Oι οδηγίες μας στο μάθημα του Μindful eating ήταν σαφείς:* «Πάρτε μπροστά σας δύο –ναι, δύο– σταφίδες. Κοιτάξτε τες σαν να βλέπετε για πρώτη φορά αυτό το είδος. Αγγίξτε τες, ζουλήξτε τες, μυρίστε τες, περιεργαστείτε τες λες και είστε εξωγήινοι και μετά με μικρές μπουκιές φάτε τες». Η όλη διαδικασία κράτησε περίπου 10 λεπτά και όταν τελείωσε είχα ανακαλύψει δεκάδες πράγματα που δεν ήξερα για τις σταφίδες, που καταβροχθίζω από μικρή. Μια σταφίδα μπορεί να είναι άσχημη, καφέ, ρυτιδιασμένη, οβάλ, μαλακιά, κολλώδης, μικρή, αηδιαστική στην όψη, κάτι σαν ανθρώπινη ελιά. Μυρίζει σαν μούστος, κρασί, μου θυμίζει κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, μυρίζει σαν γη και χώμα και, όταν την τρώω, είναι γλυκιά και ζουμερή, γεμίζει σάλια το στόμα μου, σαν μια μικρή καραμέλα γεμάτη ζάχαρη κολλάει στα δόντια μου, έχει μια φλούδα που δεν είχα προσέξει ποτέ και δεν θέλω να την καταπιώ, για να μην τελειώσει η γλύκα της.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ Φίλιππος Αβραμίδης
Μόλις πήρατε μια γεύση από μια πρακτική Mindfulness. Η περιέργεια να παρατηρούμε ακόμα και πράγματα που μας φαίνονται γνωστά –θυμηθείτε πώς ήταν να είστε παιδί και να μαθαίνετε–, αυτή η στάση ανοιχτής περιέργειας. Η όλη διαδικασία μού θύμισε μια γευσιγνωσία κρασιού. Ο τρόπος που κοιτάμε, στροβιλίζουμε ένα ποτήρι κρασί, που κλείνουμε τα μάτια μας και προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τις μυρωδιές και μετά τις γεύσεις, και ξαφνικά αναδύονται μνήμες από γνώριμες μυρωδιές, από μια γουλιά ανακαλύπτουμε υψόμετρα και εδάφη και μπορούμε να μπούμε σε κουβέντες ωρών, αν βρεθούν κι άλλοι σαν κι εμάς. Απολαμβάνοντας κάθε γουλιά.
Mindfulness είναι η επίγνωση που προκύπτει όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στο παρόν, με μια διάθεση αποδοχής και χωρίς κριτική. Εξασκούμαστε στο να παρατηρούμε χωρίς να κρίνουμε οτιδήποτε μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα από τις πέντε αισθήσεις μας –όραση, ακοή, γεύση, αφή, όσφρηση–, αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Αυτό μας βοηθά να αποκτήσουμε περισσότερη διαύγεια για τις συνήθεις συμπεριφορές μας και να κάνουμε πιο συνειδητές επιλογές σε κάθε κομμάτι της ζωής μας – από τη διατροφή και την άθληση μέχρι τις σχέσεις μας, τον ύπνο, τη δουλειά ή τον τρόπο που απολαμβάνουμε τα μικρά και μεγάλα πράγματα στη ζωή μας. Όσο εξασκούμαστε στο να παρατηρούμε τις στιγμές της ζωής μας χωρίς κριτική μέσα από την προσέγγιση της ενσυνειδητότητας, μπορούμε να παίρνουμε απόσταση από τις άσχημες συνήθειες που συχνά μας βλάπτουν.
Η Mυρτώ Λεγάκη, πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια Mindfulness από το Πανεπιστήμιο Brown και ιδρύτρια του One Breath, μας εξηγεί: «Μindful drinking είναι η πρόθεση να καταναλώνουμε οινοπνευματώδη με περισσότερη επίγνωση. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε πιο οξυμμένη αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης και συνήθως απολαμβάνουμε περισσότερο ενώ καταναλώνουμε λιγότερο. Αντί να “ρουφάμε” το ένα ποτήρι μετά το άλλο, απολαμβάνουμε αργά, κάνουμε παύσεις και γευόμαστε πραγματικά την κάθε γουλιά. Εξάλλου, όσο εξασκούμαστε στο mindfulness, αποκτάμε καλύτερη ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τις αισθήσεις του σώματος και έτσι αναγνωρίζουμε καλύτερα τα σημάδια του κορεσμού ή της μέθης. Έπειτα έχουμε την επιλογή να σταματήσουμε πριν νιώσουμε άσχημα ή κάνουμε κάτι για το οποίο αργότερα θα μετανιώσουμε.
Επίσης, όσο περισσότερη επίγνωση έχουμε του φαύλου κύκλου των συνηθειών μας (habit loop, όπως ονομάζεται στην ψυχολογία), τόσο αναγνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο αναζητούμε το ποτό – είναι συναισθηματικός, κοινωνικός ή πραγματική απόλαυση; Πότε σταματά να είναι απόλαυση και καταντά δεκανίκι; Πίνουμε γιατί πραγματικά απολαμβάνουμε ή γιατί νιώθουμε κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα; Και πώς νιώθουμε μετά; Μπορεί επίσης να αρχίσουμε να εντοπίζουμε ότι τείνουμε να καταναλώνουμε περισσότερο με συγκεκριμένες κοινωνικές συναναστροφές ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Ενδεικτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει ολοένα αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τις δυνατότητες που παρουσιάζει η πρακτική Μindfulness για την αντιμετώπιση εθισμών, είτε πρόκειται για αλκοόλ, τσιγάρο, ναρκωτικές ουσίες είτε για υπερφαγία. Οι νευρολογικοί μηχανισμοί είναι ίδιοι, όπως αναφέρει ο δρ Judson Brewer του Πανεπιστημίου Brown, που πρωτοστατεί σε αυτό το ερευνητικό και θεραπευτικό πεδίο.
»Έτσι όταν δεχόμαστε κάποιο έναυσμα ή ερέθισμα, που για παράδειγμα στην περίπτωση του φαγητού μπορεί να είναι η αίσθηση ότι το στομάχι γουργουρίζει, αυτό ξυπνά την επιθυμία να ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη για να επιβιώσουμε. Τότε μπαίνουμε στη δράση επιλέγοντας να φάμε κάποια τροφή με πολλές θερμίδες και έπειτα νιώθουμε την αίσθηση του κορεσμού, που είναι η επιβράβευσή μας, μέσα από την έκκριση νευροδιαβιβαστών ευχαρίστησης, όπως η ντοπαμίνη. Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε το στομάχι να γουργουρίζει, ο εγκέφαλος μαθαίνει να αποζητά την ίδια τροφή για να πάρει το ίδιο αποτέλεσμα όπως και πριν. Έτσι δημιουργείται ένα habit loop. Κάποιες φορές όμως δημιουργούνται habit loops που δεν είναι εποικοδομητικά, διότι ο εγκέφαλός μας συνεχώς αναζητεί τρόπους να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας με βάση την προηγούμενη εμπειρία του. Έτσι μπορεί να στενοχωρηθούμε ή να αγχωθούμε στη δουλειά και ο εγκέφαλος, ενεργοποιώντας το ίδιο habit loop, αποζητά να καταναλώσει μια σοκολάτα. Θα νιώσουμε σίγουρα καλά για λίγο (η επιβράβευση), αργότερα όμως ίσως παρατηρήσουμε την αύξηση βάρους ή προβλήματα στο πεπτικό σύστημα και όσο συχνότερα επαναλαμβάνουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο, τόσο πιο δύσκολο είναι να διακοπεί.
»Με την πρακτική mindfulness μαθαίνουμε να βλέπουμε ξεκάθαρα τι πυροδοτεί κάθε μας ανάγκη, αλλά και το τι επιλογές κάνουμε για να ικανοποιήσουμε αυτή την ανάγκη. Αποκτάμε την ελευθερία να ανταποκριθούμε διαφορετικά, αντί να ακολουθούμε στα τυφλά ένα μονοπάτι που έχει δημιουργηθεί από συνήθεια. Μαθαίνουμε να διακρίνουμε την επίδραση κάθε ενέργειας πάνω μας σε σωματικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο και έτσι αποκτάμε την ελευθερία πλέον να ανταποκριθούμε διαφορετικά. Εν τέλει, μαθαίνουμε να ρωτάμε συνεχώς αν η κάθε επιλογή που κάνουμε είναι εποικοδομητική ή όχι, αν μας θρέφει ή τελικά μας αφήνει να νιώθουμε χειρότερα από πριν σε βάθος χρόνου. Μαθαίνουμε να γινόμαστε οι ίδιοι κύριοι της ζωής μας.
»Όπως λέει ο Αυστριακός νευρολόγος και ψυχίατρος Viktor E. Frankl που επέζησε του Ολοκαυτώματος και έγραψε το σπουδαίο βιβλίο “Το νόημα της ζωής” με την εμπειρία του σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, “μεταξύ του ερεθίσματος και της ανταπόκρισής μας σε αυτό υπάρχει ένας χώρος, μια παύση. Σε αυτή την παύση υπάρχει η δύναμή μας να επιλέξουμε το πώς θα ανταποκριθούμε. Και στην ανταπόκρισή μας βρίσκουμε την ελευθερία μας”». ■