωτες δεξαμενές ελεγχόμενης θερμοκρασίας χρησιμοποιούνται για τη ζύμωση κάθε αμπελοτεμαχίου χωριστά, αντανακλώντας τη δουλειά που γίνεται στο αμπέλι από πεπειραμένους αμπελουργούς. Το Château παράγει τρεις ετικέτες: το Château Montrose, ένα υψηλής ποιότητας τυπικό κρασί του St Estephe το οποίο παλαι- ώνει για 16 με 18 μήνες σε 60% νέα δρύινα γαλλικά βαρέλια, με δυναμικό παλαίωσης πολλών δεκαετιών, το La Dame de Montrose, τη δεύτερη ετικέτα του Κτήματος, όπου κυρίαρχο είναι το Μerlot, ένα κρασί πιο «θηλυκό», φτιαγμένο για να καταναλώνεται πιο φρέσκο, και το Le Saint Estephe de Montrose, ένα κλασικό blend του Μπορντό, ένα κρασί για άμεση κατανάλωση.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Château Montrose Saint Estephe, 2011 Aν και νεαρό για να χαρακτηριστεί τέλειο, η ποιότητα αυτού του κρασιού δεν κρύβεται. Στρογγυλό, με βελούδινες τανίνες και γεμάτο σώμα, δείχνει ότι πρόκειται για μια επιτυχημένη χρονιά για το κτήμα. Η πολύ καλή ενσωμάτωση του ξύλου στη μύτη συνοδεύεται με ώριμα φρούτα και γλυκόριζα. La dame de Montrose Saint Estephe, 2011 Στο δεύτερο αυτό κρασί του Κτήματος κυριαρχούν το πολύ έντονο κόκκινο χρώμα και η έντονη μύτη, με νότες από ξύλο, κόκκινα φρούτα αλλά και μια ελαφριά γλυκάδα. Οι τανίνες του μαλακώνουν στο τελείωμα του κρασιού. ●

chateau-montrose.com

Τhe Barossa Experience | του Γρηγόρη Μιχαήλου, DIP WSET | τεύχος 7

«Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται το κρασί που τους έδωσες να δοκιμάσουν, αλλά θα θυμούνται για πάντα την εμπειρία που τους χάρισες με αφορμή αυτό το κρασί. Έτσι και εμείς εδώ δεν πουλάμε κρασί, αλλά εμπειρίες στους επισκέπτες μας»…

Δεν νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο που να συνοψίζει καλύτερα τη φιλοσοφία των ανθρώπων της Barossa Valley από τη συγκεκριμένη φράση της brand manager του οινοποιείου St Hugo, εκείνο το πρωινό της 23ης Ιουνίου, στην καρδιά της πιο φημισμένης οινικής περιοχής της Αυστραλίας. Το ταξίδι στην Barossa ήρθε ακριβώς τρεις μήνες μετά από μια «μαγική» εκδρομή στο Πιεμόντε, στην περιοχή του Barolo, για να μου θυμίσει ότι πράγματι υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον λεγόμενο Παλαιό και τον Νέο Κόσμο. Και αυτή η διάκριση δεν έχει να κάνει τόσο με τα κρασιά ή το στυλ που αυτά εκφράζουν –τα όρια όσο πάει γίνονται και πιο δυσδιάκριτα–, αλλά κυρίως με τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Από τη μια η Ευρώπη, με παράδοση αιώνων, πανέμορφους, δύσβατους αμπελώνες, ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και τοπική γαστρονομία που αναδεικνύει τα κρασιά της κάθε περιοχής, και από την άλλη χώρες όπως η Αυστραλία, που στηρίζονται στις καινοτόμες ιδέες, στην ελευθερία σκέψης, στο έξυπνο marketing και στην απόλυτη προσήλωση στα θέλω του οινόφιλου-πελάτη.

Δεν υπάρχει τίποτα που θα βάλετε στο μυαλό σας και δεν θα μπορέσετε να το πραγματοποιήσετε στην Barossa, με έναν και μοναδικό όρο: να έχετε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθετε στην πληθώρα των εμπειριών που σας προσφέρονται… Για παράδειγμα, η κορυφαία εμπειρία –The Sainthood experience– που προσφέρει το boutique οινοποιείο St Hugo κοστίζει «μόλις» 150.000 αυστραλέζικα δολάρια, έχει διάρκεια τρεις μέρες και ανάμεσα στις δραστηριότητες που περιλαμβάνει εξέχουσα θέση κατέχει η μεταφορά με πτήση charter στους ιδιόκτητους αμπελώνες του St-Hugo, στην ονομαστή περιοχή της Coonawara, εκεί όπου παράγονται κάποια από τα καλύτερα αυστραλέζικα Cabernet Sauvignon. Ο κροίσος-επισκέπτης θα επιλέξει μια σειρά αμπελιών η οποία προς τιμήν του θα πάρει το όνομά του, «μετουσιώνοντάς» τον με αυτόν τον τρόπο σε έναν θρύλο της περιοχής. Η σειρά αυτή αμπελιών θα δώσει το φρούτο για ένα κρασί κομμένο και ραμμένο στις επιθυμίες του πελάτη, φτιαγμένο σε συνεργασία με τον chief-οινολόγο του St-Hugo. Για τρία χρόνια το δικό του κρασί, από τη δική του σειρά αμπελιών που φέρει το όνομά του, θα φτάνει στην πόρτα του σπιτιού του, σε όποια γωνιά του πλανήτη και αν αυτή βρίσκεται.

Θεωρείτε πως οι άνθρωποι της Barossa κινούνται στη σφαίρα του παραλόγου; Η πρόβλεψη που μας έδωσε η manager του οινοποιείου είναι ότι μέσα στον επόμενο χρόνο θα βρεθεί ο πρώτος πελάτης που θα αγοράσει τη συγκεκριμένη «Sainthood Experience» των 150.000 δολαρίων και λογικά θα προέρχεται από την –όχι και τόσο μακρινή για την Αυστραλία– αγορά της Κίνας. Ακόμα όμως κι αν δεν βρεθεί κανείς να αγοράσει τη συγκεκριμένη εμπειρία, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τους ανθρώπους του οινοποιείου… Τα πάντα γίνονται στο πλαίσιο του λεγόμενου premiumisation και του χτισίματος μιας ισχυρής ταυτότητας (branding) για το St-Hugo.

Το «Sainthood Experience» είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα… Μια επίσκεψη στο υπεραιωνόβιο «Centennial» κελάρι του φημισμένου για τα ενισχυμένα κρασιά οινοποιείου Seppeltsfield θα σας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τη μεγαλύτερη συλλογή παλαιωμένων single vintage Τawny, που ξεκινάει από το 1878 και συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι και σήμερα. Εκεί θα μπορέσετε να βιώσετε την εμπειρία της δοκιμής κρασιού από τη χρονιά της γέννησής σας (ή της γέννησης του παππού ή του προπάππου σας, αν προτιμάτε) ή να βιώσετε στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, δοκιμάζοντας μέσα από την εμπειρία «Moments in History» κρασί από τη χρονιά θανάτου του Elvis Presley (1977), από την πρώτη επίσκεψη του ανθρώπου στο φεγγάρι (1969) ή ακόμα και τη βύθιση του «Τιτανικού» (1912). Είναι τρελοί αυτοί οι Αυστραλοί!

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται άκρως εντυπωσιακά, αγγίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια του εξωπραγματικού. Είναι ωστόσο μια διαφορετική –νεοκοσμίτικη, ας μου επιτραπεί ο όρος– προσέγγιση, κατά την οποία το κρασί δεν είναι υποχρεωτικά ο «ομφαλός» ή το κέντρο της Γης, αλλά πολύ πιο απλά μέρος μιας συνολικά προσφερόμενης εμπειρίας. Όσο και να σοκάρει εμάς τους σκληροπυρηνικούς οινόφιλους, η πραγματικότητα είναι πως το 63% των ανθρώπων που επισκέφτηκαν την Barossa μέσα στο 2015 δεν το έκαναν για τα κρασιά και τα οινοποιεία της περιοχής, αλλά για να γευματίσουν/δειπνήσουν σε ένα από τα εξαιρετικά εστιατόρια που διαθέτει η περιοχή. Μόλις το 46% των επισκεπτών είχαν ανάμεσα στις προθέσεις τους την επίσκεψη σε κάποιο από τα οινοποιεία για γευστική δοκιμή. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά, αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για την πλέον premium οινοπαραγωγό περιοχή της Αυστραλίας.

Τι πιο προφανές λοιπόν από το να χτίσεις ένα cellar-door ή, αν προτιμάτε, ένα wine-lounge –σε μια πιο chic, μαρκετινίστικη, απόδοση του όρου– για να προσφέρεις στους επισκέπτες σου όλα αυτά τα οποία φαίνεται πως αναζητούν;  Εμπειρίες που περιστρέφονται γύρω από το κρασί, αλλά δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με αυτό.

Τι είδαμε, λοιπόν, στο νεότευκτο cellar-door του κολοσσού που λέγεται Jacobs Creek; Πανέμορφα μονοπάτια για πεζοπορία μέσα στους αμπελώνες, hi-tech εστιατόριο με κορυφαίο Αυστραλό celebrity chef να μαγειρεύει πρωινό, μεσημεριανό ή δείπνο, με τις πρώτες ύλες να προέρχονται αποκλειστικά από δικές τους καλλιέργειες, άφθονους χώρους για να παίζουν τα παιδιά ασταμάτητα, πολυθρόνες-μαξιλάρια για άραγμα και χαλάρωση μέσα στα αμπέλια, ακόμα και γήπεδα τένις και ποδήλατα για τους πιο αθλητικούς τύπους που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φυσική τους κατάσταση. Από την άλλη, δεν είδαμε ούτε μία ανοξείδωτη δεξαμενή, ούτε έναν χώρο παραγωγής ή ένα πιεστήριο, δεν ακούσαμε το παραμικρό για μηλογαλακτικές ζυμώσεις και οξικά βακτήρια. Το κρασί φυσικά υπάρχει σε όλες τις δυνατές μορφές, μέσα όμως από μια πολύ fun, προσιτή, αλλά και engaging προσέγγιση για τους επισκέπτες. Το βασικό στοιχείο, όμως, που πρέπει να κρατήσετε είναι πως ακόμα και ο μη οινόφιλος θα βρει τρόπους να περάσει εξαιρετικά καλά.

Το γεγονός ότι μόνο το Jacobs Creek έχει 170.000 επισκέπτες τον χρόνο σημαίνει ότι προφανώς βαδίζουν στο σωστό μονοπάτι… Μην αντιπαρατεθείτε στα λεγόμενά μου υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν οινοποιεία στη Σαντορίνη που δέχονται μεγαλύτερο όγκο επισκεπτών σε μία σεζόν, γιατί δεν πρόκειται να σας αμφισβητήσω… Η στρατηγική όμως στο Jacobs Creek δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των επισκεπτών, αλλά με την αύξηση του μέσου όρου χρημάτων που ο κάθε επισκέπτης ξοδεύει σε μία βόλτα του στο οινοποιείο. Αν δεν σ’ τα «πάρουν» από το κρασί, θα βρουν άλλους τρόπους να σ’ τα «πάρουν», είτε από το φαγητό, είτε από ένα βιβλίο που θα αγοραστεί από το πωλητήριο, είτε από μια εμπειρία που έχουν δημιουργήσει και θα θέλεις να πληρώσεις για να τη βιώσεις… Οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τον ελληνικό τουρισμό και τις θριαμβολογίες του υπουργείου Τουρισμού είναι, όπως καταλαβαίνετε, εκτός πραγματικότητας. Και η μέγιστη διαφορά είναι ότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ολόκληρο εγχειρίδιο και πλάνο για το πού θέλουν να πάνε και τους τρόπους με τους οποίους θα το πετύχουν και όχι απλώς προσπάθεια να φέρουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται στο κατώφλι του οινοποιείου τους.

Αναρωτιέστε μετά από όλα αυτά αν στην Barossa έχει «πάει βόλτα» ο ρομαντισμός και το «παραμύθι» που συνοδεύει σχεδόν πάντα τον κόσμο του κρασιού; Και εγώ προς στιγμήν ένιωσα ότι μου έλειψαν οι αμέτρητες κουβέντες που μοιράστηκε μαζί μας στο Πιεμόντε ο οινοποιός Giuseppe Vajra, για την ιστορία της οικογένειας, για το πώς ο πατέρας του –γνωστός και ως «il professore» στην περιοχή– αποφάσισε να επιστρέψει στο Barolo για να συνεχίσει μια παράδοση αιώνων, αλλά και τo πώς η μητέρα τους Milena αποτελεί το στήριγμα όλης της φαμίλιας σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις. Στα μεγάλα οινοποιεία της Barossa η προσπάθεια μιας ολόκληρης ομάδας marketing, social media experts και brand managers είναι να οδηγήσουν τον καταναλωτή στο να ξοδέψει ακόμα και 5 δολάρια παραπάνω κατά την επίσκεψή του, αφού κάτι τέτοιο θα σημαίνει τεράστια αύξηση του τζίρου των οινοποιείων και χρήμα που ρέει εύκολα.

Ένα stop-over όμως εκτός προγραμματισμού στο Rockford Estate ήταν αρκετό για να διαλύσει όλους τους –μέχρι εκείνη τη στιγμή– προβληματισμούς μου γι’ αυτού του είδους την προσέγγιση. Εκεί ήρθαμε σε επαφή με ένα παλιό αγροτόσπιτο του περασμένου αιώνα, ένα πιεστήριο του 1920 και μηχανήματα οινοποίησης βγαλμένα από τη μηχανή του χρόνου, σε μία ίσως από τις πιο αυθεντικές προσεγγίσεις που έχω συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια που επισκέπτομαι οινοποιεία. Εδώ δεν υπήρχαν προσφερόμενες εμπειρίες, τρέλες ή εξτραβακάντζες. Εμπειρία ήταν απλώς και μόνο το tasting των κρασιών αυτών σε ένα μικρό πωλητήριο. Υπάρχει και αυτή η πλευρά της Barossa, που δίνει τον απαραίτητο πλουραλισμό και έξτρα αξία σε μια περιοχή που θέλει να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες οινικές περιοχές του πλανήτη.

Η εκδρομή στο Barolo ήταν μια «βουτιά» στην ιστορία, στην κουλτούρα, στον πολιτισμό, στην παράδοση και στη φινέτσα που λίγες περιοχές μπορούν να προσφέρουν τόσο απλόχερα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά… Η Barossa όμως ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ήταν η διεύρυνση των οριζόντων μας, η επαφή με μια πιο εξωτική –προκλητική για τα δεδομένα μας– προσέγγιση στο κρασί και η προσγείωση σε μια διαφορετική πραγματικότητα, στην οποία δεν είμαστε εμείς υποχρεωτικά οι καλύτεροι. Η Barossa ήταν ένα πραγματικό σχολείο για όλους εμάς που είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε σε αυτή την –once in a lifetime– εμπειρία.

Key facts για την Barossa

  • Η συνολική έκταση αμπελώνων στην Barossa Valley είναι 11.370 εκτάρια.
  • Το υψόμετρο κυμαίνεται στα 250-370 μ. από το επίπεδο της θάλασσας.
  • Το κλίμα είναι ζεστό μεσογειακό, ικανό να δώσει ρωμαλέα, δυνατά κόκκινα κρασιά, εξαιρετικά ενισχυμένα τύπου Port και πληθωρικά λευκά, ενώ υπάρχουν πιο ψυχρές περιοχές στις παρυφές των γύρω βουνών, που είναι ιδανικές για ποικιλίες όπως το Cabernet Sauvignon και το Riesling.
  • Στην Barossa Valley θα βρείτε τη μεγαλύτερη συλλογή παλαιών αμπελιών της Αυστραλίας με αμπέλια τα οποία ξεπερνούν τα 150 έτη σε ηλικία.
  • Οι παραδοσιακά καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Barossa είναι το Shiraz, το Grenache και το Mataro (Mourvedre), ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα νέο κύμα φυτεύσεων με ποικιλίες της Μεσογείου, όπως Fiano, Montepulciano, Tempranillo, Dolcetto, Graciano και Sangiovese.
  • To Shiraz είναι η ποικιλία-σταρ της Barossa Valley, καλύπτοντας περίπου το 50% των συνολικών φυτεύσεων της περιοχής.
  • Το τυπικό στυλ ενός Shiraz της Barossa είναι γεμάτο, με ώριμο φρούτο και ώριμες βελούδινες τανίνες. Τα καλύτερα παραδείγματα μετριάζουν αυτόν τον πληθωρικό χαρακτήρα με ισορροπημένη οξύτητα.
  • Το παλαιότερο αμπέλι Shiraz στην Barossa χρονολογείται από το 1842.
  • Όπως και σε ολόκληρη τη Νότια Αυστραλία, η φυλλοξήρα δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην περιοχή και υπάρχει αυστηρή καραντίνα για την αποφυγή εμφάνισής της.
  • Το ποσοστό ερυθρών και λευκών κρασιών στην Barossa Valley είναι 80/20 αντίστοιχα.
  • Μέχρι και τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 το κύριο στυλ των κρασιών που παράγονταν στην Barossa ήταν ενισχυμένα κρασιά σε στυλ tawny από Grenache και Shiraz.
  • Η πιο σημαντική λευκή ποικιλία στην Barossa Valley είναι το Riesling, με τα καλύτερα παραδείγματα να έχουν δυνατότητες παλαίωσης που ξεπερνούν τη δεκαετία.

Οι δύο κορυφαίες οινικές στιγμές μου στην Barossa

Penfolds, Grange 2011

Τo Grange των 850 αυστραλέζικων δολαρίων είναι πολύ παραπάνω από ένα άρτιο σε όλα τα επίπεδα κρασί. Είναι η premium εικόνα της Αυστραλίας στην παγκόσμια αγορά, ευσεβής πόθος κάθε οινόφιλου, ένα πραγματικό icon του οποίου η φήμη είναι εφάμιλλη των πρωτοκλασάτων Bordeaux και των κορυφαίων κρασιών της Βουργουνδίας. Η επίσκεψή μας στο ιστορικό Magill estate των Penfolds συνοδεύτηκε από ένα ποτήρι Grange που ευγενικά μάς προσφέρθηκε, με το «πρόσχημα» ότι δεν μπορείς να φύγεις από την «πηγή» χωρίς να έχεις δοκιμάσει τον θρύλο της αυστραλέζικης οινοποιίας. Εξαιρετικά συμπυκνωμένο, μια «βόμβα» μαύρου, πυκνού φρούτου και πιπεριού σε μια μύτη που «μυρίζει ακριβά», με γενναιόδωρες νύξεις καπνού, ταμπάκο και βανίλιας από το βαρέλι. Το στόμα σαν οδοστρωτήρας, με εντάσεις και δύναμη, σου θυμίζει αυτόματα ότι πρόκειται για ένα κρασί «βρέφος», το οποίο μπορεί να ξεπεράσει τα 50 χρόνια σε παλαίωση.

Rockford, Basket Press Shiraz 2013

To highlight των highlights δεν καταφέραμε να το δοκιμάσουμε στη στάση μας στο παραδοσιακό οινοποιείο της Barossa, αφού προφανώς το κρασί εξαντλείται αστραπιαία με τη διάθεσή του στην αγορά. Λίγο αργότερα, σταθήκαμε τυχεροί παρέα με τον Γιάννη και την Ελένη στην επίσκεψή μας σε ένα κινέζικο εστιατόριο της Μελβούρνης, όπου το κρασί φιγουράριζε ανάμεσα στις προτάσεις της λίστας κρασιών. Τα 130 δολάρια πώλησης στο εστιατόριο έρχονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα 850 δολάρια, τιμή πώλησης του Grange από το οινοποιείο. Για όσους έχουν στο μυαλό τους την Barossa ως μια περιοχή που δεν μπορεί να δώσει κομψότητα, το ραφιναρισμένο, κομψό στυλ του Basket Press είναι βγαλμένο λες και προέρχεται από τον Παλαιό Κόσμο. Εκπληκτικά εκφραστικό, με φρεσκάδα φρούτου, πικάντικα, πιπεράτα στοιχεία στη μύτη και στόμα-σεμινάριο ισορροπίας ανάμεσα στη δύναμη και την κομψότητα, με το βαρέλι ίσα που να «χαϊδεύει» το στόμα. Από εκείνα τα κρασιά που δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις…

 

Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET

TUSCAN | TRAVEL | τεύχος 5

Το Grape ταξίδεψε στην Τοσκάνη. Ιστορικά οινοποιεία, σπουδαία κρασιά, διαδρομές σε παραμυθένια τοπία, τεράστια γαστρονομική παράδοση και οι πιο φιλόξενοι άνθρωποι του κόσμου. Ένα όνειρο..‏ Η Τοσκάνη είναι σαν το κρασί της, δυναμική και φινετσάτη. Κάθε φορά που κάποιος έχει την τύχη να την επισκεφτεί τη βρίσκει ακόμα καλύτερη. Τα σπουδαία κρασιά της τα γνωρίζεις μαζί με τους ζεστούς και χαμογελαστούς Ιταλούς που τα φτιάχνουν και με τις ιστορίες που έχουν πάντα να σου αφηγηθούν σφίγγοντάς σου το χέρι.

‏Η περιοχή χωρίζεται περίπου σε 3 τμήματα: την περιοχή του Chianti στον Βορρά, τους λόφους και τις πεδιάδες στον Νότο και την επίπεδη παράκτια πεδιάδα. Τα Απέννινα Όρη κυριαρχούν και τα σταφύλια καλλιεργούνται στις πλαγιές τους, με το υψόμετρο να μετριάζει το ζεστό κλίμα και στις παράκτιες περιοχές να απολαμβάνουν τη θαλάσσια αύρα. ‏Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής το Chianti και βασιλιάς το Sangiovese, με οξύτητα και τανίνες, αρώματα, αλλά και χαρμάνια με γνωστά ιταλικά και γαλλικά σταφύλια. ‏Η κουζίνα βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τα κρασιά και μερικά από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου βρίσκονται στην περιοχή. Δεν είναι όμως μόνο τα αστέρια Michelin. Σε κάθε χωριό, σε κάθε osteria, ristorante ή tratoria τρως ανεπανάληπτα, αφού οι πρώτες ύλες, η παραδοσιακή κουζίνα και το κρασί συμπληρώνουν το ένα το άλλο και δένουν απόλυτα μεταξύ τους. ‏Η ιστορία της περιοχής μεγάλη, με τους Ετρούσκους να ασχολούνται τόσο με την αμπελουργία όσο και με το εμπόριο, τους Ρωμαίους να ακολουθούν τα βήματά τους και την αριστοκρατία της Φλωρεντίας τον Μεσαίωνα να συνεχίζει την παράδοση, με οικογένειες όπως οι Antinori και Frescobaldi, μέχρι και τις μέρες μας. ‏Ο αμπελώνας της Τοσκάνης έγινε γνωστός κυρίως για το Chianti, αλλά και τα Brunello Di Montalcino και Vino Nobile di Montepulciano.

Όμως, όπως λέγεται, οι Ιταλοί κάθε 50 χρόνια κάνουν και μία επανάσταση. Η μεγάλη επανάσταση των Super Tuscans ξεκίνησε από την καρδιά του Chianti και σάρωσε όλες τις περιοχές, αποτελώντας σημείο-καμπή για τη διεθνή εικόνα των ιταλικών κρασιών. Τα νέα αυτά κρασιά δεν έφεραν μόνο αέρα ανανέωσης στις παραδοσιακές ονομασίες προέλευσης, αλλά χρησιμοποιώντας διεθνείς ποικιλίες –όπως το Cabernet Sauvignon ή το Syrah– έφεραν και έναν γενικό αέρα αλλαγής, επαίνους για την ποιότητά τους και την ανάλογη οικονομική επιβράβευση. Στις μέρες μας έχουν και πιστοποίηση, καθώς οι αρχές καθιέρωσαν νέες περιοχές DOCG και συναίνεσαν στην κατηγορία Indicazione Geografica

ISOLE E OLENA

‏Ομορφιά x 2 επί ιταλικού εδάφους είναι το Isole e Olena. Δύο ξεχωριστά κτήματα, με ιστορία εκατοντάδων ετών, δύο μεγάλες πλαγιές ουσιαστικά, οι Ιsole και Οlena, ενώθηκαν τη δεκαετία του ’50 από την οικογένεια De Marchi. ‏Επικεφαλής σήμερα, ο Paolo de Marchi, ένας γνήσιος, χαμογελαστός, ζεστός Ιταλός που έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στο κτήμα αυτό και σε κάνει να νιώθεις ότι τον γνωρίζεις χρόνια.  Οινολόγος και οινοποιός ο ίδιος, έχει αφήσει το προσωπικό του στίγμα τόσο στο κτήμα όσο και σε όλη την περιοχή του Chianti Classico. Τα κρασιά του οινοποιείου συγκαταλέγονται στη λίστα με τα 10 κορυφαία Super Tuscans, και δικαίως αφού έχουν επανειλημμένα αποσπάσει διακρίσεις, όπως τα Tre Bicchieri του Gambero Rosso, ενώ το διάσημο ‏Cepparello χρόνο με τον χρόνο κερδίζει όλο και περισσότερους φανατικούς θαυμαστές. Το Ιsole e Οlena όμως έγινε γνωστό και για τη διορατικότητα του Paolo να διευρύνει τους ορίζοντές του, κάνοντας άνοιγμα σε διεθνείς ποικιλίες σε μια εποχή που οι αυστηροί κανονισμοί του Chianti έκαναν τη ζωή των παραγωγών δύσκολη. ‏Εκτός όμως από τη σφραγίδα του Paolo, που είναι παντού, η φυσική ομορφιά της περιοχής δεν περιγράφεται με λόγια. Βόρεια του χωριού Castellina και κάπου μέσα στους φιδίσιους επαρχιακούς δρόμους της Τοσκάνης, ανάμεσα σε κυπαρίσσια, αμπέλια και ελιές, το Ιsole e Οlena έχει μερικούς από τους πιο ακριβούς αμπελώνες της περιοχής του Chianti. Περισσότερα από 50 εκτάρια, σε υψόμετρο περίπου 400 μ., με εδάφη πετρώδη που αναμειγνύονται με άμμο και πηλό, με καλή στράγγιση, ‏αποτελούν, όπως λέει και ο Paolo, συνθήκες που «δημιουργούν ένα ιδιαίτερο κρασί. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, κανείς όμως δεν μπορεί να πει ότι δεν έχει τον δικό του χαρακτήρα. Έχει την ταυτότητα του τόπου από τον οποίο προέρχεται».‏Τις τελευταίες δεκαετίες δοκιμάζονται νέες τεχνικές στο κομμάτι επαναφύτευσης και πυκνότητας φύτευσης, επιλογής κλώνων και διαχείρισης του αμπελώνα.  Ο Paolo συνεχώς πειραματίζεται και το αποτέλεσμα μάλλον τον δικαιώνει. ‏Το Isole e Olena Chianti έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, από ένα νεαρό, ελαφριού σώματος κρασί σε ένα γεμάτου σώματος, ιδανικό για παλαίωση στο κελάρι.

‏Δοκιμάσαμε

2013 Isole e Olena Cepparello: Ένα πραγματικά εντυπωσιακό κρασί 100% Sangiovese, που έχει μείνει 18 μήνες σε δρύ. Αρώματα από κόκκινα μούρα, κεράσι, γλυκόριζα, πίσσα, γη και φύλλα από δάσος. Εξαίρετο, φίνο κρασί, με πολύ έντονη όμως παρουσία, δεμένο και περίπλοκο. Ισορροπεί, όπως λένε χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην παράδοση και την εξέλιξη.

‏Chianti Classico Isole e Olena 2014 100% Sangiovese 

Πολύ ζωντανό κρασί, με κόκκινο κεράσι, δαμάσκηνο, γλυκά μπαχαρικά και βιολέτα. Μέτριο σώμα και εντυπωσιακή ισορροπία. Το χρώμα του έντονο ρουμπινί. Ώριμες τανίνες και χαρακτηριστική μακρά επίγευση.

Collezione Privata 2009 Syrah ‏Aφού μείνει για λίγο στο ποτήρι και ανοίξει, αυτό το Syrah βγάζει μαύρα φρούτα, πιπέρι και μούρα. Στο στόμα δεν είναι τόσο έντονο όσο περιμένει κανείς. Αντίθετα, αντί για δέρμα ανακαλύπτεις μαύρο φρούτο στο τελείωμα. Ο Paolo de Marchi σχεδίαζε αρχικά να χρησιμοποιήσει την αγαπημένη γαλλική ποικιλία για να την αναμείξει με Sangiovese και  Canaiolo, αλλά τα εξαιρετικά αποτελέσματα του 1987 άλλαξαν τα σχέδιά του. Πρόκειται για ένα πλούσιο τοσκανέζικο Syrah με δυνατό φρούτο και πολύ καλή δυνατότητα παλαίωσης.
‏Το Vin Santo του κτήματος από Malvasia και Trebbiano θεωρείται από πολλούς το καλύτερο της Ιταλίας. Ωριμάζει 5 χρόνια σε βαρέλια και είναι εξαιρετικός συνοδός για επιδόρπια. Μαλακό και πλούσιο, γλυκό, αλλά με σωστή οξύτητα, το φινετσάτο αυτό γλυκό κρασί μοσχοβολάει αμύγδαλο, φουντούκι και τσάι, καταλήγοντας σε μια έντονη επίγευση.

Castell’ n Villa

Στο νότιο τμήμα της αμπελουργικής ζώνης του Chianti Classico, λίγα χιλιόμετρα από την πόλη της Siena, βρίσκεται το Castell’in Villa, ένα από τα ιστορικότερα και σπουδαιότερα οινοποιεία της Τοσκάνης. Για να είμαστε ειλικρινείς, η διάκριση σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Στην πιο δημοφιλή  οινική γειτονιά του πλανήτη, με πολλά από τα ιερά τέρατα μαζεμένα, όπως η οικογένεια Antinori, η οικογένεια Frescobaldi, το Badia a Coltibuono, το Castello di Ama και κάποια οινοποιεία που σίγουρα μου διαφεύγουν, το Castell’in Villa καταφέρνει τρύγο με τρύγο να βρίσκεται ανάμεσα στα κορυφαία. Εμείς ως Έλληνες έχουμε έναν επιπλέον λόγο να καμαρώνουμε για τα κρασιά του συγκεκριμένου κτήματος. Πολύ απλά γιατί στη θέση του οδηγού βρίσκεται η Ελληνίδα Κοραλλία Γκέρτσου-Πινιατέλη.  Ο πρώτος επίσημος τρύγος του κτήματος ήταν το μακρινό 1971, αν και κατά την προσωπική μου γνώμη η ημερομηνία-κλειδί ήταν το 1985, όταν μετά την απώλεια του συζύγου της η κ. Πινιατέλη αποφάσισε να εγκατασταθεί αποκλειστικά στο κτήμα και να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στη λειτουργία του. H Πριντσιπέσα, όπως την αποκαλούν στην περιοχή, αφιερώνει έκτοτε μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς της στην καλλιέργεια της γης, σε αντίθεση με τη μόδα της εποχής που επιβάλλει στους οινοπαραγωγούς να «καλλιεργούν» δημόσιες σχέσεις με τα οινικά media. Tο Castell’in Villa αποτελείται από 3.000 στρέμματα γης, εκ των οποίων το μεγαλύτερο τμήμα είναι δασική γη, ενώ μεγάλο μέρος καταλαμβάνει ο αμπελώνας, που αποτελεί και την κύρια δραστηριότητα του κτήματος, και σε μικρότερη έκταση είναι ο ελαιώνας, που παράγει το φημισμένο ελαιόλαδο της Τοσκάνης. Το κυρίαρχο κτίσμα του κτήματος είναι ένας (αναπαλαιωμένος πλέον) πύργος του 13ου αιώνα και άλλα αντίστοιχης αρχιτεκτονικής κτίρια που προστέθηκαν με την πάροδο του χρόνου με σκοπό την καλύτερη λειτουργία του κτήματος. Σήμερα λειτουργεί εστιατόριο με έμφαση στην τοπική κουζίνα, καθώς και καταλύματα για όσους επιθυμούν να φιλοξενηθούν σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο.

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε πως τα κρασιά του Castell’in Villa αντανακλούν τη γη, το terroir που τα γέννησε: κρασιά κυρίως για φαγητό, ρωμαλέα, στιβαρά, κρασιά παλαίωσης. Με μια πιο προσεκτική ματιά οφείλουμε να παραδεχτούμε πως είναι κρασιά ιδιοσυγκρασίας, σε κάθε γουλιά καθρεφτίζουν την προσωπικότητα της γυναίκας που τα παρήγαγε: γοητευτικά, μεστά, ιδιαίτερα, απόλυτα και σίγουρα αξιομνημόνευτα…  

CHIANTI CLASSICO

Το Castell’in Villa Chianti Classico είναι 100% Sangiovese. Πρόκειται για ένα περίπλοκο χαρμάνι από διαφορετικά αμπέλια. Το κρασί παλαιώνει σε παραδοσιακά βαρέλια από 12 έως 24 μήνες. Γήινα αρώματα, πιπέρια, ένα ιδανικό κρασί για παλαίωση.

CHIANTI CLASSICO RISERVA

Φτιαγμένο από Sangiovese, το κρασί παλαιώνει σε δρυ για 2-3 χρόνια και είναι ιδανικό για κατανάλωση μετά από 6-15 χρόνια.  Γεμάτο σώμα και αρώματα από ώριμα φρούτα και μαύρο κεράσι, και γήινοι, πιπεράτοι τόνοι.

SANTACROCE

Το Santacroce, το εμβληματικό κρασί του κτήματος, είναι από 50% Cabernet Sauvignon και 50% Sangiovese. Το κρασί μένει για 18 μήνες σε γαλλικά βαρέλια των 225 λίτρων και είναι ένα τυπικό Super Tuscan, αποτέλεσμα ενός εξαιρετικού ταιριάσματος ποικιλιών και οινοποίησης.  

POGGIO DELLE ROSE

Το Poggio Delle Rose είναι φτιαγμένο αποκλειστικά από συγκεκριμένους αμπελώνες που δίνουν και το όνομά τους στο κρασί. Ωριμάζει για τουλάχιστον 18 μήνες σε γαλλική δρυ και οι τανίνες του αλλά και το ώριμο φρούτο είναι χαρακτηριστικά.  Ακόμα και όταν είναι φρέσκο, έχει περίπλοκη μύτη και μαλακές τανίνες, με έντονα αρώματα κερασιού και γήινα χαρακτηριστικά.

Fontodi

To σταφύλι –όπως και οι άνθρωποι– δεν πρέπει να στρεσάρεται, μας λέει ο Νίκολας συνοψίζοντας σε αυτή τη φράση όλη τη φιλοσοφία του Fontodi. Και συνεχίζει: Ποιος θέλει, εξάλλου, δίπλα του ένα κακό κρασί ή έναν αγχωμένο άνθρωπο; Το καλό κρασί φτιάχνεται στο αμπέλι και όχι στις δεξαμενές, φωνάζει από παντού το Fontodi. Πιστοποιημένο βιολογικό οινοποιείο, με βιοδυναμικές καταβολές σε όλη τη διαδικασία παραγωγής του κρασιού – οινοποιείο βαρύτητας και κάτω από αυτό περίπου 45 αγελάδες, η κοπριά των οποίων ανακατεύεται με φλούδες, στέμφυλα και τα υπόλοιπα του τρύγου και σε περίπου δύο χρόνια γίνονται κοσμπότ για τα αμπέλια. Η τοποθεσία όπου βρίσκεται το κτήμα σού κόβει την ανάσα με την ομορφιά της, κρύβει όμως και τη μαγική συνταγή για καλό κρασί. Υψηλό υψόμετρο, έδαφος πετρώδες, μεγάλη έκθεση στον ήλιο και εξαιρετικό μικροκλίμα το οποίο χαρακτηρίζουν οι διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Όλα τα κρασιά του κτήματος παράγονται από σταφύλια που προέρχονται από τους αμπελώνες του, με χειρωνακτικό τρύγο, ενώ και το βιολογικό λάδι που παράγουν έχει εντυπωσιακή φρεσκάδα και άρωμα. Το οινοποιείο ανήκει στην οικογένεια του Giovanni Manetti από το 1968. Η οικογένεια έχει ταυτιστεί επί πολλές δεκαετίες με μια άλλη προσφιλή επιχειρηματική δραστηριότητα της περιοχής του Chianti: κατασκευάζουν τα περίφημα πλακάκια από τερακότα. Περισσότερα από 90 εκτάρια, εκ των οποίων 70 είναι φυτεμένα με αμπέλια, κοιτάζουν αμφιθεατρικά. Απαγορεύονται αυστηρά τα χημικά προϊόντα, αναδεικνύοντας έτσι την πλέον αγνή έκφραση του αμπελιού. Οινοποίηση και ωρίμαση γίνονται σε ένα μοντέρνο κελάρι, του οποίου η κατασκευή υπακούει στους νόμους της βαρύτητας, σεβόμενο απόλυτα τη φύση του σταφυλιού.

Περίπου 300 χιλιάδες φιάλες παράγονται τον χρόνο, μια μέτρια παραγωγή για τα μεγέθη της περιοχής, ωστόσο το οινοποιείο έκανε αίσθηση το 1981 με τη δημιουργία του περίφημου Flaccianello (κρασί από 100% Sangiovese, φτιαγμένο με διεθνές στυλ). Το Flaccianello έχει γίνει από τα αγαπημένα των συλλεκτών σε όλο τον κόσμο. Το Fontodi όμως δεν έμεινε εκεί, αλλά το 1985 έκανε ένα ακόμη εντυπωσιακό βήμα με τη δημιουργία του Chianti Classico Riserva από 90% Sangiovese και 10% Cabernet Sauvignon, που έχει γίνει σταθερή αξία στο Chianti. Οι αμφορείς-δεξαμενές στους οποίους ζυμώνεται το κρασί, πιστά αντίγραφα των αμφορέων τους οποίους χρησιμοποιούσε η οικογένεια των Μεδίκων για να αποθηκεύει κρασί και λάδι, είναι πραγματικά εντυπωσιακοί. Τα καλύτερα σταφύλια της ποικιλίας Sangiovese τοποθετούνται στη δεξαμενή με τις φλούδες τους για την πρώτη ζύμωση. Παραμένουν εκεί επί εννέα μήνες για τη μηλογαλακτική ζύμωση και στη συνέχεια μεταφέρονται στους αμφορείς-δεξαμενές για έξι μήνες και μετά πάλι στις ανοξείδωτες δεξαμενές για δύο φεγγάρια. Μετά τον κύκλο των φεγγαριών εμφιαλώνονται, μόνο όμως εάν έχει φεγγάρι. Τα βαρέλια είναι από γαλλική δρυ και, όπως μας λέει ο Νίκολας, είναι εξαιρετικά, αλλά αν βάλεις μέσα κακό κρασί, δεν θα βγάλεις Romanée-Conti

Δοκιμάσαμε

Chianti Classico 2013 / 100% Sangiovese
Η πρώτη επιλογή σταφυλιών γίνεται από νεαρά αμπέλια και η δεύτερη από πιο ηλικιωμένα. Η ωρίμαση γίνεται για δύο χρόνια σε δρυ: έξι μήνες σε μεγάλα δρύινα βαρέλια και 18 μήνες σε μικρά δρύινα χρησιμοποιημένα βαρέλια. 150.000 μπουκάλια είναι η παραγωγή του συγκεκριμένου κρασιού και αποτελεί περίπου το 50% της παραγωγής του οινοποιείου. Το 2013 ήταν μια εξαιρετική χρονιά, σχεδόν τόσο καλή όσο το 2010. Πολύ καλή δομή, φρεσκάδα αλλά και περιπλοκότητα με δυνατότητα παλαίωσης. Έντονα αρώματα κόκκινων φρούτων, κεράσι, φράουλα, ορυκτότητα και πιπέρια στη μύτη, στο στόμα άγρια μούρα, βότανα, κέδρος και σωστή οξύτητα. Πολύ πολύ μακρά επίγευση.

Flaccianello della Pieve 2001 / 100% Sangiovese, η εμβληματική ετικέτα του Fontodi  Tα καλύτερα σταφύλια επιλέγονται για την παρασκευή αυτού του εξαιρετικά δυνατού και πλούσιου κρασιού από αμπελώνες ηλικίας τουλάχιστον 25 ετών, που βρίσκονται σε υψόμετρο 400 μ. Έντονο ρουμπινί χρώμα, μαύρο κεράσι και δέρμα, γεμάτο σώμα, σωστή οξύτητα και βελούδινες τανίνες με μακρά επίγευση. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Αυτό όμως που μένει ακόμα και όταν έχεις πιει το κρασί είναι η εκρηκτική μύτη του. Παλαίωση για 24 μήνες σε γαλλική δρυ και παραγωγή 60.000 μπουκάλια.

 Η διάσημη ετικέτα του

 Στους ρωμαϊκούς χρόνους η περιοχή ονομαζόταν Flatsiano. Το 1968 η οικογένεια Manetti αγόρασε το Fontodi και το 1981 ήταν η πρώτη χρονιά που ο Giovanni Manetti αποφάσισε να παρασκευάσει ένα κρασί που να περικλείει την ιστορία της περιοχής, ονομάζοντάς το Pieve, από την ονομασία μιας μικρής εκκλησίας κοντά στο κτήμα, εξ ου και ο σταυρός. 

Case Via Syrah 2013

Έντονα αρώματα από μαύρα μούρα και γαλλική δρυ. Δεν έχει κάτι που να παραπέμπει σε γαλλικό Syrah ούτε και ο χαρακτήρας της ποικιλίας είναι εκεί. Αντίθετα, εντυπωσιακές είναι η κρεμώδης υφή του, οι βελούδινες τανίνες και η μακρά επίγευση. Τα αρώματά του από μαύρα φρούτα, γλυκόριζα, γη και κυνήγι παρουσιάζει ενδιαφέρον πώς θα εξελιχθούν.

 

Castellare di Castellina

I Sodi… Με αυτή τη φράση περιγράφουν οι Τοσκανέζοι τα τραχιά εδάφη και τις πέτρες galestro που προσδίδουν την ορυκτότητα στα κρασιά τους. San Niccolò είναι το εκκλησάκι που βρίσκεται στο κεντρικό κτίριο του κτήματος –όπου μας υποδέχτηκαν για την ξενάγηση– και το I Sodi di San Niccolò είναι το κρασί-καμάρι του Castellare di Castellina, που έχει βρεθεί, όχι τυχαία, δύο φορές στο top 100 του Wine Spectator. Παρά το κρύο –αφού επισκεφτήκαμε το οινοποιείο χειμώνα– το τοπίο λουσμένο στο φως του ήλιου ήταν σαν ζωγραφιά. Με εξαιρετικό προσανατολισμό, αφού κοιτάζει νοτιοανατολικά, και υψόμετρο περίπου 370 μ., αμπέλια 5-30 ετών και πολλές πολλές ελιές, το Castellare di Castellina βρίσκεται στην καρδιά του Chianti, δίπλα στο ομώνυμο κλασικό χωριό.

Το 1979 πρωτολειτούργησε το οινοποιείο –που περιλαμβάνει πέντε κτήματα– από τον σημερινό του ιδιοκτήτη, Paolo Panerai, και σήμερα παράγει περίπου 250 χιλιάδες φιάλες τον χρόνο. Κυρίαρχο σταφύλι, όπως είναι φυσικό, είναι το Sangiovese (Sangioveto) το οποίο αναμειγνύεται με άλλες ποικιλίες, όπως Cannaiolo και Malvasia Nera. Από λευκές ποικιλίες προτιμούν το Cabernet Sauvignon και το Chardonne και από τις τοπικές τις Trebbiano και λευκή Μalvasia, που τις χρησιμοποιούν για το Vinsanto.

Ενδεικτική παραγωγή μιας χρονιάς είναι περίπου:

130.000 μπουκάλια Chianti Classico και Chianti Classico Reserva,

50.000 μπουκάλια Governo, ένα ελαφρύ φρέσκο κόκκινο κρασί,

35.000 μπουκάλια από το I Sodi di San Niccolò και λιγότερα από διάφορες άλλες ποικιλίες, όπως το Le Ginestre, ένα χαρμάνι από Chardonnay και Sauvignon Blanc.

Aνοξείδωτες και τσιμεντένιες δεξαμενές χρησιμοποιούνται μόνο για την οινοποίηση και στη συνέχεια το κρασί μεταφέρεται σε δρύινα γαλλικά βαρέλια, όπου παραμένει το λιγότερο έξι μήνες και το περισσότερο δύο χρόνια. Πριν από την εμφιάλωση το κρασί μπαίνει και πάλι στις τσιμεντένιες δεξαμενές, προκειμένου να ενσωματωθούν και να ενοποιηθούν τα αρώματα και οι γεύσεις.

Η βόλτα μας στο παλιό κελάρι ηλικίας 100 ετών ήταν ένα ταξίδι στον χρόνο, αφού δεν υπάρχουν μηχανήματα που ρυθμίζουν τη θερμοκρασία. Όλα γίνονται με φυσικό τρόπο. Οι χοντροί τοίχοι κρατούν τη θερμοκρασία σταθερή, στους 18-20 βαθμούς Κελσίου, ενώ το πάτωμα από χώμα βρέχεται συχνά. Η εξάτμιση του νερού εξασφαλίζει την απαραίτητη υγρασία, που πρέπει να φτάνει το 67%.

Δοκιμάσαμε

Φυσικά το I Sodi di San Niccolò του 2012, ένα κρασί με 85-90% Sangiovese και 10-15% Μalvasia Νera. Προέρχεται από τα δύο καλύτερα αμπέλια του κτήματος, τόσο λόγω έκθεσης όσο και λόγω εδάφους, και ωριμάζει για δύο χρόνια στο βαρέλι και δύο χρόνια στο μπουκάλι. Πρόκειται για ένα πολύ περίπλοκο κρασί, με έντονα αρώματα από μαύρα φρούτα, δαμάσκηνα, πιπέρι, σοκολάτα και γλυκόριζα. Οι τανίνες του νεαρές, έχει γεμάτο σώμα και δυνατότητα παλαίωσης 20 ετών.

To Chianti Classico Riserva του 2015 είναι το τυπικό κρασί της περιοχής, απόλυτα συμβατό με τους περιορισμούς του DOCG –95% Sangiovese και 5% Cannaiolo–, ωριμάζει έξι μήνες σε βαρέλι και μένει άλλους έξι μήνες τουλάχιστον σε μπουκάλι. Έντονα μαύρα φρούτα και σε αυτό το κρασί, νότες από μπαλσάμικο και πιπέρι. Μια χρονιά –το 2015– εξαιρετική για την περιοχή.

Το Governo di Castellare είναι ένα απλό, φρέσκο κρασί. Παράγεται με μια μέθοδο σταφιδιάσματος του σταφυλιού, που μας θυμίζει λίγο αυτή που χρησιμοποιείται για το Amarone. Στη συνέχεια, η ζύμωσή του στη δεξαμενή αφήνει μια φρέσκια αίσθηση. Ελαφρύ, αλλά πιπεράτο κρασί, μπορεί να καταναλωθεί ευχάριστα και το καλοκαίρι, πιο δροσερό. Ιδανικός του συνδυασμός τα πιάτα με προσούτο και σαλάμι, για τα οποία φημίζεται τόσο η περιοχή, αλλά και γιατί όχι ψάρια όπως ο τόνος.

 

 Πηνελόπη Κατσάτου