Σαντορίνη, Τρύγος 2018 | Λέων Καράτσαλος, Συνιδιοκτήτης και Διευθύνων Σύμβουλος της Γαίας Οινοποιητική

Για μία ακόμη χρονιά ο τρύγος στη Σαντορίνη ήταν δύσκολος. Η βασική αιτία ήταν η συνολικά μειωμένη παραγωγή του αμπελώνα. Θα προσπαθήσω να σχολιάσω με λίγα λόγια τους λόγους που οδηγούν στην έλλειψη πρώτης ύλης:

●  Οι μειωμένες φθινοπωρινές και χειμερινές βροχοπτώσεις τα τελευταία χρόνια έχουν αποδυναμώσει τον αμπελώνα, ο οποίος είναι μεγάλος σε ηλικία και χρειάζεται ανανέωση. Χρονιές με άφθονο σταφύλι γίνονται ολοένα και σπανιότερες. Η μέση παραγωγή ανά στρέμμα δεν ξεπερνά ποτέ τα 200-300 κιλά και η συνολική παραγωγή του νησιού τους 2.500 τόνους Ασύρτικου.

●  Η έλλειψη νέων φυτεύσεων, λόγω της στρεβλής (υποτίθεται κοινωνικής) πολιτικής που εφαρμόζεται στη διανομή των νέων δικαιωμάτων φύτευσης. Προ- τεραιότητα δίνεται στους καλλιεργητές που διαθέτουν 5 στρέμματα (ιδιόκτητα ή ενοικιαζόμενα), ενώ τιμωρούνται οινοποιητικές επιχειρήσεις που βέβαια διαθέτουν περισσότερα από 5 στρέμματα, αφού αυτή είναι η δουλειά τους! Αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επενδύσουν σε νέους αμπελώνες ώστε να μεγαλώσει η παραγωγική ικανότητα της ζώνης, όπως απαιτεί η μεγάλη ζήτηση, ενώ περίπου το 40% των δικαιωμάτων νέων φυτεύσεων μένει αχρησιμοποίητο, καθώς έχει διανεμηθεί σε μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν τα εφάρμοσαν…

Αυτός ο κύκλος εννοείται ότι επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και ισχύει για όλες τις αμπελουργικές ζώνες της ελλάδας, όχι μόνο για τη Σαντορίνη! Σχετικά με τη διανομή αυτής της περιορισμένης ποσότητας πρώτης ύλης θα ήθελα να αναφέρω τα εξής:

● Νέοι παραγωγοί έρχονται στο νησί της Σαντορίνης για να πάρουν μερίδιο από τα παραγόμενα σταφύλια και από τη δόξα που προσφέρει πλέον η παραγωγή ενός κρασιού από το νησί.

● H πρόσφατη πολιτική φορολόγησης των αγροτών έχει ξεσηκώσει όχι και τόσο πολύ θύελλα διαμαρτυριών, αλλά κυρίως θύελλα απαιτήσεων για παράδοση σταφυλιών χωρίς τιμολόγια… ή αγαπημένη επιλογή των νεοελλήνων όλων των αποχρώσεων και ιδεολογιών.

Εν τέλει, οι επιπτώσεις από την έλλειψη πρώτης ύλης οδηγούν σε έναν ιδιότυπο ελληνικό ανταγωνισμό:

Ο αλλοπρόσαλλος ελληνικός χαρακτήρας μας εμφανίζεται πανηγυρικά στην περίπτωση της επιτυχίας του brand name «assyrtiko by Santorini». Έντονος ανταγωνισμός χωρίς λογική, αλλά πλούσιος σε συναισθηματικές επιρροές/αντιδράσεις, οδήγησε σε αλόγιστη αύξηση της τιμής του σταφυλιού έως και 5 €/κιλό για το 2018. Δυστυχώς, οι Έλληνες οινοπαραγωγοί στο νησί δεν ανταγωνίζονται στο πεδίο της ποιότητας παραγωγής ή της πώλησης του κρασιού, αλλά στο επίπεδο του ποιος είναι πιο μάγκας, και η λογική να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα (που πολλές φορές είναι και ξάδερφος) κυριαρχεί. Χτυπήματα κάτω από τη μέση είναι στην ημερήσια διάταξη! Ο ανώριμος και σε λάθος πεδίο ανταγωνισμός έχει οδηγήσει στην αύξηση της μέσης τιμής αγοράς σταφυλιού και κατά συνέπεια της πώλησης του κρασιού στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή αγορά, κατά 60% περίπου τα τελευταία 3-4 χρόνια.

Η συμμετοχή του σταφυλιού στο τελικό κόστος της φιάλης είναι στο 65%!!! Και έτσι η τιμή μιας φιάλης Ασύρτικου από τη Σαντορίνη την επόμενη χρονιά θα είναι στο ίδιο επίπεδο με μια burgundy Premier Cru! Όμως, παρά τη σαφή βελτίωση της αναγνωρισιμότητας του brand name «assyrtiko by Santorini», απέχει αρκετά από αυτό της Βουργουνδίας. Το ρίσκο μεγάλο, η πραγματικότητα θα δείξει ποιος θα τα καταφέρει. Επίσης, ανησυχητικά είναι τα σημάδια στην αγορά των ΠΟΠ κρασιών της Σαντορίνης.

Την ίδια περίοδο που αντιμετωπίζουμε αυτή την αύξηση στην τιμή της πρώτης ύλης (σε 4 χρόνια από 1,2 € σε 5 €/κιλό), προκαλεί απορία το ότι στις ημέρες μας μπορεί να βρει κάποιος στα ράφια των ΗΠΑ και του Καναδά κάποια ΠΟΠ κρασιά από τη Σαντορίνη στα 13-14$, όταν τα περισσότερα είναι στα 30-40$ η φιάλη. Είναι γεγονός ότι ο ανταγωνισμός μπορεί να επηρεάσει πολύ τις λιανικές τιμές με επιλογή των λιανεμπόρων (super markets, wine store chains, web shops). Αυτά όμως γίνονται εκεί όπου υπάρχει έντονος ανταγωνισμός. Τα κρασιά της Σαντορίνης μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανταγωνίζονται ισχυρά στην Ελληνική αγορά, αλλά στις ΗΠΑ είμαι σίγουρος ότι κανένας λιανέμπορος δεν θα έμπαινε στον κόπο να πουλάει με πολύ μικρό περιθώριο κέρδους ένα κρασί που ελάχιστοι καταναλωτές γνωρίζουν. Στον καναδά δε, όπου ο λιανέμπορος είναι το κρατικό μονοπώλιο, προκαλεί γέλια η οποιαδήποτε συζήτηση περί μείωσης του περιθωρίου κέρδους του. Άρα τι συμβαίνει; Quiz.

Σύντομα στη Σαντορίνη θα δούμε επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Θα επιβιώσουν οι υγιείς επιχειρήσεις ή αυτοί που χειρίζονται και μεθοδεύουν καλύτερα τον άρρωστο ανταγωνισμό; Μεγάλο στοίχημα… g

Cavas Wine lodge Αrgentina | Κείμενο Πηνελόπη Κατσάτου | issue 11

Ο Φερνάντο Μαλεντσίνι λένε όσοι τον έχουν γνωρίσει από κοντά, είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος, με υψηλή αισθητική και μεγάλη αγάπη για το κρασί. Σίγουρα, πάντως, πρόκειται για έναν ικανότατο αρχιτέκτονα, με μια ιδιαίτερη ματιά στο να εντοπίζει κενά στην αγορά. Έναν σημαντικό επενδυτή ακίνητης περιουσίας παγκοσμίως. Αυτό το αποδεικνύει η επιλογή του να δημιουργήσει έναν τουριστικό παράδεισο στην κορυφή των Άνδεων, σε ένα σημείο όπου είχε μόνο αμπέλια, και να τον μετατρέψει στον απόλυτο οινικό προορισμό στη διάσημη για τα κρασιά της Αργεντινή.

Το περίφημο Cavas Wine lodge στην πατρίδα του δεν είναι απλώς ένα boutique hotel. Όσοι είχαν την τύχη αλλά και την οικονομική δυνατότητα να το επισκεφθούν, αφού τα δωμάτια ξεκινούν από 700 δολάρια τη βραδιά, λένε ότι ένιωσαν σαν την Αλίκη όχι στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά στη Χώρα του κρασιού. Ο ίδιος λέει ότι είδε ένα κενό στην αγορά, αφού έζησε την τεράστια άνοδο της βιομηχανίας του κρασιού στην Αργεντινή, με τις εξαγωγές να εκτοξεύονται στο 800% μεταξύ 1998 και 2003, και αποφάσισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να δημιουργήσει έναν προορισμό που να «ταΐζει τα όνειρα των ταξιδιωτών», στην προκειμένη περίπτωση οι ταξιδιώτες να απολαμβάνουν τα αρώματα των αμπελώνων έξω από το δωμάτιό τους – και όχι μόνο.

Ο Φερνάντο Μαλεντσίνι, συνιδρυτής της Pondal Malenchini Landplanning & Architecture, με έδρα το Μπουένος Άιρες, είναι δημιουργός πολλών και μεγάλων έργων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο η αγάπη του για το κρασί τον έκανε να δημιουργήσει και το www.medicivilla.com στην Τοσκάνη, ενώ ολοκληρώνει έναν μαγικό οινικό προορισμό και στην Ουρουγουάη, που ονομάζεται Garzon. Είχαμε τη χαρά να κάνουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του για το πώς δημιούργησε τον απόλυτο προορισμό, αλλά και για το πώς θα μπορούσε η χώρα μας να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα του οινοτουρισμού.

Πώς προέκυψε η ιδέα για το Cavas Wine Lodge;

Η συνεταίρος μου Cecilia Diaz Chuit εργαζόταν στο ξενοδοχείο Park Hyatt της Μεντόζα, στην Αργεντινή. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, πρωτεύουσας της περιοχής, η οποία αποτελεί μία από τις πιο γνωστές οινοπαραγωγούς περιοχές της Αργεντινής. Εκεί, πολλοί από τους πελάτες τη ρωτούσαν συχνά αν υπήρχε κάποιο κατάλυμα να μείνει κανείς μέσα στους αμπελώνες. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτε. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσουμε κάτι στην καρδιά των αμπελώνων, το οποίο θα απευθυνόταν σε μια niche αγορά, που ζητούσε κάτι παραπάνω.

Τι ήταν αυτό ακριβώς που είδατε ως ευκαιρία σε σχέση με την οινοπαραγωγή στην Αργεντινή;

Όσοι επισκέπτονταν την περιοχή της Μεντόζα ήταν όλοι άνθρωποι με υψηλό εισόδημα, που ήταν πρόθυμοι να ξοδέψουν για να απολαύσουν ένα καλό κρασί, και γενικότερα άνθρωποι που αγαπούσαν την καλή ζωή. Με άλλα λόγια, τουρίστες που ήθελαν να ξοδέψουν και κανείς δεν τους παρείχε μέχρι τότε αυτή τη δυνατότητα, προσφέροντας παράλληλα μια μοναδική εμπειρία μέσα στους αμπελώνες.

Θεωρείτε ότι ήσασταν πρωτοπόροι στον τομέα του οινοτουρισμού;

Ήμασταν σίγουρα οι πρώτοι που παντρέψαμε την ιδέα του luxury boutique hotel με τον οινοτουρισμό στη Λατινική Αμερική. Αυτό το concept δεν υπήρχε πριν από εμάς. Ούτε καν στη Χιλή, που είναι επίσης μια σημαντικότατη οινοπαραγωγός χώρα.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους τοπικούς οινοπαραγωγούς; Aγκάλιασαν την ιδέα της δημιουργίας ενός πολυτελούς boutique ξενοδοχείου στην περιοχή τους;

Όχι απλώς την αγκάλιασαν, αλλά και ήταν πραγματικά πολύ ενθουσιώδεις, καθώς η κίνηση αυτή έφερε στο κατώφλι τους μερικούς από τους πιο ισχυρούς αγοραστές κρασιών στον κόσμο. Από την αρχή δώσαμε μεγάλη σημασία στη συνεργασία μεταξύ οινοποιείων και εστιατορίων της περιοχής, ώστε να παρέχεται στον πελάτη μια ολοκληρωμένη, υψηλού επιπέδου εμπειρία.

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το κλειδί για την επιτυχία ενός εγχειρήματος όπως το Cavas Wine Lodge;

Κατ’ αρχάς, η αποφασιστικότητα και ο δυναμισμός της συνεταίρου μου, που έπρεπε να πουλήσει ένα concept για το οποίο η αγορά δεν είχε ποτέ ξανακούσει. Δεύτερον, τοποθεσία, τοποθεσία, τοποθεσία! Στην περίπτωσή μας δηλαδή, η αγορά έκτασης στην καρδιά του καλύτερου αμπελώνα της Αργεντινής. Τρίτον, θα έλεγα, το υψηλής αισθητικής design, η υψηλού επιπέδου παροχή υπηρεσιών και η ύπαρξη αεροδρομίου σε μικρή απόσταση.

 

Θα σκεφτόσασταν ποτέ να επενδύσετε σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου o οινοτουρισμός είναι ένας τομέας που τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται;

Θα το ήθελα πολύ. Τα συστατικά της επιτυχίας για μένα είναι πάντα ίδια. Η Ελλάδα αποτελεί ήδη γαστρονομικό προορισμό, γεγονός που από μόνο του βοηθά πολύ. Ένα καλό διεθνές αεροδρόμιο σε μικρή απόσταση είναι αυτό που χρειάζεσαι για να εξυπηρετείς την αγορά σου. Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε εμείς ταξιδεύουν με αεροπλάνο και προτιμούν να φθάνουν στον προορισμό τους απευθείας, Χωρίς αναμονές για connecting flights. εκείνο που θα πρέπει να κάνει κανείς είναι να αναζητήσει το σημείο κοντά στα καλύτερα οινοποιεία της Ελλάδας, καθώς γύρω σου θέλεις τους καλύτερους γείτονες. Αν προσθέσεις και μερικά καλά εστιατόρια στην περιοχή, τότε η εμπειρία είναι ολοκληρωμένη.

Θα ήθελα την άποψή σας ως αρχιτέκτονα για την τάση που υπάρχει πλέον διεθνώς πολλοί οινοπαραγωγοί να αναθέτουν σε διάσημους αρχιτέκτονες τον σχεδιασμό των οινοποιείων τους.

Η Apple μάς δίδαξε ότι το καλό design εκτιμάται τελικά από όλους. Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η τάση αυτή έχει εξαπλωθεί και στους παραγωγούς κρασιού. Kατά τη γνώμη μου, είναι μια τάση που θα ενισχύεται διαρκώς, καθώς η γενιά των millennials είναι η γενιά του design.

Υπάρχει, κάποια σχέση μεταξύ του να σχεδιάζει κανείς ένα σπουδαίο κτίριο και να παράγει ένα μεγάλο κρασί;

Βέβαια και υπάρχει. Για να σχεδιάσεις ένα τέλειο κτίριο, πρέπει να περάσεις από πάρα πολλά στάδια προκειμένου να βρεις την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στα στοιχεία που δημιουργούν ένα τέλειο κτίριο και στις ανάγκες του πελάτη. Για να φτιάξεις ένα μεγάλο κρασί, πρέπει, φαντάζομαι, να περάσεις από όλα εκείνα τα στάδια που χρειάζονται για να προκύψει αυτό το κρασί, το οποίο θα εκτιμηθεί αντίστοιχα και από την αγορά.

 

Η Μυρτώ  Λεγάκη για το  CAVAS WINE LODGE

Η Μυρτώ Λεγάκη, εκπαιδεύτρια Mindfulness και Κινητικού Διαλογισμού*, συνδετικός μας κρίκος με τον Φερνάντο, μας περιγράφει την εμπειρία της από τη διαμονή της στο Cavas Wine lodge στην Μεντόζα, κορυφή των Άνδεων:

«Πάνε πολλά χρόνια που επισκέφθηκα το Cavas Wine Lodge στη Μεντόζα της Αργεντινής. Ήταν το τελευταίο σκέλος ενός μεγάλου ταξιδιού, που μας πήγε από τα μποέμ στενά του μπουένος Άιρες στους παγετώνες του Πετίτο Μορένο, έως τα ψηλά βουνά στα σύνορα με τη Χιλή. Φανταζόμουν ότι το ξενοδοχείο θα ήταν υπέροχο – με τον ιδιοκτήτη, αρχιτέκτονα Φερνάντο Μαλεντσίνι, μας συνδέει μακρόχρονη φιλία, σπουδάσαμε μαζί στη Βοστώνη και γνώριζα καλά την αγάπη του για τα ταξίδια, το κρασί και την αισθητική. Τίποτε, όμως, δεν μπορούσε να με προετοιμάσει για την εμπειρία που ζήσαμε εκεί για μερικές ημέρες.

Με εντυπωσίασαν από την πρώτη στιγμή η ανθρώπινη κλίμακα, τα φυσικά υλικά, οι διαφορετικές υφές στους εσωτερικούς χώρους και η ηρεμία. Κάθε μικρό lodge ήταν κρυμμένο, λες, μέσα στο αμπέλι, από το δωμάτιο άνοιγες το παράθυρο και σχεδόν μπορούσες να πιάσεις τα τσαμπιά στα χέρια σου. Η βεράντα είχε σκιά από τα αμπελόφυλλα και οι μυρωδιές ξεπηδούσαν ζουμερές γύρω μας. Γαλήνη και ησυχία παντού, νόμιζες ότι θα ακούσεις τα αμπέλια να τεντώνονται για να συναντήσουν τον ήλιο κάθε πρωί. Τα απογεύματα ανεβαίναμε στη χαμηλή σκεπή του δωματίου μας και βλέπαμε τον ήλιο να δύει στις Άνδεις και να χρωματίζει τη γη στους αμπελώνες μπροστά μας. Και ενώ το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο –είχε μόλις βραβευτεί ως ένα από τα καλύτερα resorts σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική από το Condé nast Traveler–, ένιωθες ότι ήσουν μόνος εκεί. Οι οικοδεσπότες στο Cavas ήταν άψογοι, καλλιεργημένοι και διακριτικοί. Οργάνωναν για εμάς καθημερινά wine tasting σε πολλά κοντινά οινοποιεία –η περιοχή έχει πάνω από 900 και τα περισσότερα από αυτά που είδαμε ήταν οικογενειακά bodega–, όπου μας εντυπωσίασαν ο επαγγελματισμός, το μεράκι και η προσοχή στη λεπτομέρεια. Άψογα μελετημένα όλα, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, που θα ζήλευαν ακόμη και τα καλύτερα οινοποιεία στην Ευρώπη, και καλόγουστα σχεδιασμένες εμπειρίες για τον επισκέπτη. Η τοπική ποικιλία Malbec κυριαρχεί, όμως η περιοχή βγάζει και άλλες ποικιλίες, σε μικρότερη ποσότητα: Cabernet Sauvignon, Tempranillo, Chardonnay. Κάποιες φορές επιλέξαμε να δοκιμάσουμε food pairing με εξαιρετικής ποιότητας πιάτα σε ειδυλλιακά στρωμένα τραπέζια, ενώ μια μέρα γυρίσαμε την περιοχή με ποδήλατο, σταματώντας σε διάφορα οινοποιεία και δοκιμάζοντας. Τόσα χρόνια μετά, μου έχουν μείνει ακόμη ζωντανές οι εικόνες από αυτό το ταξίδι, που σημαίνει ότι γράφτηκαν με πολύ ζωηρά χρώματα – και ίσως λίγο μεθυσμένα…». g

* onebreath.eu

Οινοποιείο Μπουτάρη, Μαντινεία | κείμενο Θάλεια Καρτάλη & Πηνελόπη Κατσάτου| issue 11

Ξεκινώντας εκείνο το ηλιόλουστο Σεπτεμβριάτικο πρωινό για τη Μαντίνεια, με τη θερμοκρασία να αγγίζει τους 35 βαθμούς, δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς τι μας περίμενε. Οδηγούσαμε προς μία από τις πιο γνωστές οινοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας, με προορισμό έναν από τους πιο ιστορικούς αμπελώνες της χώρας μας, μην περιμένοντας και ιδιαίτερες εκπλήξεις – το Μοσχοφίλερο, άλλωστε, είναι ένα κρασί που το γνωρίζουμε καλά. Ή έτσι νομίζαμε. Στο μυαλό μας ο τρύγος, που επρόκειτο να ξεκινήσει στα τέλη του μήνα για τα μοσχοφίλερα, αλλά είχε μόλις αρχίσει για κάποιες άλλες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή. Μας υποδέχθηκε ένας τόπος μαγικός, όλη η ομορφιά της καρδιάς της Πελοποννήσου συμπυκνωμένη, και μια ομάδα ανθρώπων πρόθυμων να μοιραστούν μαζί μας εμπειρίες και γνώση δεκαετιών. «Νομίζουμε ότι θα πάμε καλά, παρά το γεγονός ότι οι πολλές βροχοπτώσεις του φετινού καλοκαιριού δημιούργησαν προβλήματα με ασθένειες», μας εξηγεί ο οινολόγος του κτήματος, Αλέξανδρος Τζαχρίστας, αναφερόμενος στις συνθήκες του φετινού τρύγου, ενώ θαυμάζουμε το τοπίο από την κορυφή των 50τονων δεξαμενών, που βρίσκονται στον προαύλιο χώρο του οινοποιείου. Από εκεί πάνω μπορεί κανείς να δει τον αμπελώνα των 35 εκταρίων στον οποίο γεννήθηκε το Μοσχοφίλερο και, χάρη στο όραμα της εταιρείας μπουτάρη, όχι απλώς διασώθηκε, αλλά και αποτελεί εδώ και χρόνια μία από τις ποικιλίες-πρεσβευτές της ελλάδας στο εξωτερικό (μαζί με το Αγιωργίτικο, το Ξινόμαυρο και το Ασύρτικο).

Η ιστορία του οινοποιείου ξεκινά το 1927, όταν στην περιοχή κυριαρχούσε η εταιρεία Καμπάς. Η εξαγορά της καμπάς από την εταιρεία Μπουτάρη το 1991 σηματοδότησε μια νέα αρχή για την περιοχή της Μαντινείας, με την άφιξη του έμπειρου οινολόγου Γιάννη Βογιατζή, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα ο επικεφαλής οινολόγος της εταιρείας και ο άνθρωπος που γνωρίζει το Μοσχοφίλερο και τις δυνατότητές του όσο λίγοι. Ο ιστορικός αμπελώνας αποτελείται σήμερα από 700 στρέμματα με φυτεύσεις Μοσχοφίλερου και κάποιων ξένων ποικιλιών, με τα παλαιότερα αμπέλια να φθάνουν την ηλικία των 48 ετών.

Καθισμένοι όλοι γύρω από ένα υπέροχο τραπέζι που στήθηκε κάτω από τη μεγάλη καρυδιά στην καρδιά του αμπελώνα, είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τα κρασιά που παράγονται στο συγκεκριμένο Οινοποιείο, συνοδεία εκλεκτών πιάτων για τα οποία είχαν φροντίσει οι οικοδεσπότες μας. Στο τραπέζι ακουμπισμένα τσαμπιά από Μοσχοφίλερο, Chardonnay, Gewürztraminer και Riesling, που ο γεωπόνος του κτήματος Παρασκευάς Ευαγγελίου είχε την καλοσύνη να κόψει από τα γύρω αμπέλια, για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασιν τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ σταφυλιών που ανήκουν σε αρωματικές ποικιλίες. Δίπλα μας, το κτίσμα του παλαιού πατητηριού, το οποίο χρονολογείται και αυτό από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μάρτυρας της μακράς οινικής ιστορίας της περιοχής. š

Οι υπέροχες γεύσεις από τα τοπικά χόρτα, τα περιβολίσια αχνιστά, όπως τα ονομάζουν στην περιοχή, τη χορτόπιτα και τους ντολμάδες έδεσαν τέλεια με το σήμα κατατεθέν του οινοποιείου, το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη, ένα κρασί κλασικό, απλό και εύκολο, που γεννήθηκε, όπως μας είπε ο κ. Βογιατζής, για να εκφράσει με απλό και άμεσο τρόπο την αρωματική ποικιλία της μαντινείας.

Η επιλογή της προβολής της ποικιλίας στην ετικέτα ήταν και αυτή μια καινοτομία την εποχή που η ίδια η εταιρεία είχε επιλέξει να προβάλει στις φιάλες της την Ονομασία Προέλευσης. Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, το συγκεκριμένο μοσχοφίλερο ωστόσο παρέμεινε σταθερή αξία, «κατακτώντας τη δική του θέση στη συνείδηση του καταναλωτή και στην αγορά του κρασιού», σύμφωνα με τον κ. Βογιατζή. Πέρασαν πολλά χρόνια και αρκετοί πειραματισμοί μέχρις ότου αποφασισθεί να μπει στην αγορά ένα ακόμη κρασί από την ίδια ποικιλία, το Οροπέδιο, μια διαφορετική έκφραση του Μοσχοφίλερου, ένα κρασί πιο πολύπλοκο, περασμένο από διακριτικό βαρέλι, αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης των δημιουργών του για τη συγκεκριμένη ποικιλία. Οι Πειραματικοί Οίνοι, Χωρίς θειώδη, που ακολούθησαν –έμπρακτη απόδειξη της αγάπης της εταιρείας Μπουτάρη για τους πειραματισμούς– στάθηκαν αφορμή να ανοίξει γύρω από το τραπέζι μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με τα φυσικά κρασιά, αν και το συγκεκριμένο, όπως επέμειναν οι εμπνευστές του, δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή. Ένα κρασί με όλη την τυπικότητα του Μοσχοφίλερου, εμπλουτισμένη με έντονο αρωματικό προφίλ.

Η μεγάλη μας έκπληξη, ωστόσο, ήταν μια νέα ετικέτα, η οποία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη, ένα single vineyard Μαυροφίλερο, το οποίο είναι κλώνος του Μοσχοφίλερου. Το χρώμα του, πολύ πολύ απαλό ροζ, που θα μπορούσε εύκολα να το κατατάξει κανείς και στα λευκά –αποτέλεσμα των εκχυλίσεων–, δίνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το ώριμο Μοσχοφίλερο, που αποτελεί μια «πιο κόκκινη και μοσχάτη» προσέγγιγη της συγκεκριμένης ποικιλίας.

Το… άτυπο σεμινάριό μας γύρω από το Μοσχοφίλερο συνεχίστηκε με τη δοκιμή αφρώδους και γλυκού κρασιού από λιαστά σταφύλια, τα οποία συνόδευσαν το επιδόρπιό μας και έκλεισαν το υπέροχο αυτό γεύμα. Κάποιοι ίσως βιαστούν να πουν ότι η οινοπαραγωγή στην Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ από την εποχή που η εταιρεία Μπουτάρη πρωτολανσάρισε στην αγορά το Μοσχοφίλερο, αποφασίζοντας να ανοιχτεί στην παραγωγή λευκών οίνων.

Πράγματι. Όμως, η επίσκεψη στο ιστορικό οινοποιείο μάς απέδειξε ότι κάποιες αξίες μπορούν να εξελιχθούν μέσα στον χρόνο, παραμένοντας σταθερές. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το όραμα ανθρώπων πρωτοπόρων που εδώ και δεκαετίες εργάζονται αδιάκοπα με πάθος και συνέπεια αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη του Ελληνικού κρασιού.