Το παιχνίδι της αντίληψης | του Γ. Καυμενάκη, Wine Sommelier #17

Παρόλο που το κρασί αναπόφευκτα αντανακλά τον τόπο και τους ανθρώπους που το δημιούργησαν, μοιραία εμπεριέχεται και στο πλαίσιο της οινοπαραγωγού ζώνης και κατά μια ευρύτερη έννοια στα όρια και στα χαρακτηριστικά της χώρας προέλευσης όπου ανήκει. Για να γίνω πιο σαφής, αναφερόμαστε συχνά πυκνά, π.χ., στα κρασιά του Λίγηρα, τα οποία συντηρούν μια ομοιογένεια, έχοντας ίδια εδάφη, ίδιες κλιματολογικές συνθήκες και σταφύλια, αλλά γενικολογούμε επίσης αναφερόμενοι στο γαλλικό κρασί και εστιάζοντας στο προφίλ που συντηρούν στην πλειονότητά τους οι παραγωγοί μιας χώρας με εκατοντάδες τοπωνύμια. Κατά κάποιον μαγικό τρόπο, ο παραγωγός του Λίγηρα οινοποιεί το Cabernet Franc με την αντίστοιχη φινετσάτη, ισορροπημένη προσέγγιση που συναντάμε στο Grenache του νότιου Ροδανού, στο Pinot Noir της Βουργουνδίας, στο Syrah του βόρειου Ροδανού κ.ο.κ. Παρατηρώντας προσεκτικά τις επιδόσεις των Γάλλων και σε άλλους τομείς, όπως η μαγειρική, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όσο Francoholic κι αν είμαι, πρέπει να συμφωνήσουμε πως βάζουν τη μουσική στη σωστή ένταση.

Κατά κάποιο τρόπο είναι και η μοίρα των οινικών εθνών να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να περνάνε παιδικές αρρώστιες και τελικά να εγκαθιδρύονται μέσα από σωστές και λανθασμένες προσεγγίσεις. Η πείρα αποδεδειγμένα είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται, αλλά την αποκτάς με τον χρόνο και την προσήλωση σε ό,τι καταπιάνεσαι. Κοιτώντας γύρω μας, υπάρχει μια πανσπερμία από οινικές οντότητες: κάποιες κλασικές αξίες που δεν αποδομούνται με κανέναν τρόπο, κάποιοι παρηκμασμένοι που ψάχνουν τον τρόπο να ξανακερδίσουν την εκτίμηση του κοινού, κάποιοι νεοεισερχόμενοι που μιμούνται άλλους πιο κατασταλαγμένους, ώστε να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης, κάποιοι μοδάτοι ή και τυχεροί που οφείλουν τη δημοφιλία τους στη γειτονιά όπου γεννήθηκαν ή στη χρονική συγκυρία κατά την οποία εμφανίστηκαν. Βέβαια, κατά γενική ομολογία οι πιο σημαντικές κατηγορίες είναι δύο: οι εγκαθιδρυμένοι-κατασταλαγμένοι, κλασικοί και οι νεοεισερχόμενοι, που ψάχνονται και σμιλεύουν την επαγγελματική τους οντότητα, αντιγράφοντας τους πιο παλιούς. Τα ερωτήματα που εύλογα γεννώνται μέσα από τη συζήτηση είναι πού ανήκει το ελληνικό κρασί και ποιο είναι το προφίλ των κρασιών μας. Αρχικά οφείλω να εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη ότι δεν ανήκουμε στους κλασικούς. Θα ήταν άδικο να είμαστε στην ίδια κατηγορία με οινοποιεία άλλων χωρών που έχουν πολλαπλάσιους τρυγητούς από εμάς στο ενεργητικό τους και σίγουρα πολύ περισσότερη γνώση του αντικειμένου. Το πιο χαοτικό, βέβαια, έχει να κάνει με το προφίλ των κρασιών μας. Νεοκοσμίτες σίγουρα δεν είμαστε, καθώς ούτε το πεδίο τιμής της Χιλής μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε έχουμε τόσο εκφραστικά-εντυπωσιακά κρασιά όπως της Νέας Ζηλανδίας ή της Αυστραλίας. Όσον αφορά τη συνύπαρξή μας με τα κρασιά του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου, φοβάμαι πως κι εκεί τα πράγματα μόνο εύκολα δεν είναι.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν είναι το θέμα μας τι κάνουν οι άλλοι, αλλά το τι κάνουμε εμείς. Πιο ειδικά, η Σαντορίνη είναι ξεκάθαρα ένα terroir-driven τοπωνύμιο που δεν χρειάζεται συστάσεις και πορεύεται με αιχμή του δόρατος τη διαφορετικότητα που τη διακρίνει. Θα το ήθελα πολύ, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν και πολλά αντίστοιχης προσέγγισης το- πωνύμια που θα δημιουργούσαν κάποιο ρεύμα κάποιον θόρυβο στα ράφια της κάβας. Αντιθέτως, έχουμε κουραστεί να πίνουμε κρασιά χωρίς συνδεσιμότητα με τον τόπο καταγωγής τους, κρασιά με υπερτονισμένο δρύινο χαρακτήρα, κρασιά που δεν έχουν καμία τύχη στην πορεία του χρόνου. Αν το καλοσκεφτούμε, η Σαντορίνη (που σημειωτέον δεν έχει καμία ανάγκη τα καλά μου λόγια) είναι και η μοναδική περίπτωση όπου οινοποιούμε πραγματικά τον καρπό που έχει να δώσει ο τόπος και τίποτα περισσότερο. Σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές προσπαθούμε να κάνουμε τα κρασιά που θέλει το κοινό, «η αγορά» στην καθομιλουμένη, άσχετα με το τι έχει ο τόπος να μας δώσει. Το αποτέλεσμα συνήθως είναι ασαφές, φλύαρο και σίγουρα πολυφορεμένο. Για να είμαι ξεκάθαρος όσον αφορά την πηγή του κακού, τα πράγματα έχουν ως εξής: Σε πρώτο βαθμό το κοινό θέλει κρασιά πλούσια, μαλακά, βελούδινα, χωρίς τανίνες, χωρίς ίχνος οξύτητας και με έντονο το στοιχείο του βαρελιού.

Σε δεύτερο βαθμό οι παραγωγοί, υπό τον φόβο της εμπορικής νηνεμίας, μπαίνουν στη διαδικασία να ικανοποιήσουν το κοινό παράγοντα κρασιά που καμιά γη, κανένα terroir δεν μπορεί να δώσει, και τέλος τα φερέφωνα του κρασιού ουρλιάζουν από ηδονή και φωτογραφίζονται εκστασιασμένα δίπλα στα μυθικά δημιουργήματα. Λυπάμαι που το λέω, αλλά, τουλάχιστον στο μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογεί, παίζουμε με την αντίληψη του κόσμου. Εύχομαι σύντομα να περάσουμε το στάδιο της παιδικής αρρώστιας, να ωριμάσου- με κοινό και κριτικοί, να αφήσουμε τους παραγωγούς να κάνουν αυτό που ξέρουν καλά και να επιλέγουμε ή να απορρίπτουμε τα κρασιά που κάθε τόπος μπορεί να προσφέρει και όχι τα κρασιά που θα θέλαμε να μας προσφέρει. ■

  • https://www.facebook.com/paleowinestore

Τα καλύτερα κρασιά που ποτέ δεν επιλέγουμε | του Γ. Καϋμενακη, Wine Sommelier # 15

 

Είμαι απόλυτα κατασταλαγμένος στο ότι όσον αφορά το οινικό γίγνεσθαι επικρατεί δικαιοσύνη. Κάθε οινοποιείο, κάθε οινοπαραγωγός ζώνη εισπράττει το αντίτιμο της γενναιοδωρίας ή της φειδούς που επέδειξε στο πέρασμα του χρόνου. Μια λάθος επιλογή είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, αλλά σίγουρα δεν καθορίζει τη συνολική εικόνα που έχουμε για το εν λόγω κρασί ή την εν λόγω περιοχή αντίστοιχα. Πιο ειδικά, ένα κρασί κρίνεται για το περιεχόμενο της φιάλης, το «ζουμί», να το πούμε πιο λαϊκά.

Συμπληρωματικά, η εμπορική του επιτυχία –που είναι και το ζητούμενο, άλλωστε– επηρεάζεται και από άλλες μικρές λεπτομέρειες, όπως η εξωτερική του εμφάνιση (ετικέ- τα), ο εμπορικός τίτλος και η τιμολογιακή πολιτική του οίκου. Μια όχι και τόσο καλαίσθητη ετικέτα θα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερες πωλήσεις στο ράφι της κάβας, όπου η εμφάνιση αποτελεί και λόγο επιλογής. Ο εμπορικός τίτλος είναι καλό να είναι εύηχος και να αποστηθίζεται εύκολα, κάτι που θα βοηθήσει επίσης στις πωλήσεις. Κλείνοντας, η τιμολογιακή πολιτική, ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που μας έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις, θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την πορεία του κρασιού. Βέβαια, το θέμα μας στο συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι η τιμή, αλλά τα τοπωνύμια που ποτέ δεν επιλέγουμε ή, για να γίνω πιο καυστικός, μόνο κατά λάθος θα κυλήσουν στα ποτήρια μας.

Châteauneuf-du-Pape, Blanc

Η περιοχή του νότιου Ροδανού είναι από τα πιο καλά εγκαθιδρυμένα τοπωνύμια του γαλλικού αμπελώνα. Όλοι έχουμε δοκιμάσει τα ερυθρά κρασιά της περιοχής, ενώ αγνοούμε ή περιφρονούμε επιδεικτικά κάποιες φορές την ύπαρξη των αντίστοιχων λευκών. Σίγουρα δεν είναι πλούσια και λιπαρά όπως ένα Chardonnay, ούτε εντυπωσιακά φρουτώδη όπως ένα Sauvignon Blanc. Διατηρούν όμως πολύ ενδιαφέροντα, διακριτικό αρωματικό χαρακτήρα, μεταλλικότητα και δομή, που δεν τα συναντάς εύκολα. Μια εξήγηση που δίνω για τη χαμηλή δημοτικότητα είναι πως η τοπική κουζίνα δεν βοηθά ιδιαίτερα, καθώς βασίζεται στο κρέας και είναι φτιαγμένη στα μέτρα των ζουμερών ερυθρών. Ψάρια, όστρακα, θαλασσινά γενικότερα δεν συναντάς εύκολα στα τραπέζια της Avignon και των γύρω χωριών.

Cava, Brut

Η Βαρκελώνη και η Καταλονία γενικότερα αποτελούν έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς για μικρές ή και μεγαλύτερες αποδράσεις. Όποιος γαστρονομικός ταξιδιώτης σέβεται τον εαυτό του έχει βρεθεί στα tapas bars της περιοχής και έχει δοκιμάσει τις τοπικές νοστιμιές, συνοδευόμενες από τα αφρώδη καταλανικά κρασιά, τα οποία οι ντόπιοι μαγαζάτορες φροντίζουν να προβάλλουν με χαρισματικό τρόπο. Για έναν μυστήριο λόγο, το μόνο πράγμα που δεν κουβαλάμε στις αποσκευές και στις αναμνήσεις μας είναι η Cava, το υπέροχο αφρώδες κρασί της Ισπανίας, και ειδικότερα της Καταλονίας. Είναι καλοδομημένο, έχει δροσιστική οξύτητα, πίνεται μόνο του ως απεριτίφ, αλλά και συνοδεία φαγητού, και κοστίζει ελάχιστα. Όσον αφορά τις επιλογές, υπάρχουν τα πάντα: ιστορικά σπίτια για τον geek, παραδοσιακά οινοποιεία για τους πιο boem τύπους, μοντέρνα κρασιά για το νεανικό κοινό, φυσικές οινοποιή- σεις για τους πιο απαιτητικούς. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι ότι το ποτήρι του Prosecco-Moscato d’Asti χρειάζεται πλαστική επέμβαση για να ξεκολλήσει από το χέρι μας και κάποιες φορές πάλι σκέφτομαι πως ειδικά στην Ελλάδα έχουμε δυσανεξία στη φυσαλίδα.

Loire Valley

Η κοιλάδα του Λίγηρα είναι μια περιοχή σπάνιας ομορφιάς, η οποία, εκτός από μεσαιωνικούς πύργους, γέφυρες, ποτάμια, διαθέτει και πλούσια οινική ιστορία. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά τοπωνύμια με ιστορικότητα όσον αφορά την παραγωγή του κρασιού. Και όμως, στον τομέα της εξωστρέφειας οι τοπικοί παραγωγοί δεν διανύουν αυτό που λέμε «μέρες δόξας». Ίσως να φταίει η διαφορετικότητά τους, γιατί πρακτικά μιλάμε για διαφορετικές ζώνες, με διαφορετικά σταφύλια και διαφορετικά κρασιά, κάτι που αποτελεί δύσκολη συνθήκη για τους Marketeers. Ίσως πάλι να έχουν υπάρξει και περισσότερο ακαδημαϊκοί από όσο τους αξίζει. Terroir-Shmerroir οι φίλοι μας οι Γάλλοι, πολλές φορές το παρακάνουν, ενώ οι Νεοζηλανδοί επικοινώνησαν με πιο απλό τρόπο το Sauvignon Blanc σχετικά πρόσφατα, το οποίο και κατάφερε να εγκαθιδρυθεί, χωρίς να αναφέρονται αμπελοτόπια, τσακμακόπετρες, περιεκτικότητα σε σάκχαρα και μεσαιωνικές ιστορίες στις ετικέτες. Παρ’ όλα αυτά, η κοιλάδα του Λίγηρα «ευθύνεται» για τα υπέροχα λευκά Chenin Βlanc, κάποια αξιομνημόνευτα Sauvignon Βlanc και φυσικά τα πλούσια ερυθρά Cabernet Franc με αρωματικό χαρακτήρα που δεν θα βρούμε σε κανένα γειτονικό Cabernet Sauvignon του Bordeaux.

Το κρασί τελικά είναι θέμα προσήλωσης, συνέπειας στο πέρασμα του χρόνου, επηρεάζεται από μόδες, τάσεις, και βέβαια είναι και θέμα καταγωγής. Σίγουρα υπάρχουν ακριβές οινικές συνοικίες που πιθανόν να υπερτιμολογούν ανεξήγητα, σε αντίθεση με μικρά διαμάντια (κατά την οινική αργκό) που προέρχονται από λιγότερο γνωστά αμπελοτόπια και βολεύονται στα χαμηλά ράφια της κάβας. Καμία κατηγορία δεν γεννήθηκε για να αντικαταστήσει ή να δαιμονοποιήσει την άλλη, αντιθέτως μας δίνουν τη δυνατότητα να πίνουμε όμορφα, διαφορετικά κρασιά… ●

facebook.com/paleowinestore

Great Wine | by Y. Kaimenakis, Wine Sommelier #issue 14

 

To begin with, it makes sense to clarify the meaning of the word great. Great wines do not simply establish themselves because of arbitrarily exorbitant prices or their creator’s great expectations. On the contrary, they require longterm involvement, a substantial historical record in the field of viticulture, and a producer’s commitment to a vision. I understand that this may sound vague, or complex, or even a little mythic, but believe me when I tell you it’s really much simpler than that. I remember how I was at the start of my career, visiting all the hallowed wine behemoths of Europe, expecting to witness dazzling productions, castles and cellars, mysterious and sophisticated oenological practices, and an abundance of stardust. I assure you that the people I met were very much down to earth and did only what was absolutely necessary. As Auguste Clape told me on the steep slopes of Cornas, “Nature does most of the work.”

Now, to cut to the chase: from a gustatory point of view, things are even simpler. great wines need no introductions or intricate descriptions and, more importantly for us mortals, a bottomless pit of knowledge is not a requisite to enjoy them! In some sincere way, great wines demand that we enjoy them and, as Michael broadbent once wrote, they defy any sort of analysis. Furthermore, I’ve noticed how, when a great wine is served, the whole table goes silent and an enormous smile of relief plays upon all the diners’ faces. In other words, you will enjoy a 1990 Chateaux Margaux much more in the company of good friends than with a bunch of erudite wine lovers looking to overanalyze it.

Coming back to our own case at hand, I believe that, over the last few decades, Greece has produced some very lovely and well-made wines. But that alone does not grant us the right to prematurely call ourselves ”great.“ Still, it’s only a matter of time before wines worthy of a cellar’s top shelf pedigree emerge. Now, as to which region will stand out when that moment comes, I dare say, with little to no impartiality, that it will be the Naoussa region, with its unique Xinomavro.

facebook.com/paleowinestore

O ΚΥΡΙΟΣ CONNOISSEUR | του Γιάννη Καυμενάκη, Wine Sommelier

Σε κάποιο πρόσφατο ταξίδι μου σε μια μικρή πόλη του ιταλικού Βορρά, βρέθηκα να χαζεύω τη θέα του πλήθους γύρω από ένα συνοικιακό wine bar. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, καμάρωνα νεαρούς σχετικά ανθρώπους να φλερτάρουν, να βλέπουν φίλους, να γκρινιάζουν με την καθημερινότητά τους, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Το βλέμμα μου αιχμαλωτίστηκε όχι τόσο από τα ακριβά ή σπάνια κρασιά που είχαν στα τραπέζια τους, όσο από τη μεστή-ανεπιτήδευτη σχέση που έδειχναν να έχουν με το κρασί. Υποσυνείδητα έκανα τον συνειρμό και προσπάθησα μάταια να θυμηθώ αντίστοιχες εικόνες της δικής μας καθημερινότητας. Δυστυχώς για όλους μας, οφείλω να παραδεχτώ πως ο τρόπος που καταναλώνουμε το κρασί απέχει αρκετά από αυτό που θα χαρακτηρίζαμε βιωματική καλοπέραση.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πιστεύω πως η καλοπέραση σχετίζεται με το ρεζερβουάρ της γνώσης του καθενός, ούτε βέβαια με το ταξικό του προφίλ. Αντιθέτως, πασχίζω καθημερινά να τονίζω ότι το κρασί είναι ένα από τα φίνα πράγματα της ζωής και κανενός είδους ακαδημαϊσμός δεν μας προσφέρει καλύτερη απόλαυση. Όσο μου επιτρέπεται να σκιαγραφώ την καταναλωτική μας συμπεριφορά, διαπιστώνω ότι λείπει η ζωτική μάζα καταναλωτών που απλώς πίνει κρασί και περνάει καλά. Αντιθέτως, αυξάνεται καθημερινά το ποσοστό των «ειδικών» και όσων θα ήθελαν να είναι «ειδικοί». Σε πρώτο βαθμό η κατάσταση μου φαίνεται προβλέψιμη, καθώς ο κόσμος του κρασιού με τις χιλιάδες πληροφορίες (χρήσιμες και μη) είναι βούτυρο στο ψωμί για κάθε λογής εξυπνάκια. Με μια πιο ενδελεχή ματιά, ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να είμαι το κρασί στα ποτήρια τους. Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, ο connoisseur του σήμερα απέχει δραματικά από τον connoisseur του μακρινού 2000, έτους που ξεκινούσα τη σταδιοδρομία μου. Τότε, ο κύριος ειδικός εξέπεμπε ένα αυστηρό ύφος και χρησιμοποιούσε με στόμφο την οινολογική ορολογία, θέλοντας να κάνει τους συνομιλητές του να νιώσουν αδαείς. Συνήθως κατάφερνε με σχετική ευκολία να κάνει τους γύρω του να μισήσουν το κρασί. Στις μέρες μας, είναι επίκαιρες πιο ανάλαφρες ατάκες, ενώ ζούμε και την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Πιο ειδικά, κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ποστάρει κάθε σπάνιο και σπουδαίο κρασί που πίνει, όπως επίσης πρέπει να χρησιμοποιεί τσιτάτα του τύπου «έκλαψα», «εξωγήινο κρασί που δεν υπάρχει» κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης. Ειλικρινά δεν έχω καμία διάθεση γκρίνιας και εύχομαι κάθε άνθρωπος να ζει την περιπέτειά του με θέμα το κρασί όπως ο ίδιος πιστεύει. Αυτό που με φοβίζει λιγάκι είναι μήπως τελικά χάνεται η ηδονή, χάνεται η ίδια η απόλαυση στον βωμό της εξωστρέφειας και του εντυπωσιασμού.   Όσον αφορά τη γνώση του αντικειμένου, δεν είμαι απολύτως σίγουρος αν οι αυτοχαρακτηριζόμενοι connoisseurs έχουν ουσιαστική γνώση του κρασιού, όπως επίσης και αν η συνεύρεση με τα ιερά τέρατα του κρασιού θα μας διευρύνει τους οινικούς ορίζοντες. Ειδικά για το τελευταίο έχω πεισθεί για το αντίθετο και προσπαθώ σε κάθε ενδεχόμενη πρόταση να προσποιούμαι ραντεβού με τον οδοντίατρο. Εναλλακτικά, γοητεύομαι σε αφάνταστο βαθμό από Drinking Buddies που αντιμετωπίζουν την απόλαυση του κρασιού με ρομαντισμό, με χιούμορ και με ωραία αίσθηση για κάθε τι το φίνο στη ζωή.

Πρακτικά, υπάρχουν τρεις τρόποι να προσεγγίσουμε το κρασί. Μπορούμε να το δοκιμάσουμε, μπορούμε να το κρίνουμε, μπορούμε και να το πιούμε. Μιλάμε για τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις και, μιλώντας επί του προσωπικού, θα έδινα τα πάντα για να παραμείνω στην τρίτη και πιο σημαντική. ●

My dear Santa | κείμενο Γιάννης Καυμενάκης, Wine Sommelier | #12

Παραδοσιακά, στο τέλος του έτους κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του κάνει τον απολογισμό-καταγραφή σε όποιο σπουδαίο και μεγάλο κρασί βρέθηκε στο ποτήρι του τη χρονιά που πέρασε. Λογικό και χρήσιμο μου ακούγεται, αν εξαιρέσω βέβαια τη διάθεση εντυπωσιασμού, που πάντα μου προκαλεί αποστροφή.

Θα μπορούσα να αναφερθώ με επιχειρήματα σε ό,τι μου πήρε την ανάσα, αν και φοβάμαι ότι τα κρασιά που με γοήτευσαν δεν έχουν την αστερόσκονη που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η χρονιά του 2016 του Κτήματος Γράμψα, Στη Ρίζα του Βουνού Αυγουστιάτης, από τον αμπελώνα της Ζακύνθου είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα τιμιότατο ερυθρό κρασί που αντανακλά το terroir του, αλλά δεν είναι Merlot, δεν είναι Syrah, δεν είναι ροζέ στο στιλ της Προβηγκίας και δεν έχει και ίχνος Μαλαγουζιάς. Εναλλακτικά, αποχαιρετώντας το 2018, σκέφτηκα να αναφερθώ στα καλώς και στα κακώς κείμενα, στις τάσεις και στις τρέλες που διέκρινα στα ποτήρια μας τη χρονιά που φεύγει. «Η διαφορετικότητα είναι το παν» θα μπορούσε να είναι το προωθητικό σλόγκαν των ελληνικών κρασιών για το 2018. Αφού ήπιαμε και με το παραπάνω το πατροπαράδοτο χαρμάνι Sauvignon Blanc-Ασύρτικου, μεταξύ άλλων, πλέον ζούμε την επανάστασή μας με οτιδήποτε το διαφορετικό. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι επιτυχημένο, αν είναι σωστά τιμολογημένο, αν έχει λόγο ύπαρξης, αν είναι αρεστό τελοσπάντων, αρκεί να είναι διαφορετικό.
Στο άρμα της διαφορετικότητας χωράνε όλοι: τα φυσικά ή ελεγχόμενα φυσικά κρασιά, τα χαρμάνια με δύο ή και παραπάνω πληθωρικά σταφύλια, οι σπάνιες γηγενείς ποικιλίες, τα εξεζητημένα διεθνή σταφύλια και φυσικά οτιδήποτε θυμίζει Προβηγκία. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, δεν είμαι ενάντιος ούτε στα φυσικά κρασιά ούτε σε οποιασδήποτε μορφής πειραματικότητα, αρκεί να συνάδει με την όλη φιλοσοφία του Κτήματος.

Σε πιο τοπικό πλαίσιο, τα κρασιά της Σαντορίνης συνεχίζουν να γοητεύουν το κοινό, ιδιαίτερα εκτός συνόρων, με αιχμή του δόρατος τη γευστική τους ιδιαιτερότητα. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για το πιο σημαντικό τοπωνύμιο του ελληνικού αμπελώνα και τους αξίζει κάθε επιτυχία. Στη Νάουσα, αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα, τα πράγματα βαίνουν εξίσου καλά με τη γη και το τοπωνύμιο στη θέση του οδηγού. Δεν έχει καμία σημασία αν μας αρέσει ο Καρυδάς, αν προτιμάμε τον Δαλαμάρα ή το Κτήμα Κυρ-Γιάννη, σημασία έχει ότι η εξωστρέφεια της περιοχής είναι καθολική και επωφελούνται όλοι οι άνθρωποι που στηρίζουν την αμπελουργική ζώνη. Πιο νότια, στην Πελοπόννησο, η Νεμέα, αν και ανομοιογενής ως σύνολο, δείχνει πως έχει βρει τον τρόπο να γοητεύει τους καταναλωτές. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται μερικά από τα σπουδαιότερα οινικά ονόματα της χώρας μας, που σε συνεργασία με τους γηγενείς δείχνουν ικανοί να προσελκύσουν και τον πιο απαιτητικό οινόφιλο. Στη γειτονική Μαντινεία το Μοσχοφίλερο ζει τις πιο ποιοτικές-δημιουργικές του στιγμές. Δυστυχώς, λείπει η ζωτική μάζα οινοποιείων που δυνητικά θα δημιουργούσε αυτό που λέμε «ρεύμα» στην εμπορική αργκό. Το αίνιγμα της οινικής Ελλάδας έχει να κάνει με την Κρήτη. Όλοι μας πιστώνουμε στη νέα γενιά οινοπαραγωγών το ότι κατάφερε σε χρόνο ρεκόρ να αποτινάξει τον χιτώνα του μέτριου κρασιού των προηγούμενων χρόνων. Το στοίχημα έχει να κάνει με το αν θα τα καταφέρουν να πορευτούν τόσα διαφορετικά οινοποιεία, από διαφορετικές αμπελουργικές περιοχές, κάτω από την ίδια ομπρέλα του τοπωνυμίου της Κρήτης. Το πιο ελπιδοφόρο που μας συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η δυναμική είσοδος νέων (ή και επαναπροσδιοριζόμενων) οινικών προορισμών, όπως η Κεφαλονιά, η Τήνος, η Θράκη, η Ζίτσα, η Ραψάνη, η Αττική, τα Δωδεκάνησα, η Σαμοθράκη. Προφανώς και ήταν κάτι που χρειαζόμασταν για να γλιτώσουμε τη «δικτατορία» του Βig 4 (Μαντινεία, Νεμέα, Νάουσα, Σαντορίνη) και για να πάψουν τα ράφια στις κάβες να μας φαίνονται βαρετά και προβλέψιμα.

Κατά τα άλλα, το οινόφιλο κοινό συνεχίζει να κυνηγά με μανία σταφύλια, ονόματα και brand names, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το κοινό, όσο με όλους εμάς τους επαγγελματίες του χώρου, που βλακωδώς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, προβάλλουμε εμπορικά ονόματα και σταφύλια τα οποία μοιραία θα πεθάνουν εμπορικά μόλις εμφανιστεί το νέο εμπορικό όνομα ή η νέα ποικιλία που θα γίνει η Barbie της εποχής. Ας κουραστούμε όλοι μαζί να εγκαθιδρύσουμε τοπωνύμια στις αντιλήψεις των πελατών μας, μακροπρόθεσμα θα είναι επωφελές για όλους. Η αλήθεια κρύβεται πίσω από την ετικέτα της Νάουσας Μπουτάρη: πρόκειται για το πρώτο εμφιαλωμένο ελληνικό κρασί και συνεχίζει, μέσα από πολλές δεκαετίες τρυγητών, να προβάλλει και να επικοινωνεί μια ολόκληρη αμπελουργική περιοχή. Αντίθετα, το φαινόμενο με τις Μαλαγουζιές χωρίς ξεκάθαρο γεωγραφικό προσανατολισμό δείχνει προβλέψιμο και θνησιγενές. Δεν θα ήθελα να γίνω μάντης κακών, αλλά πιστεύω πως θα αποδομηθεί σχετικά εύκολα, με την άφιξη της επόμενης όμορφης κοπέλας στην πόλη μας.

Καλή Χρονιά!

Πίσω από την ετικέτα | κείμενο Γιάννης Καυμενάκης, Wine Sommelier | τεύχος 11

 

Παραδέχομαι ότι μία από τις αγαπημένες μου ασχολίες είναι να παρατηρώ –και να αξιολογώ αναπόφευκτα– συλλογές κρασιών τόσο επαγγελματικής όσο και προσωπικής χρήσης. H κλειδαρότρυπα του κελαριού είναι κάτι άκρως ηδονιστικό, που ταΐζει την περιέργεια που όλοι έχουμε και κανείς δεν παραδέχεται. Έχω βρεθεί με το ίδιο ενδιαφέρον σε κάβες που απευθύνονταν σε Ρώσους μεγιστάνες, γεμάτες από ό,τι πιο υπερεκτιμημένο υπάρχει στον χώρο του κρασιού, όπως και σε υπόγεια κελάρια δεινών συλλεκτών, φορτωμένα με ό,τι πιο δυσεύρετο και πολύτιμο μπορούσα να φανταστώ.

Το απόσταγμα της παρατήρησης, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ότι το κρασί καταναλώνεται από ανθρώπους που το απολαμβάνουν πραγματικά και από εκείνους που το χρησιμοποιούν ως μέσο καταξίωσης. Και στις δύο περιπτώσεις είναι απαραίτητο να υπάρχει κάτι, που είναι και το κυρίαρχο θέμα στο κείμενό μου: επιλέγοντας ένα μπουκάλι κρασί, δεν αγοράζουμε αποκλειστικά το περιεχόμενο το ζουμί, για να γίνω πιο κυνικός. Τουναντίον, επιλέγουμε το αφήγημα, το τοπωνύμιο, την προσωπικότητα των συντελεστών που κρύβονται πίσω από την ετικέτα, το βιογραφικό του κρασιού, με λίγα λόγια. «Μπαίνοντας στα παπούτσια» του δυνητικού αγοραστή, διαχωρίζω τα βιογραφικά- αφηγήματα των κρασιών σε δύο κατηγορίες: υπάρχουν παραγωγοί που καλλιεργούν τη γη και παραγωγοί που καλλιεργούν δημόσιες σχέσεις με τα οινικά media. Στην πρώτη κατηγορία συναντάμε οικογένειες με τα πόδια τους κυριολεκτικά βουτηγμένα στη γη, που καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους στο πέρασμα του χρόνου. Η κηλίδα του χρόνου είναι που τους δίνει και την ιστορικότητα, που πάντα λειτουργεί ευεργετικά στον τομέα της αναγνωρισιμότητας. Στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε ανθρώπους από διαφορετικά επαγγέλματα –κάποιες φορές πιο δημοφιλή– που επενδύουν χρόνο και χρήμα στο αμπέλι. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τι τους ώθησε σε μια τέτοια επαγγελματική στροφή και αν τελικά πρέπει να υπάρχει συνδεσιμότητα μιας πρώτης επιτυχημένης καριέρας με την οινική τους σταδιοδρομία. Πιο ειδικά, στην περίπτωση της οικογένειας Clape στην κοιλάδα του βόρειου ροδανού τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα, έχουμε να κάνουμε με τρεις γενιές ταγμένων αμπελουργών που συμβαδίζουν με το τοπωνύμιό τους και ασκούν τη γοητεία που τους αντιστοιχεί. Διαφορετικά, στον αμπελώνα της νότιας Πορτογαλίας δραστηριοποιείται οινικά ο Sir Cliff richard, που όλοι έχουμε απολαύσει το ταλέντο του στη μουσική. Αναπόφευκτα η Αdega do Cantor απορροφά εν τη γενέσει της υπερβολική δημοσιότητα, ίσως πολύ περισσότερη από όση η οικογένεια Clape θα μπορούσε να αντέξει. Μένει να δούμε πώς θα λειτουργήσει ο χρόνος και τι ιστορικότητα θα κερδίσει το κάθε κτήμα.

Το βιογραφικό του κρασιού ομολογώ πως είναι και το απόλυτο φετίχ για όλους τους οινοχόους του πλανήτη. Κατά καιρούς εστιάζουμε σε διαφορετικές τάσεις, όπως οι μικροί παραγωγοί, τα φυσικά κρασιά, Τα ροζέ κρασιά της Προβηγκίας κ.τ.λ., με την προσωπική τεχνική πωλήσεων που χαρακτηρίζει τον καθένα από εμάς. Δεν έχω κατασταλάξει στο τι πραγματικά αρέσκεται να ακούει ο καταναλωτής, αν και προσωπικά βρίσκω υπερβολικό να αναφερόμαστε ενδελεχώς στις ιδιαιτερότητες του γενεαλογικού δέντρου της οικογένειας των οινοποιών ή στη γειτνίαση του τάδε κτήματος με τον δείνα μυθικό αμπελώνα. Οι καταναλωτές, ειδικά στον τομέα της λιανικής πώλησης, παρατηρώ ότι γοητεύονται σε πρώτο βαθμό από την ετικέτα του κρασιού, έχοντας πολλά παραδείγματα κακών επιλογών ετικέτας που στοίχισαν σε κάποια πολύ καλοφτιαγμένα κρασιά κατά τα άλλα. Η επιλογή των πελατών επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το τοπωνύμιο του εκάστοτε κρασιού. Σε όλους μας έχει τύχει να επιλέγουμε κρασιά της Τοσκάνης, έχοντας την ψευδαίσθηση πως ένα ποτήρι Chianti Classico θα μας ταξιδέψει στους πανέμορφους λόφους με τα κυπαρίσσια, τις ελιές και τα αμπέλια.

Πιστεύω ότι πίσω από κάθε κρασί κρύβεται και μια ιστορία. Ας επιλέγουμε όποια μας αρέσει. Όταν μπορούμε, ας καλομαθαίνουμε τους εαυτούς μας πίνοντας και κρασιά που αξίζει να συζητάμε…

Greek wine today | text by Yiannis Kaimenakis, Wine Sommelier | issue 10

These days, we are able to enjoy some very fine Greek wines,  something that would have seemed like a pipe dream in the not-so-distant decade of the 1980s. In the recent past to which I’m referring, choices were particularly limited and the quality of wines was rather poor. Today, however, Nemea, Naoussa, Mantinia, Santorini, Crete and all the other place names associated with Greek wine generously offer us the fine fruit of their soil. We drink them gladly for various reasons, but the million dollar question remains: how well can Greek wine do internationally, or, put another way, how appealing does our wine look on the racks of a wine shop abroad, nestled in among a variety of choices from France, Italy, Spain and the New World countries?

We Greeks may drink Greek wine intuitively, just as we listen to Greek music or watch Greek films, perhaps either for reasons of localisation or out of sheer habit. I think that the greatest challenge we face is rendering our products competitive on an international level. Outside the borders of Greece, the drums of chauvinism don’t beat. Words like meraki (the love, care and often personal touch one puts into his work or to a given activity) or filtimo (one’s responsibility to oneself to act in accordance with righteousness, honor and dignity), and all other such nonsense we use as alibis are no longer valid; things are stripped down to their essence.

Looking back on our country’s wine history, I will admit that the purely oenological sector, the segment in charge of production, did its job with consistency and professionalism. Certain early slips, such as the overproduction of wines from foreign varieties, like Sauvignon Blanc, Merlot and Cabernet Sauvignon, at the beginning of the period of rebirth that Greek wineries underwent, were inevitable mistakes: back in the 1980s, we ourselves we let alone our potential foreign buyers. In the “era of the terroir” in which we are living today, this “indigenous” issue has been resolved, and grapes such as Agiorgitiko, Xinomavro, Assyrtiko and Moschofilero now play a key role in the industry.

I have to say that I disagree to a certain extent with the commercial orientation of our wines, something for which, of course, the winemakers themselves aren’t responsible. Instead of focusing on place names, we’ve currently made brand names pivotal. This choice creates trends and boosts easy sales inside the borders of Greece but, at the same time, it makes it harder for winemaking regions to acquire more universal recognition.

Despite the progress made in recent years, our wine identity is still not entirely clear. In my opinion, the first obstacle we face is our multiformity. New Zealand, for example, planted Sauvignon Blanc vines for the first time in 1972. Very quickly, it managed to establish itself on the international market because it had a single grape, a single style and a single wine color to promote. In our case, it’s anything but easy to create an identity encompassing such a wide range of varieties, including Malagousia, Vidiano, Mandilaria and Robola.

Another, more fundamental, aspect is that of the price range. For some reason, despite the fact that all wine-growing zones generally provide different wines corresponding to everyday life on the one hand and to Sunday meals and special occasions on the other − with corresponding price ranges − we still insist on producing truly great wines that are destined exclusively for the “upper shelf”. Luckily, the financial crisis has had a significant impact on winemaking, pointing it in a more budget-friendly direction. In a country with a strong culinary tradition like Greece, it would be a mistake not to coordinate wine and food growth rates. Both here in Greece and abroad, we have some great restaurants that promote their Greek origins and identity in a laudable manner. Greek food is, beyond a doubt, the ideal “vehicle” to assist Greek wine on its journey to greater recognition. A few years ago, we had every reason to complain, as the quality, the aesthetics and the general standards of Greek restaurants abroad were an insult to us all. Today, things have improved dramatically and you can find modern and creatively competitive representatives of Greek gastronomy in all of the large cities around the world.

It’s my belief that Greek wine has already reintroduced itself to consumers outside the borders of Greece. Of paramount importance is the fact that we’ve managed to shake off the bad reputation that had, not without reason, dogged our wines in the past. Establishing oneself is something that takes time, devotion and hard work. I would suggest we put aside the obsessive love for our country that blinds our judgment, and let consistency and patience guide us instead. ●