Είναι μερικές βραδιές που αλλού το ξεκινάς και αλλού η βραδιά σε πάει. Πήγα σε εορταστικό δείπνο στη Βουργουνδία, να φάω και να πιω εξαιρετικά, και γύρισα στο κρεβάτι μου αρκετές ώρες μετά έχοντας πάρει μαθήματα ζωής. Νιώθοντας ταυτόχρονα ευτυχισμένος, αλλά και πολύ πολύ μικρός. Ας ξεκινήσουμε με την τοποθέτηση προϊόντος, για να έχουμε ανοιχτά τα χαρτιά από την αρχή. Δεν υπάρχει λόγος να το ξέρετε, αλλά είμαι αυτό που λένε Buying Director στην Αίολος, εταιρεία που εισάγει και διακινεί κρασιά από όλο τον κόσμο, αλλά και από την Ελλάδα φυσικά. Από τους σχεδόν εκατό παραγωγούς με τους οποίους έχουμε πάρε δώσε, αυτό το άρθρο έχει να κάνει με έναν οίκο από τη Βουργουνδια, το Domaine Méo-Camuzet.
Όχι να το παινευτώ, αλλά το Domaine Méo-Camuzet, με ηγέτη τον 55χρονο Jean-Nicolas Méo, είναι ένα από τα καλύτερα κτήματα παραγωγής ερυθρών κρασιών στη Βουργουνδία. Μπορεί να βγάζει ετικέτες προσιτές, από αγοραστά σταφύλια, μπορεί οι ακριβές του ετικέτες να μην προσεγγίζουν πενταψήφιες τιμές, κάτι που είναι πολύ της μοδός τελευταία, αλλά ο Jean-Nicolas, οπλισμένος με μερικές σιτεμένες φιάλες των καλύτερων ετικετών του, μπορεί να κοιτάξει κάθε άλλο οινοποιείο της περιοχής στα μάτια. Την άνοιξη του 2019, τι όμορφα που ήταν τότε, αλλά δεν το ξέραμε… Μας ήρθε ένα «μπλοκάρετε την ημερομηνία». «Στις 10 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τα 60 χρόνια του Κτήματος με ένα δείπνο στο Château du Clos de Vougeot. ΑΥΣΤΗΡΑ δύο άτομα ανά πρόσκληση». Δεν θέλαμε και πολύ. Το να δειπνήσεις στο Château du Clos de Vougeot είναι από μόνος του καλός λόγος για να ταξιδέψεις στη Βουργουνδία, αφού είναι ένα υπέροχο κάστρο, ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της περιοχής, αν όχι της παγκόσμιας κληρονομιάς της οινικής κοινότητας. Φτάσαμε στην είσοδο πεινασμένοι και, ειδικά, διψασμένοι. Και τότε είναι που άρχισαν τα μαθήματα…
Μάθημα 1ο: Η πρόσκληση έλεγε πως πριν από το δείπνο υπήρχε γευσιγνωσία – χωρίς όμως ούτε ένα κρασί του Méo-Camuzet, όπως ανακαλύψαμε όταν φτάσαμε! O Jean-Nicolas κάλεσε όλα τα άτομα που έχουν δουλέψει μαζί του από το 1989 –τη χρονιά που ανέλαβε– να δείξουν τα κρασιά των οινοποιείων τους (ή έστω των οινοποιείων όπου δουλεύουν τώρα). Εκεί, βρήκαμε κρασιά από την Αυστραλία και την Καλιφόρνια, μέχρι και ονόματα που είναι ευθέως πια ανταγωνιστικά με τον Méo-Camuzet. O Jean-Nicolas, προφανώς για να τη βγάλει δωρεάν θα πουν οι περισσότερο έξυπνοι από αυτόν, έδειξε σε όλους τους συνεργάτες του το πώς στάθηκε «ενδιάμεση στάση» για παραπάνω από τριάντα νέους και ότι νιώθει γι’ αυτό υπέροχα.
Μάθημα 2ο: Στην πρόσκληση, στο βιβλιαράκι της γευσιγνωσίας και στο μενού, υπήρχαν δεκάδες πορτρέτα, αλλά ούτε ένας Μéo. Ο αρχιοινολόγος, αλλά και αυτός που πλένει τα πατώματα όταν οι άλλοι φεύγουν, είχαν την τιμητική τους, πάντα με φωτογραφία εν ώρα εργασίας. Αλλά η οικογένεια Méo ήταν εκτός.
Μάθημα 2Β: Όλοι οι εργαζόμενοι του Κτήματος, από το αμπέλι μέχρι το λογιστήριο, από τον αρχιοινολόγο μέχρι αυτόν που πλένει τα πατώματα, ήταν καλεσμένοι στο δείπνο μαζί με τον σύντροφό τους. Σε αυτό το κλειστό και πολύ ακριβό δείπνο για περίπου διακόσια άτομα, το ένα πέμπτο ήταν η ομάδα του Κτήματος.
Μάθημα 3ο (ίσως και 2Γ): Κοιτώντας τους εργαζομένους, που ήταν σε ειδικό τραπέζι, με εντυπωσίασε το ότι όλοι, ΟΛΟΙ, είχαν έρθει με κοστούμι. Αναρωτήθηκα πώς μερικά από αυτά τα άτομα είχαν τέτοιο στην ντουλάπα τους. Η απορία μου λύθηκε αμέσως από την υπεύθυνη εξαγωγών: ο Jean-Nicolas πήρε όσους είχαν να φορέσουν κοστούμι από τον γάμο τους –που ήταν τριάντα χρόνια και τριάντα κιλά πριν– και πήγε μαζί τους να αγοράσουν. Μη φανταστείτε ότι φόρτωσε το πενηντάρι πούλμαν και έφυγαν για Παρίσι, με τον Jean-Nicolas να μοιράζει πούρα με το που έφτασαν στον ράφτη της Rue Marbeuf. Σεμνά και ταπεινά, σε μαγαζάκι της Beaune. Το έκανε με ανθρώπινη ζεστασιά, τρυφερότητα και φροντίδα.
Μάθημα 4ο: Από όλη την ομάδα του Κτήματος υπήρχαν τρία άτομα που είχαν πάρει πρόσφατα σύνταξη, όλοι από την αμπελουργική ομάδα, κυρίως τρακτέρ. Ο Jean-Nicolas σήκωσε αυτούς, αλλά και τα παιδιά του, που τους έδωσαν τιμητική πλακέτα. Η εικόνα αυτών των τριών ανθρώπων, με τα χέρια και το πρόσωπο σκαμμένα από τον ήλιο για δεκαετίες, να κλαίνε σαν μικρά παιδιά μπροστά σε standing ovation στο Château du Clos de Vougeot θα μου μείνει για πάντα στο μυαλό.
Μάθημα 5ο: Στον λόγο που έβγαλε ο Jean-Nicolas ανέφερε ελάχιστα πράγματα για το Κτήμα, ουσιαστικά μόνο για τον πατέρα του Jean, που ήταν μαζί μας εκείνη τη βραδιά. Το μεγαλύτερο μέρος του λόγου ήταν ευχαριστίες προς τους εισαγωγείς του ανά τον κόσμο. Για κάθε έναν από τους 22 που έχει –και που όλοι είχαμε παρουσία στην αίθουσα– αφιέρωσε μισό λεπτό για να πει έναν καλό λόγο. Για τους Άγγλους, «που έδωσαν παραγγελία όταν κανένας άλλος δεν έδειχνε ενδιαφέρον». Για τους Αμερικανούς, «που πάντα άκουγαν όταν ζητούσα τα χρήματα πιο γρήγορα». Για τους Έλληνες, «που αγοράζουν ενώ έχουν τόσα υπέροχα κρασιά στη χώρα τους».
Μάθημα τελευταίο: Σε τέτοια δείπνα συνηθίζεται στο τέλος να βγαίνει ένα κρασί-έκπληξη. Ο κόσμος έχει χορτάσει, έχει ευθυμήσει, βγάζεις μια φιάλη tour de force, μοιράζεις από 20 ml στον καλεσμένο και εντυπωσιάζεις, δείχνοντας πώς παίζεται το παιχνίδι. «Surprise», έλεγε το μενού.
Ας πάμε όμως λίγο πίσω. Ο Henri Jayer είναι ένας από τους πιο συγκλονιστικούς παραγωγούς κρασιού που έχουν περάσει ποτέ από τη Βουργουνδία και σίγουρα από αυτόν τον πλανήτη. Ο Jayer δεν είναι πια μαζί μας, το Κτήμα δεν είχε συνεχιστές και η τελευταία εσοδεία ήταν το 2001. Το να έχεις ακουμπήσει άδεια φιάλη Jayer σε βάζει σε οινική ελίτ. Το να έχεις αγγίξει κρασί του Jayer με τα χείλη σου είναι κάτι άπιαστο, εκτός κι αν έχεις τη δυνατότητα να πληρώσεις οκτώ ή δέκα χιλιάρικα, ΑΝ βρεις κάτι τέτοιο σε δημοπρασία κάπου στον κόσμο. Και φυσικά να μην πετύχεις καμιά «μαϊμού» Jayer, γιατί υπάρχουν πολλές. Ο Henri Jayer ήταν πολύ φίλος με τον μπαμπά Méo, ενώ ο Jean-Nicolas τον είχε ως μέντορα. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, το Domaine Méo-Camuzet θεωρείται ο συνεχιστής του Henri Jayer. Λόγω καλής σχέσης με την οικογένεια, την άνοιξη του 1978 ο Henri εμφιάλωσε ένα Mathusalem, έξι λίτρα δηλαδή, από τα ελάχιστα που είχε δώσει τη χρονιά του 1976 το Grand Cru Échezeaux. Αυτή ήταν η φιάλη surprise του δείπνου. Μια φιάλη που, όπως είπε ένας φίλος μου που ηγείται οίκου δημοπρασιών στο Χονγκ Κονγκ, «αν μας την έφερνε εδώ, αυτό το κρασί και με την ιστορία που έχει πίσω του, θα εντυπωσιαζόμουν αν ο κύριος Méo δεν γύριζε σπίτι του με μισό εκατομμύριο ευρώ στη βαλίτσα». Όταν τα 30 ml που μας αναλογούσαν άρχισαν να φτάνουν στα τραπέζια, οι πιο πολλοί καλεσμένοι ήταν ήδη σε έκσταση. Όχι τόσο από τα αρώματα του κρασιού, από την αξία του ή από τη χειρονομία της οικογένειας Méo, όσο από την κοσμοθεωρία της.
Είναι μερικές βραδιές που αλλού το ξεκινάς και αλλού η βραδιά σε πάει. Πήγα σε εορταστικό δείπνο στη Βουργουνδία, να φάω και να πιω εξαιρετικά, και γύρισα στο κρεβάτι μου αρκετές ώρες μετά έχοντας πάρει μαθήματα ζωής. Νιώθοντας ταυτόχρονα ευτυχισμένος, αλλά και πολύ πολύ μικρός…g
Πρόσφατα ανακοινώθηκε από το έγκυρο οινικό περιοδικό Decanter ότι ο Robert Parker ανακηρύχθηκε Man of the Year 2020. Μια διάκριση διόλου ευκαταφρόνητη για την πιο αμφιλεγόμενη (αδίκως, κατά την προσωπική μου γνώμη) προσωπικότητα του πλανήτη. Πλέον το όνομά του θα φιγουράρει ανάμεσα στα υπόλοιπα ιερά τέρατα του χώρου, που κατά καιρούς διακρίθηκαν ως οι πιο σημαντικές προσωπικότητες του οινικού κόσμου.
Πρακτικά, ο Robert Parker στο πέρασμα του χρόνου κατάφερε να στοιχειοθετήσει και να αξιολογήσει την πλειονότητα των κρασιών του Παλαιού Κόσμου και μεγάλο μέρος των αντίστοιχων νεοκοσμίτικων. Ακούγεται εύκολο και δημιουργικό, αλλά επί της ουσίας πρόκειται για μια δουλειά που απαιτεί οργάνωση, χρόνο, συνέπεια και προφανώς σωστή αντίληψη. Σημειωτέον ότι το Wine Advocate ξεκίνησε το μακρινό 1978, όταν δεν υπήρχε internet, μηχανογράφηση και άλλες πολυτέλειες του καιρού μας. Αξίζει να προσθέσουμε πως ο τεχνικός διευθυντής στον κόσμο του κρασιού είναι ο καιρός, που κάνει τις εσοδείες και κατ’ επέκταση το ίδιο το κρασί να αλλάζουν δραματικά από τρυγητό σε τρυγητό, παράγοντας που προσθέτει συνεχή ενασχόληση στον κύριο Parker και στην ομάδα του. Επί της ουσίας πρόκειται για έναν τυφλοσούρτη, μια έτοιμη, μασημένη τροφή για οινοχόους, αγοραστές και καταναλωτές. Καθώς ο μικρόκοσμός μας δεν αποτελείται μόνο από όμορφους, γραμμικούς αμπελώνες, σπουδαία κρασιά, γλυκούς και φιλόξενους οινοποιούς, ο κορυφαίος οινοκριτικός του κόσμου, ο άνθρωπος που μας σύστησε τη βαθμολόγηση των κρασιών με γνώμονα τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά δέχτηκε κατά καιρούς την πιο λυσσαλέα κριτική. Ουσιαστικά ο Parker ήταν η μάγισσα που όλοι οι δυνητικοί κριτικοί-επαΐοντες θα ήθελαν να κάψουν. Χαρακτηρίστηκε «προβοκάτορας», «κριτικός επί πληρωμή», «κακή επιρροή των οινοποιών» και ένα σωρό αλλά πικάντικα που πιθανόν να μου διαφεύγουν.
Η κριτική ως ενασχόληση είναι διαβολεμένα αφροδισιακή και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι κάτι που σε όλους μας αρέσει. Στην πραγματικότητα, όμως, η δουλειά του κυρίου Parker είναι ένας μπούσουλας που αναφέρεται σε χιλιάδες οινοποιεία, με χιλιάδες διαφορετικά κρασιά, σε δεκάδες διαφορετικές χρονιές κατά περίπτωση. Μοιραία, μια υψηλή βαθμολόγηση ενός κρασιού μπορεί να είναι και το εφαλτήριο για εύκολες-περισσότερες πωλήσεις και σίγουρα ακριβότερη τιμολόγηση. Κάθε οινόφιλος που σέβεται τον εαυτό του συχνά πυκνά διαφωνεί με τις βαθμολογίες, αλλά αυτό έχει να κάνει με τον εξυπνάκια που κρύβουμε μέσα μας και όχι με τη δουλειά που βρίσκουμε έτοιμη στα πόδια μας. Παρενθετικά, όσες φορές κολάκεψα το λαρύγγι μου με κάποιο από τα κατοστάρια του Wine Advocate, αποζημιώθηκα με το παραπάνω. Το Château Haut-Brion, π.χ., έχει για τη χρονιά του 1989 την υψηλότερη βαθμολογία, 100 βαθμούς, ενώ αντίστοιχα η εξίσου καλή εσοδεία του 1988 έχει 92 βαθμούς. Προσωπικά, έχοντας δοκιμάσει και τις δύο χρονιές, το 1989 είναι δραματικά πιο πλούσιο και πιο ρωμαλέο από το 1988 και αναπόφευκτα έχει και διαφορετικό πεδίο τιμής. Θεωρώ εν ολίγοις πολυτέλεια για κάθε οινόφιλο, οινοχόο, δυνητικό αγοραστή την ύπαρξη αυτής της βάσης δεδομένων. Η παγίδα, ωστόσο, έχει να κάνει με τη δική μας προσέγγιση στο ήδη υπάρχον σύστημα αξιολόγησης. Πιο ειδικά, ο Parker σκέφτηκε και δημιούργησε αυτή τη βάση δεδομένων για να κάνει τη ζωή μας εύκολη και όχι για να δημιουργήσει εκκολαπτήριο εξυπνάκηδων. Εύχομαι να μη χάσουμε την αίσθηση της απόλαυσης στον βωμό της κριτικής και της υπερανάλυσης. Το κρασί εσωκλείει έναν πολύ γοητευτικό κόσμο για να τον χαραμίσουμε με άχαρες διαδικασίες.g
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ασύρτικο είναι μια ποικιλία που παλαιώνει εξαιρετικά. Ο «πρωταθλητής» του ελληνικού αμπελώνα αποτελεί και ένα από τα κορυφαία λευκά σταφύλια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στο terroir της Δράμας δίνει μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα Ασύρτικα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κρασιά τα οποία, αν και κουβαλούν την αυστηρότητα της ποικιλίας, έχουν πολύ όμορφο φρούτο και είναι πολύ εκφραστικά σε επίπεδο αρωμάτων. Το στιλ του Ασύρτικου της περιοχής της Δράμας είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Ο χαρακτήρας της ποικιλίας παραμένει αλάνθαστος, γεμάτος φρεσκάδα, οξύτητα, εντάσεις και δύναμη. Η εξαιρετική δουλειά που γίνεται στα οινοποιεία, με προσεκτική ωρίμανση στις οινολάσπες ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και σε δρύινα βαρέλια, προσθέτει πάχος, όγκο, στρογγυλάδα και πολυπλοκότητα στα κρασιά.
Ανάμεσα στα Ασύρτικα της περιοχής, το Emphasis από το Κτήμα Παυλίδη είναι κλασικά ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της ποικιλίας, όχι μόνο στη Δράμα, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Απίθανο φρούτο και διαπεραστική οξύτητα, με ένα πλούσιο, στρογγυλό σώμα, το οποίο έρχεται να εξισορροπήσει τις όποιες γωνίες της ποικιλίας. Αυστηρό, αθλητικό, αλλά και μυώδες ταυτόχρονα, ένα κρασί το οποίο έχει περίσσεια δύναμης και μεγάλες εντάσεις στο στόμα. Η ισορροπία φρούτου και ορυκτότητας κάθε χρονιά είναι εκπληκτική. Δεν ξέρω αν άλλο Ασύρτικο εκτός Σαντορίνης σού δίνει αυτή την αίσθηση της βρεγμένης πέτρας και της αλμύρας στο ποτήρι. Τα Ασύρτικα της Δράμας έχουν πολύ περισσότερο φρούτο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δύσκολα μπορώ να αποφασίσω κάθε φορά τι από τα δύο «εξέχει» περισσότερο, το φρούτο ή ο mineral χαρακτήρας; Η ευκαιρία μιας κάθετης γευστικής δοκιμής ήρθε να εντείνει ακόμα περισσότερο την πεποίθησή μου ότι πρόκειται για ένα κρασί που μπορεί να παλαιώσει εξαιρετικά. Σποραδικά, όλα αυτά τα χρόνια είχα δοκιμάσει εντυπωσιακές φιάλες Emphasis Ασύρτικο, τεσσάρων ή πέντε ετών, οι οποίες έβγαζαν έντονα αυτόν τον φανταστικό χαρακτήρα που κερδίζει το Ασύρτικο με την παλαίωση. Πετρόλ, μέλι, τοστ, στυφάδα και έντονα ξηροκαρπάτα στοιχεία, που συχνά τα συνοδεύει μια ψευδαίσθηση βαρελιού, κι ας μην έχει περάσει το κρασί ποτέ από το βαρέλι. Ποτέ όμως δεν είχα την τύχη να δοκιμάσω οκτώ διαφορετικές χρονιές, τη μία δίπλα στην άλλη.
Το συμπέρασμα είναι απλό και μάλλον προφανές. Πρόκειται για ένα κρασί το οποίο πραγματικά αξίζει να παλαιώσετε, χωρίς καμιά αίσθηση ανασφάλειας. Το 2011, η παλαιότερη χρονιά της δοκιμής, ήταν ακόμα σε τρομερή φόρμα, χωρίς ίχνος κόπωσης. Από την άλλη, με ένα φανταστικό 2019 στο ποτήρι μου, με φοβερό φρούτο, εντυπωσιακή οξύτητα και ασύγκριτες εντάσεις και δύναμη, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό της κατανάλωσής του προς όφελος της παλαίωσης. Δεν ξέρω αν σας έχω εκμυστηρευτεί ποτέ ότι απολαμβάνω κάποιες φορές να πίνω τα Ασύρτικα φρέσκα. Ακόμα κι αν ορισμένοι θα θέλετε να με κρεμάσετε, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας…
2019
Φρούτο και πικάντικος χαρακτήρας. Πολύπλοκο και ορυκτό, νευρικό επίσης, με ισορροπία φρούτου, μπισκότου, μαγιάς και έναν πανέμορφο καπνιστό χαρακτήρα, που δεν είναι τίποτε άλλο από ζωηρή ορυκτότητα. Η οξύτητα είναι διαπεραστική, αλλά ήδη πανέμορφα ενσωματωμένη στο γεμάτο σώμα του κρασιού. Έχει φοβερή δύναμη και εντάσεις στο στόμα. Αλμυρό φουντούκι στο τελείωμα, σε συνδυασμό με λεμονάτη φρεσκάδα που χαρίζει διάρκεια στην επίγευση.
2018
Σε έναν χρόνο μέσα, το Ασύρτικο έχει πάρει τον δρόμο της φανταστικής του μεταμόρφωσης. Διεισδυτικά, ορυκτά αρώματα, με λεμονάτο φρούτο στη μύτη και νότες μπριός και μπισκότου. Μια ιδέα πετρόλ αρωμάτων επίσης, χαρακτηριστικών της παλαίωσής του. Στόμα πλούσιο, στρογγυλό, λιγότερο νευρικό από το 2019, αλλά με πανέμορφο όγκο και την οξύτητα σε ισορροπία. Μακρύ, ξηροκαρπάτο τελείωμα. Συνολικά, λίγο πιο smooth σε σχέση με το 2019 και με υπέροχη ήδη πολυπλοκότητα.
2017
Όμορφη χρονιά… Το κρασί έχει πάρει τον υπέροχο δρόμο του, αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει με τα Ασύρτικα, ενώ αρχικά εξελίσσονται σχετικά σύντομα (2019 με 2018 έχουν σημαντική διαφορά), η συνέχεια είναι πολύ πιο στρωτή. Το κρασί έχει έντονα αρώματα στη μύτη, εκφραστικά, που θυμίζουν μέλι, αλμύρα, ξηρούς καρπούς και ώριμο ροδάκινο. Στο στόμα είναι ζωηρό, με πάχος και δροσερή οξύτητα, όπως επίσης και ένα ελαφρύ φαινολικό «δάγκωμα», χαρακτηριστικό της ποικιλίας. Πολύ ωραία εξέλιξη, με πολύ φρούτο και δρόμο ακόμα μπροστά του.
2015
Το χρώμα έχει αρχίσει να βαθαίνει λίγο, αποκτώντας μια χαρακτηριστική χρυσαφένια χροιά. Μελένιο φρούτο, καραμελωμένοι ξηροί καρποί, πετρόλ στοιχεία, ένα κλικ πιο κάτω σε εντάσεις στη μύτη. Το σώμα, παρά το γενναιόδωρο αλκοόλ, δείχνει λίγο πιο λεπτό σε σχέση με νεότερες χρονιές, ενώ η επίγευση είναι μακρά και ξηροκαρπάτη. Συνδυάζει δύναμη και κομψότητα.
2014
Εντελώς διαφορετικό στιλ σε μια χρονιά που φαίνεται η δυσκολία της. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα ήταν όταν κυκλοφόρησε, αλλά η εξέλιξή του είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Το φρούτο είναι πιο δροσερό, αλλά ο χρόνος το εμπλούτισε με τοσταρισμένα αρώματα. Είναι εμφανώς πιο υδαρές στο στόμα, αλλά σφύζει ακόμα από ενέργεια και φρεσκάδα λόγω της υψηλής οξύτητας. Η επίγευση είναι ικανοποιητική και κάπου στο τελείωμα σου δίνει την αίσθηση ότι έχει περάσει από βαρέλι. g
2013
Μια απρόσμενη ανθικότητα στη μύτη μαζί με πετρόλ στοιχεία. Θα μπορούσε να μου θυμίσει Riesling. Ξηροκαρπάτο και μελένιο επίσης. Κομψό στο στόμα, με φίνες γραμμές και μπόλικη δροσιά. Όμορφη οξύτητα και φρούτo. Κανένα ίχνος κούρασης παρά την επταετία.
2012
Αρμονικό και πολύπλοκο. Πολύ ωραίες ισορροπίες. Το φρούτο παλεύει ακόμα, αλλά τα τριτογενή αρώματα έχουν πάρει τα ηνία. Έχει όλα τα στοιχεία τα οποία θα σε έβαζαν στη διαδικασία να παλαιώσεις ένα Ασύρτικο. Στόμα με πολλή φρεσκάδα, ακόμα και εντάσεις. Φίνο και ντελικάτο, με πολύ όμορφες γραμμές, αλλά και την πολυπλοκότητα της παλαίωσης. Μακρά, ξηροκαρπάτη επίγευση.
2011
Βαθιά ξηροκαρπάτο και έντονα τοσταρισμένος χαρακτήρας. Μέλι ακακίας. Ορυκτότητα που θυμίζει πετρόλ και τσακμάκι. Έχει εξελιχθεί. Δεν θα το περίμενα άλλο, αλλά θεωρώ ότι πίνεται απολαυστικά. Διαθέτει κάτι από τον χαρακτήρα μιας παλαιάς Βουργουνδίας, αλλά καθόλου βαρέλι, ακόμα κι αν σε μπερδεύει. Τανίνες αλλά και οξύτητα στο στόμα. Για λάτρεις των παλαιωμένων λευκών.
Μπαλκόνι, παρέα φίλων από το WSPC και το best of των U2 στο πικάπ, το οποίο, ενώ δεν το ακούω μόνος μου ποτέ, το έβαλα παραγγελιά και έκτοτε κόλλησα και το ακούω πολύ συχνότερα. Στο τραπέζι διάφορα delicatessen σαλάμια, ψητές μελιτζάνες, ζουμερά χωριάτικα λουκάνικα και διάφορα τυριά κάθε παραλλαγής μεταξύ μαλακού και σκληρού. Σαμπανιέρα στο πλάι, με υπέροχα ερυθρά κρασιά, μεταξύ των οποίων το γοητευτικότατο Nuits-Saint-Georges 2013 του Joseph Drouhin. Ένα Pinot Noir με αρώματα από κόκκινα κεράσια, βιολέτες, γήινες νότες, αλλά και νύξεις από πίσσα, καπνό, κουτί πούρων. Υψηλή οξύτητα με μέτριες τανίνες και σώμα και μακρά επίγευση, σε ένα απόλυτα drinkable σύνολο.
Στο ψυγείο μου θέλω να έχω ένα κρασί που να μπορώ να το τζουράρω όποτε έχω όρεξη, εις βάθος χρόνου, χωρίς να με προβληματίζει η πιθανή οξείδωσή του. Ο οξειδωμένος την οξείδωση δεν τη φοβάται, και έτσι μια φιάλη Manzanilla Sherry από το Bodegas Hidalgo La Gitana στην Ανδαλουσία βρήκε τη θέση του στο ψυγείο μου! Οξειδωμένο, αλλά όχι τόσο οξειδωμένο (λόγω ύπαρξης flor), το κρασί ανήκει σε μια κατηγορία που αποτελεί από μόνη της μυστήριο. Μονοποικιλιακό, ενισχυμένο Palomino με αρώματα από αλατισμένα αμύγδαλα, ξηρούς καρπούς, βαλσαμικό ξίδι και βρεγμένο χώμα. Αν το whisky ήταν κρασί, θα ήταν σίγουρα Sherry. Θα προβληματιστείτε με αυτό το κρασί αν δεν έχετε ξαναδοκιμάσει Sherry, αν όμως το συνοδεύουν πιάτα αλμυρά και ξιδάτα, όπως φακές και πιάτα με πάστα ελιάς, θα χαραχτεί στη μνήμη σας για πάντα.
Μιλώντας για κρασιά που τα ανοίγεις, τα βάζεις στο ψυγείο και δεν χαμπαριάζουν από οξείδωση, θα ήθελα να μοιραστώ το καθημερινό μας επιδόρπιο κρασί στη Λέσβο, στο τέλος κάθε μαραθώνιας ψαροφαγίας. Να πω όμως πρώτα μια ιστορία; Το Ρίο Πατρών έχει πια χτιστεί. Η λιλιπούτεια πλέον ΠΟΠ ζώνη είναι σχεδόν μουσειακή, αφού ο μοναδικός παραγωγός που κάθε χρόνο παράγει μια μικρή ποσότητα (22 εκατόλιτρα) ΠΟΠ Μοσχάτο Ρίο Πατρών είναι η Οινοποιία Παρπαρούση. Τρύγος, λιάσιμο για επτά ημέρες, σπάσιμο. Το γλεύκος είναι παχύρρευστο σαν μέλι και ζυμώνεται σε ανοξείδωτες δεξαμενές χωρίς καθόλου ενίσχυση. Εκρηκτικά αρώματα από κυδώνι, γλυκό λεμόνι, μέλι, κερήθρα, βερίκοκο, ροδάκινο, χαμομήλι και γλυκό σταφύλι, με μέτρια οξύτητα, μέτριο αλκοόλ 12% και μακρά διάρκεια, γοητεύουν όποιον βρεθεί στο πέρασμά του. Κάθε μεσημέρι, ένα παγωμένο ποτηράκι μάς δρόσιζε, μας ξύπναγε, μας γλύκαινε ιδανικά.
«Χρειάζονται υψηλά υψόμετρα και δροσερός καιρός για να πάρει κανείς κρασιά με φινέτσα». Η άποψη αυτή έχει εξαιρέσεις και αστερίσκους, αφού στη φινέτσα μπορείς να φτάσεις και από άλλες οδούς, ακόμα και όταν καλλιεργείς κοντά στο ύψος της θάλασσας. Δοκίμασα μία από τις 1.000 φιάλες του Castro Clauss Chardonnay: CHR 9 της Achaia Clauss, καλλιεργημένου σε πεδινές εκτάσεις κοντά στο διάσημο Château της Πάτρας, και έφαγα μια σφαλιαρίτσα. Μια κρασάρα στα πρότυπα των πιο φημισμένων χωριών της λευκής Βουργουνδίας, με αρώματα από ροδάκινο, βερίκοκο, ανανά, mango, ζύμη, crème pâtissière, ξηρούς καρπούς και νότες τρούφας, με δροσερή οξύτητα, όγκο, συμπύκνωση και umami χαρακτήρα. Εμβολιασμός και ζύμωση σε βαρέλια τρίτης και τέταρτης χρήσης με bâtonnage για τέσσερις μήνες.
Το να δοκιμάζω τον Διάλογο 2019 (50% Κυδωνίτσα-50% Ασύρτικο) μέσα στους αμπελώνες του Κτήματος Δύο Ύψη (πρώην Κόκκαλη) στον Άγιο Ανδρέα Αμαλιάδας αποτελεί μια μοναδική εμπειρία από μόνη της. Ένα κρασί με έντονο flavor, που σε συνδυασμό με το σχετικά υψηλό αλκοόλ 14% αποτελεί έναν λευκό δυναμίτη, ο οποίος μπορεί να συνοδεύσει πουλερικά, λευκό κρέας και πελαγίσια ψάρια. Αρώματα από κυδώνι, λεμόνι, lime, ορυκτότητα και ένας γοητευτικός, τροπικός και κρεμώδης χαρακτήρας με γεμάτο σώμα, όγκο και διάρκεια. Η κόκκινη επανάσταση την οποία ξεκίνησε ο Χρήστος Κόκκαλης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 φαίνεται να συνεχίζεται με μια νέα, λευκή επανάσταση από τους μεγάλους δασκάλους του είδους, Βαγγέλη Γεροβασιλείου και Βασίλη Τσαρτσακλή.g
Tρύγος. Όποιον οινοποιό και να ρωτήσεις, όλοι έχουν να διηγηθούν μια ιστορία. Και παρά την πίεση της δουλειάς αυτή την περίοδο, βρήκαν τον χρόνο να τη μοιραστούν μαζί μας. «Οι τρύγοι είναι σαν τους έρωτες, φυσικά ο πρώτος είναι και ο αξέχαστος!» μας απάντησε ο οινολόγος και συνιδιοκτήτης της Γαίας, Γιάννης Παρασκευόπουλος, όταν ζητήσαμε να μας περιγράψει τον πιο αξέχαστο τρύγο του, ενώ η Κοραλία Γκέρτσου-Pignateli, η Eλληνίδα principessa της Toσκάνης, μας ταξίδεψε πίσω στους τρύγους της δεκαετίας του ’80, μιας άλλης εποχής όπου όλα ήταν διαφορετικά. Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου θυμήθηκε τις καλλίγραμμες Πολωνές που τρυγούσαν με μπικίνι για να μαυρίσουν, ενώ ο Παναγιώτης Κυριακίδης μάς μίλησε για τον πρώτο του τρύγο στο Κτήμα Παυλίδη. Η Μελίνα Τάσσου από το Κτήμα Κίκονες μας ταξίδεψε στη μακρινή Αυστραλία και ο Στέλλιος Μπουτάρης από το Κτήμα Κυρ-Γιάννη μοιράστηκε μαζί μας την εμπειρία του από την επιστροφή του στη Σαντορίνη, μιας και αυτή σηματοδοτεί μια νέα αρχή στο νησί για τον ίδιο, αυτή τη φορά στο Κτήμα Σιγάλα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Έχοντας ζήσει περισσότερους από 45 τρύγους, ξέρω πολύ καλά ότι κάθε χρονιά είναι ξεχωριστή και έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες και απρόοπτα. Ωστόσο, ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρύγο του 1987.Τα πρώτα χρόνια στο Κτήμα, δεν είχαμε κανέναν έμμισθο εργάτη, ούτε στο αμπέλι ούτε και στο μικρό, τότε, οινοποιείο. Όλες οι εργασίες γίνονταν από εμένα και τη μητέρα μου, ενώ στον τρύγο βοηθούσαν φίλοι και συγγενείς, δικοί μου και της γυναίκας μου. Το 1987, όταν πλέον τα στρέμματα της Μαλαγουζιάς είχαν διπλασιαστεί, η δουλειά ήταν αυξημένη. Έπρεπε όμως να ολοκληρώσουμε τον τρύγο σε μία ημέρα, συγκεκριμένα σε μία Κυριακή, που είχα το ρεπό μου από το Πόρτο Καρράς. Βάλθηκα λοιπόν να βρω άμεσα τρυγητές, ώστε να τελειώσουμε αυθημερόν το μάζεμα. Κάποιος γνωστός μου, που είχε το περίπτερο στην παραλία της Επανομής, με ενημέρωσε πως ένα γκρουπ Πολωνών που παραθέριζε στην περιοχή έψαχνε για μεροκάματο. Έτσι, το πρωί της Κυριακής, μετά από συνεννόηση, καταφθάνουν στο αμπέλι επτά Πολωνές και δύο Πολωνοί – αργότερα μάθαμε πως ήταν γιατροί– καλοντυμένοι και στολισμένοι, για να μας βοηθήσουν. Ξεκινάμε λοιπόν και κατά τις δέκα με φωνάζει χαμογελαστός ένας φίλος μου και τι να δω: οι καλλίγραμμες Πολωνές τρυγούσαν με μπικίνι, για να μαυρίσουν! Μπορεί η δουλειά να πήγε λίγο πιο αργά, αλλά ο τρύγος ήταν ποιοτικός και με στιλ. Τελικά, λυπηθήκαμε που κράτησε μόνο μία ημέρα!
ΚΟΡΑΛΙΑ ΓΚΕΡΤΣΟΥ- PIGNATELI CASTELL’in VILLA
Ο πρώτος επίσημος τρύγος του Κτήματος ήταν το μακρινό 1971, αν και η ημερομηνία-κλειδί ήταν το 1985, όταν μετά την απώλεια του συζύγου μου αποφάσισα να εγκατασταθώ και να αφοσιωθώ αποκλειστικά στο Κτήμα και στη λειτουργία του. Δεν θυμάμαι έναν συγκεκριμένο τρύγο, αλλά εικόνες που έχουν μείνει στη μνήμη μου και έρχονται, καθώς και το συναίσθημα. Στην αρχή πάντα ξεκινάς με αγωνία, αλλά και συγκίνηση που τελειώνει η χρονιά, και μετά όταν όλα έχουν τελειώσει, χορεύεις.Κάπου στη δεκαετία του ’80 θυμάμαι να βρέχει ασταμάτητα και εμείς με αδιάβροχα και γαλότσες να παλεύουμε μέσα στην καταρρακτώδη βροχή. Πάντα ο καιρός ήταν αυτός που έπαιζε ρόλο. Αυτός καθορίζει αν θα έχουμε καλό τρύγο. Και οι ημερομηνίες, όμως, αλλάζουν όσο περνούν τα χρόνια. Ο τρύγος που ξεκινούσε τον Οκτώβρη τώρα ξεκινά 10-14 Σεπτεμβρίου. Αλλά και ο κόσμος, οι εργάτες που έρχονταν να βοηθήσουν, έχουν αλλάξει. Παλιά, νέα παιδιά, κυρίως φοιτητές, ήταν αυτοί που βοηθούσαν. Μια γιορτή στηνόταν, με κιθάρες, τραγούδια, φαγητό. Οι γυναίκες ειδικά ήταν καταπληκτικές! Δούλευαν και ταυτόχρονα μιλούσαν, τραγουδούσαν, και όλοι μαζί ζούσαμε ονειρεμένες στιγμές. Επί δεκαπέντε ημέρες το Κτήμα γιόρταζε, με κόσμο να πηγαινοέρχεται, χρώματα, φωνές, τραγούδια και χαρές. Τα πράγματα τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει. Εδώ και αρκετό καιρό, μόνο μετανάστες έρχονται να βοηθήσουν, άνθρωποι που δυσκολεύονται. Πώς να χαίρονται αυτό που κάνουν; Και όσο τα πράγματα χειροτερεύουν, όπως αυτό που ζούμε με τον κορωνοϊό φέτος, ούτε αυτοί μπορούν να έρθουν, αφού δεν επιτρέπεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΓΑΙΑ
Πρωταπριλιά του 1998. Μόλις είχα απολυθεί από το Ναυτικό (ετών 29!) και το μόνο που είχα στα μπαγκάζια μου ήταν ένας τίτλος διδάκτορα Οινολογίας από το Πανεπιστήμιο του Μπορντό. Χαμένος ανάμεσα στην προσαρμογή μου (μέσω Π. Ν.*) στην ελληνική πραγματικότητα, μετά από πέντε χρόνια κλεισμένος σε ένα γαλλικό πανεπιστήμιο, και στην αβεβαιότητα για το μέλλον μου, «απήχθην» κυριολεκτικά από τον έναν, από αυτόν που έμελλε να γίνει ο μέντοράς μου, από τον Γιάννη Μπουτάρη αυτοπροσώπως, και φυσικά δέχθηκα αυτό που μου προσέφερε: οινολόγος, υπεύθυνος παραγωγής στο νεότατο οινοποιείο του στη Σαντορίνη και στο ανύπαρκτο οινοποιείο του στη Νεμέα. Ευτυχής, αποβιβάστηκα στη Σαντορίνη, τόπο λατρείας από το 1974. Τη γνώριζα σε βάθος ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Πού να ’ξερα ο δυστυχής… Με υποδέχθηκε με ύφος βλοσυρού υπολοχαγού ο μετέπειτα κολλητός Γιάννης Κουλελής. Tα χέρια στη μέση, σε στάση ημιανάπαυσης, καπέλο Jockey και κατάμαυρα Ray-Ban Aviation έκρυβαν τα μπλε του μάτια. Ψάρωσα για τα καλά. Και πριν το καταλάβω, το κακό ξεκίνησε. Και όλοι τρέχαμε πανικόβλητοι.. Ορδές Σαντορινιών αγωγιατών, μιλώντας μουλαράδικα, προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τα άπειρα μουλάρια τους, τα φορτωμένα με κοφίνια λυγαριάς, που ξεχείλιζαν από χρυσοκίτρινα Ασύρτικα, και να τα κάνουν να σταθούν πειθήνια πάνω στη ζυγαριά μας… (ναι, καλά… καλή τύχη με αυτό!), πιεστήρια ξεχείλιζαν, o μούστος γέμιζε δεξαμενές μικρές και μεγάλες, ντόπιοι ηλεκτρολόγοι προσπαθούσαν να διαβάσουν τα manuals των μοντέρνων γερμανικών μας υπερμηχανημάτων, κρατώντας τα ανάποδα… Φωνές και αντάρα. Κόλαση; Γλέντι; Οργασμός δημιουργίας; Άγνοια κινδύνου; Όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως…Και εγώ, ο γραμματισμένος διδάκτορας, είχα κάνει τι; Τη μετάβαση; Την υπέρβαση; Κι εγώ δεν ξέρω τι είχα κάνει. Από το ασηπτικό περιβάλλον του εργαστηρίου του γαλλικού πανεπιστημίου στην πραγματικότητα ενός ελληνικού τρύγου! Με τα σημερινά δεδομένα ήμασταν άσχετοι, τουλάχιστον εγώ ήμουν πανάσχετος! Και πώς να μην είσαι; Το πανεπιστήμιο –και μιλώ πλέον με το ακαδημαϊκό μου καπέλο– θα σου δώσει τη σφαιρική εικόνα του science και κυρίως μια μεθοδολογία σκέψης. Δεν θα σου μάθει να δοκιμάζεις ρώγες Ασύρτικου στο αμπέλι και να «βλέπεις» μέσα από αυτές το κρασί που θα γεννηθεί σε μερικούς μήνες και μέσα από αυτό να πάρεις αποφάσεις καθοριστικές και αμετάκλητες. Ή ακόμα ακόμα δεν σου μαθαίνει τι να κάνεις όταν ένα τριφασικό μοτέρ γυρίζει ανάποδα στις τρεις τη νύχτα, για να πω το πλέον ανώδυνο από αυτά που έμελλε και έπρεπε να αντιμετωπίσω…Και δίπλα στην ασχετοσύνη προστέθηκε το βαρύ αίσθημα της ευθύνης. Τι προσμένουν από σένα, τι μπορείς να παραδώσεις και πώς δεν θα προδώσεις την εμπιστοσύνη που σου έδειξαν… Μεγάλωσα απότομα!
ΣΤΕΛΛΙΟΣ ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ ΚΤΗΜΑ ΣΙΓΑΛΑ
Είμαι τυχερός. Για άλλη μια φορά στη ζωή μου, τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν. Ύστερα από τριάντα ένα χρόνια, επέστρεψα «στον τόπο του εγκλήματος» και έκανα τρύγο στη Σαντορίνη. Στο Μεγαλοχώρι, στο νέο οινοποιείο Μπουτάρη, με έστειλε ο πατέρας μου όσο ήμουν ακόμα φοιτητής, για να πάρω το βάπτισμα του πυρός. Φέτος, υπό άλλες συνθήκες, στην Οία, στο Κτήμα Σιγάλα. Ως leader τότε, ως underdog τώρα. Είμαι τυχερός, γιατί είχαμε «σταφυλιά». Τα σταφύλια φέτος, λόγω των θετικών κλιματολογικών συνθηκών όλη τη χρονιά, περίσσεψαν, μετά από τρεις ελλειμματικές χρονιές. Όλοι οι παραγωγοί γέμισαν τις δεξαμενές τους, τα βαρέλια τους, τα πιθάρια τους με ώριμα και καθαρά σταφύλια. Σε πολλές πεζούλες απλώθηκαν σταφύλια για Vinsanto, απόδειξη ότι τα αμπέλια έδωσαν καρπό. Μας προβλημάτισε η χαμηλή οξύτητα στην αρχή, όσο όμως τρυγούσαμε τις όψιμες περιοχές του Ημεροβιγλίου και του Πύργου, ηρεμούσαμε.
Ήταν μια καλή χρονιά σε όλα τα επίπεδα και φάνηκε από την αρχή. Βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και προσπαθώ μέσα από τις δυσκολίες να βρω κάτι θετικό. Όλα ξεκίνησαν από την καραντίνα. Όλη την άνοιξη, στην προσπάθειά μας να δημιουργήσουμε τον Σύνδεσμο των Οινοποιών Σαντορίνης, βρισκόμασταν διαδικτυακά κάθε Πέμπτη. Ως αποτέλεσμα, γνωριστήκαμε καλύτερα, αφουγκραστήκαμε τις ανάγκες μας και δημιουργήσαμε ένα κλίμα συνεργασίας και ομαδικότητας, που θέτει τις βάσεις για την επόμενη μέρα και φάνηκε και στον τρύγο. Οι ποσότητες απορροφήθηκαν, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν, ο τρύγος κύλησε ομαλά. Μέσα σε όλα, όμως, στενοχωρήθηκα πολύ. Η Σαντορίνη, ως παγκόσμιο μοναδικό αμπελοτόπι, έχει βρει τη θέση της στον οινικό χάρτη. Εμπορικά, τα κρασιά διατίθενται παγκοσμίως, μια που τόσο ο χαρακτήρας των κρασιών όσο και το brand name έχουν αποκατασταθεί και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Ο αμπελώνας όμως; Τι θα γίνει σε μερικά χρόνια, αφού η συρρίκνωσή του είναι δεδομένη, η ηλικία των φυτών πολύ προχωρημένη και η καλλιέργεια προβληματική; Δυστυχώς, τίποτα δεν άλλαξε τα τελευταία τριάντα χρόνια, με εξαίρεση τη δουλειά που έχουν κάνει κάποιες οινοποιίες και ελάχιστοι αμπελουργοί. Η ποιότητα των σταφυλιών δεν έχει πραγματικά βελτιωθεί, όπως σε τόσες περιοχές ανά την Ελλάδα. Κύριο μέλημά μου, όπως και όλων των οινοποιών της Σαντορίνης, είναι η αποκατάσταση του σαντορινιού αμπελώνα. Τα εργαλεία τα ξέρουμε και μας τα δίνουν απλόχερα το κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημιουργία ομάδας παραγωγών, η εκμετάλλευση της αναδιάρθρωσης, η δημιουργία τοπικού φυτωρίου με υγιή φυτά, ο ορισμός της αμπελουργικής χρήσης γης, προκειμένου να αποφύγουμε την τσιμεντοποίηση όλου του αμπελώνα, είναι όλα μέτρα και πρωτοβουλίες που πρέπει να πάρει ο Σύνδεσμος Οινοποιών, τα οποία, σε συνδυασμό με ένα συντονισμένο πρόγραμμα προώθησης για τη στήριξη του brand name Wines of Santorini, θα δώσουν στην αγαπημένη μας Σαντορίνη τη θέση που της αξίζει στο παγκόσμιο οινικό στερέωμα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΤΗΜΑ ΠΑΥΛΙΔΗ
Ένας ξεχωριστός για μένα τρύγος ήταν αυτός του 2015. Πρώτη χρονιά στο Κτήμα Παυλίδη, υψηλές προσδοκίες και πολύ άγχος για την άγνωστη κατάσταση που θα έπρεπε να αντιμετωπίσω. Ο καιρός ήταν σύμμαχός μας. Αρκετές βροχοπτώσεις την άνοιξη, ήπιες θερμοκρασίες το καλοκαίρι, λίγο υψηλότερες κατά τη διάρκεια του τρύγου. Τα σταφύλια οδηγήθηκαν στην τράπεζα διαλογής, αλλά πραγματικά δεν ήταν απαραίτητο. Μικρά διαμάντια περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Εξαιρετικό σταφύλι, πολύ αρωματικό. Όλο το οινοποιείο μύριζε φρούτα ώριμα, άγουρα, λευκόσαρκα, φρούτα εποχής, εξωτικά κ.ά. Όλα έδειχναν υπέροχα. Τα ερυθρά σταφύλια ήρθαν ομοίως υπέροχα, σαν χάντρες, με πλούσιο χρώμα και άρωμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χρώμα του κρασιού ήταν ήδη σκούρο από τη δεύτερη κιόλας ημέρα ζύμωσης! Είχαμε μια πολύ καλή φαινολική ωριμότητα, εύκολα εκχυλίσιμες τανίνες, μαλακές, και πολύ ωραίο, φρουτώδη χαρακτήρα. Όλα κύλησαν ομαλά και το τελικό αποτέλεσμα ήταν αντάξιο της πρώτης ύλης που παραλάβαμε, όπως μαρτυρούν και οι διακρίσεις των κρασιών στους διάφορους διαγωνισμούς όπου δοκιμάστηκαν.
ΜΕΛΙΝΑ ΤΑΣΣΟΥ ΚΙΚΟΝΕΣ
Μόλις μου είπαν τον τίτλο του άρθρου, χαμογέλασα. Τη βρήκα πολύ όμορφη ιδέα και μια ευκαιρία να ξαναθυμηθώ τα παλιά. Επισήμως έχω κάνει τέσσερις τρύγους στο εξωτερικό μέχρι σήμερα και είναι αρκετά δύσκολο να διαλέξω, γιατί όλοι, με τη δική τους έννοια, ήταν αξέχαστοι. Αλλά λόγω της εξωτικής χροιάς της Αυστραλίας στο σύνολο της εμπειρίας, λέω να αφήσω τους τρύγους σε Μπορντό και Βουργουνδία για μια άλλη φορά. Αυστραλία λοιπόν: Ενώ έκανα τρύγο στη Βουργουνδία το 2003 και σε μια εποχή που τα κινητά μας δεν είχαν φωτογραφική μηχανή, πολύ περισσότερο δεν είχαν GPS, συνεννοήθηκα αποκλειστικά μέσω e-mail (ακόμη και για την εργατική βίζα) και κανόνισα να πάω για έναν τρύγο στο Brown Brothers στη Βικτώρια. Έφυγα από το σπίτι μου στην Κομοτηνή τον Φεβρουάριο του 2004 και δεν θα ξεχάσω ότι ο πατέρας μου έκλαιγε, γιατί πίστευε ότι ίσως δεν θα με ξαναδεί ποτέ! Και η αλήθεια είναι ότι καλά έκανε, γιατί ήμουν ικανή να μην ξαναγυρίσω… Τελικά, όμως, σχεδόν τρεις μήνες μετά επέστρεψα και ξεκινήσαμε τους Κίκονες. Μου φάνηκαν όλα τόσο διαφορετικά και τόσο καινούργια. Είναι φυσικά διαφορετικός ακόμη και ο ουρανός. Ο μόνος αστερισμός που αναγνώριζα ήταν ο Σταυρός του Νότου. Χάθηκαν όλες οι σταθερές. Οι Αυστραλοί με υποδέχθηκαν με φιλική διάθεση – για να τους χαρακτηρίσω όσο καλύτερα μπορούσα, έλεγα ότι ήταν σαν Βρετανοί που τους χτύπησε ο ήλιος. Είχαν την οργάνωση των Άγγλων, αλλά τη χαλαρότητα των Ελλήνων. Φιλικοί, χαλαροί, στο τέλος της ημέρας πίναμε μπίρες! VB, δηλαδή Victoria Beer, την οποία όμως έλεγαν όλοι Vitamin B! Το κλίμα ήταν ακριβώς όπως στην Ελλάδα, ζέστη Αυγούστου, σχεδόν καύσωνας, Φεβρουάριο μήνα. Γι’ αυτό και το αμπέλι μας στους Κίκονες είναι με το αυστραλέζικο σύστημα διαμόρφωσης VSP, γιατί ταιριάζει απόλυτα με το κλίμα μας στην Ελλάδα (σε αντίθεση με όλα αυτά που μας μάθαιναν στη σχολή οινολογίας του Μπορντό και τα οποία ως γεωπόνος δεν μου φαινόταν να ταιριάζουν στο ελληνικό κλίμα, αλλά μόνο στο ανήλιο γαλλικό). Ένα από τα πιο βασικά πράγματα που έμαθα στην Αυστραλία είναι πως, όσες ώρες κι αν δουλέψεις στον τρύγο κι όσο κουρασμένος κι αν είσαι, δεν υπάρχει λόγος να χάνεις το κέφι σου. Όπως έλεγε κι ο Αυστραλός winemaker φίλος μου, ο Mark Soccio, που με πηγαινοέφερνε κάθε μέρα στο οινοποιείο… βάρδια 15.00-23.00, που τραβούσε πάντα έως τη 1 το πρωί: «That was great, Mel! Let’s do it again tomorrow!». g
Το χαμόγελο του Λεωνίδα Χατζημιχάλη ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τη μάσκα, όταν με υποδέχθηκε στην είσοδο του ιστορικού Κτήματος της Αταλάντης μια ζεστή ημέρα του Σεπτεμβρίου, καταμεσής του τρύγου. Αποκαλύφθηκε λίγο αργότερα, όταν –χάριν της φωτογράφισης– η μάσκα απομακρύνθηκε και ο Λεωνίδας, περιτριγυρισμένος από τους ανθρώπους του Κτήματος που εργάζονταν πυρετωδώς μεταφέροντας τις κλούβες με το σταφύλι που μόλις είχε τρυγηθεί, χαμογέλασε αμήχανα στον φακό. Έπειτα από λίγη ώρα, δεχόταν με το ίδιο γλυκό χαμόγελο τα τρυφερά πειράγματα των γυναικών που παραδοσιακά τρυγούν τα σταφύλια στο Κτήμα Χατζημιχάλη, «με γυναικείο χάδι», όπως μας εξήγησε ο πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Χατζημιχάλη, του ανθρώπου που, χάρη στην αγάπη του για το κρασί και στο τεράστιο μεράκι του, δημιούργησε το Κτήμα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. «Σήμερα τρυγάμε το Ασύρτικο Αλεπότρυπα, single vineyard», με ενημέρωσε πριν προλάβω να ρωτήσω. «Δίνουμε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι συγκεκριμένα αμπελοτόπια δένουν με συγκεκριμένες ποικιλίες, και έπειτα από χρόνια έρευνας ο πατέρας μου ανακάλυψε ότι εδώ δένει καλύτερα το Ασύρτικο από ό,τι το Chardonnay που υπήρχε παλιά», μου εξήγησε.
Παρά την ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη, στο σημείο όπου στεκόμασταν νιώθαμε το αεράκι που ερχόταν από τον Ευβοϊκό Κόλπο, το οποίο σε συνδυασμό με το ρεύμα που κατεβαίνει το βράδυ από τον Παρνασσό λειτουργεί σαν φυσικός κλιματισμός για τα αμπέλια. Τυχαίο; Κάθε άλλο. Η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής έγινε μετά από πολύ προσεκτική έρευνα του Δημήτρη Χατζημιχάλη, ο οποίος, όταν αποφάσισε να δημιουργήσει τον αμπελώνα του, όργωσε την Ελλάδα πριν καταλήξει στο συγκεκριμένο σημείο, στην Αταλάντη. Η κληρονομιά που σηκώνει στους ώμους του o Λεωνίδας και την οποία θα μοιράζεται σε λίγο και με τον αδελφό του Παναγιώτη είναι μεγάλη. Πρωτοπόρος από πολλές απόψεις και άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και αγάπη για το κρασί, ο Δημήτρης Χατζημιχάλης κληροδοτεί στα παιδιά του έναν αμπελώνα 2.200 στρεμμάτων και μια πολυετή παρουσία στον χώρο, η οποία ξεκίνησε με την κυκλοφορία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, του εμβληματικού Cabernet Sauvignon του Κτήματος Χατζημιχάλη. Έκτοτε πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι και ο Δημήτρης Χατζημιχάλης –παραμένοντας πάντα ο ίδιος ενεργός– βλέπει στα πρόσωπα των γιων του δύο άξιους συνεχιστές. Μετρώντας ήδη τέσσερα χρόνια στο Κτήμα, στο οποίο επέστρεψε έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Βοστώνη των Ηνωμένων Πολιτειών και έχοντας δουλέψει για δύο χρόνια εκεί, ο Λεωνίδας δημιουργεί αμέσως την εντύπωση ενός συγκροτημένου ανθρώπου, με συγκεκριμένους στόχους και τεράστιο σεβασμό σε αυτό που δημιούργησε ο πατέρας του.
Η επιλογή να ασχοληθείς με το κρασί ήταν για σένα μονόδρομος;
Όταν είσαι μικρός, το κρασί δεν μπορείς να το αξιολογήσεις. Όταν έκλεισα τα δεκαοκτώ, έφυγα για σπουδές στην Αμερική, είδα κάποια πράγματα κι εκεί αποφάσισα. Σίγουρα το Κτήμα ήταν κομμάτι μου όσο μεγάλωνα, το κρασί όμως δεν μπορείς να το εκτιμήσεις αν δεν το δοκιμάσεις, αν δεν το δεις πώς είναι.
Ασχολείσαι περισσότερο με τις πωλήσεις και την προώθηση εντός και εκτός Ελλάδας. Με βάση την εμπειρία που απέκτησες και στις ΗΠΑ, ποια είναι η άποψή σου για την παρουσία του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό;
Θεωρώ ότι το ελληνικό κρασί, δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε πλασαριστεί σωστά στο εξωτερικό και αναφέρομαι στις κύριες αγορές: Αμερική, Καναδά, Γερμανία. Πιστεύω ότι δεν έγινε focus εκεί που έπρεπε, στην ποικιλία, στην ποιότητα, στην καλή τιμή, στην ιδιαιτερότητα, στα πολλά μικροκλίματα και βέβαια στη δυνατότητά μας να παράγουμε κρασιά δυνατά από διεθνείς, κοσμοπολίτικες ποικιλίες, όπως είναι το Cabernet Sauvignon, το Syrah κ.ά., και μετά πάνω σε αυτό να ακολουθήσουμε με τις ελληνικές, τις σπάνιες ποικιλίες που διαθέτουμε.
Γιατί θεωρείς ότι ένας ξένος καταναλωτής θα προτιμήσει να δοκιμάσει ένα ελληνικό Cabernet Sauvignon, όταν στη διεθνή αγορά κυκλοφορούν τόσο πολλά; O μεγάλος ανταγωνισμός από άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Χιλή, δεν δημιουργεί μια τεράστια δυσκολία;
Δημιουργεί δυσκολίες σε ένα πολύ συγκεκριμένο niche market ανθρώπων που ψάχνουν κάτι ιδιαίτερο. Ο απλός καταναλωτής που θέλει ένα κρασί για την καθημερινότητά του θα προτιμήσει κάτι που γνωρίζει. Πιο εύκολα θα πάει σε μια γνωστή ποικιλία από μια χώρα που δεν γνωρίζει τόσο καλά, αν θέλει να αναζητήσει κάτι καινούργιο. Θα πρέπει πρώτα να εμπιστευθούν τη χώρα και πάνω σε αυτό να «χτίσουμε» όλες τις απίστευτες ποικιλίες που έχουμε. Ο ξένος καταναλωτής θα θέλει να δοκιμάσει Ξινόμαυρο, αφού έχει δοκιμάσει ένα Cabernet από την Ελλάδα και έχει πειστεί ότι η Ελλάδα κάνει καλό κρασί.
Ανήκεις σε μια γενιά που βλέπει τα πράγματα με μια πιο φρέσκια ματιά. Γιατί πιστεύεις ότι η Ελλάδα έμεινε πίσω και δεν μπόρεσε να χτίσει ένα καλό brand;
Θεωρώ ότι αυτό που έλειψε ήταν η ενότητα. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα υπήρχε η νοοτροπία «να ψοφήσει η κατσίκα του διπλανού», κάτι που ίσχυε και στον κλάδο του κρασιού. Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει. Είμαστε μικρή χώρα, πρέπει να πάμε ενωμένοι. Γιατί πλέον έχουμε να κάνουμε με θηρία, όπως η Χιλή και η Αργεντινή, δύο χώρες που έχουν φτιάξει ένα πολύ καλό brand, με τιμές τις οποίες η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί.
Με τα παιδιά της νέας γενιάς των οινοποιών που πρωτοστάτησαν στην επανάσταση του ελληνικού κρασιού τη δεκαετία του ’90, τα οποία έχουν αρχίσει σιγά σιγά να μπαίνουν στην παραγωγή, ανταλλάσσετε απόψεις;
Ανταλλάσσουμε πολύ συχνά απόψεις, κυρίως στις εκθέσεις στις οποίες συναντιόμαστε. Διαπιστώνω ότι συμφωνούμε σε πολλά και βλέπω ότι υπάρχουν παιδιά που θέλουν πραγματικά όχι μόνο να αναπτύξουν τη δική τους εταιρεία, αλλά και να εργαστούν για το ελληνικό κρασί συνολικά.
Μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα ομάδα που θα προωθήσει το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό;
Θεωρώ πως ναι. Δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, για να μην αδικήσω ανθρώπους, αλλά υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα παιδιά τα οποία έχουν κάνει εξαιρετικές σπουδές, έχουν λάβει εξαιρετική κουλτούρα από τους γονείς τους, και πιστεύω ότι θα μπορέσουμε όλοι μαζί να κάνουμε σημαντικά βήματα.
Πώς είναι να δουλεύει κανείς με έναν άνθρωπο πρωτοπόρο όπως ο Δημήτρης Χατζημιχάλης; Υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύουν τα πράγματα;
Δεν είναι εύκολο βέβαια, αλλά ο πατέρας μου είναι πολύ ανοιχτόμυαλος, βλέπει μπροστά. Δεν θα πει ποτέ όχι σε κάτι, θα το συζητήσουμε. Είμαστε και οι δύο άνθρωποι που δεν μας αρέσουν οι συγκρούσεις, αν διαφωνούμε, θα λύσουμε τις διαφορές μας μέσα από τη συζήτηση. Σίγουρα υπάρχουν κάποιες διαφορές στη φιλοσοφία, αλλά αυτό που έχει χτίσει ο πατέρας μου είναι εξαιρετικό. Άλλωστε, το στιλ των κρασιών που παράγουμε τυχαίνει –ίσως είναι ο τρόπος που μας μεγάλωσε– να αρέσει και σ’ εμένα. Οπότε δεν είμαι της άποψης να τα αλλάξουμε όλα, αντιθέτως πιστεύω ότι αυτό που έχει δημιουργήσει το έχει μελετήσει πολύ καλά. Μας το έδωσε με πολλή αγάπη και είναι κάτι το οποίο εμείς πρέπει να το αναπτύξουμε και να το πάμε παρακάτω.
Εκείνος έχει βάλει μια γερή σφραγίδα στην ιστορία του ελληνικού κρασιού. Οι δικοί σας στόχοι για την επόμενη μέρα ποιοι είναι;
Στόχος μου είναι, όταν πηγαίνουμε σε μια ξένη χώρα, να μη μας ρωτούν αν η Ελλάδα κάνει κρασί, αλλά να ακούμε «ναι, η Ελλάδα κάνει καλό κρασί».
Η λευκή φιάλη δική σου ιδέα ήταν;
Ήταν μια ιδέα που είχα πολύ καιρό στο μυαλό μου και την υλοποίησε η εταιρεία Μousegraphics, που έκανε εξαιρετική δουλειά. To concept ήταν δικό μου.
Έχεις κι άλλα παρόμοια concepts στο μυαλό σου;
Δεν θέλω να αποκαλύψω τίποτα, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να απολαύσει κάποιος το κρασί πέρα από τους συμβατικούς. Του χρόνου τέτοια εποχή, θεωρώ ότι θα υπάρχει κάτι καινούργιο…g
Τελειομανής ή μονομανής; O παραγωγός από τη Νάουσα θεωρεί τον εαυτό του τυχερό για τον τόπο καταγωγής του και το Ξινόμαυρο και επιλέγει να βάλει κάτι από την ντομπροσύνη του χαρακτήρα του στο προφίλ της παραγωγής του. Κανένας πειραματισμός με ξένες ή διαφορετικές ποικιλίες, κανένα blend ή μοδάτο κρασί λόγω χρώματος. Το ΜαρκοVITIS είναι ένα, καθαρό, μοναδικό και, όπως όλα τα απλά πράγματα, εξαιρετικό. Τα 140 στρέμματα αμπελώνα στις πλαγιές της Νάουσας αγκαλιάζουν το οινοποιείο, που είναι γεμάτο αντίκες και πήλινα αντικείμενα. Η απλότητα του τοπίου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον χαρακτήρα του Μάρκου Μαρκοβίτη, ο οποίος μας υποδέχεται με μια θερμή χειραψία και ένα εγκάρδιο χαμόγελο, προκαλώντας την απορία μας, αφού είχαμε ακούσει ότι είναι αρκετά κλειστός χαρακτήρας και δεν μιλάει εύκολα. Ίσως έπαιξε ρόλο το ότι του αρέσει το Grape, το οποίο, όπως μας είπε κολακεύοντάς μας, του θυμίζει λίγο το Noble Rot στα πρώτα του βήματα. Mετά από σπουδές στη Γεωπονία και στην Οινολογία, άρχισε να δουλεύει στο οινοποιείο το 2008, ενώ επίσημα ανέλαβε το 2012, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όπως παραδέχεται με ειλικρίνεια, δεν είχε και κανένα «μικρόβιο με το κρασί», σιγά σιγά άρχισε να το αγαπά. Με σεμνότητα παραδέχεται ότι δεν ένιωθε άνετα με το Château Πήγασος και για τον λόγο αυτόν επέλεξε το λατινόφωνο ΜαρκοVITIS, το οποίο έχει και το «VITIS» (αμπέλι) μέσα, που βοηθά στην προώθηση στο εξωτερικό.
Είναι βιώσιμο το να έχει κάποιος μόνο μία ετικέτα;
Απόλυτα, αυτή είναι όλη η ιστορία. Kάνουμε 80.000 φιάλες και το 80% φεύγει στο εξωτερικό – έχουμε βρει πελάτες που λένε ξεκάθαρα ότι αυτό μπορώ να το πουλήσω ως ποιοτικό ελληνικό κρασί, ως Ξινόμαυρο. Αυτό μπορούν να το πουλήσουν, είναι κάτι πολύ πιο καθαρό από το να τους δώσεις ένα όνομα που δεν λέει τίποτα σε κανέναν. Φυσικά, παίζουν ρόλο και η ποιότητα και η τιμή. Με μία ετικέτα, επίσης, απλουστεύονται όλα. Ακόμα και ο τρύγος, σ’ εμάς είναι τέσσερις μέρες, ενώ άλλοι ξεκινούν τον Αύγουστο και τελειώνουν τον Σεπτέμβριο.
Εξάλλου, δεν έφτασα εδώ με τη μία. Δοκίμασα, έχω κάνει και Blanc de Noir, ο πατέρας μου είχε φυτέψει Chardonnay, Riesling, Sauvignon, Ροδίτη, Μerlot. Μετά ήρθα και τα ξήλωσα όλα και έβαλα το καλύτερο Ξινόμαυρο. Έχεις στα χέρια σου έναν θησαυρό, μια ποικιλία που σε κατατάσσει αυτομάτως στους καλύτερους. Είσαι από τη Νάουσα και κάνεις Ξινόμαυρο. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με το ελληνικό κρασί επαγγελματικά και σοβαρά τι ξέρει; Ξέρει τη Νάουσα με το Ξινόμαυρο, τη Νεμέα με το Αγιωργίτικο και τη Σαντορίνη με το Ασύρτικο – και τώρα με τη Μαλαγουζιά, αλλά δεν υπάρχει περιοχή Μαλαγουζιάς, να ’ναι καλά ο κύριος Βαγγέλης. Κατευθείαν μπαίνεις σε μια ομάδα στην οποία δεν μπορεί κανένας άλλος να μπει, από όλη την Ελλάδα, από όλα [κανένα από] τα οινοποιεία, είσαι εκεί ήδη με το «καλημέρα». Αυτό το πράγμα αν δεν το εκμεταλλευτείς και πεις ότι εγώ θα κάνω αυτό, θα κάνω ένα Μerlot, θα κάνω ένα ροζέ, θα κάνω δύο τρία λευκά, ένα γλυκό, θα κάνω ένα λίγο πιο πριν. Δεν λέω, καλά κάνουν, αλλά δεν είναι αυτό που θα μπορέσει να πουλήσει, δυστυχώς. Στην ξένη αγορά δεν μπορείς να πουλήσεις.
Το στοίχημά σου είναι το εξωτερικό; Γιατί βλέπω ότι εκεί επικεντρώνεσαι.
Να σου πω την αλήθεια, έτσι έτυχε. Αλλά ήταν ο στόχος μου, γιατί, έτσι όπως είναι, ελληνική ετικέτα κατευθείαν εγώ δεν έβγαλα μετά το 2012. Όλα με λατινικά, γιατί όχι; Εξάγω αρκετά σε Αγγλία, Ταϊβάν, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Καναδά, Αμερική, Ιταλία, Ολλανδία, Σουηδία, πολύ καλά στην Κύπρο.
Πόσο ξέρουν και ζητούν το Ξινόμαυρο στο εξωτερικό;
Η ζήτηση είναι γελοία, αν βάλεις τα νούμερα κάτω. Όλοι οι παραγωγοί της Νάουσας μαζί είναι ένας (μεσαίος, όχι μεγάλος) συνεταιρισμός στην Ιταλία. Πρέπει να αντιληφθούμε σε νούμερα ποιοι είμαστε. Στο εξωτερικό ζητούν ελληνικό κρασί και, όταν φτάσουν στο σημείο να πέσουν στη Νάουσα και θελήσουν ένα κρασί λίγο διαφορετικό από τα mainstream, εκεί κολλάει το Ξινόμαυρο. Για τον λόγο αυτόν, όπως λέω και στους συναδέλφους μου, πρέπει να έχουμε όγκο και όχι 2.000 και 2.500 χιλιάδες μπουκάλια. Μόνο έτσι θα δώσουμε την εντύπωση ότι μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Βιολογική καλλιέργεια;
Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία «βιοδυναμικό ή βιολογικό», κάνουμε ό,τι πιστεύουμε εμείς ότι είναι το καλύτερο. Όποιος σου λέει ότι δεν ραντίζει, ότι δεν φυτοπροστατεύει, λέει ψέματα. Όμως, ραντίζουμε καθαρά βιολογικά, είναι και πιο οικονομικό και πολλές φορές καλύτερο. Τα κρασιά έχουν μηδενική παρέμβαση. Τώρα, το ότι δεν καθόμαστε να το επικοινωνήσουμε ότι εμείς κάνουμε το απόλυτο φυσικό κρασί, δηλαδή πιο φυσικό δεν γίνεται, γι’ αυτό κάθε χρονιά βγαίνει εντελώς διαφορετική, δεν σημαίνει πως προσπαθούμε να μακιγιάρουμε, ούτε να καλύψουμε κάτι, ούτε να μπλεντάρουμε χρονιές με χρονιές. Το να κάνεις το τανικό πιο μαλακό είναι πολύ απλό για έναν οινολόγο. Μα γιατί να το κάνω; Αυτό είναι το Ξινόμαυρο: Ξινόμαυρο ίσον τανίνη, για κάποιον που δεν ξέρει. Αν η τανίνη είναι μέρος του όγκου και δεν στυφίζει, δεν είναι στεγνή, αυτό είναι θέμα της χρονιάς και της περιοχής. Καλό είναι χρονιές όπως το 2015, πιο δύσκολες και στεγνές, να μην έρχονται πολύ συχνά. Αλλά όταν έρχονται, θα πρέπει όλοι να κάνουν υπομονή – και οι καταναλωτές. Γιατί εμείς θέλουμε έναν καταναλωτή που να είναι φίλος του οινοποιείου, να είναι fan της μάρκας. Οι άνθρωποι γινόμαστε, καλώς ή κακώς, θαυμαστές μιας μάρκας. Εγώ τέτοιους καταναλωτές θέλω. Δεν θέλω το κρασί να είναι παντού και να δοκιμάζεται στα μπαρ: επ, ένα κόκκινο, και το βάζει. Και γι’ αυτό συνεργάστηκα με τον Γιάννη Σιγανό, δεν θα συνεργαζόμουν ποτέ με κανένα δίκτυο το οποίο απλώς βγάζει πωλητές για να σου πουλήσει και να είσαι ευχαριστημένος. Το κρασί θα πουλήσει στο σωστό μέρος, στο σωστό εστιατόριο, στη σωστή λίστα, στη σωστή κάβα, στη σωστή τιμή, όλα τα άλλα θα γίνουν. Αυτή η ετικέτα είναι generic. Αν βγάλω την πιο ακριβή, θα «κολλήσει» κατευθείαν στην ιστορία που έχουμε φτιάξει μέχρι τώρα. Αλλά είναι νωρίς ακόμα, θέλει λίγη υπομονή. Και κάποιος που είναι θαυμαστής θα το εκτιμήσει.
Δοκιμάσαμε:
Châteαu Πήγασος 1999: Παρά την ηλικία του, εντυπωσιακά ζωντανό. Στο ποτήρι αναδεικνύονται όλες οι αρετές ενός ώριμου Ξινόμαυρου, με ζωηρούς χαρακτήρες από πελτέ ντομάτας, πατέ ελιάς και δεντρολίβανο, που συμπληρώνονται από μαρμελάδα δαμάσκηνο και μπαχαρικά. Στόμα μαλακό, περίπλοκο και κλασάτο, με τα σημάδια του χρόνου να του χαρίζουν γοητεία.
Markovitis 2012-13: Όμορφα δουλεμένο κρασί, με αρώματα βιολέτας στη μύτη, δαμάσκηνο, σοκολάτα, μπαχαρικά και νότες φυτικότητας. Αρχίζει να φαίνεται πιο έντονα το προσωπικό στοιχείο του Μάρκου και να διαφοροποιείται αρκετά από το γνωστό άρωμα της ντομάτας που χαρακτηρίζει την ποικιλία. Γεμάτο σώμα και πολλά υποσχόμενο, αφού το περιμένει μεγάλος χρόνος παλαίωσης.
Μarkovitis 2015: Μια δύσκολη χρονιά για το Κτήμα. Ο Μάρκος λέει ότι μια καράφα εδώ βοηθά να μαλακώσει τις τανίνες, που με τον καιρό βελτιώνονται.
Μarkovitis 2016: Εξαιρετική χρονιά, που έχει τα πάντα: οξύτητα, όμορφη μύτη με τριαντάφυλλο και περγαμόντο, στρογγυλεμένες τανίνες με όγκο, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι φινετσάτη (αυτή η χρονιά λέει ότι θέλει καράφα).
«Τώρα που έχετε κάνει αυτή την κάθετη, θα θυμάστε όλες τις χρονιές μας», είπε ο Μάρκος Μαρκοβίτης αποχαιρετώντας μας. g
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας είχα την ευκαιρία να διαβάσω αρκετά βιβλία, όχι γιατί είχα πολύ χρόνο την ημέρα, αφού αυτή την περίοδο δούλεψα σχεδόν όσο ποτέ άλλοτε. Το πολύ διάβασμα λάμβανε χώρα τη νύχτα, μια και το κλείσιμο του σχολείου του παιδιού μας μου επέτρεπε να μη σηκώνομαι, κατά το σύνηθες, στις 06.15 και να πέφτω, εντελώς οικειοθελώς, στην παγίδα του «οκ, οκ, οκ, άλλη μία σελίδα και μετά ΣΙΓΟΥΡΑ κλείνω το φως».
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα το είχα αρχίσει λίγο πριν από το lockdown και ήταν το «Μιλώντας με ξένους» (Talking to strangers) του αγαπημένου μου Malcolm Gladwell. Εξαιρετική επιλογή, αφού σε κάθε σελίδα υπήρχε κάτι για να μου τραβήξει την προσοχή και των δύο ημισφαιρίων – γιατί, όπως καταλαβαίνετε, με το ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου διάβαζα το βιβλίο, ενώ με το άλλο σκεπτόμουν το πώς θα οργανώσουμε νέους τρόπους εκπαίδευσης στο WSPC ή το πώς θα σταματήσουμε την ελεύθερη πτώση των πωλήσεων των κρασιών της Aίολος. Κάποια στιγμή που είχα στο μυαλό μου το τελευταίο, ο Gladwell μου έφερε στο πιάτο ένα ενδιαφέρον κομμάτι της γνωστικής θεωρίας, την έννοια του «ζευγαρώματος» (coupling). Ας προσπαθήσω να το πω απλά: κάθε άνθρωπος ζευγαρώνει συμπεριφορές με στοιχεία του περιβάλλοντός του. Aν αυτά τα στοιχεία αλλάξουν, αλλάζουν και οι συμπεριφορές, ακόμα και αν η σχέση δεν είναι προφανής (αν δεν αλλάξουν, τότε δεν έχουμε ζευγάρωμα, αλλά μετατόπιση / displacement).
Aκούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι αν δούμε παραδείγματα. Aς ξεκινήσουμε από κάτι, δυστυχώς, μακάβριο. Η γέφυρα Golden Gate στο Σαν Φρανσίσκο είναι το κορυφαίο σημείο του πλανήτη ως προς την αυτοχειρία. Δεν υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο όπου έχουν αυτοκτονήσει περισσότεροι άνθρωποι. Πάμε τώρα στην ερώτηση-κλειδί: αν κάνουμε κάτι στην Golden Gate και η αυτοκτονία δεν είναι δυνατή, π.χ. βάλουμε δίχτυ, τα άτομα που ήθελαν να τερματίσουν τη ζωή τους εκεί θα έβρισκαν άλλους τρόπους να το κάνουν; Η προφανής απάντηση είναι ναι. Αρκετές έρευνες έδειξαν το αντίθετο. Κάτι στην Golden Gate τράβαγε τους αυτόχειρες, κάτι εκεί τους έδινε μια ώθηση. Με το που έβγαινε η γέφυρα από την εξίσωση, κάτω από το 15% των ατόμων αυτών προσπαθούσε να αυτοκτονήσει με άλλο τρόπο. Άλλο παράδειγμα. Έχουμε μια γειτονιά με ένα σημείο που είναι άντρο πορνείας, ναρκωτικών και εγκληματικότητας. Βάζουμε απλώς ένα περιπολικό να κάθεται στην καρδιά των γεγονότων – σημαντικό είναι να επιμείνουμε όμως! Το λογικό είναι να περιμένουμε το όλο θέμα να πάει λίγα τετράγωνα πιο κάτω, μένοντας το ίδιο. Πολλές πόλεις ξέρουν ότι τέτοια κίνηση θα φέρει αποτελέσματα, ενώ αρκετά άτομα θα αναγκαστούν μέχρι και να «αλλάξουν καριέρα». Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάπου κοντά θα είναι ένα σχολείο, κάπου δίπλα ένα σκοτεινό πάρκο ή μια πλατεία, κάπου ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και όλα συνδυάζονται. Αν η αλυσίδα σπάσει, τότε η δυναμική για εγκληματικότητα πέφτει κατά πολύ. Μην ξεχνάμε τη Νέα Υόρκη μια ασφαλή πόλη ξεκινώντας από αυτούς που δεν πλήρωναν εισιτήριο στο μετρό (απλώς, δεν τους έκοβαν ένα πρόστιμο και «να είστε καλά», αλλά τους έκαναν σωματική έρευνα, τους άφηναν να μουλιάσουν στο κρατητήριο μια νύχτα, παράλληλα με εξονυχιστική εξακρίβωση στοιχείων).
Το μεγάλο οινικό συμπέρασμα των ημερών της καραντίνας είναι το απίστευτο «ζευγάρωμα» του ποιοτικού ελληνικού κρασιού με τους χώρους εστίασης. Με το που έβαλαν λουκέτο εστιατόρια και wine bars, οι πωλήσεις ετικετών από κάποια τιμή και πάνω έφτασαν κοντά στο ανύπαρκτο. Ναι, τα φθηνά κρασιά κάποιων παραγωγών κινήθηκαν (αλλά όχι όλων), τα σούπερ μάρκετ έγραψαν αύξηση (αλλά όταν πας εκεί λίγες φορές λόγω καταστάσεων και έχεις άλλα σημαντικά πράγματα να πάρεις, πού κέφι να κουβαλάς βαριά μπουκάλια κρασί), κάποιες κάβες, ιντερνετικές ή «τουβλάτες», έκαναν καλές δουλειές (αλλά όχι τόσο όχι ήλπιζα). Ό,τι και να έγινε όμως, η εποπτική εικόνα είναι βαθιά μέσα στα κόκκινα.
Σε αρκετές χώρες του εξωτερικού τα πράγματα ήταν διαφορετικά, με εμπόρους της Αγγλίας και της Αμερικής να κάνουν νούμερα Χριστουγέννων στις stay home εβδομάδες, αλλά, δυστυχώς, αυτές οι πωλήσεις προσπέρασαν επιδεικτικά το ελληνικό κρασί. Οι απίστευτα πτωτικές εξαγωγές δείχνουν πως ό,τι έχουν καταφέρει οι Έλληνες οινοπαραγωγοί εκεί έχει γίνει στις πλάτες της επιτόπιας κατανάλωσης. Την επόμενη φορά που οινοποιός της χώρας μας θα πιάσει τον εαυτό του να πάει να σταυρώσει οινοχόο ή εστιάτορα, σε Ελλάδα ή εκτός, θα τον παρακαλούσα να το σκεφτεί διπλά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κακώς κείμενα, φυσικά. Η πτώση των ποιοτικών κρασιών ξάφνιασε την αισιόδοξη φύση μου. «Είσαι που είσαι σπίτι, ζορισμένος, σου αρέσει που σου αρέσει η φιάλη που πίνεις στο εστιατόριο στα Χ ευρώ, μπορείς να την απολαύσεις απόψε και σε χαμηλότερη τιμή»! Η όλη κατάσταση μου έκανε εντελώς αντιδιαισθητική. Έτσι άρχισα να ψάχνω ποια είναι τα σημεία όπου κάνει ο Έλληνας ζευγάρωμα με τις καλές φιάλες κρασιού.
Είναι προφανώς το εστιατόριο. αλλά τι ακριβώς μέσα στην εστιατορική εμπειρία; Οι γεύσεις, που είναι άλλες από αυτές στο σπίτι; Η διάθεση που έχουμε όταν είμαστε έξω; Είναι τα μάτια των άλλων; Αν δεν μας βλέπουν, οι φίλοι μας, ο εραστής μας, ο σερβιτόρος, η μπουμπού από το διπλανό τραπέζι, δεν παίρνουμε απόφαση να το ανοίξουμε το ρημάδι; Μήπως δεν είναι το τι συμβαίνει στο εστιατόριο, αλλά το τι συνέβη σε εμάς την περίοδο της καραντίνας; Ίσως η απομόνωση; Ίσως η θλίψη; Ίσως το ότι η καρδιά της κατανάλωσης του κρασιού έχει να κάνει με το να νιώθουμε πως ΔΕΝ είμαστε μόνοι;
Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, ακόμα ψάχνω τι μπορεί να συμβαίνει. Πραγματικά θα παρακαλούσα όσοι διαβάζουν και έχουν κάποια καλή ιδέα, να με βρουν στα social media ή στα αντίστοιχα του Grape και να τη μοιραστούν. Η αισιόδοξη φύση μου, όμως, μου λέει πως και εδώ κρύβεται η ελπίδα: όσοι δουλεύουμε για το ποιοτικό κρασί έχουμε δρόμο μπροστά μας! ●
Ετοιμαζόμουν να προσθέσω ένα ακόμα ταξίδι στο ενεργητικό μου.
Για τις επόμενες περίπου πεντέμισι ώρες θα ήμουν φιλοξενούμενος και χαλαρός στο αναπαυτικό πίσω κάθισμα ενός Golf TSI, στον δρόμο μας για τη Νάουσα. Για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό πήγαινα σε έναν οινικό προορισμό με φίλους. Περισσότερο για να περάσουμε καλά, παρά ως κομμάτι μιας συγκεκριμένης δουλειάς. Δεν λέω, καλοί και οι wine-experts, καλές και οι «καταδρομικές» για να αποκτήσεις την πλήρη εικόνα μιας εσοδείας, αλλά τη Νάουσα είναι καλύτερα απλώς να την απολαμβάνεις. Να δηλώσω εδώ και τώρα ότι αγαπάω πολύ τα κρασιά της Νάουσας, σίγουρα όχι όμως με τον ίδιο τρόπο που αγαπάω, ας πούμε, τη Νεμέα. Νομίζω πως για τη Νάουσα νιώθω περισσότερο σαν μια μάνα που αγαπάει λίγο περισσότερο (αν μπορώ να το πω αυτό) ή και κακομαθαίνει το πιο ευαίσθητο και αδύναμο από τα παιδιά της. Και αυτό είναι κάτι το οποίο ένιωσα από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην περιοχή, αρκετά χρόνια πριν. Ήταν εκείνο το πρώτο ταξίδι, που γκρέμισε ό,τι είχα πλάσει στο μυαλό μου για τη σπουδαία περιοχή μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Διαβάζεις και ακούς τόσες περιγραφές για τη Νάουσα, δοκιμάζεις τα γεμάτα δύναμη Ξινόμαυρά της και φαντάζεσαι μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Όλα μεγεθύνονται μέσα στο μυαλό σου. Η αλήθεια όμως απέχει σημαντικά. Μπορεί να οδηγείς για σχεδόν μισή ώρα μέσα σε αυτό που ονομάζεται «αμπελουργική ζώνη» και να μη δεις το παραμικρό ίχνος που να μαρτυράει πως αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη ή, ορθότερα, μία από τις σημαντικότερες οινικά περιοχές της Ελλάδας. Αντί για τους περίφημους αμπελώνες του Ξινόμαυρου, συναντάς για χιλιόμετρα, δεξιά και αριστερά του δρόμου που διασχίζει τη ζώνη, μόνο ροδακινιές, κερασιές, δαμασκηνιές, μηλιές και, αν είναι η εποχή, διακρίνεις τις σιλουέτες των εργατών που ραντίζουν αδιάκοπα τις καλλιέργειές τους. Δυστυχώς, πρόκειται για έναν αμπελώνα που έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό. Και η δυσοίωνη αλήθεια για τη Νάουσα είναι πως το Αμύνταιο, από την άλλη πλευρά του όρους Βέρμιο, έχει ήδη πολύ περισσότερο φυτεμένο Ξινόμαυρο. Από το πίσω κάθισμα του Golf διέκρινα ξεκάθαρα αυτόν τον αρχικό αιφνιδιασμό στο πρόσωπο και των δύο συνοδοιπόρων μου, που επισκέπτονταν για πρώτη φορά την περιοχή – ίσως και την απογοήτευσή τους. «Αυτή είναι η Νάουσα; Πού είναι οι αμπελώνες της;» Δεν μπορούσαμε να μη θυμηθούμε ότι με το που μπήκαμε στο Barolo, τα μάτια μας γέμισαν αμπέλια, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάζαμε. Εδώ, nada… Τίποτα…
Και όμως, η Νάουσα έχει τα μυστικά της και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να έχεις τη διάθεση και τον χρόνο για να τα ξεκλειδώσεις. Τότε, εκεί μπροστά σου θα αποκαλυφθεί ένας υπέροχος κόσμος. Ετερώνυμος, ιδιοσυγκρασιακός, όμως την ίδια στιγμή αρμονικά πλασμένος. Οι αντιθέσεις είναι αυτές που ανέκαθεν με γοήτευαν περισσότερο στην περιοχή, όπως και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι παραγωγοί την αγαπημένη τους ποικιλία, το Ξινόμαυρο. Aλλά και έννοιες όπως «φιλοξενία» και «οινοτουρισμός». Φτάνοντας στο οινοποιείο του Μαρκοβίτη στα Πολλά Νερά, μπροστά σου απλώνεται ο ενιαίος αμπελώνας των 100+ στρεμμάτων, ενώ στην περίπτωση του Θυμιόπουλου χρειάζεται να ανέβεις στο 4×4 για να βρεθείς σε ένα από τα τουλάχιστον τριάντα, δύσβατα σε πολλές περιπτώσεις, αμπελοτόπια «κρυμμένα» ανάμεσα στη Φυτειά και στον Τρίλοφο. Δύο υποπεριοχές της Νάουσας όπου μέσα σε μόλις δεκαπέντε λεπτά διαδρομής αλλάζει το κλίμα, το έδαφος, και οι οποίες φυσικά παράγουν κρασιά με διαφορετικό στιλ. Ο Μαρκοβίτης παράγει σταθερά και από θέμα φιλοσοφίας μόνο ένα κρασί από τον εκπληκτικό, προσεγμένο στη λεπτομέρεια, αμπελώνα του, ενώ ο Θυμιόπουλος κάνει συνεχώς σχέδια για διαφορετικές single vineyard οινοποιήσεις από τα ξεχωριστά αμπελοτεμάχιά του. Δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, με κοινό παρονομαστή φυσικά την αγάπη για το Ξινόμαυρο. Στο οινοποιείο του Μπουτάρη δεν μπορείς παρά να ανατριχιάσεις και μόνο στο άνοιγμα μιας Νάουσας Μπουτάρη του 1974. Όχι γιατί απλώς δοκιμάζεις την ιστορία του ελληνικού κρασιού στο σύνολό της, αλλά και γιατί έχεις την τύχη να βρίσκεται στο ποτήρι σου ένα πρόδηλα συγκλονιστικό κρασί, γεμάτο γενναιοδωρία. Μια αλήθεια για τα παλαιωμένα Ξινόμαυρα που, αν δεν υπήρχε η οικογένεια Μπουτάρη, θα μπορούσε να είχε χαθεί για πάντα. Το ίδιο βράδυ, γύρω από ένα τραπέζι δοκιμάζεις από το βαρέλι ό,τι πιο νέο και μοντέρνο έχει να προβάλει η Νάουσα στον έξω κόσμο. Η Νάουσα του Διαμαντάκου έχει τέτοιο φρούτο και finesse, που δικαιώνει τους υπέρμαχους της Pinot Noir- διάστασης της ποικιλίας. Δύο διαφορετικές στιγμές που συνδέουν όμορφα το χθες και το αύριο, τόσο που δεν μπορείς να αποφασίσεις προς ποια κατεύθυνση θέλεις να ταξιδέψεις.
Το επόμενο πρωί βρίσκεσαι στο φιλόξενο Οινοποιείο Δαλαμάρα, παρέα με τον Κωστή και τη Μαρία. Ένα πλατό με ντόπια αλλαντικά, που ο Κωστής κόβει επιτόπου με το μαχαίρι, σε ένα ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, πίνοντας κρασιά με καθαρές γραμμές και ξεκάθαρη φιλοσοφία, που συνοδεύονται με πολλή κουβέντα. Δεν νιώθεις τίποτε άλλο παρά μόνο ότι βρίσκεσαι παρέα με φίλους. Σαν να είσαι στο σπίτι σου. Δοκιμάζεις το συγκλονιστικό Παλιοκαλιά και κάνεις μια στάση πριν από την επόμενη επίσκεψη στο αυτόριζο προφυλλοξηρικό αμπέλι, για να συναντήσεις μέσα από τα παμπάλαια πρέμνα την πραγματική ιστορία της Νάουσας. Ελάχιστες ώρες αργότερα, απογειώνεσαι από τη θέα και την ηρεμία που σου προσφέρει το Κτήμα Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι. Περπατώντας μέσα στα αμπέλια και προς το οινοποιείο, αποφασίζεις να ρίξεις μια κλεφτή ματιά στο εντυπωσιακό, ολοκαίνουργιο υπόγειο κελάρι, το οποίο φιλοξενεί την κάβα και τα βαρέ- λια του οινοποιείου, ακούγοντας ταυτόχρονα τα λαμπρά σχέδια του Στέλλιου Μπουτάρη για τον οινοτουρισμό στην περιοχή. Ένα ποτήρι της εξαφανισμένης πια Ράμνιστας του 2013 σε κάνει να νιώθεις τόσο μοναδικά που έχεις τη δυνατότητα να το απολαμβάνεις. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στο μοτίβο του οινοτουρισμού, που αναδεικνύουν και οι δύο το έμφυτο πάθος των Ελλήνων οινοποιών για φιλοξενία. Δεν θα ήθελα για κανένα λόγο η Νάουσα να είναι, έστω και ελάχιστα, διαφορετική από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Στη Νάουσα συναντιέται το παραδοσιακό με το μοντέρνο στοιχείο, οι μικροί παραγωγοί συνυπάρχουν με τους μεγάλους, η έντονη φιλοδοξία με μια πιο χαλαρή στάση ζωής. Αυτό που πάντα φροντίζω να κάνω είναι να μη δίνω στον εαυτό μου αρκετό χρόνο για να επισκεφτώ τους πάντες. Αφήνω έστω και μία επίσκεψη για την επόμενη φορά. Είτε αφορά την αγαπημένη μου Αργατία, είτε τον Φουντή που δεν έχω ακόμα επισκεφτεί, είτε τον Κόκκινο, τον Χρυσοχόου, είτε κάποιον από τους περίπου είκοσι οινοποιούς της περιοχής. Πάντα για να έχω την πρόφαση να επιστρέφω ξανά και ξανά.
Αγαπημένοι μου, η Νάουσα θέλει τον χρόνο της για να μπορέσει να σε μαγέψει… Για την ακρίβεια, χρειάζονται 5 ώρες και 17 λεπτά, 530 χιλιόμετρα διαδρομής από την Αθήνα και η καλύτερη δυνατή παρέα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ελλάδας κάντε τους δικούς σας υπολογισμούς. Πραγματικά, όμως, αξίζει τον κόπο… ●
Ήμουν νιος και γέρασα. Όταν σου ζητάνε να γράψεις για την εμπειρία σου σε έναν χώρο, σημαίνει ότι έχεις τα χρονάκια σου! Έτσι κι εγώ· όταν μου ζήτησαν η Θάλεια κι η Πηνελόπη να μιλήσω για τη «δική μου Νάουσα της Αμπέλου και του Οίνου», κατάλαβα ότι, πράγματι, έχω αρκετή εμπειρία για να τη βάλω κάτω σε ένα κομμάτι χαρτί. Η σχέση μου με τη Νάουσα είναι μια ιστορία ζωής. Όλοι νομίζουν ότι κατάγομαι από εκεί, όμως η πραγματικότητα είναι ότι είμαι Βλάχος και κατάγομαι από το Νυμφαίο Φλώρινας. Όμως, η επαγγελματική σχέση της οικογένειάς μου με τη Νάουσα με κάνει επίτιμο δημότη της πόλης!
Μικρό παιδί θυμάμαι να ξοδεύω την περίοδο του τρύγου στο Βρυσάκι, στο σπίτι μας πάνω από το οινοποιείο που είχε φτιάξει ο παππούς μου. Αν και Σαλονικείς, κατά τη διάρκεια του τρύγου μετακομίζαμε στη Νάουσα, μια που ο πατέρας μου τότε τα έκανε όλα. Τον θυμάμαι δίπλα στην πλάστιγγα να ζυγίζει τα κοφίνια και να μετράει τα beume. Τον θυμάμαι στο οινοποιείο να τραβάει τα λάστιχα, στο χημείο στον ημιώροφο να κάνει τις αναλύσεις, στην αυλή να διαπραγματεύεται με τους αμπελουργούς. Η δουλειά πήγαινε καλά, η Νάουσα δεν είχε πολλά αμπέλια και έρχονταν και φορτηγά από το Αμύνταιο με «Ποπόλκα», όπως λεγόταν τότε το Ξινόμαυρο στο Αμύνταιο. Αν και στα τέλη του 19ου αιώνα η Νάουσα είχε πάνω από 800 αμπελουργούς, σύμφωνα με τα κιτάπια του οθωμανικού κράτους, η φυλλοξήρα που χτύπησε στα μέσα του 20ού αιώνα, η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στην πόλη και η ζήτηση για ροδάκινο είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της αμπελουργίας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως! Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκινούσε την επαγγελματική του καριέρα ο πατέρας μου. Έπρεπε κι αυτός κάπως να δείξει το στίγμα του και να ξεπεράσει τον πατέρα του. Αργά, αλλά σταθερά άλλαξε την κατεύθυνση της εταιρείας. Ο παππούς μου ήταν έμπορος και του ήταν πολύ πιο εύκολο και κερδοφόρο να παράγει ούζο και βερμούτ από το να φτιάχνει κρασί. Ο πατέρας μου, επηρεασμένος κι από τον θείο του, Κωστάκη Νιτσιώτα, γαμπρό του προπάππου μου και άνθρωπο της παραγωγής, έδωσε μεγάλη σημασία στην παραγωγή. Έπρεπε, όμως, να δώσει το καλό παράδειγμα κι έτσι το ’69 αγόρασε ένα χερσολίβαδο στο Γιαννακοχώρι και άρχισε να φυτεύει το πρώτο του αμπέλι. Ήταν και μια μικρή επανάσταση, μια που η εταιρεία χρεώθηκε κι ο παππούς μου ήταν έξαλλος! «Εμείς φοράμε κουστούμι στη δουλειά», έλεγε. «Άσε τους χωριάτες να δουλεύουν μέσα στις λάσπες». Το καράβι, όμως, είχε αλλάξει πορεία. Η μεγάλη εμπορική επιτυχία της «Νάουσας Μπουτάρη» διεθνώς και η συμβολή της κυρίας Σταυρούλας Κουράκου, διευθύντριας τότε στο Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου, με την καθιέρωση της νομοθεσίας των Ονομασιών Προέλευσης, έβαλαν τον Οίνο ΟΠΑΠ Νάουσα σε κάθε τραπέζι στην Ελλάδα και στις παροικίες των ομογενών ανά τον κόσμο. Η δεκαετία του ’80 ήταν και η πρώτη χρυσή εποχή της Νάουσας. Η ζώνη απέκτησε πάνω από 6.000 στρέμματα, σοβαρούς αμπελουργούς, δημιουργήθηκε το ΒΑΕΝΙ, ο μεγάλος συνεταιρισμός, και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της ζώνης. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Μπουτάρη και Τσάνταλη τεράστιος, πολύ καλός όμως τόσο για τους αμπελουργούς όσο και για τον καταναλωτή.
Λίγα χρόνια μετά, στα ’90s, έγινε και η πρώτη Διεπαγγελματική Ένωση, με πρωτοβουλία φυσικά του πατέρα μου. Προσελήφθη η Χαρούλα Σπινθηροπούλου ως γεωπόνος και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης ως διευθυντής. Η δουλειά που έκαναν τότε ανέδειξε στοιχεία της ζώνης που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε ανελλιπώς. Ήταν το πρώτο λιθαράκι που μπήκε στη δημιουργία των μικρών παραγωγών της περιοχής. Έλεγε πάντα ο πατέρας μου ότι μια περιοχή με δυο τρεις παραγωγούς δεν είναι πραγματικά περιοχή. Απαιτείται η κριτική μάζα των παραγωγών, ευθυγραμμισμένων σε μια κοινή λογική ανάδειξης και υποστήριξης του κοινού οράματος, που είναι η ενδυνάμωση σε όλα τα επίπεδα του brand «Νάουσα».
Δεν είναι όλα όμως πάντα ρόδινα· και μετά ήρθε η μεγάλη πτώση. Οι δυσκολίες στις αγορές και η μεγάλη ζήτηση του ροδάκινου είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή. Και πάλι, ωστόσο, μέσα από μια κρίση βγήκε μια ευκαιρία. Οι καλοί αμπελουργοί, όπως ο Καρυδάς, ο Φουντής, ο Θυμιόπουλος, ο Μαρκοβίτης κι άλλοι, έφτιαξαν τα δικά τους οινοποιεία και άρχισαν να χτίζουν τη δική τους πορεία. Σήμερα έχουμε πάνω από είκοσι παραγωγούς στη Νάουσα. Έχουμε ξανά Διεπαγγελματικό Σύνδεσμο, έχουμε κοινό όραμα και κοινή στρατηγική. Το νέο μοντέλο του αμπελουργού-οινοποιού έχει αποκτήσει σάρκα και οστά στη Νάουσα και το βλέπουμε να απλώνεται σε όλη την Ελλάδα. Ήμουν παρατηρητής όλα αυτά τα χρόνια. Ήμουν πολύ τυχερός, μια που ο πατερούλης μου πάντα με έπαιρνε μαζί του. Το έκανε από τύψεις, γιατί δεν μου έδινε ποτέ χρόνο, ή από τη διάθεσή του να μεγαλώσω μέσα στα αμπέλια και στις μυρωδιές της κάβας, ώστε κάποια στιγμή να έχω κι εγώ την ίδια αγάπη και όρεξη να συνεχίσω το όραμά του; Μάλλον λίγο κι από τα δύο! Πάντα μου έλεγαν οι γονείς μου πως «θα κάνεις ό,τι θέλεις». Ναι, καλά! Αν και οι σπουδές μου δεν είχαν να κάνουν με το κρασί και ανδρώθηκα στο εξωτερικό, ήταν φυσικό επακόλουθο να μπω κι εγώ στη δουλειά.
Και τότε ήρθε η μεγάλη ανατροπή! Ο πατέρας μου κι ο θείος μου χωρίζουν επαγγελματικά κι ο πατέρας μου μένει με κάτι αμπέλια στο Γιαννακοχώρι και στο Αμύνταιο. Έβγαλα το κουστούμι, λοιπόν, και φόρεσα τις μπότες! Στα σαράντα μου, μετακόμισα ουσιαστικά στη Νάουσα και ξαφνικά έπρεπε να κάνω ό,τι έκαναν κι οι φίλοι μου αμπελουργοί όταν ξεκίνησαν. Έπρεπε να μάθω μια άλλη δουλειά, να κάνω τα πιο πολλά πράγματα μόνος μου. Ήμουν τυχερός που είχα δίπλα μου φίλους-συνεργάτες, που με στήριξαν στα δύσκολα. Χωρίς τον Γιώργο, τον Δάμο, την Ελπίδα, τον Μάκη, τον Αντώνη κι όλα τα άλλα παιδιά που ήταν πάντα εκεί, δεν θα τα είχα καταφέρει. Έζησα τη Νάουσα στα καλά της και στα δύσκολά της. Σήμερα βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, όπου υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για την ανάδειξη μιας ζώνης που κάνει κρασιά υψηλού επιπέδου και ιδιαίτερου χαρακτήρα. Η Νάουσα βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού κρασιού. Ξέρουμε καλύτερα τι πρέπει να κάνουμε, δουλεύουμε πολύ πιο συστηματικά και βλέπουμε τις προοπτικές της επιτυχίας μπροστά μας. Έχουμε δρόμο ακόμα και πολλά πράγματα να κάνουμε. Την επόμενη φορά που θα κληθώ να γράψω για τη «δική μου Νάουσα», θα χρειαστεί ένα ολόκληρο βιβλίο! ●