Παρόλο που το κρασί αναπόφευκτα αντανακλά τον τόπο και τους ανθρώπους που το δημιούργησαν, μοιραία εμπεριέχεται και στο πλαίσιο της οινοπαραγωγού ζώνης και κατά μια ευρύτερη έννοια στα όρια και στα χαρακτηριστικά της χώρας προέλευσης όπου ανήκει. Για να γίνω πιο σαφής, αναφερόμαστε συχνά πυκνά, π.χ., στα κρασιά του Λίγηρα, τα οποία συντηρούν μια ομοιογένεια, έχοντας ίδια εδάφη, ίδιες κλιματολογικές συνθήκες και σταφύλια, αλλά γενικολογούμε επίσης αναφερόμενοι στο γαλλικό κρασί και εστιάζοντας στο προφίλ που συντηρούν στην πλειονότητά τους οι παραγωγοί μιας χώρας με εκατοντάδες τοπωνύμια. Κατά κάποιον μαγικό τρόπο, ο παραγωγός του Λίγηρα οινοποιεί το Cabernet Franc με την αντίστοιχη φινετσάτη, ισορροπημένη προσέγγιση που συναντάμε στο Grenache του νότιου Ροδανού, στο Pinot Noir της Βουργουνδίας, στο Syrah του βόρειου Ροδανού κ.ο.κ. Παρατηρώντας προσεκτικά τις επιδόσεις των Γάλλων και σε άλλους τομείς, όπως η μαγειρική, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όσο Francoholic κι αν είμαι, πρέπει να συμφωνήσουμε πως βάζουν τη μουσική στη σωστή ένταση.
Κατά κάποιο τρόπο είναι και η μοίρα των οινικών εθνών να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να περνάνε παιδικές αρρώστιες και τελικά να εγκαθιδρύονται μέσα από σωστές και λανθασμένες προσεγγίσεις. Η πείρα αποδεδειγμένα είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται, αλλά την αποκτάς με τον χρόνο και την προσήλωση σε ό,τι καταπιάνεσαι. Κοιτώντας γύρω μας, υπάρχει μια πανσπερμία από οινικές οντότητες: κάποιες κλασικές αξίες που δεν αποδομούνται με κανέναν τρόπο, κάποιοι παρηκμασμένοι που ψάχνουν τον τρόπο να ξανακερδίσουν την εκτίμηση του κοινού, κάποιοι νεοεισερχόμενοι που μιμούνται άλλους πιο κατασταλαγμένους, ώστε να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης, κάποιοι μοδάτοι ή και τυχεροί που οφείλουν τη δημοφιλία τους στη γειτονιά όπου γεννήθηκαν ή στη χρονική συγκυρία κατά την οποία εμφανίστηκαν. Βέβαια, κατά γενική ομολογία οι πιο σημαντικές κατηγορίες είναι δύο: οι εγκαθιδρυμένοι-κατασταλαγμένοι, κλασικοί και οι νεοεισερχόμενοι, που ψάχνονται και σμιλεύουν την επαγγελματική τους οντότητα, αντιγράφοντας τους πιο παλιούς. Τα ερωτήματα που εύλογα γεννώνται μέσα από τη συζήτηση είναι πού ανήκει το ελληνικό κρασί και ποιο είναι το προφίλ των κρασιών μας. Αρχικά οφείλω να εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη ότι δεν ανήκουμε στους κλασικούς. Θα ήταν άδικο να είμαστε στην ίδια κατηγορία με οινοποιεία άλλων χωρών που έχουν πολλαπλάσιους τρυγητούς από εμάς στο ενεργητικό τους και σίγουρα πολύ περισσότερη γνώση του αντικειμένου. Το πιο χαοτικό, βέβαια, έχει να κάνει με το προφίλ των κρασιών μας. Νεοκοσμίτες σίγουρα δεν είμαστε, καθώς ούτε το πεδίο τιμής της Χιλής μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε έχουμε τόσο εκφραστικά-εντυπωσιακά κρασιά όπως της Νέας Ζηλανδίας ή της Αυστραλίας. Όσον αφορά τη συνύπαρξή μας με τα κρασιά του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου, φοβάμαι πως κι εκεί τα πράγματα μόνο εύκολα δεν είναι.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν είναι το θέμα μας τι κάνουν οι άλλοι, αλλά το τι κάνουμε εμείς. Πιο ειδικά, η Σαντορίνη είναι ξεκάθαρα ένα terroir-driven τοπωνύμιο που δεν χρειάζεται συστάσεις και πορεύεται με αιχμή του δόρατος τη διαφορετικότητα που τη διακρίνει. Θα το ήθελα πολύ, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν και πολλά αντίστοιχης προσέγγισης το- πωνύμια που θα δημιουργούσαν κάποιο ρεύμα κάποιον θόρυβο στα ράφια της κάβας. Αντιθέτως, έχουμε κουραστεί να πίνουμε κρασιά χωρίς συνδεσιμότητα με τον τόπο καταγωγής τους, κρασιά με υπερτονισμένο δρύινο χαρακτήρα, κρασιά που δεν έχουν καμία τύχη στην πορεία του χρόνου. Αν το καλοσκεφτούμε, η Σαντορίνη (που σημειωτέον δεν έχει καμία ανάγκη τα καλά μου λόγια) είναι και η μοναδική περίπτωση όπου οινοποιούμε πραγματικά τον καρπό που έχει να δώσει ο τόπος και τίποτα περισσότερο. Σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές προσπαθούμε να κάνουμε τα κρασιά που θέλει το κοινό, «η αγορά» στην καθομιλουμένη, άσχετα με το τι έχει ο τόπος να μας δώσει. Το αποτέλεσμα συνήθως είναι ασαφές, φλύαρο και σίγουρα πολυφορεμένο. Για να είμαι ξεκάθαρος όσον αφορά την πηγή του κακού, τα πράγματα έχουν ως εξής: Σε πρώτο βαθμό το κοινό θέλει κρασιά πλούσια, μαλακά, βελούδινα, χωρίς τανίνες, χωρίς ίχνος οξύτητας και με έντονο το στοιχείο του βαρελιού.
Σε δεύτερο βαθμό οι παραγωγοί, υπό τον φόβο της εμπορικής νηνεμίας, μπαίνουν στη διαδικασία να ικανοποιήσουν το κοινό παράγοντα κρασιά που καμιά γη, κανένα terroir δεν μπορεί να δώσει, και τέλος τα φερέφωνα του κρασιού ουρλιάζουν από ηδονή και φωτογραφίζονται εκστασιασμένα δίπλα στα μυθικά δημιουργήματα. Λυπάμαι που το λέω, αλλά, τουλάχιστον στο μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογεί, παίζουμε με την αντίληψη του κόσμου. Εύχομαι σύντομα να περάσουμε το στάδιο της παιδικής αρρώστιας, να ωριμάσου- με κοινό και κριτικοί, να αφήσουμε τους παραγωγούς να κάνουν αυτό που ξέρουν καλά και να επιλέγουμε ή να απορρίπτουμε τα κρασιά που κάθε τόπος μπορεί να προσφέρει και όχι τα κρασιά που θα θέλαμε να μας προσφέρει. ■
- https://www.facebook.com/paleowinestore