Η δικτατορία των 750 ml | του Κων. Λαζαράκη, MW | τεύχος 7

Φανταστείτε για λίγο έναν κόσμο που θα έμοιαζε στον πραγματικό σχεδόν σε όλα, εκτός από λίγες περιπτώσεις. Μάλιστα, θα ήταν ενδεχόμενο να μην ανακαλύψετε ποτέ αυτές τις διαφορές, αρκεί να μη σας άρεσαν συγκεκριμένα πράγματα. Για παράδειγμα, αν δεν σας άρεσαν τα τυριά, δεν θα παρατηρούσατε ποτέ πως τα εστιατόρια πουλούν τα τυριά όχι με το κιλό, αλλά μόνο στη συσκευασία που αυτό το τυρί παράγεται στο τυροκομείο. Σε μερικά τυριά αυτό δεν θα ήταν μεγάλο πρόβλημα, όπως σε κάποια γαλλικά τυριά που φτιάχνονται σε μικρές πυραμίδες. Αλλά φανταστείτε την παρμεζάνα, όπου είτε έπαιρνες όλο το κεφάλι των 32 κιλών είτε τίποτα. Αν ήσασταν vegan, δεν θα παρατηρούσατε πως οι χασαποταβέρνες πουλούν κρέας μόνο με το ζώο. (Και πάλι, άλλο το να ήθελες ορτύκι, οπότε κανένα πρόβλημα, και άλλο μοσχάρι.) Αν όμως όντως ήσασταν vegan, μάλλον θα βλέπατε πως τα vegan restaurants πουλούσαν, π.χ., τα ακτινίδια με το δέντρο…

Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν αρκετά προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο με τον παραπάνω τρόπο. Σε αρκετά από αυτά υπάρχει καλός λόγος, για παράδειγμα στα αυτοκίνητα. (Αν και αν είσαι μέσα στα πράγματα, και αυτοκίνητο μπορείς να πάρεις λίγο.) Σε άλλα προϊόντα δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτό. Ένα από αυτά είναι το κρασί.

Ο παραδοσιακός τρόπος που αγοράζεται το κρασί σε σημεία επιτόπιας κατανάλωσης είναι είτε με το κιλό, αν μιλάμε για εστιατόρια που πουλούν χύμα κρασί, είτε με το μπουκάλι, σε μέρη που έχουν εμφιαλωμένο. Φυσικά, μπορεί κάποιος να πει πως «μια φιάλη δεν είναι πολλή για, ας πούμε, δύο άτομα». Δύο σχόλια εδώ. Αρχικά, μία φιάλη κρασί για δύο άτομα θεωρείται πια πολύ. Ο σύγχρονος ορισμός του αλκοολικού είναι το άτομο που έστω και μία φορά την εβδομάδα καταναλώνει πάνω από πέντε πρότυπες μονάδες αλκοόλης, που είναι 10 ml καθαρού οινοπνεύματος. Μία φιάλη κρασιού με 14% αλκοόλ είναι λίγο πάνω από τις δέκα μονάδες. Άρα, εν έτει 2017 η μία φιάλη ανά δύο άτομα είναι το να πίνετε ως αλκοολικοί.

Το δεύτερο σχόλιο είναι πως η μία φιάλη κρασί ανά δύο άτομα θα αντιστοιχούσε σε επίπεδο φαγητού στο να παίρνουμε μόνο ένα πιάτο σε κάθε δείπνο (αλλά τεράστιο, τόσο μεγάλο ώστε να χαρακτηριζόμαστε βουλιμικοί). Αφού είναι λογικό να ξεκινά ένα δείπνο με το κρασί που θα τελειώσει κιόλας, γιατί να μην ισχύει και το ίδιο και για το φαγητό. Έπειτα υπάρχει το θέμα της δοκιμής. Αν σας άρεσε η παρμεζάνα πολύ, πιθανόν και να παραγγέλνατε ένα ολόκληρο κεφάλι, αν και θα πρέπει να ήσασταν μεγάλη παρέα. Αν δεν είχατε δοκιμάζει όμως ποτέ, θα το τολμούσατε; Μάλλον όχι. Η ευθύνη θα ήταν μεγάλη.

Αυτό που περιγράφω στις παραπάνω παραγράφους είναι «η δικτατορία των 750 ml». Είμαι πεπεισμένος πως η πώληση κρασιού με τη φιάλη είναι ό,τι χειρότερο για τον χώρο του κρασιού. Κάνει την αγορά κρασιού ακριβή, ενώ φοβίζει τον καταναλωτή και τον κάνει να βλέπει τον όποιο πειραματισμό επώδυνο.

Και τότε ήρθαν τα wine bars, αλλά και πολλά εστιατόρια που έβαλαν το «κρασί με το ποτήρι» στο προσκήνιο. Το ποιοτικό κρασί με το ποτήρι. Για να πιει κάποιος ένα καλό κρασί, δεν έπρεπε πια να βρεθεί σε ένα εστιατόριο, να πληρώσει και για το φαγητό, αλλά και για μία ολόκληρη φιάλη. Μπορούσε να πάει σε ένα wine bar, να πάρει μόνο ένα ποτήρι κρασί, που και να είναι κορυφαίας ποιότητας, αλλά και ταυτόχρονα σε λογική τιμή. Μπορούσε να επιλέξει κάτι που δεν ήξερε πιο εύκολα, γιατί το κόστος θα ήταν μικρό ή και μηδενικό, στην περίπτωση του «παιδί, αυτό που μου πρότεινες δεν πίνεται». Τα wine bars έφεραν τον εκδημοκρατισμό του εμφιαλωμένου, επώνυμου κρασιού.

Φυσικά, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να διορθωθούν. Αρκετοί οινολάτρες δεν επιλέγουν κρασί με το ποτήρι, γιατί είτε θεωρούν πως θα σερβιριστούν από μπουκάλι ανοιγμένο τον περασμένο μήνα είτε ότι δεν θα τους έρθει το κρασί που παρήγγειλαν. Σαφέστατα υπάρχουν και τέτοια προβλήματα, αλλά, σε αντιδιαστολή, υπάρχουν επιτυχημένα σημεία που έχουν σπαταλήσει χιλιάδες ευρώ σε εξοπλισμό και εκπαίδευση για να σερβίρουν τα κρασιά τους στην κατάσταση που πρέπει.

Το επόμενο βήμα, που το βλέπω μέχρι στιγμής να συμβαίνει μόνο σε περιορισμένο αριθμό σημείων, είναι η προσέγγιση του «δεν μπορείτε να αγοράσετε Ferrari, αλλά μπορούμε να σας τη νοικιάσουμε για μία ημέρα». Πρέπει τα wine bars να μην είναι παραγγελιοληψία, αλλά ένα παράθυρο στο θαύμα του κρασιού. Οι τιμές των πιο πολλών μεγάλων κρασιών έχουν πια φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη και ελάχιστοι οινόφιλοι μπορούν να αγοράσουν μια φιάλη. Όμως, αν υπάρχει η δυνατότητα να δοκιμάσουν έστω και λίγο (και σε μια τιμή που είναι αναλογικά το ίδιο υψηλή, αλλά σε απόλυτο επίπεδο πιο διαχειρίσιμη), τότε υπάρχει ελπίδα.

Γιατί πρέπει να θυμόμαστε κάτι σημαντικό: Όσο βρίσκουμε πιο εύκολους τρόπους να δοκιμάζει ο κόσμος μεγάλα κρασιά, τόσο είναι πιο εύκολο να γίνει αντιληπτό το μεγαλείο αυτού του προϊόντος.

Ο χώρος του κρασιού στην Ελλάδα χρωστάει πολλά στα wine bars.

 

 

 

 

 

 

 

                   

Τhe Barossa Experience | του Γρηγόρη Μιχαήλου, DIP WSET | τεύχος 7

«Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται το κρασί που τους έδωσες να δοκιμάσουν, αλλά θα θυμούνται για πάντα την εμπειρία που τους χάρισες με αφορμή αυτό το κρασί. Έτσι και εμείς εδώ δεν πουλάμε κρασί, αλλά εμπειρίες στους επισκέπτες μας»…

Δεν νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο που να συνοψίζει καλύτερα τη φιλοσοφία των ανθρώπων της Barossa Valley από τη συγκεκριμένη φράση της brand manager του οινοποιείου St Hugo, εκείνο το πρωινό της 23ης Ιουνίου, στην καρδιά της πιο φημισμένης οινικής περιοχής της Αυστραλίας. Το ταξίδι στην Barossa ήρθε ακριβώς τρεις μήνες μετά από μια «μαγική» εκδρομή στο Πιεμόντε, στην περιοχή του Barolo, για να μου θυμίσει ότι πράγματι υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον λεγόμενο Παλαιό και τον Νέο Κόσμο. Και αυτή η διάκριση δεν έχει να κάνει τόσο με τα κρασιά ή το στυλ που αυτά εκφράζουν –τα όρια όσο πάει γίνονται και πιο δυσδιάκριτα–, αλλά κυρίως με τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Από τη μια η Ευρώπη, με παράδοση αιώνων, πανέμορφους, δύσβατους αμπελώνες, ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και τοπική γαστρονομία που αναδεικνύει τα κρασιά της κάθε περιοχής, και από την άλλη χώρες όπως η Αυστραλία, που στηρίζονται στις καινοτόμες ιδέες, στην ελευθερία σκέψης, στο έξυπνο marketing και στην απόλυτη προσήλωση στα θέλω του οινόφιλου-πελάτη.

Δεν υπάρχει τίποτα που θα βάλετε στο μυαλό σας και δεν θα μπορέσετε να το πραγματοποιήσετε στην Barossa, με έναν και μοναδικό όρο: να έχετε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθετε στην πληθώρα των εμπειριών που σας προσφέρονται… Για παράδειγμα, η κορυφαία εμπειρία –The Sainthood experience– που προσφέρει το boutique οινοποιείο St Hugo κοστίζει «μόλις» 150.000 αυστραλέζικα δολάρια, έχει διάρκεια τρεις μέρες και ανάμεσα στις δραστηριότητες που περιλαμβάνει εξέχουσα θέση κατέχει η μεταφορά με πτήση charter στους ιδιόκτητους αμπελώνες του St-Hugo, στην ονομαστή περιοχή της Coonawara, εκεί όπου παράγονται κάποια από τα καλύτερα αυστραλέζικα Cabernet Sauvignon. Ο κροίσος-επισκέπτης θα επιλέξει μια σειρά αμπελιών η οποία προς τιμήν του θα πάρει το όνομά του, «μετουσιώνοντάς» τον με αυτόν τον τρόπο σε έναν θρύλο της περιοχής. Η σειρά αυτή αμπελιών θα δώσει το φρούτο για ένα κρασί κομμένο και ραμμένο στις επιθυμίες του πελάτη, φτιαγμένο σε συνεργασία με τον chief-οινολόγο του St-Hugo. Για τρία χρόνια το δικό του κρασί, από τη δική του σειρά αμπελιών που φέρει το όνομά του, θα φτάνει στην πόρτα του σπιτιού του, σε όποια γωνιά του πλανήτη και αν αυτή βρίσκεται.

Θεωρείτε πως οι άνθρωποι της Barossa κινούνται στη σφαίρα του παραλόγου; Η πρόβλεψη που μας έδωσε η manager του οινοποιείου είναι ότι μέσα στον επόμενο χρόνο θα βρεθεί ο πρώτος πελάτης που θα αγοράσει τη συγκεκριμένη «Sainthood Experience» των 150.000 δολαρίων και λογικά θα προέρχεται από την –όχι και τόσο μακρινή για την Αυστραλία– αγορά της Κίνας. Ακόμα όμως κι αν δεν βρεθεί κανείς να αγοράσει τη συγκεκριμένη εμπειρία, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τους ανθρώπους του οινοποιείου… Τα πάντα γίνονται στο πλαίσιο του λεγόμενου premiumisation και του χτισίματος μιας ισχυρής ταυτότητας (branding) για το St-Hugo.

Το «Sainthood Experience» είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα… Μια επίσκεψη στο υπεραιωνόβιο «Centennial» κελάρι του φημισμένου για τα ενισχυμένα κρασιά οινοποιείου Seppeltsfield θα σας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τη μεγαλύτερη συλλογή παλαιωμένων single vintage Τawny, που ξεκινάει από το 1878 και συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι και σήμερα. Εκεί θα μπορέσετε να βιώσετε την εμπειρία της δοκιμής κρασιού από τη χρονιά της γέννησής σας (ή της γέννησης του παππού ή του προπάππου σας, αν προτιμάτε) ή να βιώσετε στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, δοκιμάζοντας μέσα από την εμπειρία «Moments in History» κρασί από τη χρονιά θανάτου του Elvis Presley (1977), από την πρώτη επίσκεψη του ανθρώπου στο φεγγάρι (1969) ή ακόμα και τη βύθιση του «Τιτανικού» (1912). Είναι τρελοί αυτοί οι Αυστραλοί!

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται άκρως εντυπωσιακά, αγγίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια του εξωπραγματικού. Είναι ωστόσο μια διαφορετική –νεοκοσμίτικη, ας μου επιτραπεί ο όρος– προσέγγιση, κατά την οποία το κρασί δεν είναι υποχρεωτικά ο «ομφαλός» ή το κέντρο της Γης, αλλά πολύ πιο απλά μέρος μιας συνολικά προσφερόμενης εμπειρίας. Όσο και να σοκάρει εμάς τους σκληροπυρηνικούς οινόφιλους, η πραγματικότητα είναι πως το 63% των ανθρώπων που επισκέφτηκαν την Barossa μέσα στο 2015 δεν το έκαναν για τα κρασιά και τα οινοποιεία της περιοχής, αλλά για να γευματίσουν/δειπνήσουν σε ένα από τα εξαιρετικά εστιατόρια που διαθέτει η περιοχή. Μόλις το 46% των επισκεπτών είχαν ανάμεσα στις προθέσεις τους την επίσκεψη σε κάποιο από τα οινοποιεία για γευστική δοκιμή. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά, αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για την πλέον premium οινοπαραγωγό περιοχή της Αυστραλίας.

Τι πιο προφανές λοιπόν από το να χτίσεις ένα cellar-door ή, αν προτιμάτε, ένα wine-lounge –σε μια πιο chic, μαρκετινίστικη, απόδοση του όρου– για να προσφέρεις στους επισκέπτες σου όλα αυτά τα οποία φαίνεται πως αναζητούν;  Εμπειρίες που περιστρέφονται γύρω από το κρασί, αλλά δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με αυτό.

Τι είδαμε, λοιπόν, στο νεότευκτο cellar-door του κολοσσού που λέγεται Jacobs Creek; Πανέμορφα μονοπάτια για πεζοπορία μέσα στους αμπελώνες, hi-tech εστιατόριο με κορυφαίο Αυστραλό celebrity chef να μαγειρεύει πρωινό, μεσημεριανό ή δείπνο, με τις πρώτες ύλες να προέρχονται αποκλειστικά από δικές τους καλλιέργειες, άφθονους χώρους για να παίζουν τα παιδιά ασταμάτητα, πολυθρόνες-μαξιλάρια για άραγμα και χαλάρωση μέσα στα αμπέλια, ακόμα και γήπεδα τένις και ποδήλατα για τους πιο αθλητικούς τύπους που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φυσική τους κατάσταση. Από την άλλη, δεν είδαμε ούτε μία ανοξείδωτη δεξαμενή, ούτε έναν χώρο παραγωγής ή ένα πιεστήριο, δεν ακούσαμε το παραμικρό για μηλογαλακτικές ζυμώσεις και οξικά βακτήρια. Το κρασί φυσικά υπάρχει σε όλες τις δυνατές μορφές, μέσα όμως από μια πολύ fun, προσιτή, αλλά και engaging προσέγγιση για τους επισκέπτες. Το βασικό στοιχείο, όμως, που πρέπει να κρατήσετε είναι πως ακόμα και ο μη οινόφιλος θα βρει τρόπους να περάσει εξαιρετικά καλά.

Το γεγονός ότι μόνο το Jacobs Creek έχει 170.000 επισκέπτες τον χρόνο σημαίνει ότι προφανώς βαδίζουν στο σωστό μονοπάτι… Μην αντιπαρατεθείτε στα λεγόμενά μου υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν οινοποιεία στη Σαντορίνη που δέχονται μεγαλύτερο όγκο επισκεπτών σε μία σεζόν, γιατί δεν πρόκειται να σας αμφισβητήσω… Η στρατηγική όμως στο Jacobs Creek δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των επισκεπτών, αλλά με την αύξηση του μέσου όρου χρημάτων που ο κάθε επισκέπτης ξοδεύει σε μία βόλτα του στο οινοποιείο. Αν δεν σ’ τα «πάρουν» από το κρασί, θα βρουν άλλους τρόπους να σ’ τα «πάρουν», είτε από το φαγητό, είτε από ένα βιβλίο που θα αγοραστεί από το πωλητήριο, είτε από μια εμπειρία που έχουν δημιουργήσει και θα θέλεις να πληρώσεις για να τη βιώσεις… Οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τον ελληνικό τουρισμό και τις θριαμβολογίες του υπουργείου Τουρισμού είναι, όπως καταλαβαίνετε, εκτός πραγματικότητας. Και η μέγιστη διαφορά είναι ότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ολόκληρο εγχειρίδιο και πλάνο για το πού θέλουν να πάνε και τους τρόπους με τους οποίους θα το πετύχουν και όχι απλώς προσπάθεια να φέρουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται στο κατώφλι του οινοποιείου τους.

Αναρωτιέστε μετά από όλα αυτά αν στην Barossa έχει «πάει βόλτα» ο ρομαντισμός και το «παραμύθι» που συνοδεύει σχεδόν πάντα τον κόσμο του κρασιού; Και εγώ προς στιγμήν ένιωσα ότι μου έλειψαν οι αμέτρητες κουβέντες που μοιράστηκε μαζί μας στο Πιεμόντε ο οινοποιός Giuseppe Vajra, για την ιστορία της οικογένειας, για το πώς ο πατέρας του –γνωστός και ως «il professore» στην περιοχή– αποφάσισε να επιστρέψει στο Barolo για να συνεχίσει μια παράδοση αιώνων, αλλά και τo πώς η μητέρα τους Milena αποτελεί το στήριγμα όλης της φαμίλιας σε όλες τις δύσκολες αποφάσεις. Στα μεγάλα οινοποιεία της Barossa η προσπάθεια μιας ολόκληρης ομάδας marketing, social media experts και brand managers είναι να οδηγήσουν τον καταναλωτή στο να ξοδέψει ακόμα και 5 δολάρια παραπάνω κατά την επίσκεψή του, αφού κάτι τέτοιο θα σημαίνει τεράστια αύξηση του τζίρου των οινοποιείων και χρήμα που ρέει εύκολα.

Ένα stop-over όμως εκτός προγραμματισμού στο Rockford Estate ήταν αρκετό για να διαλύσει όλους τους –μέχρι εκείνη τη στιγμή– προβληματισμούς μου γι’ αυτού του είδους την προσέγγιση. Εκεί ήρθαμε σε επαφή με ένα παλιό αγροτόσπιτο του περασμένου αιώνα, ένα πιεστήριο του 1920 και μηχανήματα οινοποίησης βγαλμένα από τη μηχανή του χρόνου, σε μία ίσως από τις πιο αυθεντικές προσεγγίσεις που έχω συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια που επισκέπτομαι οινοποιεία. Εδώ δεν υπήρχαν προσφερόμενες εμπειρίες, τρέλες ή εξτραβακάντζες. Εμπειρία ήταν απλώς και μόνο το tasting των κρασιών αυτών σε ένα μικρό πωλητήριο. Υπάρχει και αυτή η πλευρά της Barossa, που δίνει τον απαραίτητο πλουραλισμό και έξτρα αξία σε μια περιοχή που θέλει να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες οινικές περιοχές του πλανήτη.

Η εκδρομή στο Barolo ήταν μια «βουτιά» στην ιστορία, στην κουλτούρα, στον πολιτισμό, στην παράδοση και στη φινέτσα που λίγες περιοχές μπορούν να προσφέρουν τόσο απλόχερα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά… Η Barossa όμως ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ήταν η διεύρυνση των οριζόντων μας, η επαφή με μια πιο εξωτική –προκλητική για τα δεδομένα μας– προσέγγιση στο κρασί και η προσγείωση σε μια διαφορετική πραγματικότητα, στην οποία δεν είμαστε εμείς υποχρεωτικά οι καλύτεροι. Η Barossa ήταν ένα πραγματικό σχολείο για όλους εμάς που είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε σε αυτή την –once in a lifetime– εμπειρία.

Key facts για την Barossa

  • Η συνολική έκταση αμπελώνων στην Barossa Valley είναι 11.370 εκτάρια.
  • Το υψόμετρο κυμαίνεται στα 250-370 μ. από το επίπεδο της θάλασσας.
  • Το κλίμα είναι ζεστό μεσογειακό, ικανό να δώσει ρωμαλέα, δυνατά κόκκινα κρασιά, εξαιρετικά ενισχυμένα τύπου Port και πληθωρικά λευκά, ενώ υπάρχουν πιο ψυχρές περιοχές στις παρυφές των γύρω βουνών, που είναι ιδανικές για ποικιλίες όπως το Cabernet Sauvignon και το Riesling.
  • Στην Barossa Valley θα βρείτε τη μεγαλύτερη συλλογή παλαιών αμπελιών της Αυστραλίας με αμπέλια τα οποία ξεπερνούν τα 150 έτη σε ηλικία.
  • Οι παραδοσιακά καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Barossa είναι το Shiraz, το Grenache και το Mataro (Mourvedre), ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα νέο κύμα φυτεύσεων με ποικιλίες της Μεσογείου, όπως Fiano, Montepulciano, Tempranillo, Dolcetto, Graciano και Sangiovese.
  • To Shiraz είναι η ποικιλία-σταρ της Barossa Valley, καλύπτοντας περίπου το 50% των συνολικών φυτεύσεων της περιοχής.
  • Το τυπικό στυλ ενός Shiraz της Barossa είναι γεμάτο, με ώριμο φρούτο και ώριμες βελούδινες τανίνες. Τα καλύτερα παραδείγματα μετριάζουν αυτόν τον πληθωρικό χαρακτήρα με ισορροπημένη οξύτητα.
  • Το παλαιότερο αμπέλι Shiraz στην Barossa χρονολογείται από το 1842.
  • Όπως και σε ολόκληρη τη Νότια Αυστραλία, η φυλλοξήρα δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην περιοχή και υπάρχει αυστηρή καραντίνα για την αποφυγή εμφάνισής της.
  • Το ποσοστό ερυθρών και λευκών κρασιών στην Barossa Valley είναι 80/20 αντίστοιχα.
  • Μέχρι και τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 το κύριο στυλ των κρασιών που παράγονταν στην Barossa ήταν ενισχυμένα κρασιά σε στυλ tawny από Grenache και Shiraz.
  • Η πιο σημαντική λευκή ποικιλία στην Barossa Valley είναι το Riesling, με τα καλύτερα παραδείγματα να έχουν δυνατότητες παλαίωσης που ξεπερνούν τη δεκαετία.

Οι δύο κορυφαίες οινικές στιγμές μου στην Barossa

Penfolds, Grange 2011

Τo Grange των 850 αυστραλέζικων δολαρίων είναι πολύ παραπάνω από ένα άρτιο σε όλα τα επίπεδα κρασί. Είναι η premium εικόνα της Αυστραλίας στην παγκόσμια αγορά, ευσεβής πόθος κάθε οινόφιλου, ένα πραγματικό icon του οποίου η φήμη είναι εφάμιλλη των πρωτοκλασάτων Bordeaux και των κορυφαίων κρασιών της Βουργουνδίας. Η επίσκεψή μας στο ιστορικό Magill estate των Penfolds συνοδεύτηκε από ένα ποτήρι Grange που ευγενικά μάς προσφέρθηκε, με το «πρόσχημα» ότι δεν μπορείς να φύγεις από την «πηγή» χωρίς να έχεις δοκιμάσει τον θρύλο της αυστραλέζικης οινοποιίας. Εξαιρετικά συμπυκνωμένο, μια «βόμβα» μαύρου, πυκνού φρούτου και πιπεριού σε μια μύτη που «μυρίζει ακριβά», με γενναιόδωρες νύξεις καπνού, ταμπάκο και βανίλιας από το βαρέλι. Το στόμα σαν οδοστρωτήρας, με εντάσεις και δύναμη, σου θυμίζει αυτόματα ότι πρόκειται για ένα κρασί «βρέφος», το οποίο μπορεί να ξεπεράσει τα 50 χρόνια σε παλαίωση.

Rockford, Basket Press Shiraz 2013

To highlight των highlights δεν καταφέραμε να το δοκιμάσουμε στη στάση μας στο παραδοσιακό οινοποιείο της Barossa, αφού προφανώς το κρασί εξαντλείται αστραπιαία με τη διάθεσή του στην αγορά. Λίγο αργότερα, σταθήκαμε τυχεροί παρέα με τον Γιάννη και την Ελένη στην επίσκεψή μας σε ένα κινέζικο εστιατόριο της Μελβούρνης, όπου το κρασί φιγουράριζε ανάμεσα στις προτάσεις της λίστας κρασιών. Τα 130 δολάρια πώλησης στο εστιατόριο έρχονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα 850 δολάρια, τιμή πώλησης του Grange από το οινοποιείο. Για όσους έχουν στο μυαλό τους την Barossa ως μια περιοχή που δεν μπορεί να δώσει κομψότητα, το ραφιναρισμένο, κομψό στυλ του Basket Press είναι βγαλμένο λες και προέρχεται από τον Παλαιό Κόσμο. Εκπληκτικά εκφραστικό, με φρεσκάδα φρούτου, πικάντικα, πιπεράτα στοιχεία στη μύτη και στόμα-σεμινάριο ισορροπίας ανάμεσα στη δύναμη και την κομψότητα, με το βαρέλι ίσα που να «χαϊδεύει» το στόμα. Από εκείνα τα κρασιά που δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις…

 

Γρηγόρης Μιχαήλος Dip WSET

Oδοιπορικό | ΔΡΑΜΑ | τεύχος 7

Εντυπωσιακά οινοποιεία, κρασιά αξιώσεων, ζεστή φιλοξενία και εξωστρέφεια. Σε αυτές τις φράσεις συνοψίζεται η εικόνα της Δράμας, της πιο νέας, αλλά ίσως της δυναμικότερης οινοπαραγωγού  περιοχής της Ελλάδας. Με παράδοση που χάνεται μέσα στον χρόνο και το νήμα της φαίνεται να κόβεται κάποια στιγμή, για να συνεχιστεί αργότερα, τη δεκαετία του ’90, η περιοχή της Δράμας αποτελεί σήμερα το επίκεντρο της σύγχρονης οινοπαραγωγής στη χώρα μας.   Με επικεφαλής επιτυχημένους επαγγελματίες στον χώρο του μαρμάρου, όπως οι οικογένειες Λαζαρίδη και Παυλίδη, οι άνθρωποι του κρασιού στη Δράμα χαρακτηρίζονται από τη φιλοδοξία τους να  φθάσουν τα κρασιά τους να συναγωνίζονται ισάξια εκείνα των μεγάλων οινοπαραγωγών περιοχών του κόσμου. Τα δείγματα είναι σαφώς ενθαρρυντικά. Με αξιοζήλευτο επαγγελματισμό, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις και έμφαση στις διεθνείς ποικιλίες, οι οινοπαραγωγοί της Δράμας διεκδικούν με αξιώσεις τη θέση τους στον παγκόσμιο οινικό χάρτη.

Τα αρωματικά λευκά, τόσο από ξένες όσο και από ελληνικές ποικιλίες, αποτελούν το δυνατό χαρτί του δραμινού αμπελώνα. Εδώ άλλωστε «γεννήθηκε» το blend Ασύρτικου με Sauvignon Blanc, ένα από τα πιο επιτυχημένα χαρμάνια λευκού οίνου, το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. H απουσία γηγενών ποικιλιών έστρεψε τους παραγωγούς στις διεθνείς ποικιλίες, οι οποίες γνωρίζουν μια νέα έκφραση στην περιοχή της Δράμας. Οι οινοποιοί τολμούν να πειραματιστούν και με λιγότερο  γνωστές στο ευρύ κοινό ερυθρές διεθνείς ποικιλίες, όπως είναι το  ισπανικό Tempranillo, η πορτογαλική Touriga Nacional και το γαλλικό Ugni Blanc, χωρίς ωστόσο να προσπερνούν τις ελληνικές, το Ξινόμαυρο, το Αγιωργίτικο και βεβαίως το Ασύρτικο, το οποίο φαίνεται να έχει βρει εδώ μια δεύτερη πατρίδα.

Οι συνθήκες που δημιουργεί η παρουσία τριών μεγάλων ορεινών όγκων, του Παγγαίου, του Φαλακρού και του Μενίκιου, και το ιδιαίτερο μικροκλίμα, που χαρακτηρίζει όχι μόνο κάθε περιοχή, αλλά και κάθε αμπελοτόπι, σε συνδυασμό με μια ποικιλία εδαφών –κυρίως  ασβεστολιθικά και αμμοαργιλώδη–, βοηθούν ιδιαίτερα την καλλιέργεια αρωματικών λευκών και ερυθρών ποικιλιών, που δίνουν υψηλόβαθμα κόκκινα. Πρόκειται για κρασιά μοντέρνα, που μαρτυρούν την άποψη που φαίνεται να μοιράζονται οι περισσότεροι οινοποιοί της Δράμας, ότι η Ελλάδα διαθέτει –με τις κατάλληλες προϋποθέσεις– τη δυνατότητα να συναγωνιστεί ισάξια γνωστές οινοπαραγωγούς περιοχές του κόσμου χωρίς να στηρίζεται αποκλειστικά στις γηγενείς ποικιλίες.

Χωρίς ιδιαίτερη τουριστική ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι διαθέτει αρκετούς ελκυστικούς προορισμούς, όπως τα μοναδικής ομορφιάς σπήλαια, οι αρχαιολογικοί χώροι –στην περιοχή διεξήχθη η περίφημη Μάχη των Φιλίππων– αλλά και  μοναδικές διαδρομές στο Παρθένο Δάσος για τους λάτρεις του βουνού, η Δράμα τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να αυξήσει τον αριθμό των επισκεπτών της, με τη διοργάνωση τόσο της Δραμοινογνωσίας όσο και του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους. Βρεθήκαμε εκεί δύο ζεστές ημέρες του Σεπτεμβρίου, με τον τρύγο να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, γεγονός που μας εμπόδισε δυστυχώς να περιηγηθούμε και στα επτά οινοποιεία της περιοχής, καθώς οι εργασίες  δεν επέτρεψαν σε κάποιους οινοποιούς των μικρότερων κτημάτων να μας δεχτούν. Είχαμε ωστόσο την ευκαιρία να παρευρεθούμε σε νυχτερινό τρύγο στο Κτήμα Παυλίδη, στα Κοκκινόγεια, βιώνοντας μια μοναδική εμπειρία, και να επισκεφτούμε τα τέσσερα μεγαλύτερα οινοποιεία της περιοχής του Δοξάτου και της Αγοράς. Εντυπωσιαστήκαμε από τις εγκαταστάσεις, τα μεγέθη των οινοποιείων –που είναι χτισμένα κυρίως από μάρμαρο που παράγεται στην περιοχή–, συναντήσαμε ανθρώπους επαγγελματίες, με πάθος γι’ αυτό που κάνουν και όραμα να οδηγήσουν τη Δράμα στην κορυφή των οινοπαραγωγών περιοχών της Ελλάδας,  διεκδικώντας παράλληλα μια υψηλή θέση ανάμεσα στις διάσημες περιοχές του κόσμου.

ΚΤΗΜΑ ΠΑΥΛΙΔΗ

Σε απόσταση 17 χιλιομέτρων από τη Δράμα, περιτριγυρισμένο από  200 στρέμματα ιδιόκτητου αμπελώνα και με έναν ιδιαίτερα φροντισμένο περιβάλλοντα χώρο, βρίσκεται το οινοποιείο του Κτήματος Παυλίδη. Οι γραμμές του, λιτές και αυστηρές, σέβονται απόλυτα το περιβάλλον και θυμίζουν στον επισκέπτη ότι βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία παράγει μάρμαρο, το βασικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του κτιρίου.

Η αγάπη του Χριστόφορου Παυλίδη –καταξιωμένου επιχειρηματία στον χώρο του μαρμάρου– για το κρασί οδήγησε στις πρώτες φυτεύσεις αμπελώνων στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και το 2001 έκανε την εμφάνισή του το πρώτο κρασί του κτήματος, το Κτήμα Παυλίδη. Το 2006 κυκλοφόρησε στην αγορά η σειρά ΤΗΕΜΑ, ερυθρά και λευκά από blends ελληνικών και ξένων ποικιλιών, και ακολούθησε η σειρά EMPHASIS, μονοποικιλιακά ερυθρά και λευκά από διεθνείς ποικιλίες, όπως Chardonnay, Syrah και το ισπανικό  Tempranillo, αλλά και από Ασύρτικο, το οποίο προσφέρει μια διαφορετική έκφραση από εκείνο της Σαντορίνης. Μετά τη βραδινή μας επίσκεψη, κατά την οποία είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε τον νυχτερινό τρύγο (βλ… ), την επόμενη ημέρα μάς υποδέχτηκε ο επικεφαλής οινολόγος Παναγιώτης Κυριακίδης, ο οποίος μας ξενάγησε στους πραγματικά εντυπωσιακούς χώρους του οινοποιείου. Υπερσύγχρονες δεξαμενές με εξελιγμένα συστήματα ελέγχου της θερμοκρασίας, αντλίες περισταλτικού τύπου, απολύμανση των δεξαμενών με ειδικούς ατμοποιητές, ώστε να αποφεύγεται η χρήση χημικών, μερικά από τα στοιχεία που μας τράβηξαν την προσοχή στον χώρο της παραγωγής.

Ο αμπελώνας του κτήματος είναι χωρισμένος σε δύο τμήματα, με τα 200 στρέμματα να βρίσκονται στην περιοχή Κοκκινόγεια και σε υψόμετρο περίπου 200 μ., όπου και το οινοποιείο, και τα υπόλοιπα 400 στην Περιχώρα και στον Αγ. Μηνά, σε ελαφρώς μεγαλύτερο υψόμετρο. Η ξενάγησή μας ολοκληρώθηκε με τη γευστική δοκιμή,  όπου είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μερικά από τα εμβληματικά κρασιά του κτήματος: το λευκό THEMA 2015 από Sauvignon Blanc και Ασύρτικο, με αρώματα εσπεριδοειδών δεμένα αρμονικά με φυτικές νότες ακακίας, το ΤΗΕΜΑ Rosé, ένα ρόδινο ροζέ από Tempranillo με αρώματα φράουλας και φρούτων του δάσους, ιδανικό για να συνοδεύει πιάτα της ελληνικής κουζίνας, το THEMA ερυθρό 2014, από 60% Syrah και 40% Αγιωργίτικο, και το EMPHASIS Syrah 2015, ένα από τα καλύτερα δείγματα ελληνικού  Syrah.

KTHMA ΚΩΣΤΑ ΛΑΖΑΡΙΔΗ

Η επίσκεψή μας στην αμπελουργική ζώνη Αγοράς-Δοξάτου ξεκίνησε  πρωί πρωί, με πρώτο σταθμό το οινοποιείο του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη. Γνωρίζαμε βεβαίως ότι το όνομα Λαζαρίδη –γνωστοί επιχειρηματίες στον χώρο του μαρμάρου– είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη Δράμα και την ανάπτυξη της αμπελουργικής της ζώνης, τίποτα ωστόσο δεν μας είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα αντικρίζαμε φτάνοντας, καθώς τα μεγέθη εδώ ξεπερνούν ό,τι έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα στις οινικές εξορμήσεις μας. Ένα κτιριακό συγκρότημα 15.000 τετραγωνικών, έργο του αρχιτέκτονα Γιάννη Νάνου ο οποίος έχει σχεδιάσει και την περίφημη ετικέτα του  Αμέθυστου, στεγάζει τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις παραγωγής, τις υπόγειες κάβες όπου φυλάσσονται πάνω από 800 βαρέλια, το αποσταγματοποιείο για την παρασκευή τσίπουρων, αποσταγμάτων σταφυλής και ούζων, καθώς και τους χώρους υποδοχής των επισκεπτών. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με έργα Δραμινών καλλιτεχνών –ορισμένοι εκ των οποίων έχουν φιλοτεχνήσει τις ετικέτες του κτήματος– δίνοντας μια διαφορετική νότα στον χώρο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας είχαμε τη χαρά να γνωρίσουμε τους δίδυμους γιους του Κώστα Λαζαρίδη, οι οποίοι φροντίζουν για τη συνέχεια μιας ιστορίας που ξεκίνησε γύρω στο 1979, με τη φύτευση του πρώτου γραμμικού αμπελώνα από τον Κ. Λαζαρίδη. Σήμερα, στα 2.300 στρέμματα ιδιόκτητου αμπελώνα καλλιεργούνται  λευκές και ερυθρές ποικιλίες, με έμφαση στο Sauvignon Blanc, στο Ασύρτικο, στο Merlot και στο Cabernet. Δοκιμάσαμε τον Αμέθυστο Λευκό 2016, Sauvignon Blanc και Ασύρτικο, διάσημο πλέον χαρμάνι της Δράμας, το Domaine Costa Lazaridi Rosé, ρόδινο ροζέ από Merlot που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, καθώς και τα δύο ερυθρά της σειράς Château Julia, Merlot και Refosco/Αγιωργίτικο. Ιδιαίτερος ο Αμέθυστος Cava 2013, 100% Cabernet Franc, κρασί  που έχει παραμείνει 18 μήνες στο βαρέλι και έχει ωριμάσει στη φιάλη, διαθέτοντας μεγάλο δυναμικό παλαίωσης.

CHÂTEAU NICO LAZARIDI

Περνώντας τη μεγαλόπρεπη είσοδο του Κτήματος Nico Lazaridi,  βρεθήκαμε μπροστά σε ένα κτίριο το οποίο, παρά το εντυπωσιακό του μέγεθος, είναι πλήρως εναρμονισμένο με το περιβάλλον. Το  οινοποιείο, έκτασης 6.000 τ.μ., είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μη «βεβηλώνει την κορυφογραμμή», παρότι είναι χτισμένο σε λόφο, όπως μας τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Φρειδερίκος Λαζαρίδης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Περιλαμβάνει τους χώρους παραγωγής με υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, το κελάρι στο οποίο μπορούν να αποθηκευτούν έως και 500 βαρέλια, αίθουσα γευσιγνωσίας, όπου στο μέλλον θα σερβίρεται και ειδικό μενού με έμφαση στο food and wine pairing, και βεβαίως την αίθουσα όπου φιλοξενείται η μόνιμη έκθεση «Μαγικό Βουνό» με τα έργα των καλλιτεχνών που έχουν φιλοτεχνήσει όλες τις ετικέτες του γνωστού κρασιού από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε μέχρι σήμερα. Η ιστορία του κτήματος ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, όταν οι Νίκος και Κώστας Λαζαρίδης, επίσης γνωστοί από τον κλάδο του μαρμάρου, αποφάσισαν να δουν το χόμπι τους για το κρασί επιχειρηματικά, στήνοντας την πρώτη οινοποιητική εταιρεία στον νομό Δράμας. Από τις αρχές του ’90, όταν οι δρόμοι των δύο αδελφών χώρισαν, η Nico Lazaridi εξακολούθησε να επεκτείνεται, φθάνοντας σήμερα να διαθέτει έναν ιδιόκτητο αμπελώνα 600 στρεμμάτων στην περιοχή της Αγοράς γύρω από το οινοποιείο, ένα δεύτερο οινοποιείο στην Πιέρια Κοιλάδα, στους πρόποδες του Παγγαίου, και ένα τρίτο στα σκαριά, στη Μύκονο. Η συζήτησή μας με τον Φρειδερίκο Λαζαρίδη, γιο του Νίκου, κατά τη διάρκεια της ξενάγησής μας μας αποκάλυψε έναν άνθρωπο με πολύ ξεκάθαρο όραμα και στόχους. Με παραγωγή που φθάνει τις 450.000 φιάλες στα κρασιά παλαίωσης και τις 600.000  στα entry level και μεσαίας παλαίωσης, που παράγονται στο οινοποιείο της Καβάλας, η εταιρεία έχει θέσει ως στόχο την αύξηση των εξαγωγών στο 40% του τζίρου της από το 30% όπου βρίσκεται σήμερα, προωθώντας παράλληλα τη δημιουργία συγκεκριμένων ζωνών αμπελοκαλλιέργειας, βασισμένων στο σύστημα ονομασιών προέλευσης της Βουργουνδίας. Εμβληματικό κρασί της Nico Lazaridi είναι βεβαίως το Μαγικό Βουνό, καθώς και τα δύο κρασιά της σειράς Perpeteus, ένα λευκό μονοποικιλιακό από Semillon και ένα ερυθρό χαρμάνι Sangiovese και Cabernet Sauvignon. 

ΤΕΧΝΗ ΟΙΝΟΥ

Η υποδοχή μας από τον Γιάννη Παπαδόπουλο, έναν εκ των δύο ιδρυτών του κτήματος, ήταν ιδιαίτερα θερμή, παρά το γεγονός ότι ο φόρτος εργασίας λόγω τρύγου τού άφηνε μικρά περιθώρια να μας μιλήσει ο ίδιος για την «περιπέτεια» που ξεκίνησε μαζί με τον φίλο του και κατόπιν συνεταίρο του Γιάννη Καλαϊτζίδη, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, και η οποία ονομάστηκε «Τέχνη Οίνου». Ανέλαβε ωστόσο ο γιος του Άκης, οινολόγος και επικεφαλής της παραγωγής του κτήματος, να μας εξηγήσει πώς ένας πολιτικός μηχανικός και ένας αρχιτέκτονας, με αφετηρία την κοινή τους αγάπη για το κρασί, δημιούργησαν ένα ιδιαίτερο οινοποιείο το οποίο χωρίζεται στα δύο από έναν δρόμο, αλλά ενώνεται υπογείως με μια εντυπωσιακή δαιδαλώδη κάβα, που μας θύμισε τα κελάρια των οίκων της Champagne. Mε παραγωγή 300.000 φιαλών, που στηρίζεται σε ξένες, τόσο γνωστές όσο και λιγότερο διαδομένες ποικιλίες, όπως το  Nebbiolo, αλλά και σε ελληνικές, ανάμεσα στις οποίες η Μαλαγουζιά,  το Ασύρτικο και το Αγιωργίτικο, το Κτήμα Τέχνη Οίνου μοιάζει να μη φοβάται τους πειραματισμούς. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν η απόφαση να καλλιεργήσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την πορτογαλική ποικιλία Touriga Nacional, αλλά και τα φιλόδοξα σχέδια για τη δημιουργία του ορεινότερου αμπελώνα στην Ελλάδα, σε υψόμετρο 1.050 μ., όπου σχεδιάζουν να καλλιεργήσουν Sauvignon Blanc. Η ξενάγησή μας στην κάβα μάς αποκάλυψε ένα εντυπωσιακό κελάρι, το οποίο εκτείνεται και στα δύο κτίρια, ενώνοντάς τα υπογείως με ένα τούνελ. Εδώ φυλάσσονται περίπου 35.000 φιάλες, ενώ σε ένα σημείο του βρίσκεται αυτό που αποκαλούν «αρχείο», όπου διατηρούνται όλες οι παλιές σοδειές, από την πρώτη που κυκλοφόρησε στην αγορά, το 1996, μέχρι τη φετινή. Μονοποικιλιακά και χαρμάνια, με κυρίαρχο και εδώ το επιτυχημένο blend του Sauvignon Blanc με το Ασύρτικο, συνθέτουν την γκάμα της σειράς Τέχνη Αλυπίας, που σημαίνει την τέχνη τού να αφαιρείς τη λύπη μέσω του κρασιού –βασισμένη σε έναν μύθο για τον θεό Διόνυσο– και της πιο premium σειράς Ήδυσμα Δρυός, που οφείλει την ονομασία της στη γλύκα που αφήνει το κρασί που έχει ωριμάσει μέσα σε δρύινα βαρέλια.

ΟΙΝΟΓΕΝΕΣΙΣ

«Ο μεγαλύτερος φίλος μας είναι ο χρόνος». Σε αυτή τη φράση  συνοψίζεται η φιλοσοφία του Κτήματος Οινογένεσις, το οποίο αποτελεί τη νεότερη άφιξη στην αμπελουργική ζώνη της Δράμας.   Το οινοποιείο στεγάζεται σ’ ένα επιβλητικό κτίριο από πέτρα, χτισμένο σε σχήμα Π, με στοιχεία μακεδονικού αρχοντικού, με μια μεγαλόπρεπη είσοδο που θυμίζει κάστρο, και είναι περιτριγυρισμένο από έναν καλαίσθητο κήπο και τους αμπελώνες της περιοχής του Δοξάτου. Αντανακλά τη μεγάλη αγάπη του δημιουργού του, Μπάκη Τσάλκου, για τη Γαλλία και το όραμά του να παντρέψει τη μεγάλη γαλλική παράδοση στην παραγωγή κρασιού με την τεράστια  εμπειρία που διαθέτει ο ίδιος ως οινολόγος. Με 38 τρύγους στο ενεργητικό του, στη Δράμα θεωρείται κάτι σαν θρύλος, αφού στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών έχει συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία του δραμινού αμπελώνα. Το 2006, λύοντας τη συνεργασία του με το Κτήμα Nico Lazaridi, προχώρησε στο μεγάλο βήμα δημιουργίας του δικού του κτήματος, το οποίο αποτελεί πλέον την τελευταία προσθήκη στον κατάλογο των οργανωμένων επισκέψιμων οινοποιείων της περιοχής, με παραγωγή γύρω στις 160.000 φιάλες τον χρόνο. Συνοδοιπόροι του στο δύσκολο  εγχείρημα η σύζυγός του Φανή Βογιατζή και ο γιος του Αλέξανδρος,  οινολόγος με καταγωγή και σπουδές στη Γαλλία, ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα το 2012 και κάνει ήδη τα πρώτα βήματα με την οινοποίηση μιας δικής του ετικέτας, του Thyrsus, ενός πρωτοποριακού blend Μαλαγουζιάς και Viognier, το οποίο είχαμε τη χαρά να δοκιμάσουμε μεταξύ άλλων. Ακολουθώντας τη γαλλική παράδοση, τα κρασιά του κτήματος που προορίζονται για παλαίωση  περνούν τουλάχιστον τρία χρόνια «ξεκούρασης» στη φιάλη προτού διατεθούν στην αγορά, γεγονός που τους προσδίδει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας, εκτός από την ξενάγηση στον χώρο παραγωγής και στα κελάρια, είχαμε τη χαρά να γευτούμε κάποια από τα κρασιά του κτήματος, συζητώντας παράλληλα με τον κ. Τσάλκο, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας ένα μέρος από την πολύχρονη εμπειρία του τόσο στο αμπέλι όσο και στην οινοποίηση. Δοκιμάσαμε τον λευκό Φεγγίτη του 2015, το κλασικό blend της Δράμας από Ασύρτικο και Sauvignon Blanc,  οινοποιημένο με τις οινολάσπες, με αρώματα εσπεριδοειδών, ιδανικό για να συνοδεύει θαλασσινά, και το Φεγγίτες Ροζέ, ένα ανοιχτόχρωμο ροζέ από Grenache rouge και Cabernet Sauvignon, οινοποιημένο στα πρότυπα του γαλλικού ροζέ, με το χρώμα της φλούδας του κρεμμυδιού. Φύγαμε με την υπόσχεση μιας επόμενης δοκιμής της σειράς Δέκα, ενός λευκού από Sauvignon Blanc, Ugni Blanc και Semillon και του ερυθρού από Merlot και Ξινόμαυρο.

Θάλεια Καρτάλη – Πηνελόπη Κατσάτου