Συμφωνούν διαφωνώντας. Μιλούν διακόπτοντας ο ένας τον άλλο, συμπληρώνουν ο ένας τις απόψεις του άλλου, διαφωνούν, αλλά τελικά συμφωνούν… Εντάξει, όχι πάντα. Όποιος δεν τους γνωρίζει θα μπορούσε εύκολα να αναρωτηθεί: Μα τι κάνουν αυτοί οι δύο άνθρωποι μαζί; Πώς συνυπάρχουν; Ακόμη και η γλώσσα του σώματος αποκαλύπτει δύο πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Ο ένας, καθισμένος απέναντί μου καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, αναλύει με την αυστηρότητα του επιχειρηματία που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενό του. Ο άλλος, υπερκινητικός, χειρονομεί, κάθεται, σηκώνεται, βηματίζει, παρεμβαίνει, μιλάει με πάθος για τη δουλειά του.
Μοιράζονται, ωστόσο, το ίδιο πάθος. Λέγεται Γαία Οινοποιητική και είναι η εταιρεία που ίδρυσαν πριν από 23 χρόνια ο Λέων Καράτσαλος και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος. Με κοινό σημείο εκκίνησης τη Γεωπονική Σχολή, οι δρόμοι τους χώρισαν για να συναντηθούν ξανά μετά από χρόνια σε ένα πάρτι και, τελικά, πάνω σε ένα λιφτ σε κάποια πίστα του σκι και με ενάμισι εκατομμύριο δραχμές ο καθένας στην τσέπη να αποφασίσουν να ιδρύσουν μια εταιρεία που σήμερα κατέχει κορυφαία θέση στον κόσμο του ελληνικού κρασιού.
«Ο Λέων τα χρήματα, εγώ το κρασί», απαντά ο Γ. Παρασκευόπουλος στην ερώτησή μου για τη μεταξύ τους σχέση. «Είμαστε το ίδιο προβληματικοί άνθρωποι, δυσλειτουργικοί με παρόμοιους τρόπους. Έχουμε στιγμές έντασης, αλλά έχουμε γίνει και οι δύο καλύτεροι άνθρωποι», συμπληρώνει ο Λ. Καράτσαλος κι εκεί καταλαβαίνω ότι έχω απέναντί μου ένα σπάνιο δίδυμο που, παρά τους εντελώς διαφορετικούς και μάλλον αντικρουόμενους χαρακτήρες, έχουν μεταξύ τους μια χημεία που δύσκολα συναντάς σε συνεταίρους. Πρόκειται για δύο ανθρώπους με βαθιά γνώση του αντικειμένου τους, που δεν διστάζουν να παραδεχτούν ότι «γηράσκουν αεί διδασκόμενοι», κάτι που άλλωστε αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη της ποιότητας των κρασιών τους. Η γνωριμία τους ξεκινά από τα φοιτητικά τους χρόνια στη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης. «Εγώ φοιτητοπατέρας, ο Λέων, αναρχοαυτόνομος πάνω σε μια παλιά Moto Gucci, με έφτυνε ως κομματόσκυλο, τον έφτυνα ως αναρχοαυτόνομο». Λίγα χρόνια αργότερα και έχοντας και οι δύο πλέον επιλέξει διαφορετική καριέρα, ο ένας οινολόγος με πτυχίο από το Bordeaux και ο άλλος στέλεχος φαρμακευτικής εταιρείας, οι δρόμοι τους ξανασμίγουν. Εγκαταλείπουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, τις δουλειές τους –ο Γ. Παρασκευόπουλος, όπως λέει, απολύθηκε από την Μπουτάρης Οινοποιητική και ο Λ. Καράτσαλος παραιτήθηκε από τη Φαρμακευτική– και εκεί κάπου, τον Φεβρουάριο του 1994, ξεκίνησε η περιπέτεια της Γαίας Οινοποιητικής. Πρώτη ετικέτα του οινοποιείου που έφτιαξαν στη Σαντορίνη, ο Θαλασσίτης, «τον οποίο πουλήσαμε πόρτα πόρτα. Ήταν ένα κρασί που τάραξε τότε τα νερά με μια οινοποίηση πολύ διαφορετική από οποιαδήποτε Σαντορίνη μέχρι τότε», θυμάται ο Λ. Καράτσαλος. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και η Γαία Οινοποιητική εξελίχθηκε σε μια εταιρεία με σοβαρή παρουσία όχι μόνο εντός Ελλάδος, αλλά και εκτός, μια παρουσία για την οποία και οι δύο είναι ιδιαίτερα περήφανοι.
Ας μιλήσουμε για το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό.
Γ. Π. Στο εξωτερικό πέφτουμε πάντα πάνω στην Α΄ Εθνική του ελληνικού κρασιού. Είναι όσοι πριν από 20 χρόνια πήραμε την τσάντα μας και χτυπήσαμε πόρτες εκτός συνόρων. Ως ομάδα είχαμε πολλά κοινά, ίδιες αντιλήψεις και μπορέσαμε να το εκμεταλλευτούμε. Και καταφέραμε ως κλάδος να αλλάξουμε την κακή αντίληψη που υπήρχε στο εξωτερικό για το ελληνικό κρασί.
Λ. Κ. Αν και δεν μου αρέσει ο όρος «Α΄ Εθνική», συμφωνώ με τον Γιάννη ότι η διαφορά είναι πως αυτοί οι άνθρωποι καταλάβαμε ότι δεν έχει σημασία να πάρω χώρο εγώ από τον διπλανό μου, ότι ο ανταγωνιστής μου δεν ήταν ο διπλανός Έλληνας. Οι διεθνείς αγορές είναι τόσο μεγάλες, αυτό που παράγουμε εμείς είναι τόσο λίγο, δεν υπάρχει περίπτωση να συναντηθούμε πουθενά. Και αυτό έκανε τη διαφορά. Επίσης αντιληφθήκαμε νωρίς ότι έπρεπε να βασιστούμε σε οργανωμένα δίκτυα διανομής, ούτως ώστε να μπορέσουμε να δουλέψουμε σωστά.
Υπάρχει πάντως μια αντίληψη ότι το ελληνικό κρασί είναι ακριβό.
Γ. Π. Υπάρχει η περιρρέουσα αίσθηση ότι τα entry level ελληνικά κρασιά είναι ακριβά. Παραδέχονται όμως παράλληλα ότι το ελληνικό high end κρασί είναι φθηνό σε σχέση με την ποιότητά του. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό μεταξύ των δύο. Θεωρώ ότι οι Έλληνες δεν θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε ποτέ τα entry level κρασιά, θα πρέπει να στραφούμε στα κρασιά υψηλής ποιότητας.
Λ. Κ. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει value for money κρασί. Τα ακριβά κρασιά είναι φθηνά και τα φθηνά ακριβά.
Υπάρχει κάποια ποικιλία στην οποία ως χώρα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση;
Λ. Κ. Όσοι έρχονται και ψάχνουν για να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα δεν είναι απαραίτητο να σταθούν μόνο στη γηγενή ποικιλία. Ωστόσο, εμείς στην Ελλάδα πρέπει να εξελίξουμε τις εγχώριες ποικιλίες τεχνικά, κάτι που δεν έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια.
Γ. Π. Κάθε χώρα έχει μια ευκαιρία να τοποθετήσει στην παγκόσμια αγορά μια ποικιλία. Π.χ. η Αυστρία με το Grunevertliner, η Γερμανία με το Riesling κ.λπ. Εμείς, ως μικρή χώρα, μία ποικιλία θα τοποθετήσουμε και αυτή είναι το Ασύρτικο. Ασχέτως του αν κάνουμε και άλλα πράγματα. Θέλεις κάπως να σε θυμάται ο άλλος, και την Ελλάδα θα τη θυμούνται με το Ασύρτικο.
Πού θα εντοπίζατε τις μεγαλύτερες παθογένειες του κλάδου σήμερα;
Γ. Π. Mεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, συνειδητοποιήσαμε ότι η Ελλάδα έχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα αυτή τη στιγμή. Το ένα είναι το αμπέλι. Το δεύτερο είναι τα marketing skills. Είναι μία από τις αιτίες που δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε τα προϊόντα μας εκεί που πρέπει. Θεωρώ ότι είμαστε οι πρωταθλητές του αντι-μάρκετινγκ. Ένα παράδειγμα: Ο αμπελώνας της Σαντορίνης είναι ο πιο παλιός στον πλανήτη. Αν βρισκόταν στη Γαλλία ή στην Ιταλία, θα το γνώριζαν και οι πέτρες. Εμείς δεν μπορούμε καν να φτιάξουμε το αφήγημα. Αποτέλεσμα; Διαβάζεις στο Wine Spectator ότι το πιο παλιό αμπέλι βρίσκεται στην Αυστραλία. Φταίει αυτός; Όχι βέβαια. Πάντως, κάποια πράγματα αρχίζουν να διορθώνονται σιγά σιγά.
Και το αμπέλι στο οποίο αναφερθήκατε;
Γ. Π. Υπάρχει μεγάλη υστέρηση γνώσης ως προς το αμπέλι, είμαστε πίσω 30 χρόνια. Αντίθετα, στο κομμάτι του οινοποιείν οι Έλληνες είμαστε στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους. Έχουμε τεχνογνωσία του οινοποιείου πολύ καλύτερη από την τεχνογνωσία του αμπελιού. Γι’ αυτό κάναμε και το μεγάλο βήμα στα λευκά κρασιά. Για να κάνεις τη διαφορά στο κόκκινο κρασί, πρέπει να έχει προηγηθεί πολύ καλή δουλειά στο αμπέλι. Όταν γίνει αυτό, τότε η Ελλάδα θα κάνει και το επόμενο βήμα στο εξωτερικό. Ακόμη τα κόκκινά μας κουβαλούν στην πλάτη την έλλειψη τεχνογνωσίας της αμπελουργίας.
Ποια θεωρείτε την καλύτερη στιγμή που έχετε ζήσει στη μακρόχρονη πορεία της Γαίας Οινοποιητικής;
Λ. Κ. Όταν το Κτήμα Γαία βραβεύτηκε με το International Trophy, ήμουν στο Λονδίνο και όλοι αυτοί οι είρωνες, περίεργοι Εγγλέζοι, οι οποίοι ταυτόχρονα είναι πολύ ανοιχτοί και ψάχνουν τα πάντα, έρχονταν και έλεγαν τι είναι αυτό που πήρε Ιnternational Τrophy (τα Όσκαρ των κρασιών). Ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές…
Γ. Π. Μια στιγμή που δεν έχει να κάνει με τη Γαία, αλλά με τον κλάδο. Όταν ζήτησαν από τη διάσημη οινογράφο Jancis Robinson να διαλέξει μία ποικιλία από τις 1.368 που περιλαμβάνει το βιβλίο της «Wine Grapes», απάντησε ευθέως: «Είναι δύσκολη ερώτηση, αλλά αν με υποχρεώσετε να διαλέξω μία, αυτή είναι το Ασύρτικο της Σαντορίνης».
Βυθισμένος Θαλασσίτης, μια τρέλα του Γ. Παρασκευόπουλου;
Γ. Π. Η πατρότητα της ιδέας ανήκει στον Γιώργο Στεργίδη. Στην αρχή το απέρριψα ως πολύ μαρκετινίστικο. Άρχισα όμως πάλι να το επεξεργάζομαι και τότε ξεκίνησε ένα μεγάλο πείραμα, σχετικά με τη διαχείριση οξυγόνου και την ικανότητα παλαίωσης του Ασύρτικου. Έτσι αποφασίσαμε να υλοποιήσουμε την ιδέα να βουλιάξουμε κάποιες φιάλες στον βυθό της θάλασσας για πέντε χρόνια. (βλ. σελ. 6)
Εσείς πώς αντιδράσατε όταν σας πρωτοείπε αυτή την ιδέα ο Γιάννης;
Λ. Κ. Ο Γιάννης έχει χιλιάδες ιδέες… είναι κύματα ιδεών. Οι περισσότερες από αυτές είναι σχεδόν καταστροφικές οικονομικά. Αναγκάζομαι και προσπαθώ να φιλτράρω, να μην μπαίνω στην ουσία της ιδέας, αλλιώς θα οδηγούμασταν στην καταστροφή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τη βρήκα και τόσο καταπληκτική ιδέα. Του είπα: 500 φιάλες είναι, κάνε ό,τι γουστάρεις… Θεωρούσα ότι δεν θα πουλήσει, ότι ο μπελάς θα ήταν πολύ μεγάλος, τον οποίο παρεμπιπτόντως τον τραβάει ο ίδιος…
Γ. Π. Η επόμενη ιδέα μου είναι ένα αμπέλι στον Άρη…