ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ |του Ν. Λουκάκη, Senior lecturer WSPC #15

Η Ιαπωνία είναι γνωστή και ως «Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου», όχι επειδή βλέπει πρώτη την ανατολή του ήλιου, η Νέα Ζηλανδία τη βλέπει πρώτη. Οι Ιάπωνες την αποκαλούν Νιχόν ή Νιππόν και το όνομά της αποτελεί συνδυασμό δύο ιδεογραμμάτων που σημαίνουν «ήλιος» και «φως». Για τον επόμενο έναν χρόνο θα μας απασχολήσει αρκετά, καθώς οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2020 θα διεξαχθούν στο Τόκιο

 

Τα βασικά τους υλικά είναι προϊόντα της θάλασσας, λαχανικά, φρούτα, ρύζι και φύκια. Από τις τεχνικές που χρησιμοποίησαν για τη διατήρηση των τροφίμων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν οι πίκλες σε άλμη ή σε ξίδι από ρύζι. Το κρέας ήταν σπάνιο και περιοριζόταν σε κυνήγι και πουλερικά. Σε αντίθεση με την κινεζική κουζίνα και άλλες ασιατικές, ή ακόμα και την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δίνει έμφαση στην πρώτη ύλη, προτιμώντας να αναδείξουν τη φρεσκάδα, τις γεύσεις, τα αρώματα και την υφή μέσα από μια φινετσάτη παρουσίαση. Αυτός είναι και ο λόγος που τα υλικά δεν αναμειγνύονται, αλλά παρουσιάζονται ξεχωριστά σε μικρές ποσότητες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ιάπωνες είναι αυτοί που δημιούργησαν το «menu degustation» εκατοντάδες χρόνια πριν. Το οποίο δεν ήταν προνόμιο μόνο της αριστοκρατίας, αλλά και κομμάτι της καθημερινής ζωής τους. Χωρίς να διαθέτουν την πληθώρα των πρώτων υλών, όπως άλλες χώρες, εξέλιξαν την κουζίνα τους μέσα από τη βαθιά κατανόηση της πρώτης ύλης και της καλύτερης αξιοποίησής της. Η εποχικότητα, σημαντική για την πιο γευστική πρώτη ύλη, η κατάλληλη τεχνική μαγειρέματος, η παρουσίαση και η σειρά σερβιρίσματος του κάθε πιάτου είναι που διαμόρφωσαν τα χαρακτηριστικά τους. Αυτή η minimal παρουσίαση δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ευρωπαϊκή nouvelle cuisine. Η βαθιά αγάπη τους για τη φύση δημιούργησε τη γνώση και την κατανόηση του ρυθμού της. Από τα προϊόντα της θάλασσας μέχρι τα λαχανικά και τα φρούτα, τα «εκμεταλλεύτηκαν» στην καλύτερή τους κατάσταση, για να έχουν το ποιοτικότερο γευστικό αποτέλεσμα. Η δομή στα μενού τους ήταν πάνω κάτω η ίδια και, ανάλογα με την εποχή, τα προσάρμοζαν στα υλικά.

Ανάμεσα στον 6ο και τον 9ο αιώνα η Ιαπωνία ασπάστηκε τον βουδισμό και άνοιξε τα σύνορά της, ειδικά με την Κίνα, που έφερε στη γαστρονομική τους κουλτούρα το τσάι και τα φασολάκια της σόγιας. Στη συνέχεια και μέχρι τον 16ο αιώνα, απομονώθηκε πάλι και εξέλιξε ακόμα περισσότερο την κατανόηση των πρώτων υλών και τις τεχνικές μαγειρέματος και παρουσίασης. Εκείνη την εποχή φθάνουν οι Πορτογάλοι, ως ικανοί ναυτικοί, στην Ιαπωνία καθιερώνοντας εμπορικούς δεσμούς. Άφησαν όμως και το αποτύπωμά τους, φέρνοντας μια νέα τεχνική μαγειρέματος, η οποία ήρθε να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες, που ήταν το ωμό, το ψήσιμο, το βράσιμο στον ατμό, που ήταν η tempura: το τηγάνισμα με την πρώτη ύλη βουτηγμένη σε χυλό, για να κάνει κρούστα. Το παράδειγμα του τηγανητού μπακαλιάρου επηρέασε βαθύτατα τους Ιάπωνες, που φυσικά το εξέλιξαν και το έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο. Να θυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε απαγορεύσει την κατανάλωση κρέατος. Ήταν η εποχή του «Ember days» ή «Quattuor Tempora» στα λατινικά, δηλαδή η «εποχή του ανθρώπου». Από εκεί βγήκε και η λέξη tempura («Agemono» στα γιαπωνέζικα). Μόνο μετά τη βιομηχανοποίηση της Ιαπωνίας, τον 19ο αιώνα, αρχίζει να εμφανίζεται το μοσχάρι και το χοιρινό, που ήταν φυσικά εισαγόμενα. Παράλληλα εμφανίζονται και τα ζυμαρικά –που εδώ όμως ονομάζονται noodles–, για να εμπλουτίσουν το εδεσματολόγιό τους, δημιουργώντας μια ολόκληρη σχολή εντελώς διαφορετική από αυτή της Ευρώπης.

SUSHI

Αναπόσπαστο κομμάτι της ιαπωνικής κουζίνας, που έφτασε σε εμάς τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι το sushi, με τρεις βασικές κατηγορίες:

Το sashimi είναι η πρώτη κατηγορία και αφορά το λεπτοκομμένο ωμό ψάρι. Η λέξη είναι σύνθετη, από το «sashi», που σημαίνει «διαπερνώ», και το «mi», που σημαίνει «σάρκα». Το τέλειο sashimi καθορίζεται από την εποχικότητα του ψαριού, τη φρεσκάδα του και το κομμάτι από το κρέας του που θα χρησιμοποιηθεί. Για παράδειγμα, το κάτω μέρος της κοιλιάς του τόνου (toro) θεωρείται κορυφαίο κομμάτι. Οι φέτες δεν πρέπει να ξεπερνούν σε πάχος το 1 εκατοστό, για να τρώγονται εύκολα.

Η δεύτερη κατηγορία είναι το nigiri- zushi  το οποίο αναπτύχθηκε σημαντικά στο Τόκιο στα μέσα του 19ου αιώνα. Εδώ έχουμε μια βάση από ρύζι, που έχει εμπο- τιστεί με ξίδι με ειδικές τεχνικές που εξελίχθηκαν μέσα στον χρόνο. Από πάνω μπαίνει συνήθως ψάρι στο στιλ του sashimi. Αναλογικά, το ρύζι είναι συνοδευτικό του ψαριού και όχι το αντίθετο… Στις πιο ευρωπαϊκές παραλλαγές έχουμε και μαγειρεμένες πρώτες ύλες, όπως γαρίδες, χέλι και μοσχάρι.

Η τρίτη κατηγορία είναι το makizushi, το γνωστό μας ρολό με φύκι, ρύζι και διάφορα άλλα υλικά. Είναι αυτό που έχει δεχθεί τις περισσότερες παραλλαγές και προσαρμογές από τις δυτικές κουζίνες.

Οι Ιάπωνες συνοδεύουν τα φαγητά τους με τσάι, συνήθως πράσινο, μπίρα ή sake, που είναι το δικό τους κρασί από ρύζι. Η λεπτότητα των γεύσεων σε αυτά τα τρία προϊόντα είναι και ο οδηγός μας για το κρασί. Περισσότερο λευκά κρασιά από ποικιλίες που έχουν υψηλή οξύτητα, όχι υψηλό αλκοόλ, και το βαρέλι διακριτικό και καλά ενσωματωμένο. Τα αφρώδη κρασιά επίσης λειτουργούν εξαιρετικά, με τη λεπτότητα της γεύσης τους, την οξύτητα και τον αφρισμό. Ενδιαφέρον έχουν και τα κρασιά με χαρακτηριστική ορυκτότητα, καθώς συνδυάζονται εξαιρετικά με το umami, που χαρακτηρίζει την ιαπωνική κουζίνα.

KOBE BEEF

Η Ιαπωνία όμως έγινε γνωστή και για τα μοσχάρια της, αν και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δεν έτρωγαν μοσχάρι. Οι πρώτες αγελάδες ήρθαν από την Κίνα τον 16ο αιώνα, αλλά χρησιμοποιήθηκαν στις αγροτικές καλλιέργειες και σε άλλες εργασίες, καθώς και για την κοπριά τους. Στις αρχές του 20ού αιώνα έγιναν οι πρώτες εισαγωγές σε μοσχάρια, οπότε μέσω διασταυρώσεων βελτιώθηκαν οι τοπικές ράτσες.

Το 1983 δημιουργήθηκαν οι επαγγελματικές ενώσεις του Kobe, που καθόρισαν την παραγωγή και την προώθηση του kobe beef με αυστηρές προδιαγραφές. Το σημαντικό στο kobe beef είναι η «μαρμαροποίση» του λίπους, δηλαδή η κατανομή του στους μυς του ζώου. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη διατροφή και «χαλάρωση» του ζώου με διάφορες τεχνικές. Η «μαρμαροποίηση» έχει μια κλίμακα από το 1 έως το 12 και η καλύτερη ποιότητα είναι από το 6 έως το 10, ανάλογα με το κομμάτι του κρέατος. Να είστε προσεκτικοί και να το καταναλώνετε σε μικρές ποσότητες, γιατί απορροφάται εξαιρετικά αργά από τον οργανισμό λόγω του λίπους. Μια ποσότητα από 75 έως 100 γραμμάρια είναι υπεραρκετή για να έχετε την απόλαυση που προσφέρει.

Kόκκινα κρασιά με οξύτητα και τανίνες –που θα βοηθήσουν το λίπος να διασπαστεί πιο εύκολα–, αλλά και με φρουτώδη χαρακτήρα με ικανοποιητικό βαθμό παλαίωσης, θα ήταν εξαιρετικός συνδυασμός. ●

Best Buys | Heteroclito #15

Αγαπημένο στέκι στο κέντρο της Αθήνας, το Heteroclito διαλέγει για το Grape σημαντικά κρασιά τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό.

SANTAMERIANA 

Σανταμέρι, Αχαΐα  Sant’Οr Οινοποιητική / Σανταμεριάνα / 2018 Ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος οινοποιεί τη σπάνια τοπική ποικιλία Σανταμεριάνα, πάντα με έμφαση στην πρώτη ύλη και με βιοδυναμικές πρακτικές. Λευκοκίτρινο χρώμα, αρώματα πυρηνόκαρπων και φλούδας πορτοκαλιού. Μέτριο σώμα, απολαυστική γεύση και επίγευση γεμάτη φρεσκάδα. • 12,20 €

ΜOΣΧATO NATURE SELECTION

Καρλόβασι, Σάμος Νόπερα Οινοποιητική / Μοσχάτο (μικρόρωγο) / 2018
Tο ορεινό, βιολογικά καλλιεργημένο αμπελοτεμάχιο Ακαμάτης της Σάμου δίνει αυτό το εξαιρετικό δείγμα μικρόρωγου Μοσχάτου, με νεύρο και φρεσκάδα (φυσικό pH 2,80) που σπουδαία διεθνή λευκά κρασιά θα ζήλευαν. Ήπια οινοποίηση, ζύμωση και ωρίμαση σε γαλλικά δρύινα βαρέλια και το αποτέλεσμα, ένα εξαιρετικό λευκό που δείχνει να έχει χρόνια εξέλιξης. • 24,10 €

ΤΣΑΟΥΣΙ 

Ληξούρι, Κεφαλονιά Oινοποιείο Σκλάβου / Τσαούσι / 2017 Ο μοναδικός Ευρυβιάδης Σκλάβος, με το προσωπικό του οινοποιητικό στιλ, φημίζεται για την ανάδειξη των τοπικών ποικιλιών της Κεφαλονιάς. Αυτή τη φορά μάς συστήνει τη σπάνια ποικιλία Τσαούσι, από τη χερσόνησο της Παλικής. Αρώματα τροπικών φρούτων, χαμομηλιού, λεμονανθών και νότες ορυκτότητας. Στόμα λιπαρό, με τραγανή οξύτητα και μακρά επίγευση. • 21,20 €

ΑΣΥΡΤΙΚΟ MAISON VITICOLE

Γιαννιτσά, Πέλλα Κτήμα Λίγα / Ασύρτικο / 2018 Η οικογένεια Λίγα εφαρμόζει φυσική αειφόρο καλλιέργεια (Mashanobu Fukuoka), αφήνοντας ουσιαστικά τη φύση να ισορροπήσει από μόνη της. Τα κρασιά τους, αποκλειστικά από γηγενείς ποικιλίες, έχουν μοναδικό χαρακτήρα. Κλήματα 15 ετών σε αργιλοπηλώδη και ασβεστολιθικά εδάφη, ζύμωση σε ανοξείδωτες δεξαμενές και ωρίμαση σε παλαιά δρύινα βαρέλια. • 21,20 €

ΜΑΛΑΓΟΥΖΙΑ ORANGE ΤΑΤΣΗ 

Γουμένισσα, Κιλκίς Κτήμα Τάτση / Μαλαγουζιά / 2016 Οι αδελφοί Τάτση εφαρμόζουν από το 2002 βιοδυναμικές πρακτικές στην καλλιέργεια και ελάχιστες παρεμβάσεις στην οινοποίηση. Βαθύ ροδακινί χρώμα και συμπυκνωμένα αρώματα εσπεριδοειδών, πυρηνόκαρπων, με ανθικές νότες. Στο στόμα συνεχίζεται η ίδια συμπύκνωση, με ισορροπημένη οξύτητα, διακριτικές τανίνες και πληθωρική αίσθηση φρούτου σε μαρμελαδένια μορφή. Εντυπωσιακή επίγευση μελιού και αποξηραμένων βοτάνων. • 23,30 €

YELLOW

Κορωπί, Αττική Οινοποιείο Νικολού / Σαββατιανό / 2018  Τολμηρή προσέγγιση του Σαββατιανού από τον καθηγητή Οινολογίας Βασίλη Νικολού, από παλαιό αμπέλι 60 ετών, με απόδοση 300 κιλά/στρέμμα. Υπερώριμα σταφύλια με τρύγο στα μέσα Σεπτέμβρη, ζύμωση και ωρίμαση σε βαρέλια (δρύινα και ακακίας). Πλούσιο και σύνθετο άρωμα τροπικών και πυρηνόκαρπων φρούτων, φλούδας εσπεριδοειδών με νότες γλυκών κουταλιού, με ένταση και διάρκεια. Καλό σώμα, πλούσια γεύση και μακρά επίγευση με βοτανικές νύξεις. • 18,50 €

MOV

Θηραμόνα, Κεφαλονιά Petrakopoulos Wines / Μαυροδάφνη / 2017 Ο Νίκος Πετρακόπουλος έχει ρίζες από την Κεφαλονιά (οικογένεια Μελισσηνών), με την αμπελοκαλλιέργεια και το κρασί να αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της οικογενειακής παράδοσης. Η Μαυροδάφνη Mov προέρχεται από ένα γέρικο, προφυλλοξηρικό αμπέλι με αργιλοαμμώδες έδαφος. Εξαιρετικά χαμηλή στρεμματική απόδοση, φυσική οινοποίηση και παραμονή σε παλαιάς χρήσης γαλλικά δρύινα βαρέλια για δύο χρόνια. Συνολική παραγωγή 800 φιάλες. • 45,70€

ΦEΛΛΟΗ

Άνω Διακοπτό, Αχαΐα Οινοποιείο Τετράμυθος / Μαυροδάφνη – Μαύρο Καλαβρυτινό – Αγιωργίτικο / 2016  Περιορισμένης κυκλοφορίας ερυθρό από την αρχαία Φελλόη, οικισμό που ο Παυσανίας χαρακτήριζε «επιτήδειο εις την φύτευσιν της αμπέλου». Οι τρεις ποικιλίες είναι φυτεμένες σε ένα αμπέλι τριών στρεμμάτων, τρυγιούνται μαζί και συνοινοποιούνται. Αρωματικό προφίλ λεπτών ανθέων και ξηρών αρωματικών βοτάνων, νύξεις άγριου τσαγιού και φρούτων του δάσους. Γεύση ισορροπημένη, με ένταση, φρεσκάδα, δαντελένιες τανίνες και μακρά επίγευση. • 25,90 €

ATMΟSPHERES

Val de loire, Γαλλία Domaines Landron / Folle Blanche – Pinot Noir – Chardonnay / NV
Ο Jo landron είναι ένας γνήσιος Γαλάτης στην οινική ζώνη Muscadet, ο οποίος αγαπά παράφορα το αμπέλι και ακολουθεί πιστά βιοδυναμικές πρακτικές. Τα κρασιά του χαρακτηρίζονται από νεύρο, φρεσκάδα και ιδιαίτερη επίγευση αλμύρας. Το πολυποικιλιακό αυτό αφρώδες έχει ωραία αρώματα ζύμης κι έχει ενδιαφέρον το ότι η βασική ποικιλία (Folle Blanche) είναι μία από τις επιτρεπόμενες στο Armagnac και στο Cognac. • 19,00 €

CHÂTEAU DE LA MIRANDE PICPOUL DE PINET
Languedoc, Γαλλία Château de la Mirande / Picpoul de Pinet / 2018  Το Château de la Mirande βρίσκεται στη νότια Γαλλία, με την ιστορία του κτήματος να ξεκινά το 1850, ενώ φημολογείται πως τα πρώτα κτίρια είναι από την εποχή του Καρλομάγνου (8ος αιώνας μ.Χ.). Ο Joseph Albajan θεωρείται ο «Πάπας του Picpoul», της λευκής ποικιλίας που σχεδόν εξαφανίστηκε από τη φυλλοξήρα, με τη χαρακτηριστική κοφτερή οξύτητα. Σήμερα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ποικιλία στα wine bars του Λονδίνου. • 11,40 €

VIEILLES VIGNES DE SYLVANER

Alcace, Γαλλία Domaine Ostertag / Sylvaner / 2017 Ο André Ostertag είναι ένας πρωτοπόρος οινοποιός, που άλλαξε τους παραδοσιακούς τρόπους καλλιέργειας και οινοποίησης στην περιοχή της Αλσατίας και καθιέρωσε ένα στιλ κρασιών που τον χαρακτηρίζει απόλυτα. Η πρότασή του από Sylvaner έχει κρυστάλλινο χρώμα, μύτη γεμάτη φρεσκάδα, με κυρίαρχα τα λευκά άνθη και τα τροπικά φρούτα. Στόμα ευχάριστο και φίνο, με αισθητή οξύτητα και επίγευση με διάρκεια. • 20,20 €

VOUVREAU LA DILLETTANTE

Val de loire, Γαλλία Domaine Catherine & Pierre Breton / Chenin Blanc / 2017
Οι αμπελώνες και τα κρασιά της κοιλάδας του Λίγηρα είναι ένα ατελείωτο μωσαϊκό από ποικιλίες σταφυλιού και τύπους κρασιών. Μία από τις κορυφαίες λευκές ποικιλίες σταφυλιού στην περιοχή είναι το Chenin Blanc. Η Catherine και ο Pierre, προερχόμενοι από τέσσερις γενιές οινοποιών στο χωριό Vouvray, συνεχίζουν την οικογενειακή φιλοσοφία, που πηγάζει από την αγάπη για τη γη και τον σεβασμό στη φύση. • 21,80 €

SAVAGNIN OSTREA VIRGULA

Arbois, Γαλλία Domaine Des Cavarodes / Savagnin / 2014 Η οινική ζώνη του Jura –μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στη Βουργουνδία και την Ελβετία– παραμένει σχεδόν άγνωστη στους Έλληνες οινόφιλους. Ο Etienne Thiebaud, αφού εργάστηκε επί σειρά ετών στο φημισμένο Domaine de la Tournelle, ίδρυσε το 2007 το Domaine des Cavarodes. Φημισμένη ποικιλία της περιοχής είναι το Savagnin, από την οποία προέρχονται και τα διάσημα Vins Jaunes (κίτρινα κρασιά). • 35,40 €

SYRAH ROSA

Toscana, Ιταλία Stefano Amerighi / Syrah / 2018 Το οινοποιείο του Stefano Amerighi βρίσκεται στην ανατολική Τοσκάνη (Cortona), περιοχή με οινική ιστορία που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. Παράγει δύο εξαιρετικά ερυθρά, Sangiovese και Syrah, ετικέτες που το καταξίωσαν ως ένα από τα σημαντικότερα νέα πρόσωπα του ιταλικού κρασιού. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η ροζέ εκδοχή του Syrah, για την αρωματική φινέτσα και τον γευστικό πλούτο. • 22,70 €

POMPOLS

Val de loire, Γαλλία Nicolas Reau / Cabernet Franc / 2015 Τα ερυθρά κρασιά που παράγονται στην Anjou προέρχονται κυρίως από Cabernet Franc. Ο Nicolas Reau ξεκίνησε σπουδές πιάνου, όμως τον κέρδισε η αμπελοκαλλιέργεια! Το Pompois προέρχεται από αμπέλι 50 ετών κι έχει άριστη συμπύκνωση, αρωματική πολυπλοκότητα, είναι ελαφρά τανικό, με υψηλή οξύτητα, βοτανικό χαρακτήρα, νύξεις καπνού και δέρματος. Μακρά, μπαχαρένια επίγευση• 28,40 €

MONKEY GONE TO HEAVEN

Swartland, Νότια Αφρική Testalonga / Mourvedre / 2018 Στη συντηρητική Νότια Αφρική, όπου η βιώσιμη καλλιέργεια θεωρείται ριζοσπαστική, ο Craig και η Carla Hawkins εφαρμόζουν βιοδυναμικές μεθόδους, προκαλώντας αμηχανία στην τοπική βιομηχανία κρασιού. Το ρωμαλέο, τανικό και ελαφρώς πικάντικο Mourvedre αποτελεί μία εκ των κορυφαίων προτάσεων του κτήματος. Η δε ετικέτα του είναι εμπνευσμένη από το ψυχεδελικό φεστιβάλ Burning Man. • 43,00 €