Επισκέφθηκα τη Σαντορίνη πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1986. Δεν θυμάμαι πολλά πέρα από τρία πράγματα: Τον «Πέτρο», τη μοναδική ανοιχτή ταβέρνα στην Οία, και έναν απίστευτα δυνατό αέρα, που στα έξι μου δεν με άφηνε να περπατήσω. Μα πιο έντονα στη μνήμη μου έχει χαραχτεί η πρώτη ματιά στη θέα του ηφαιστείου την επόμενη μέρα το πρωί, η οποία, παρά την ηλικία μου, μου προκάλεσε ένα δέος. Θυμάμαι ακόμα αυτή την άγρια ομορφιά, που έκανε τόση αντίθεση με το ηλιόλουστο πρωινό.
Τα επόμενα χρόνια, η Σαντορίνη έγινε ο τόπος των παιδικών μου διακοπών. Τα βράδια, τα γεύματα με τους μεγάλους ήταν καθημερινά, «βαρετά» για τους μικρούς, αλλά γεμάτα κρασί για τους μεγάλους. Άλλοτε στην παλιά «Σελήνη» του Γιώργου και της Έβελυν και άλλοτε στον παλιό «Κουκούμαβλο» του Νίκου, πρώτα στην Οία και μετέπειτα στα Φηρά. Καθημερινά, η διαδρομή για την παραλία περνούσε πάντα μέσα από τους ατελείωτους αμπελώνες του νησιού. Ειδικά την εποχή που χτιζόταν ο δρόμος Φηρών-Πύργου, το πέρασμα από τον χωματόδρομο έδινε μια μοναδική εικόνα. Ένα πράσινο χαλί απλωνόταν από τις άκρες της καλντέρας μέχρι τον περίγυρο της Μεσαριάς. Λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε στην κυριότητα της οικογένειας και το πρώτο αμπέλι, εκτάσεως 2,5 στρεμμάτων. «Και τι θα το κάνουμε;» ήταν η ερώτησή μου. «Θα δούμε. Προς το παρόν θα το νοικιάσουμε σε κάποιον που φτιάχνει κρασί. Στο μέλλον; Ποτέ δεν ξέρεις…» ήταν η απάντηση του πατέρα μου. Η παιδική περιέργεια όμως έκανε ρελάνς: «Και δηλαδή πόσο θα το νοικιάσουμε;». Για να έρθει η αφοπλιστική απάντηση: «Δεν είναι για τα λεφτά, είναι για το κρασί…». Τελικά, όντως το παραχωρήσαμε έναντι κρασιού. Στα μετέπειτα χρόνια, οι παιδικές διακοπές έγιναν εφηβικές. Τις βραδινές συζητήσεις της παρέας στη βεράντα με θέα το ηφαίστειο, κάτω από το φεγγάρι, συνόδευε ένα (συνήθως κιβώτιο) Ασύρτικο/Αθήρι του Σιγάλα. Στην καθιερωμένη γιορτή των γενεθλίων μου, στην «Ντομάτα» του Χρύσανθου και της Γεωργίας, περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι είχε ένας Θαλασσίτης. Φυσικά, μυθική έχει μείνει στην παρέα η επίσκεψη στο Κτήμα Αργυρού με σκοπό την αγορά Vinsanto για το βραδινό τραπέζι. Σοφότεροι δεν γίναμε, αλλά σίγουρα φύγαμε αισθητά πιο εύθυμοι μετά τη δοκιμή 15 διαφορετικών βαρελιών. Το κρασί, ως έννοια και παρουσία, ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη Σαντορίνη και τις διακοπές μου. Ίσως γι’ αυτό να έφταιγε και η αγάπη του πατέρα μου για το κρασί. Κοιτώντας πίσω και βάζοντας τα κομμάτια του παζλ μαζί, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι αυτή η αγορά των αμπελιών μόνο τυχαία δεν ήταν. Αυτό το «ποτέ δεν ξέρεις…» μάλλον ήταν ένα κρυμμένο «ξέρεις εσύ…». Εν πάση περιπτώσει, Σαντορίνη χωρίς κρασί δεν υπήρχε.
Και ύστερα τα χρόνια πέρασαν, η αρχική έκταση των 2,5 στρεμμάτων κατέληξε να είναι 40 στρέμματα ενιαία. Έκταση μικρή για οπουδήποτε αλλού, αλλά μεγάλη για τη Σαντορίνη. Κάποιοι φίλοι έφυγαν και κάποιοι φίλοι ήρθαν. Πρόσωπα αγαπημένα δεν ήταν πια ανάμεσά μας. Κι εγώ, βρέθηκα με τα 40 στρέμματα αμπελώνων στην κατοχή μου κι ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κεφάλι μου. Και συνέχεια στο μυαλό μου στριφογύριζε «Στο μέλλον; Ποτέ δεν ξέρεις…» που έδινε ελπίδα στο όνειρο. Έρχονταν οι αναμνήσεις από τα χαρούμενα τραπέζια, οι ατελείωτες συζητήσεις κάτω από το φεγγάρι και τα καταπράσινα αμπέλια των Φηρών. Και
ξαφνικά κατάλαβα. Σαντορίνη = Κρασί. Για άλλους, ηλιοβασιλέματα, γάμοι και κρουαζιέρες. Αλλά για μένα κρασί. Από τότε, ο στόχος ήταν ξεκάθαρος. Είτε από αφέλεια είτε από θάρρος, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τον οικογενειακό αμπελώνα και να δημιουργήσω ένα οινοποιείο από το μηδέν. Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι, και εν μέσω κρίσης μάλιστα! Με το δίκιο τους, όλοι γύρω μου κοιτούσαν με δυσπιστία, αλλά μόνο όσοι αγαπούσαν πραγματικά το κρασί μπορούσαν να καταλάβουν. Οι δυσκολίες αμέτρητες, αλλά στην πορεία ήρθαν καινούργιοι φίλοι, συνεργάτες, μέντορες. Ο Ηλίας, ο Γιάννης, η Εύη και πολλοί ακόμα ήταν πάντα μαζί μου, δίνοντας τον εαυτό τους για να γεννηθεί ο Βασάλτης κόντρα σε κάθε λογής αντιξοότητα. Από το 2015, η Σαντορίνη μου έχει πιο πολύ κρασί από ποτέ. Όχι ως καταναλωτής πια, αλλά ως παραγωγός. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του οινοποιείου Vassaltis, μιας από τις πιο σύγχρονες μονάδες παραγωγής πάνω στο νησί, μας δίνει τη δυνατότητα να παράγουμε κρασιά υψηλότατης ποιότητας από τις τοπικές ποικιλίες. Η Σαντορίνη, η πρώτη ετικέτα που παραγάγαμε στον παρθενικό μας τρύγο, πλέον συνοδεύεται από άλλες επτά. Αισθάνομαι περήφανος που υποδεχόμαστε τόσους επισκέπτες στο οινοποιείο μας, περήφανος που έρχονται από τις τέσσερις άκρες της Γης για να μυηθούν στο Ασύρτικο. Είμαι περήφανος που τα κρασιά μας ταξιδεύουν και καταναλώνονται παγκοσμίως. Είμαι ευγνώμων που μπορώ και περπατάω ανάμεσα στα ίδια αμπέλια που η περασμένη γενιά απέκτησε λίγο από αφέλεια λίγο από όνειρο και, πάνω από όλα, τυχερός για τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει μέσα από αυτή τη διαδρομή, με τους οποίους μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για το κρασί. Η φετινή φύτευση 38 στρεμμάτων στη Θηρασιά και οι δρομολογημένες φυτεύσεις άλλων 40 στρεμμάτων του χρόνου στη Σαντορίνη μάς γεμίζουν αισιοδοξία για την εκπλήρωση του οράματός μας: η Σαντορίνη να γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα κρασιά της (και όχι μόνο για την ομορφιά της) και ο Vassaltis να αποτελεί ένα οινοποιείο αναφοράς για τον προορισμό και για την ποικιλία. Οι δυσκολίες πολλές, αλλά τόσες ήταν και την πρώτη μέρα που ξεκινήσαμε.
Αυτή είναι η Σαντορίνη μου και η ιστορία της σχέσης μου με το κρασί της. Ευχαριστώ αυτούς που ήταν τότε εκεί και με τις όμορφες παραστάσεις τους μου έδωσαν το κίνητρο να ξεκινήσω και ευχαριστώ όσους είναι κάθε μέρα δίπλα μου, ώστε βήμα βήμα να κάνουμε το όραμά μας πραγματικότητα. Ένα όραμα στο οποίο η Σαντορίνη έχει ένα πρόσωπο τόσο μαγευτικό όσο το θυμάμαι. Κλείνω με μια ευχή: να μπορέσουμε όλοι οι οινοποιοί της Σαντορίνης να αποτελέσουμε ανάχωμα στον υπερτουρισμό και να διασώσουμε αυτόν τον μοναδικό αμπελώνα προς όφελος του νησιού και της οινικής ιστορίας της χώρας μας. ●