Ένα από τα πιο ανάγωγα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας, κατά την άποψή μου, είναι η ευκολία του να κατακρίνει. Να εκφράζεται αρνητικά για πράγματα και ανθρώπους με τρόπο και ταχύτητα που θα ταίριαζε μόνο αν αυτό ήταν επάγγελμα. Μία ακόμη πιο προσβλητική έκφραση αυτού του χαρακτηριστικού είναι η εξής: να νομίζει κάποιος ότι με οδηγό το ένστικτο και την εξυπνάδα του μπορεί να υπερβεί την έλλειψη γνώσης και σχετικής εμπειρίας. Έτσι, μπορεί να διαφωνήσει και να κατακρίνει με άνεση τον απέναντί του για ένα θέμα στο οποίο ο άλλος έχει αφιερώσει τη ζωή του.
Σε αυτό είμαστε «μανούλες» οι Έλληνες και νομίζουμε πως η κριτική μάς ανεβάζει, γιατί «εμείς είμαστε για πιο πάνω»…
Μας πείθει η παρέα να πάμε στο Ηρώδειο, πρώτη φορά στη ζωή μας, να ακούσουμε Kiri Te Kanawa. Πάμε, δεν μας κάθεται καλά στο αυτί και, πριν καλά-καλά βγούμε έξω από το θέατρο, πετάμε το «έλα, μωρέ, δεν έλεγε και τίποτα»! Όταν ο γνώστης της παρέας, που την ώρα της συναυλίας δεν είχε πάψει να συγκινείται, μας επιτεθεί, του λέμε ότι δεν ξέρει τίποτα. (Και για να μη φέρουμε το παράδειγμα της Άντζελας, που όντως είναι μια εξαιρετική για το είδος της τραγουδίστρια, λέμε για την Κάλλας, γιατί και Ελληνίδα είναι, και την είχε σύντροφο ο Ωνάσης).
Δυστυχώς όμως, καθώς το κρασί μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης, με συνεχείς παρουσιάσεις και με τους παραγωγούς να δείχνουν τα κρασιά τους σε οινόφιλους και επαγγελματίες, φαινόμενα σαν τα παραπάνω πληθαίνουν. Άτομα που θεωρούν ότι είναι σχετικά, είναι-δεν είναι, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κατακεραυνώσουν μπροστά σε κόσμο τον παραγωγό ενός κρασιού, γιατί το κρασί «δεν είναι καλό».
Άτομα που θεωρούν ότι είναι σχετικά, είναι-δεν είναι, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κατακεραυνώσουν μπροστά σε κόσμο τον παραγωγό ενός κρασιού, γιατί το κρασί «δεν είναι καλό».
Αν το σχόλιο ήταν στο επίπεδο του «δεν μου αρέσει», η κουβέντα θα πήγαινε σε άλλους δρόμους. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πει ότι κάτι δεν είναι του γούστου του. Όμως, το «καλό» ή «κακό» έχει μια άλλη βαρύτητα.
Επίσης, το κρασί είναι ένα προϊόν που δεν μπορεί να «τιμωρήσει» κριτικές. Αν έχουμε διαφωνία για το ποιο αυτοκίνητο είναι το πιο γρήγορο, το βάζουμε στον δρόμο και έχουμε αμέσως την απόδειξη. Αν το θέμα είναι ένας ποδοσφαιριστής, μπορούμε να βρούμε κάποιες παραμέτρους που να είναι λίγο έως πολύ αντικειμενικές, π.χ. το πόσα γκολ έχει βάλει. Το κρασί όμως είναι έρμαιο. Ακόμη και αν σερβίρουμε ένα Château Margaux, μπορεί κάποιος να πει «είναι πολύ τεχνικό, χωρίς ψυχή και δεν αξίζει μία» και να μην έχουμε να αντιπροτείνουμε τίποτα χειροπιαστό. Το κρασί είναι ένα προϊόν που γίνεται μόνο με μόχθο και αφοσίωση. Δεν υπάρχουν παραγωγοί, ή δεν υπάρχουν πολλοί παραγωγοί, που θέλουν να κοροϊδέψουν τον καταναλωτή – και όσοι υπάρχουν βγαίνουν από το παιγνίδι γρήγορα. Ο κάθε οινοποιός κάνει το κρασί με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί και που ξέρει. Η κριτική σε αυτό θα πρέπει να γίνεται με τη δυστοκία και τις δεύτερες σκέψεις που θα κατακρίναμε το παιδί ενός φίλου μας.
Ας τελειώσουμε με έναν μονόλογο του Anton Ego, του κριτικού εστιατορίων στο καταπληκτικό «Ratatouille» (το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, είναι ένα παιδικό έργο!): «Μια κακή κριτική είναι πολύ πιο διασκεδαστική να τη γράψεις αλλά και να τη διαβάσεις. Σίγουρα, αυτός που κριτικάρει δεν έχει να χάσει τίποτα, σε αντίθεση με αυτόν που αποδέχεται την κριτική. Όμως, πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως, ακόμη και η πιο σημαντική κριτική είναι απείρως πιο ασήμαντη από το πιο μέτριο δημιούργημα».